Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

ΚΕΙΜΕΝΑ Φ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

 Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ

Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ


ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΤΟΜΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕ

ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΘΕΩΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΨΗΦΙΔΑ, ΑΘΗΝΑ, 2004.


Φίλιππου Νικολόπουλου, Δρα Κοινωνιολογίας, Μέλους του Διδακτικού Προσωπικού του Παν/μίου Webster

I

Στο εκτεταμένο δίτομο έργο του «Θεωρία Πολιτισμού» ο Καθηγητής Βασίλης Φιοραβάντες αναζητά με επιμονή τη διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού σχεδίου για μια απελευθερωμένη κοινωνία έχοντας για στροφέα κυρίως την ριζοσπαστική κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης (με κύριους εκπροσώπους της τους Μ. Χορκχάϊμερ, Θ. Αντόρνο. X. Μαρκούζε, Γ. Χάμπερμας, Φρ. Πόλλακ, Φ. Νόουμαν, Β. Μπένζαμιν, Ε. Φρόμμ κ.ά.) με όλες τις δυνατές προεκτάσεις της[1]. Έχοντας κατανοήσει σε βάθος τα προβλήματα της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας του ύστερου καπιταλισμού που τείνει στην ομοιομορφοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στο ενιαίο «καναλιζάρισμα» της σκέψης και στην αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής - ώστε οι μηχανισμοί της αγοράς να επελαύνουν ανεμπόδιστοι - ο συγγραφέας πολύ σωστά προβάλλει την κριτική θεωρία, ως θεωρία κατ' εξοχήν επίκαιρη και ικανή να ενισχύσει σήμερα τις θεωρητικές και ηθικές αντιστάσεις μας[2].

Αν και δεν παραβλέπει τις απαισιόδοξες συνέπειες της αρνητικής διαλεκτικής του Αντόρνο[3] - στον αντίποδα του αρχικού αισιόδοξου επαναστατικού οράματος του Μαρκούζε και του θετικού τελικά προσανατολισμού του Γκολτμάν -, εμβαθύνοντας σε πολλά σημεία του συνολικού πεδίου της κριτικής θεωρίας, ξέρει να ανασύρει θεωρητικά όπλα με τα οποία ο άνθρωπος μπορεί να δώσει πειστικά τη μάχη του για απελευθέρωση, αυτονομία και χειραφέτηση στην ευρύτερη έννοια του όρου. Και το συνολικό πεδίο της κριτικής θεωρίας έχει μεγάλη έκταση γιατί ακριβώς διαμορφώνεται μέσα απ' τη διαπλοκή και συνεργασία πολλών επί μέρους κλάδων των κοινωνικών επιστημών (κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, ανθρωπολογία, ψυχανάλυση[4], πολιτική ανάλυση), της φιλοσοφίας, της αισθητικής και της τέχνης[5].

Εξάλλου πολύ σωστά αυτό το συνθετικό πνεύμα προβάλλεται ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Σχολής της Φρανκφούρτης, συνδυασμένο πάντα με τη θεωρητικοποίηση των ερευνών της. Και πρόκειται για μια φιλοσοφική και επιστημονική κατεύθυνση, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την σύγχρονη κατεύθυνση των επιστημών, που υπερεξειδικεύονται και προσεγγίζουν την «πραγματικότητα κατακερματισμένη», χωρίς κανένα ενδιαφέρον για μια εκ νέου συνθετική θεώρηση, που είναι αναγκαία, αν θέλουμε να έχουμε μια στοιχειώδη καθολική εποπτεία του πραγματικού[6]. Το υπερεξειδικευμένο αναλυτικό στοιχείο αναπτύσσεται υπό το πνεύμα του θετικισμού, που αδιαφορεί για μια καθολικότερη αλήθεια και για μια σύνδεση και σύνθεση της επιστημονικής έρευνας με αξιακές κατηγορίες και ηθικές επιλογές. Η κριτική θεωρία αντετίθετο συστηματικά και σφοδρά στο θετικιστικό επιστημολογικό ρεύμα της «υποτιθέμενης ουδέτερης εμπειρικής παρατήρησης»[7] και δεν αποδεχόταν ότι το «ορθολογικό στοιχείο» από μόνο του είναι ικανό να απελευθερώσει και να χειραφετήσει τον άνθρωπο. Αυτή η αντίθεση φωτίζεται αρκετά στο δίτομο έργο σε συστοιχία πάντα με την επανειλημμένη υπογράμμιση του πώς η κριτική θεωρία δεν μπορούσε να νοήσει επιστημονική έρευνα διεπομένη από ανθρωπιστικές ορίζουσες, αν δεν ήταν συνδεδεμένη με ηθικές κατηγορίες και επιλογές.

