Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
X. ΜΑΡΚΟΥΖΕ: Η ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ - Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗ ΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΝΗΣΗ
Από
την άλλη, σε αντίθεση με ότι πιστεύεται ευρύτερα, η τεχνολογική πρόοδος1 αντιβαίνει στην
πρόοδο της κοινωνίας, και ακόμη
περισσότερο ακυρώνει, αντιπαλεύει την όποια δυνατότητα ή προσπάθεια
απελευθέρωσης της ανθρωπότητας. Ο προτεχνολογικός κόσμος ήταν ένας κόσμος αυθεντικότητας, οργανικότητας κ.τ.λ.,
και με τον οποίο πρέπει οπωσδήποτε να επανασυνδεθεί η ανθρωπότητα, η
χειραγωγημένη ανθρωπότητα, αλλά κυρίως η ανθρωπότητα σε διαδικασία
απελευθέρωσης, χειραφέτησης, αυτοπροσδιορισμού.
Κατά
τον Μαρκούζε ο κόσμος της τέχνης ξεφεύγει από το σύστημα και τις αδυσώπητες
δομές του και μάλιστα κατορθώνει να έχει
πάντοτε ένα εγγενές στοιχείο χειραφέτησης. Με άλλα λόγια, ο ΧΧος αι.
χαρακτηρίστηκε από την τάση προς τη διάσπαση της ενότητας του είναι και της σκέψης (Aufhebung) του ορθού λόγου και της τέχνης, με
πολύ σημαντική την τάση προς μια νέα
αισθητική-κοινωνική ορθολογικότητα της απελευθέρωσης και ήδη απελευθερωμένης (έστω
και σχετικά μέσα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό) από τη δράση (την πράξη) των
πρωτοποριών, αισθητικών και κοινωνικών. Από την άποψη αυτή, η τέχνη οφείλει να
αποτελεί αφορμή ενίσχυσης και προτροπής για κριτική σκέψη, μια άρνηση ενάντια
στην κατεστημένη πραγματικότητα. Η μοντέρνα τέχνη με την ελευθερία, την ευτυχία, την πληρότητα και
πολλά άλλα δυναμικά στοιχεία της αντιβαίνει
και αρνείται τη βιομηχανιοποιημένη τέχνη και κουλτούρα, τη βιομηχανοποιημένη
πραγμοποίηση γενικότερα.
Κατά
τον Μαρκούζε, «η τέχνη και η επανάσταση ενώνονται στη διαδικασία αλλαγής του
κόσμου προς την απελευθέρωση», χωρίς να ταυτίζονται, και ίσως χωρίς πάντοτε να
συμπίπτουν ή και να βρίσκονται σε άμεση σύνδεση. Η τέχνη συνιστά μια
ριζοσπαστική αντιπολίτευση με επίκεντρο την καταγγελία της κατεστημένης
πραγματικότητας, με στόχο την
απελευθέρωση, φθάνοντας μέχρι στις ρίζες των δομών της καπιταλιστικής
κοινωνίας, ακόμη και στα ίδια τα άτομα, στη δομή της ατομικής προσωπικότητας. Έτσι
ανοίγει ο δρόμος προς την πραγματική, την
χωρίς όρια και εμπόδια δημιουργική απελευθέρωση της κοινωνίας και του ανθρώπου:
Η τέχνη ως «μεγάλη άρνηση», και ιδίως η μοντέρνα, με κύρια αναφορά το Νταντά,
τον Σουρεαλισμό κ.α. Ακόμη περισσότερο: στην καρδιά της απελευθερωτικής
διαδικασίας είναι η τέχνη και η κουλτούρα, ιδίως η μοντέρνα τέχνη, την οποία ο
Μαρκούζε γνώριζε αρκετά καλά: Dada,
Σουρεαλισμός, Fr.
Kline, Performance, Living theather.
Η
τέχνη, κατά το Μαρκούζε, στη συνέχεια και του Αντόρνο και ειδικότερα της Αισθητικής θεωρίας2 του, έχει μια δική
της δυναμική, είναι μια διαρκής επανάσταση σε επίπεδο σκέψης, πνεύματος, φαντασίας,
η οποία εμπεριέχει δομικά την άρνηση.