Αλλά παραπέρα επισημαίνονται και άλλα βασικά χαρακτηριστικά του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης, που κατά κάποιον τρόπο, επιλέγονται από τον καθηγητή Φιοραβάντε «ως μπούσουλας» για την κατανόηση του έργου της στο σύνολό του[8]: το έντονο κριτικό στοιχείο προς κάθε κατεύθυνση (κριτική κοινωνιολογΐα, κριτική φιλοσοφία), η ολιστική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων και της κουλτούρας που τα πλαισιώνει (πάντα σε συνδυασμό με το συνθετικό πνεύμα που παραπάνω αναφέραμε), η ριζοσπαστικότητα των θεωρήσεων (αν και δεν υπήρχε κάποια αντιστοιχία με ριζοσπασπκότητα δράσης) που κτυπούσε σαν δίκοπο μαχαίρι[9], δηλαδή στρεφόταν τόσο ενάντια στην κατάσταση του ύστερου καπιταλισμού με τα νέα δεσμά των νέων τεχνολογιών και των νέων «ορθολογικών» μεθόδων χειραγώγησης, π.χ. τεχνικές ΜΜΕ, όσο και ενάντια στον ολοκληρωτισμό του σοβιετικού μοντέλου, η ανάδειξη της πολιτικο-ιδεολογικής διάστασης των φαινομένων που αντανακλούν συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και η μεγάλη προβολή της τέχνης και της αισθητικής, ως τομείς πνευματικής δραστηριότητας εξαιρετικής σπουδαιότητας, στους οποίους συμπυκνώνεται η κίνηση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές για την κατανόηση του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης, αν και αρκετές φορές έχουμε επαναλήψεις που θα ήταν προτιμότερο να είχαν αποφευχθεί ενώ θα περίμενε κανείς περισσότερη ακρίβεια στον προσδιορισμό των πολλών εννοιών και όρων, αποτελεί μια αληθινή συνεισφορά κυρίως απ' την πλευρά του ασυμβίβαστου κριτικού προσανατολισμού και των ανθρωπιστικών σκοποθετήσεων της Σχολής.

II

Ωστόσο για τον συγγραφέα του δίτομου έργου η ανάγνωση βάθους της Φρανκφουρτιανού έργου αποτελεί εκκίνηση για ευρύτερες αναζητήσεις, που κατατείνουν στην ανεύρεση ενός νέου μοντέρνου σχεδίου για την τέχνη και την κοινωνία. Οι ρίζες και η σημερινή κατάσταση του μοντερνισμού, με τις αντινομίες που περικλείει αλλά και τα μεγάλα ανοίγματα σκέψης που έχει προσφέρει, αποτελούν μόνιμο σημείο προβληματικής. Ο συγγραφέας ακόμη και στην αρνητική διαλεκτική^ του Αντόρνο, διαλεκτική που δεν ανευρίσκει θετικά σημάδια στην πορεία της σημερινής ανθρωπότητας, προσπαθεί να εντοπίσει στοιχεία που μπορούν να συνηγορήσουν ή και να υποστηρίξουν μια αισιόδοξη προσπάθεια θετικού αναπροσανατολισμού, που θα σπάσουν τα δεσμά της «εργαλειοποίησης του λόγου» και θα ξεπεράσουν τον ουσιαστικό μαρασμό της σκέψης, την παθητικοποίηση κι αδρανοποϊηση των ατόμων και τελικά την απάνθρωπη «πραγμοποίηση».

III

Γνωρίζοντας τη σύνδεση της Κριτικής Θεωρίας με τις ρίζες της Καντιανής και Χεγκελομαρξιστικής παράδοσης, ο συγγραφέας αναζητά μέσα απ' αυτήν τη σύνδεση την θεωρητική ατραπό που θα οδηγήσει κριτικά στη σύλληψη της εξεγερμένης κι απελευθερωμένης αυτόνομης υποκειμενικότητας, που αποτελεί με τη σειρά της την εγγύηση για τη διαμόρφωση μιας μη αλλοτριωμένης κοινωνίας. Συγκρότηση και ανάδειξη μιας άλλης «μη εργαλειακής» ορθολογικότητας, που σώζει τελικά τις θετικές διαστάσεις της νεωτερικότητας και διαπερνάται από το ανθρωπιστικό πρόταγμα.

Επίσης μέσα στο πνεύμα της ίδιας θεωρητικής ατραπού ανιχνεύεται ο αναστοχασμός της ίδιας της φιλοσοφικής δραστηριότητας, της ίδιας της ιδεολογικής διαμόρφωσης και της ίδιας της αισθητικής προσέγγισης. Κι έτσι περνάμε στην μετα-φιλοσοφία, στην μετα-ιδεολογϊα και την μετα-αισθητική^ που αναμοχλεύουν διαρκώς τις δυνατότητες του κριτικού λόγου μέσω του οποίου μπορούμε ν' αποκαλύψουμε και να ανατρέψουμε την «ψευδή συνείδηση» και ν' ανοίξουμε το δρόμο για ένα δεσμευτικό σύνολο απελευθερωτικών ιδεών.