Η
έννοια της Άρνησης1*
εξάλλου διακατέχει όλη τη σκέψη του Μαρκούζε, ως μια κριτική σκέψη-κατάσταση ξεσκεπάσματος
και διαρκούς αποκάλυψης της αλλοτριωτικής – καταπιεστικής φύσης των υπαρχουσών
δομών, αξιών, θεσμών, της καπιταλιστικής δομής, ηθικής και ειδικότερα της
αναπτυγμένης βιομηχανικής, της κοινωνίας και της δομής του ύστερου
καπιταλισμού, ο οποίος πλέον ταυτίζεται με την κυριάρχηση. Έτσι η κριτική σκέψη
μέσα στη γενικότερη απο-αξιοποίηση (dévalorisarion) οδηγεί στην άρνηση και τη θεμελίωσή
της ως αξία εφεξής, στο βαθμό που συνδέεται με την πράξη, την πράξη της
άρνησης.
Η
μοντέρνα τέχνη στις πιο προχωρημένες της τάσεις είναι η συγκεκριμενοποίηση της
μεγάλης Άρνησης. Σε αυτήν είναι ενύπαρκτη η άρνηση, η ρήξη και συγχρόνως είναι
ενύπαρκτες και οι μορφές της ανασυγκρότησης της κοινωνίας ολόκληρης. Η μοντέρνα
τέχνη συλλαμβάνει έστω και εμβρυωδώς έναν άλλο κόσμο, ανθρώπινο και ελεύθερο.
Από την άλλη, όσο η Τέχνη θα αρνείται το δοσμένο και κατεστημένο παρόν, θα
περιέχει και θα εκφράζει μορφές μιας απελευθερωμένης κοινωνίας. Από την άποψη
αυτή η Μοντέρνα Τέχνη θα είναι πάντοτε η Μεγάλη Άρνηση.
Ο
Μαρκούζε κι ο Μπέκετ μέχρι τέλους πίστευαν στην ανατρεπτική αξία της τέχνης,
έστω και σε ελάχιστο βαθμό, σε μοριακό ακόμη επίπεδο. Για το λόγο αυτό ο Μπέκετ
επ’ ευκαιρία των 80 χρόνων του Μαρκούζε έγραψε ένα ποίημα:
Βήμα το βήμα
προς το
πουθενά
Κανείς δεν
ξέρει
πώς να δείξει
Μικρά βήματα
προς το
πουθενά
εντελώς
προσωπικά.
ΙΙ.
Η ριζοσπαστική αρνητικότητα και θεωρία
ίσως είναι τα τελευταία καταφύγια της ελπίδας, η οποία δημιουργείται μέσα στον ύστερο και ιδίως στο
παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Η μόνη ελπίδα έτσι για την ανθρωπότητα παραμένει
η Μεγάλη Άρνηση, η οποία είναι απόλυτα
αναγκαίο ν’αποκτήσει σύγχρονες μορφές, και πριν από όλα ν’αναβιώσει και να
διαδοθεί. Από την άποψη αυτή, η νέα αισθαντικότητα κατέχει ένα κεντρικό
χαρακτήρα στην όλη σύλληψη του Μαρκούζε.
Η
αισθητική θεωρία και πράξη των πρωτοποριών πραγματοποιεί την υπέρβαση, το
ξεπέρασμα της υπάρχουσας πραγμοποιημένης ολικά πραγματικότητας μέσα από τη
σύλληψη και συγκρότηση ενός άλλου, νέου και δυναμικού κόσμου (univers), στο οποίο φθάνει η
πρωτοπορία, ως άρνηση του υπάρχοντος ξεπεσμένου κόσμου. Από την άλλη, το μοντέρνο έργο τέχνης ως μορφή είναι αυτάρκες
και αυτοθεσμιζόμενο, με μια ίδια δομή και συγκρότηση πάντοτε δυναμική, εν τω
διαρκές γίγνεσθαι.
Μέσα
από τη νέα μορφή που αναζητεί και ως ένα βαθμό επιτυγχάνει η μοντέρνα τέχνη ήδη
μέσα στον καπιταλισμό, ανιχνεύει μια νέα κοινωνική λειτουργία, πέραν από την
ανιαρή ρουτίνα της ζωής. Έτσι η τέχνη εισάγει τη γιορτή, την ανύψωση, το ρήγμα
ως δομικά στοιχεία του άλλου, του άλλου της, όπως λέει ο Αντόρνο, ενός εν
σπέρματι νέου και απελευθερωμένου κόσμου, μακρυά από την αλλοτριωτική
καθημερινότητα και βέβαια τη δουλειά.