Στο μεγάλο κεφάλαιο της αισθητικής ο Β.Φ. θα δώσει ιδιαίτερη σημασία[10][11][12] ακολουθώντας ακριβώς τη γραμμή του Αντόρνο. Μοντέρνα τέχνη και αισθητική έχουν άμεση σχέση και η ευρηματικότητα, το ξεπέρασμα του περιοριστικού «στυλ», οι ρήξεις της πρώτης θ' ανοίξουν νέους δρόμους στη δεύτερη. Αμφότερες συνδέονται με κοινωνικές ομάδες και περιεχόμενα, αλλά χωρίς να νομιμοποιείται κάποιο είδος κοινωνιολογισμού[13]’. Η κοινωνιολογία της τέχνης πολύ σωστά ορίζεται ως μελέτη του κοινωνικού περιεχομένου της[14], πράγμα όμως που επηρεάζει και τη μελέτη της ίδιας της αισθητικής, ως ερευνητικής κατεύθυνσης πιο θεωρητικής (με κριτήρια την αλήθεια και το κάλλος). Διάλογος και αλληλεπίδραση με την κοινωνία, πάντα κοντά στο πνεύμα του Αντόρνο, που συλλαμβάνει την αισθητική ως «προϋπόθεση μιας κριτικής κοινωνικής θεωρίας[15]». Πολύ σωστά τίθεται το ζήτημα της μοντέρνας τέχνης ως ανατρεπτικής πολεμικής πρακτικής, ως καλλιτεχνικής δραστηριότητας που σύρει στα άκρα τις ίδιες της εγγενείς ιδιότητες της τέχνης να εκθέτει και ν' αναδεικνύει έναν κόσμο, διαφορετικό απ' αυτόν που μας δίνουν καθημερινά οι αισθήσεις μας και να καταδείξει ότι «αυτός ο ίδιος ο κόσμος πρέπει να γίνει άλλο πράγμα», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αντόρνο στην Αισθητική Θεωρία του.[16]

IV

Ήδη με την προβληματική που τίθεται για τους τομείς της τέχνης και της αισθητικής ακουμπάμε το μεγάλο της ζήτημα της κουλτούρας και του πολιτισμού σ' όλες τους τις εκδοχές. Και σ' όλο το δίτομο έργο μια διακριτή συγκλίνουσα είναι ακριβώς αυτή: πώς μπορούμε να περάσουμε απ' τις κοινωνικές δομές και διαδικασίες στην κουλτούρα και τον πολιτισμό, πώς μπορούμε να μεταφράσουμε το κοινωνικό γίγνεσθαι σε πολιτισμικές διεργασίες και ειδικότερα πώς μπορούμε να συσχετίσουμε (χωρίς να πέφτουμε φυσικά σε τυφλούς αναγωγισμούς) τα χαρακτηριστικά του ύστερα καπιταλισμού και ακόμη περισσότερο το φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών της παγκοσμιοποίησης με τη βαρβαρότητα που βαθμιαία επικρατεί στο πολιτιστικό επίπεδο, δηλαδή με την υποβάθμιση της κουλτούρας και την εμφανή τάση ο τεχνολογικός πολιτισμός (αυτό που θα αποκαλούσε ο Α. Βέμπερ υλικό πολιτισμό) να της επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο.[17]Υπάρχουν δυνατότητες αντίστασης και αλλαγής πορείας;

Αν και δεν παραβλέπεται η γνώμη του Αντόρνο ότι με την κουλτούρα μπορούμε να παγιδευτούμε και να νομίσουμε «ότι υπάρχει μια κοινωνία που δεν υπάρχει», ο καθηγητής Φιοραβάντες δεν διαγράφει οποιαδήποτε αισιόδοξη προοπτική πολιτιστικής αντίστασης. Παίρνει όμως σωστά αυτή τη θέση μέσα από τις γραμμές της κριτικής της κουλτούρας (πάντα σε συστοιχία με τη ριζοσπαστική κοινωνιολογία και φιλοσοφία) που πιστεύει ότι έχει δυνατότητες να διαμορφωθεί ως «νέα ηγεμονική[18]» υπό προϋποθέσεις (αυτονομία των ατόμων, ανάπτυξη νέων ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων με νέες θεωρήσεις, ξεπέρασμα της ιδεολογίας «ως ψευδούς συνείδησης», ανάπτυξη των ελεύθερων δημιουργικών δυνάμεων και της δημιουργικότητας όλων χωρίς αποκλεισμούς).

Η ανίχνευση όμως αυτών των αισιόδοξων δυνατοτήτων της νέας ηγεμονικής κουλτούρας, κατ' αυτόν, δεν αντιστρέφει την όλη κατάσταση των δεσμευτικών δομών της αλλοτριωμένης ταξικής κοινωνίας του ύστερου καπιταλισμού. Κάτι τέτοιο θα ήταν α-ιστορικό, ξεκομμένο από τις πραγματικές κοινωνικές διαδικασίες κι αντίθετο μ' ένα επαναστατικό πρόσταγμα που ξεκινά «απ' τα κάτω»: Γι' αυτό και καταλήγει ότι μόνο «η κοινωνική επανάσταση απελευθερώνει πραγματικά τον άνθρωπο και την κουλτούρα»[19][20].

V

Με το ίδιο ανοικτό επαναστατικό πνεύμα ο Β.Φ. συλλαμβάνει και την υπόθεση του ίδιου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού χωρίς να πέφτει σε παγιδευτικές αναγωγικές εμμονές αλλά και χωρίς να απομακρύνεται από τις ρίζες της αυθεντικής μαρξικής σκέψης. Βλέπει τον σοσιαλισμό ως ολική και οριστική ρήξηή0 με την ταξική κοινωνία της αλλοτρίωσης χωρίς όμως να τον συνδέει με κάποιο είδος μετεξέλιξης της αστικής δημοκρατίας (αν και βέβαια αναγνωρίζει την μεγάλη πολιτική και κοινωνική σπουδαιότητα της Γαλλικής Επανάστασης) μέσω κρατικίστικων αντιλήψεων ή εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων μέσα στο ίδιο το αναπτυγμένο καπιταλιστικό σύστημα[21]. Ο Μάρξ δεν ήταν κρατιστής και πολύ σωστά επισημαίνεται ότι είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο της γραφειοκρατικοποϊησης κι της τεχνοκρατικοποίησης της παραγωγής και τη βαθμιαία διάλυση του κοινωνικού εργάτη»[22] (λόγω των τεϋλορικών μεθόδων της παραγωγής). Η μαρξική σκέψη συλλαμβάνεται όχι τελεολογικά και ντετερμινιστικά, χωρίς να υποκύπτει σε έμμεσους ή αφανείς «μεταφυσικούς πειρασμούς» και να ταυτίζεται με μια γραμμική αντίληψη των κοινωνικών πραγμάτων.

Αν και βέβαια έχουμε αμφιβολίες στο αν έλειπε τελικά απ' την μαρξική σκέψη κάποιο είδος ντετερμινιστικής θεώρησης - συναρτημένης απόλυτα με την καθοριστική αποδοχή ιστορικοκοινωνικών νόμων - αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουμε στην προσέγγιση του Β.φ. είναι ότι κάνει μια κριτική ανάγνωση του μαρξικού έργου, δίνει προτεραιότητα στη μέθοδο σκέψης και αποκλείει τη μηχανιστική εφαρμογή πορισμάτων του - που διαμορφώθηκαν τον 19° αιώνα - στις σημερινές εξαιρετικά αρνητικές συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού[23].

Η ερμηνεία του είναι ανοικτή και παρόλο που αντιλαμβάνεται το κλείσιμο των δυνατοτήτων σήμερα - με τόσο εκτεταμένη αποϊδεολογοποίηση, τεχνοκρατισμό και οργανωμένη χειραγώγηση σ' όλα τα επίπεδα - για ένα αληθινό πέρασμα στον σοσιαλισμό, πιστεύει στη «σπίθα» που υπάρχει μέσα στην κριτική εξέγερση της επαναστατικής μαρξικής σκέψης, σπίθα που μπορεί να ωθήσει σε ρήξεις μέσα από τη συνειδητοποίηση και ανάλυση της «απέραντης αρνητικότητας της σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης»[24]. Μ' άλλα λόγια κρατάμε την κριτική μέθοδο - κι η Σχολή της ώρανκφούρτης πήρε τη σκυτάλη προς αυτήν την κατεύθυνση - και την οργανώνουμε σε θεωρητικό όπλο για να προκαλέσουμε τα πρώτα ρήγματα σ' ένα καθεστώς βαρβαρότητας ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού (ακόμη κι ο Σόρος (!) μιλά για φόνταμενταλισμό αγοράς που υποβαθμίζει την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της[25]), με το οποίο δεν πρέπει να συμβιβαστούμε, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ορθωμένη άρνηση. Σκοπός μας μπορεί να είναι η

απελευθερωμένη τελικά κοινωνία της ανθρωπιάς και της ειρηνικής δημιουργίας, αλλά δεν είναι απαραίτητο τα χαρακτηριστικά της να είναι ακριβώς τα ίδια μ' εκείνα που συνέλαβε αρχικά ο Μαρξ. Έτσι η πολύτιμη ' συνεισφορά του καθηγητή Φιοραβάντε είναι ότι συλλαμβάνει το επαναστατικό στοιχείο στην κριτική σκέψη του Μαρξ σε διαρκή ροή, σε νέες μορφές κάθε φορά αντιπαράθεσης με τα νέα περιεχόμενα της εκάστοτε «αρνητικής \ συνθήκης»

Ιδιαίτερα στον 2° τόμο[26] του έργου τον απασχολούν απορρυθμιστικές καταστάσεις (σε τέχνη, σε κουλτούρα σε αντιστοιχία πάντοτε με τις κοινωνικές δομές, τις εργασιακές σχέσεις και την οικονομία) που έχουν προκληθεί από τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, τον φόνταμενταλισμό της αγοράς που χαρακτηρίζει την κατάσταση της παγκοσμιοποίησης (κατάσταση που δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτό που ονομάζεται «universalism», δηλαδή οικουμενικότητα βασισμένη σ' ένα κοινό συλλογικό ιδεώδες).

Αυτές οι απορρυθμιστικές καταστάσεις δικαιολογημένα έχουν προκαλέσει ένα είδος μεταμοντέρνας απαισιοδοξίας[27] απ' την οποία ορισμένες θέσεις της αρνητικής διαλεκτικής του Αντόρνο δεν απέχουν και πολύ (απουσία διεξόδου από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική βαρβαρότητα, γι' αυτό και ο Αντόρνο για το κίνημα του Μαΐου του 1968 στεκόταν πολύ επιφυλακτικός).

Ωστόσο πρέπει να χαιρετίσουμε την επιμονή του συγγραφέα να βρει ακτίδες φωτός, τρόπους ξεπεράσματος αυτής της κατά τα άλλα δικαιολογημένης απαισιοδοξίας, με στήριγμα νέες θεωρητικοποιήσεις βασισμένες στη ριζοσπαστική κριτική και την επίτευξη μιας, σχετικής έστω, αυτονομίας της τέχνης και της κουλτούρας.