Η
νέα Μορφή, που αναδύεται έτσι, επισημαίνει τη ριζοσπαστική δύναμη της τέχνης:
Δημιουργία. Η αισθητική φόρμα ενός απελευθερωμένου κόσμου αναδύεται εμμενώς, κι
έτσι ενισχύεται η ριζοσπαστική δύναμη της τέχνης. Η αισθητική φόρμα της
πρωτοπορίας είναι η μόνη δυνατή να μεταδώσει τη ριζοσπαστική δύναμη της τέχνης.
Η νέα τέχνη που δημιουργείται, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, είναι μια μορφή
Αντι-τέχνης, ως η εξέγερση και η αμφισβήτηση ενάντια στην παραδοσιακή τέχνη.
Δημιουργεί μια νέα γλώσσα και συγχρόνως εκφράζεται με πολλές μορφές: καταστροφή
της σύνταξης, αποσπασματοποίηση νοημάτων και εκφράσεων, εκρηκτική χρήση πεζών
εκφράσεων της καθημερινής γλώσσας, αυτοσχεδιασμός στη μουσική, μια διαρκής
ολική παραμόρφωση. Αυτή είναι η νέα Μορφή, που θα οδηγήσει στην απελευθερωμένη
και συγχρόνως απελευθερωτική μεταμορφή, ως δομική πάντοτε εναντίωση στην
κυριάρχηση.
Από
την άλλη, η αντι-τέχνη εναντιώνεται δομικά, συνειδητά στην κυριάρχηση όσο
δημιουργεί νέες και ριζοσπαστικές μορφές απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα. Οι
αυθεντικοί πρωτοπόροι δημιουργοί με ένα νέο ήχο, νέο στίχο, νέα σύνθεση στη ζωγραφική
κ.α., στο βαθμό που δεν υποχωρούν στις απαιτήσεις της Μορφής μπορεί να φθάσουν
στην σύλληψη ενός νέου και απελευθερωμένου κόσμου. Μιας νέας μεγάλης τέχνης και
κουλτούρας ως δομικά αρνητικών της μορφής της υπάρχουσας πραγματικότητας, των
υπαρχουσών μορφών γενικότερα.
Η
μοντέρνα πρωταρχικά τέχνη με βάση τις εσωτερικές ενορμήσεις της είναι - ή
καλύτερα γίνεται - απελευθερωτική μέσα
από τις γνωστικές δυνατότητές της που αναπτύσσει απέναντι στο σύστημα, και
συγχρόνως στο βαθμό που ξεπερνά το γενικευμένο αίσθημα του θανάτου που προκαλεί
ο περιβάλλοντας ξεπεσμένος κόσμος. Η μοντέρνα τέχνη είναι έτσι μια κατά πολύ
ευρύτερη από μια απλά παραδοσιακή τέχνη, στο βαθμό που ανοίγει νέους δρόμους
για τη γνώση της αλλοτριωμένης πραγματικότητας, με επίκεντρο πάντοτε την
απελευθέρωση του ανθρώπου.
Όμως,
πάντα κατά τον Μαρκούζε, μόνο με την ενεργοποίηση των κρυμμένων και
καταπιεσμένων δυνατοτήτων που βρίσκονται αποθηκευμένες στον εσωτερικό κόσμο της
ανθρωπότητας θα μπορέσει να δημιουργηθεί, με όρους ιδεολογίας, όπως θα έλεγε ο
Γκράμσι2*,
μια απελευθερωτική τέχνη. Και η
πραγματοποίηση αυτή, πάντα κατά τον Μαρκούζε, μόνο με τον Σοσιαλισμό θα γίνει
εφικτή. Πρόκειται για μια δυνατή ιστορική πραγματοποίηση ως σύνθεση των
ιστορικών απελευθερωτικών, διαφωτιστικών ρευμάτων και κινημάτων και συνάμα ως
πέρασμα σε μια νέα ποιότητα, με βασικό συστατικό την διακινδύνευση, τη Μεγάλη
Άρνηση. Υπ’ αυτή την έννοια ο Λόγος θα ανασυγκροτηθεί πρωτοπόρα, ριζοσπαστικά, ανθρωπιστικά:
Απελευθέρωση της τέχνης, απελευθέρωση της κοινωνίας γενικότερα με επίκεντρο και αναφορά τον ανθρωπισμό.