Αν και δεν παραβλέπει την αισθητική θεωρία των μικροδομών[28], όπως αναπτύχθηκε από τον Αντόρνο, Γκολντμάν, Μπένζαμιν, θεωρία (ολικό μικροδομικό μοντέλο) που εστιάζει κυρίως στη μοντέρνα τέχνη (π.χ. η παρουσίαση της εφιαλτικής καθημερινότητας, εγκλωβισμένης σε καταπιεστικές μικροδομές, όπως παρουσιάζεται στα έργα του Κάφκα), τον απασχολεί έντονα τελικά η διαμόρφωση μιας συλλογικής πολιτισμικής απάντησης ενάντια στους παγκοσμιοποιητικούς μηχανισμούς μιας ενιαίας πολιτισμικής ισοπέδωσης[29].

Και η απάντηση - αναζήτηση πολιτισμικής διεξόδου από τη σημερινή κρίση δεν μπορεί να δοθεί παρά μονάχα αν συγκροτηθεί ένα κριτικό σχέδιο μιας αποτελεσματικής πολιτισμικής πολιτικής (η συνεισφορά του Ε. Μορέν[30]πάντα υπολογίσιμη) με πλούσια στοιχεία διεπιστημονικότητας, διακαλλιτεχνικότητας και διαπολιτισμικότητας[31]. Έτσι το ξέφωτο θα βρεθεί και οι αντιστάσεις στη σύγχρονη πολιτική βαρβαρότητα θα αποδειχθούν επαρκείς, καθώς θα αξιοποιηθούν δημιουργικά η αυτονομία για την οποία μιλήσαμε παραπάνω και οι δυνατότητες μιας σφαιρικής σύγχρονης πολιτισμικής θεωρίας[32].



Βλ. Βασίλης Φιοραβάντες, Θεωρ/α Πολιτισμού (Μετακριτική, Πολιτισμός και Άνθρωποι), I (τόμος 1°?) Αθήνα, Ψηφίδα, σσ. 14-15.

[2].  Αυτόθι, σσ. 15-16.

[3].  Αυτόθι, σσ. 28,30-31.

[4].  Ας μην ξεχνούμε την κατεύθυνση του Φροΰδο-μαρξισμού, βασικής τάσης της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ενδεικτικά αναφέρουμε το έργο του Ε. Φρομμ, Β. Ράιχ ή ακόμη και του Μαρκούζε. Βλ. Βασίλης Φιοραβάντες, όττ.παραττ. σελ. 25

[5].  Αυτόθι, σελ. 21.

[6].  Η σττουδαιότητα της συνθετικής θεώρησης υπογραμμίζεται κι από την συστημική θεωρία, βλ. John A. Busch and Gladys, M. Busch, Sociocybernetics, Social Systems Press, 1992, σσ. 112-113.

[7].     Ας θυμηθούμε και τις απόψεις του Ρ. Feyerabend ότι όλες οι επιστημονικές παρατηρήσεις ποτέ δεν είναι απόλυτα «ουδέτερες» αλλά εξ αρχής είναι επηρεασμένες από κάποιον θεωρητικό προσανατολισμό. Βλ. το βιβλίο του Against Method, London, New Left Books, 1975.

[8].  Βλ. Βασίλης Φιοραβάντες, ό.ττ., σσ. 21-22.

[9].   Γι’ αυτό και επιτυχώς η κριτική θεωρία αποκλήθηκε «Πολιορκημένη θεωρία». Βλ. Ζαν- Μαρί Βενσάν, Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Κριτική Θεωρία, Αθήνα, εκδ. Επίκουρος 1977, σσ. 93-96.

[10]. Βλ. Βασίλης Φιοραβάντες, ό.ττ., σσ. 30-31.

".Αυτόθι, σσ. 213-233.

,2. Αυτόθι, σσ. 163-209, 237-267.

3. Αυτόθι, σελ. 248.

,4. Αυτόθι, σελ. 257.

|5. Αυτόθι, σελ. 239.

,6. Αυτόθι, σελ. 266, όπου και παραπομπή στο ίδιο το έργου του Th. Adorno, Theorie esthetique.

,7. Αυτόθι, σελ. 289.

’8. Αυτόθι, σσ. 190, 192-193.

,9. Αυτόθι, σελ. 193.

[20].  Αυτόθι, σελ. 278.

[21].  Αυτόθι, σελ. 281.

[22].  Αυτόθι, σελ. 281.

[23].  Αυτόθι, σσ. 282-288.

. Αυτόθι, σελ. 288.

[25].        Βλ. G. Soros, Η Κρίση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, Αθήνα, «Νέα Σύνορα» - Λ.Α. Λιβάνη, 1999, σσ. 24, 324-330.

[26].         Βλ. Βασίλης Φιοραβάντες, Θεωρία Πολιτισμού II (Τέχνη, Κουλτούρα, Αισθητική, ο Ανθρωπος Αντιμέτωπος με την Παγκοσμιοποίηση), (τόμος 2°ς), όπ. παραπ., σσ. 13- 41.

[27].  Αυτόθι, Θεωρία Πολιτισμού II, σελ. 58.

[28].  Αυτόθι, Θεωρία Πολιτισμού II, σσ. 61-95.

[29].  Αυτόθι, Θεωρία Πολιτισμού I, σσ. 537-538.

[30].  Αυτόθι, Θεωρία Πολιτισμού I, σελ. 539.

[31]. Αυτόθι, σελ. 540.

[32].  Αυτόθι, σσ. 536-540.