Χωρίς τον Ανθρωπισμό πάντοτε στο επίκεντρο και πάντοτε ως αναφορά η
απελευθέρωση δεν θα υπάρξει ποτέ. Η ανασυγκρότηση της σκέψης που πρέπει να
επέλθει είναι τιτάνεια, δομικά αντιθετικιστική, αντιεμπειριστική και
αντιωφελιστική: Ανθρωπιστική3.
ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Ι.
Η απόλυτη ανάγκη της στοχαστικότητας (réflexivité) διαπερνά όλες τις
εκδηλώσεις της ζωής, τις τεχνοδομές, την
τεχνολογία, την επιστήμη, την καθημερινή ζωή κ.α. και θέτει το κρίσιμο ερώτημα,
με επίκεντρο πάντοτε τον άνθρωπο, των σκοπών, των μέσων, των διαδικασιών, ως
αναπόσπαστα μέρη της κυριάρχησης και της καπιταλιστικής ολότητας, από την οποία
η ανθρωπότητα, σύμφωνα με τον Γκορζ4 επιβάλλεται - είναι αναγκαίο5 - να βγει. Σύμφωνα με
τον Μαρκούζε η ανθρωπότητα είναι απόλυτη ανάγκη
οπωσδήποτε, να αμφισβητεί διαρκώς. Και ακόμη περισσότερο: είναι απόλυτα
αναγκαίο να συνειδητοποιήσει την ανάγκη ξεπεράσματος αυτής της ολικά αρνητική
κατάστασης. Έτσι η απόλυτη στοχαστικότητα, μετασχηματίζοντας το υλικό, το εμπειρικό
σε πνεύμα, προβληματική, κουλτούρα, ιδεολογία θα τείνει ν’αναδείξει τις δομικές
τάσεις του συστήματος προς τη ρήξη, το ξεπέρασμα, με στόχο τον σοσιαλισμό, έστω
και δύσκολο6,
κατά τον Γκόρζ (ο οποίος ήταν φίλος με τον Μαρκούζε και είχε επηρεαστεί καθοριστικά
από τη ριζική κριτική του νεοκαπιταλισμού). Και σε αυτή όλη τη διαλεκτική του
απόλυτου στοχασμού και της απόλυτης πράξης, κεντρικό ρόλο έχει πάντα το
υποκείμενο, το σκεπτόμενο και δρων υποκείμενο.
Το
συνειδητοποιημένο μαρξικό υποκείμενο – για τον εαυτό του –, το οποίο στοχάζεται
και αναστοχάζεται κριτικά συνεχώς για την ύπαρξή του, για τους όρους της
μίζερης και αλλοτριωτικής ύπαρξής του μέσα στον ύστερο καπιταλισμό.
Ο
ουμανισμός του Μαρκούζε7
(και του Γκόρζ8)
είναι ένας αυτόνομος ουμανισμός, ή ένας ουμανισμός της αυτονομίας, στη συνέχεια
του ιστορικού ουμανισμού και του Διαφωτισμού, που έδωσε τη δυνατότητα στην
ανάδυση της σύγχρονης κριτικής σκέψης.
Η
στοχαστικότητα του Γκορζ ως συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ της όποιας κριτικής
σκέψης προέρχεται, όπως και του Μαρκούζε από τη φαιμενολογία κυρίως του
Χούρσελ, με έντονο αντιμηχανηκιστικό9 και αντιθετικιστικό στοιχείο, ως απάντηση
ακριβώς σε αυτές τις υποβιβαστικές τάσεις του πνεύματος που άρχισαν να
εμφανίζονται και να διαδίδονται με τη μονοπωλιοποίηση της οικονομίας στις αρχές
του ΧΧου αι. Αυτή η τάση προς τη στοχαστικότητα συναντήθηκε στη
δεκαετία του 1960-70 στον Γκορζ με την στοχαστικότητα του διεθνούς εργατικού
και ευρύτερα κοινωνικού κινήματος, με το κίνημα της παγκόσμιας αμφισβήτησης και
άρνησης γενικότερα, μαρκουζαϊκής έμπνευσης, επίδρασης και με τη μαρκουζαϊκή
στοχαστικότητα, επίσης χουρσελιανής προέλευσης.