Βασίλη Φιοραβάντε, Προς τη Μεταπαγκοσμιοποίηση, Η Αναγκαιότητα τον Νεοανθρωπιστικού Προτάγματος, Αθήνα, Εκδ. Ζήτη, 2015

Φίλιππου Νικολόπουλου Δρα Κοινωνιολογίας πρ. Επίκ. Καθηγητή Κοινωνιολογίας Παν/μίου Κρήτης

Το νέο βιβλίο του Βασίλη Φιοραβάντε σε βασικούς θεωρητικούς του άξονες αποτελεί συνέχεια και αναστοχαστικό εμπλουτισμό προβληματισμών και θεωρητικών του προτάσεων που περιέχονται σε προηγούμενα βιβλία του (π.χ. Θεωρία Πολιτισμού, Προς μία Νέα Ανθρωπολογία, συλλογικός τόμος με επιμελητή τον ίδιο). Και πρόκειται για προβληματισμούς και προτάσεις που εστιάζουν κυρίως στην ανάγκη ανάπτυξης μιας νέας κριτικής θεωρίας που καλείται να ενισχύσει τις ουμανιστικές προοπτικές της Ανθρωπότητας και την ριζοσπαστική παρέμβαση στο ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι για ανακοπή (όσο είναι δυνατόν φυσικά) των ολέθριων αλλοτριωτικών αποτελεσμάτων της παγκοσμιοποίησης.

Στο νέο βιβλίο εισάγονται οι όροι «αποπαγκοσμιοποίηση» και «μεταπαγκοσμιοποίηση» (όροι που θα ήσαν σκόπιμο να προσδιορίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια), ακριβώς γιατί ο συγγραφέας θεωρεί ότι μετά την κρίση του 2008 οι αρνητικές εξελίξεις στον κόσμο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αυξάνονται και οι ρηγματώσεις μετά αντιφάσεων στο σύστημα αίρουν τις αρχικές θετικές προσδοκίες από τη δυναμική της λεγάμενης παγκοσμιοποίησης (globalization). Σωστά τονίζονται οι διαστάσεις της αβεβαιότητας στην παρατεταμένη εξέλιξη μιας γενικευμένης κρίσης (οικονομικής-πολιτικής-πολιτισμικής) και της αντιφατικότητας, στο ιστορικό γίγνεσθαι της ύστερης φύσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, διαστάσεις που δεν τονιζόντουσαν τόσο σε άλλα βιβλία του συγγραφέα.

Το τελικό ζητούμενο είναι να συνειδητοποιηθούν επαρκώς τα στοιχεία της αντιφατικότητας και της αβεβαιότητας των συνολικών εξελίξεων και σε δεύτερο επίπεδο ν’ αναπτυχθεί μια υψηλού επιπέδου κριτική σκέψη (με αντιφιλελεύθερη πάντα αξιολογική αφετηρία), που θα είναι ικανή αφ’ ενός μεν να ενσωματώνει δημιουργικά στοιχεία των παρατηρούμενων αλλαγών, και αφ’ ετέρου να προβαίνει σε πρωτότυπες συνθέσεις (συνδυασμός αισθητικής και κοινωνικής θεωρίας, αναφορές σε νεότερες καλλιτεχνικές πρακτικές και καλλιτεχνικά ρεύματα, διερεύνηση συγκερασμού στοιχείων της σκέψης του Κ. Μαρξ, του Α. Γκράμσι, του Ελ. Λούκατς, του Γκολντμάν, του Παπαϊωάννου, του Α. Γκόρτς, του Βανεγκέμ, του Λεφέβρ, του Φρ. Σατελέ, του Ρ. Νταλόν κ.ά.). Ο ευρύτερος στόχος παραμένει πάντα ο ίδιος: η «επανανθρωποποίηση του Ανθρώπου», με σύγχρονους όρους και ανάδειξή του ως ΟΛΟΤΗΤΑΣ.

Το σύνολο του βιβλίου αναπτύσσεται γύρω από ορισμένους κεντρικούς θεωρητικούς άξονες:        (

1) Ενδιαφέρει κυρίως η θεωρία που είναι «δεμένη» με κοινωνικές και ιστορικές διαδικασίες και συνδυάζεται με αναλύσεις αυτών των διαδικασιών και των αντανακλάσεών τους πάνω στα καλλιτεχνικά και ευρύτερα θεωρητικά ρεύματα. 'Εμμεσα, λοιπόν, προκύπτει ότι φιλοσοφικά απορρίπτεται η σχολή του «λογικού θετικισμού» και η υποτιθέμενη καθαρή και ουδέτερη σύλληψη των θεωρητικών νοημάτων, ανεξάρτητα απ’ οποιαδήποτε κοινωνικά συμφραζόμενα (σ’ αυτό το σημείο μπορούν να βρεθούν αντιστοιχίες με χαρακτηριστικά των διεθνών επιστημολογικών τάσεων της δεκαετίας του i960, με την έννοια του «παραδείγματος» του Kuhn και την κριτική του Feyerabend γύρω από την υποτιθέμενη ουδετερότητα ορισμένων θεωρητικών εννοιών).

2. Σε απόλυτη συνάφεια με τα παραπάνω το πνεύμα της κριτικής θεωρίας της Σχολής Φρανκφούρτης έχει προτεραιότητα και οι αξίες (ιδιαίτερα εκείνες που είναι ταυτισμένες με τη στόχευση της ουμανιστικής προοπτικής των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων) δεν αποκόπτονται από τη διαμόρφωση της κοινωνικής θεωρίας.