Μεταπολεμικά
όσο δυνάμωνε το διεθνές ειρηνικό, αντι-ιμπεριαλιστικό και κοινωνικό κίνημα3*, δυνάμωνε και
η τάση προς τη στοχαστικότητά του γενικά, με απώγειο το κίνημα του Μάη του ’68
στο Παρίσι, κίνημα που κράτησε για ακόμη μια δεκαετία (μέχρι το 1978), και
μάλιστα διεθνώς, ακόμη και στην Ελλάδα: Κοινωνικό και πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα
προχουντικό, αντιχουντικό στη συνέχεια και κοινωνικό στη μεταπολίτευση. Κίνημα
πριν το Μάη, μετά τον Μάη, και στη συνέχεια ριζοσπαστικά κοινωνικό, και ιδίως
στην Ιταλία, οικολογικό, φεμινιστικό, εναλλακτικό σε όλο τον κόσμο. Δεκάδες
οργανώσεις, τάσεις, περιοδικά, εφημερίδες, ομάδες, Σεμινάρια, Συνέδρια,
έρευνες, εκδόσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη διεθνώς από το 1945 μέχρι το 1978,
με έντονο το στοιχείο της αμφισβήτησης, της κριτικής και της άρνησης του συστήματος. Το
ξεπέρασμα δεν ήλθε, αλλά ήταν διαρκώς στην επικαιρότητα ως θέαση και εν μέρει
και ως πράξη, πρωταρχικά δε ως ιστορική οπτική θέαση, παρά τις πολλαπλές
διαφορές και θεωρητικοποιήσεις στο εσωτερικό του κινήματος.
Στοχαστικότητα
και θεωρητικοποίηση ήταν οι δύο νέες και πρωτότυπες παράμετροι που ανέδειξε το
παγκόσμιο κίνημα αμφισβήτησης για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία. Η
στοχαστικότητα του μεταπολεμικού παγκόσμιου κινήματος της αμφισβήτησης ήταν μια
ιστορικά νέα κατάσταση-ποιότητα, μια νέα πνευματική-θεωρητική-ιδεολογική
κατάκτηση… Η ιστορία του διεθνούς εργατικού και επαναστατικού κινήματος τουλάχιστον
από τις αρχές του 19ου αι., τα διάφορα επαναστατικά κινήματα και τάσεις
μελετούνταν συνέχεια, ήταν η αναφορά, θεωρητικοποιούνταν μάλιστα συστηματικά
υπό την οπτική της ιστορικής και κριτικής στοχαστικότητας, που αναδείχθηκε
μεταπολεμικά. Όλα τα μεγάλα θέματα τακτικής και κυρίως στρατηγικής διερευνώνται
συστηματικά, θεωρητικοποιούνται και επαναθεωρητικοποιούνται συνέχεια πάντοτε κριτικά, υπό την οπτική της
διαδεδομένης πλέον πλατιά ιδέας της μεγάλης άρνησης, της γενικότερης
ριζοσπαστικής συνειδητοποίησης και της ανάγκης ξεπεράσματος του συστήματος
γενικά, του μονοπωλιακού αυταρχικού πλέον ολικά καπιταλισμού ειδικότερα. Το
κίνημα μέσα στην πολυμορφία του, στην πολύμορφη θεωρητικοποίηση και πρακτική
του αναδεικνύεται σε μια αυτοτελή, αυτόνομη με τη δική της
πολύμορφη λογική και πρακτική οντότητα-κατάσταση. Το κίνημα στοχάζεται και
αυτοστοχάζεται δυναμικά, πολύμορφα, αυτόνομα και αναπτύσσεται αποκτώντας συνεχώς
νέες μορφές.