3· Στην αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο δίνεται ιδιαίτερη σημασία. Σύμφωνα, ως γνωστό, με αυτήν στο σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό σύστημα υπάρχουν αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις επί μέρους στοιχείων που τελικά δεν οδηγούν στην επιθυμητή κοινωνική απελευθέρωση, αλλά συντηρούν την υπάρχουσα κατάσταση αδιεξόδων. Ωστόσο ο Β.Φ. αποπειράται να προσεγγίσει αυτήν την διαλεκτική πιο αισιόδοξα και να την ωθήσει ως άρνηση σε πιο δημιουργική κατεύθυνση, όταν δηλ. είναι ικανή να φωτίσει την «κοινωνικά θεμελιώδη αλήθεια», ώστε τελικά να χειραφετηθεί ο Λόγος.

4· Σε συνάφεια με τον αμέσως προηγούμενο άξονα η αναζήτηση μιας εναλλακτικής εκδοχής της υπάρχονσας αρνητικής πραγματικότητας ποτέ δεν σταματά. Σε σχέση με αυτή την αναζήτηση ακόμη και η επανάσταση δεν αποκλείεται (γι’ αυτό και η παραπομπή σε φυσιογνωμίες τύπου Α. Ρεμπώ, Καρβάλιο, Α. Βελουχιώτη, Ρ. Ντούτσκ£ κ.ά.), χωρίς όμως ο κίνδυνος της αντεπανάστασης να εκλείπει.

5· Η κριτική θεωρία συνδυάζεται σταθερά με την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας και η τέχνη στο σύνολό της θεωρείται πάντα εν δυνάμει αντίπαλος /                                      ·-—           ——£—            —                          ——----- ~~

της κοινωνικής πραγμοποίησης. Πάντα στα χνάρια της Σχολής της Φρανκφούρτης ο συγγραφέας θεωρεί ότι στο πεδίο της τέχνης μπορεί κανένας να συναντήσει και να μελετήσει σε βάθος όλο τη δυναμική του «κοινωνικού» σε συμπύκνωση. Εμπεριέχει η Τέχνη όλη τη βεβαιότητα της γενικευμένης κοινωνικής σύγκρουσης. Ειδικότερα αντανακλά αντιθέσεις, προλέγει συγκρούσεις και ανοίγει δρόμους χειραφέτησης. Γίνεται ειδική μνεία στην αξία του μοντερνισμού ως ρεύματος στην τέχνη πού αναδεικνύει την αισθητικο-

καλλιτεχνική κοινωνική διαλεκτική της άρνησης της κατεστημένης (στην ευρύτερη έννοια της) τάξης.

6. Αντίθετα προς τον μοντερνισμό απορρίπτεται ο μεταμοντερνισμός που θεωρείται ότι γεννήθηκε μέσα σε μία κατάσταση του ύστερου καπιταλισμού που οδηγείτο προς την παγκοσμιοποίηση. Ο μεταμοντερνισμός αντιστοιχεί στην παγκοσμιοποίηση και σ’ όλο αυτό το πνεύμα «του τέλους των ιδεολογιών» ή «της μη ιδεολογίας» (σ’ αυτό το σημείο ο όρος «ιδεολογία» δεν συλλαμβάνεται ακριβώς όπως τον συλλαμβάνει ο Κ. Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία). Το ίδιο παραπάνω πνεύμα οδηγεί ή συμβάλλει κι αυτό στην πραγμοποίηση και την αλλοτρίωση του ανθρώπου.

7· Με βάση τους παραπάνω άξονες ο συγγραφέας επιμένει ότι είναι ανάγκη να αναζητηθεί ο νέος μοντερνισμός της μεταπαγκοσμιοποίησης. Ο νέος μοντερνισμός θα πρέπει ν’ αντιστοιχεί προς το πνεύμα της Νέας Ανθρωπολογίας, δηλ. θα πρέπει να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας ανανεωμένης, σύγχρονης και σύνθετης ριζοσπαστικής κριτικής θεωρίας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε επτά μέρη (α) Από τη Μοντέρνα Τέχνη στη Μετααισθητική της Μεταπαγκοσμιοποίησης, β) Παγκοσμιοποίηση και Μοντέρνα Τέχνη, γ) Νέα ανθρωπολογία και Τέχνη, δ) Νέες Κοινωνικές και Ανθρωπολογικές Συνθήκες, ε) Παγκοσμιοποίηση, Κοινωνική Αλλαγή και Χειραφέτηση, στ) Πέρα από την Παγκοσμιοποίηση, ζ) Μεταπαγκοσμιοποίηση, Άνθρωπος, Γλώσσα, Μεταφιλοσοφία) και περιέχει πράγματι πληθώρα αναφορών σε καλλιτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα και σχολές, όπως και σε όρους και έννοιες που αναφέρονται στη σύνδεση και στις αλληλεπιδράσεις του κοινωνικού, του πολιτικού, του ιδεολογικού και ευρύτερα του αισθητικού- καλλιτεχνικού στοιχείου. Έτσι επιση μαίνονται η πολυμορφία, η διαπολιτισμικότητα, η διακαλλιτεχνικότητα της μοντέρνας τέχνης και η σημασία που έδωσε στην «έννοια» γενικά (αντιστοιχία με την conceptual art). Επίσης αναφέρονται δυτικά καλλιτεχνικά ρεύματα στο χώρο του μοντέρνου (π.χ. ο αμερικάνικος αφηρημένος εξπρεσσιονισμός) που σε κοινωνιολογικούς όρους αποτέλεσαν αισθητική αντίδραση στο πνεύμα της επέκτασης του καπιταλισμού. Παραπέρα αναζητείται σύνδεση και εύρεση κοινών σημείων με καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως η Ρωσσική πρωτοπορία, που υπερτόνισαν το στοιχείο της κοινωνικής τέχνης και πρακτικής. Η ανάδειξη αυτών των ρευμάτων με τα έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά σκοπεύει ευθέως στο να ορθώσει αντιστάσεις στην κοινωνική αποσπασματοποίηση και την «κοινωνική ερημοποίηση» που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση.