Το
κίνημα μάλιστα της αμφισβήτησης γίνεται διεθνές, παγκόσμιο ίσως όπως θα λέγαμε
σήμερα, στις δεκαετίες 1960-70, ενώ το κίνημα της Νέας Αριστεράς, με επίκεντρο
την ιδέα της μεγάλης άρνησης του Μαρκούζε, δίνει μια άλλη διάσταση και προκαλεί
ένα διεθνή στοχασμό πάνω στα μέσα και τους σκοπούς του με καινοτόμο όσο και
ριζοσπαστικό τρόπο. Η νέα στοχαστικότητα
του κινήματος, ριζοσπαστική, αυτόνομη, ακόμη και ανατρεπτική γίνεται η νέα
αρχή, η αρχή της στοχαστικότητας και της θεωρητικοποίησης με στόχο το ξεπέρασμα
του εμπειρισμού και του θετικισμού, των μηχανιστικών, απλοϊκών και δογματικών
αντιλήψεων του επίσημου μαρξισμού και τη διαμόρφωση έτσι των όρων ώστε η
θεωρία-θεωρητικοποίηση να δημιουργήσει καλύτερες ιστορικοκοινωνικές προϋποθέσεις
για την πράξη. Η ενότητα της θεωρίας με την πράξη, η αναζήτηση της πράξης, της
κοινωνικής και πολιτικής πράξης, αυτής που θα έβγαζε το κίνημα από το αδιέξοδο,
ήταν μία από τις κύριες διαστάσεις της όλης κινητοποίησης της εποχής. Η δε
Σχολή της πράξης της Γιουγκοσλαβίας συγκροτήθηκε ακριβώς για να δώσει έμφαση στον
καταλυτικό-μετατρεπτικό ρόλο της πράξης. Από το 1978 όμως και μετά αρχίζει η
μεγάλη αντιδραστική καμπή, η μεγάλη υποχώρηση και η προοδευτική διάλυση του
κινήματος, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που
ασύλληπτες, αδιανόητες πριν νεοσυντηρητικές ιδέες και πρακτικές να ξεπεταχτούν
ξαφνικά και να δημιουργήσουν προβλήματα με
πολύ δύσκολους όρους. Από όταν δε εμφανίστηκε ο νεοφιλελευθερισμός της ΤΙΝΑ, τα
πάντα άλλαξαν άρδην. Παρόλα αυτά, όπως αναλύσαμε σε άλλα κείμενά μας, από το
Σιάτλ και εδώ άρχισε να αναδύεται και να συγκροτείται μια νέα στοχαστικότητα,
με επίκεντρο την Altermοdialisation.
Στην
περίοδο της νεοσυντηρητικής καμπής και της προϊούσας αποϊδεολογικοποίησης που
αρχίζει από το 1978 και εδώ η ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών δεν ενδιαφέρει κανέναν, ούτε κάποιος σοβαρός
κριτικός διανοούμενος ή θεωρητικός ασχολήθηκε πολύ με τέτοιες νεκρές (κατ’
αυτόν) έρευνες ή μελέτες. Αντίθετα πριν και επί σειρά ετών είχε αναπτυχθεί παγκόσμια μια νέα κριτική
στοχαστικότητα από τη βάση, και όχι μόνο, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια
και την αφετηρία της αρχικής χουρσελικής στοχαστικότητας. Η αναζήτηση των
κριτικών ιδεών στα νεότερα χρόνια προήλθε και στηρίχθηκε στην ιστορική ιδέα της
στοχαστικότητας4*
που εισήγαγε ο Χούρσελ μέσω των νεαρού Λούκατς, Αντόρνο, Μαρκούζε και στη
συνέχεια των Γκολντμάν, Γκορζ, Λεφέβρ, Βανεγκέμ, κ.α., αλλά πήρε διαστάσεις, απόκτησε ένα
κριτικό ακόμη και ανατρεπτικό πνεύμα με μια πρωτόγνωρη ορμή (élan), για να θυμηθούμε
και τον Μπερξόν, που με τον τρόπο του έπαιξε άθελά του έναν σημαντικό ρόλο για
τη συγκρότηση της ιστορικής αλλά και της μεταπολεμικής κριτικής θεωρίας.
Ο
Αντόρνο10
και ειδικότερα, αλλά κυρίως, ο Μαρκούζε11 (και στη συνέχειά
του ο Γκορζ)12 μπόλιασαν
τη μαρξιστική στοχαστικότητα με τη χουρσελική, την οποία ανασυγκρότησαν
διαλεκτικά και κριτικά, καλύπτοντας ετσι ένα σημαντικό κενό στην ιστορική
μαρξιστική θεωρητικοποίηση, αλλά και στη νεώτερη κριτική θεωρία, όπως αυτή είχε
διατυπωθεί από τους Χορκχάϊμερ και Αντόρνο στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Έτσι η μαρξιστική θεωρία μετουσιώθηκε σε κάτι
το νέο, σε μια νέα και δυναμική θεωρητική κατάσταση, μοντέρνα-μοντερνιστική.