Η μελέτη της ιστορίας της μοντέρνας τέχνης με τα έντονα στοιχεία της «διακαλλιτεχνικότητας» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προηγούμενη (η μοντέρνα τέχνη δηλαδή) δεν στέκεται σύμμαχος με τις δομές και το πνεύμα του ύστερου καπιταλισμού και πολύ περισσότερο της παγκοσμιοποίησης. Κατά το συγγραφέα οι επιδράσεις της τελευταίας στη μοντέρνα τέχνη, αλλά και σ’ όλο το λεγόμενο πνευματικό πολιτισμό είναι πολύ αρνητικές. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η αναζήτηση μιας νέας μοντέρνας τέχνης - που θ’ αντιστοιχεί σε μία εποχή μεταπαγκοσμιοποίησης - που θ’ αγκαλιάσει το νέο ανθρωπιστικό πρόσταγμα και θα προσδώσει στην «πολιορκημένη υποκειμενικότητα» πραγματικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και θα συμβάλει στην απελευθέρωσή της.

Σ’ αυτή την επιθυμητή πορεία πρέπει να ληφθούν υπόψη νέα δεδομένα (κοινωνικά, πολιτισμικά, αισθητικά) και νέες σύγχρονες επιστημονικές και επιστημολογικές κατευθύνσεις, ένα νέο σύνθετο και πολύπλοκο μοντέλο ανθρωπιστικών επιστημών. Σ’ αυτές τις κατευθύνσεις η αίσθηση της ολότητας πρέπει να πρυτανεύει μαζί με τον διαλεκτικό βηματισμό της μελέτης του πολιτισμικού γίγνεσθαι.

Από την πλευρά αυτού του διαλεκτικού βηματισμού, κατά τον συγγραφέα, σήμερα διαμορφώνονται συνθήκες (συστημική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο) που οδηγούν στο ξεπέρασμα του υπάρχοντος συστήματος του παγκόσμιου καπιταλισμού, καθώς οδηγούμαστε μέσα από την αποπαγκοσμιοποίηση, στην μεταπαγκοσμιοποίηση. Έτσι η επανάσταση ξανακερδίζει έδαφος (ως δυνατότητα βέβαια, όχι ως βεβαιότητα) και μάλιστα όχι με το πνεύμα της Βενεγκέμ («η επανάσταση της καθημερινής ζωής»), αλλά με την έννοια της δυναμικής αλλαγής του όλου συστήματος, που αφήνει περιθώρια να επεξεργαστούμε ένα συνολικό εναλλακτικό ανθρωπιστικό σχέδιο.

Στις παραπάνω τελευταίες θέσεις του καθηγητή Βασίλη Φιοραβάντε ο υποφαινόμενος κρατά ορισμένες επιφυλάξεις, όπως και επιμένει ότι η νοηματοδότηση των παραπάνω εννοιών και διαδικασιών πρέπει να γίνει πιο σαφής, αν θέλουμε μάλιστα ν’ ακολουθήσουμε και τη μεθοδολογία του Σωκράτη (στον οποίον ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρεται με πολύ κολακευτικό τρόπο). Ωστόσο, επισημαίνω τη δημιουργική αγωνία του συγγραφέα πώς μέσα σε συνθήκες αποπαγκοσμιοποίησης μπορεί ο άνθρωπος να ενισχύσει τις ίδιες της τάσεις που εγγενώς δημιουργούνται ενάντια στην αλλοτρίωση και την πραγμοποίηση, να φθάσει δηλ. σ’ έναν ξέφωτο νέου ανθρωπισμού (παγκόσμιο κράτος δικαίου, αλληλέγγυα οικονομία, αμεσότητα, διαφάνεια). Από αυτή τη σκοπιά θεωρεί χρήσιμη την ανάπτυξη της έννοιας της εμμένειας.

Τέλος θεωρώ σημαντική συμβολή του Βασίλη Φιοραβάντε ότι στο παρόν έργο του παντρεύει τη φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης, με την κοινωνική προσέγγιση καλλιτεχνικών ρευμάτων και ιδεών. Επίμονα κινείται ανάμεσα στο επίπεδο της ανάλυσης των κοινωνικών δομών και εκείνο της ανάπτυξης των καλλιτεχνικών ιδεών και αισθητικών ρευμάτων. Έτσι φιλοσοφία, τέχνη και μελέτη κοινωνικών δομών συνδέονται σε ένα ενιαίο ολιστικό πεδίο, στο οποίο ανιχνεύονται οι δυνατότητες της νέας ουμανιστικής αναγέννησης.