Αποκτά έναν πρωτόγνωρο στοχαστικό πνευματισμό, νέα και δυναμικά στοιχεία, με
έντονες τις τάσεις προς τον αυτοπροσδιορισμό, μέσα στο γενικότερο
απελευθερωτικό πνεύμα του μοντερνισμού στην τέχνη και τη σκέψη-θεωρία.
Το
κίνημα στα νεώτερα χρόνια, αποκτώντας μετά από τις νεότερες συνεχείς εξεγέρσεις
και επαναστάσεις από το 195313 και εδώ όλο και μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση, και σε ρήξη με το
σταλινισμό, που στην ουσία είχε γίνει παράρτημα του συστήματος στη Δύση ενώ
στην Ανατολή ήταν το ίδιο τo
σύστημα, ανάπτυξε τη νέα και κριτική στοχαστικότητα για πρώτη φορά στην
ιστορία. Δεν υπήρξε θέμα που ν’απασχολούσε το κίνημα, ζήτημα τακτικής ή οργάνωσης
και στρατηγικής που να μη συζητήθηκε με κάθε τρόπο. Έτσι η νέα στοχαστικότητα
είχε αναδειχθεί σε ένα αντίπαλο θεωρητικό και ιδεολογικά πολιτικό δέος μέσα στο
σύστημα, χωρίς να ενσωματώνεται σε αυτό, σε ένα κίνημα πάντοτε και σταθερά
ενάντιά του.
Μετά
τη μεγάλη αρνητική καμπή του 1978 (υποχώρηση των εργατών της Μιραφιόρι ύστερα
από 2 μήνες απεργία), ο καπιταλισμός άρχισε να μπαίνει σε άλλο στάδιο:
Απορρύθμιση, αποθέσμιση, παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός και
ταξηφιλελευθερισμός. Η νέα αυτή περίοδος με τη νέα βαρβαρότητα που επέφερε παγκόσμια με το νέο διεθνή καταμερισμό5* της εργασίας
που επέβαλε, δημιούργησε και παγίωσε, είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυση του
ιστορικού κινήματος της αμφισβήτησης διεθνώς. Συγχρόνως με την εσωτερική
κοινωνική διάλυση που επέβαλε, διέλυσε το κοινωνικό, την κοινωνία γενικότερα.
Και πρώτιστα διέλυσε το κοινωνικό υποκείμενο: Η διαρκής αποβιομηχανοποίηση των
ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών είχε σαν άμεση επίπτωση τη διάλυση του
ιστορικού εσωτερικού κοινωνικού υποκειμένου. Έκτοτε νέα κινήματα εμφανίστηκαν,
κυρίως μετά την εξέγερση του Σιάτλ, αλλά δεν είχαν καμία τάση προς την ηγεμονία
όπως πριν, δεν κατάφεραν να γίνουν κινήματα σταθερής αμφισβήτησης του
συστήματος, δομικής κριτικής του.
Στην
οδυνηρά αβέβαιη μεταπαγκοσμιοποίηση14 που μπήκε η κοινωνία στον 21ο αι. με την
επιστροφή του πολέμου ως μέσο επίλυσης των ακραίων αντινομιών του συστήματος,
είναι απόλυτη ανάγκη η ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικότητας6* από τα κάτω με
την αντίστοιχη νέα και κριτική στοχαστικότητα,
αν θέλουμε να ξεπεραστεί, ν’ανατραπεί ο δομικά εγκληματικός
νεοφιλελεύθερος και ταξηφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός.
Το
παλιό ερώτημα του ιστορικού και νεώτερου κινήματος, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση15, που τόσο το
βασάνισε, πρέπει να διερευνηθεί άμεσα: Μεταρρύθμιση και Επανάσταση, με στόχο να
νικηθεί, να υπερβληθεί, να ξεπεραστεί, ν’αποτραπεί, η απύθμενη, η ολική τοξικότητα
και βαρβαρότητα του συστήματος.
Δεν
είμαστε πλέον στην εποχή του άλλου επίσης κρίσιμου διλήμματος, Σοσιαλισμός ή
βαρβαρότητα. Σήμερα είναι αναγκαίος περισσότερο παρά ποτέ, ο Σοσιαλισμός ως
άρνηση, ξεπέρασμα, κατάργηση της γενικευμένης βαρβαρότητας, του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ο αγώνας θα είναι ιστορικών διαστάσεων, αλλά
πρέπει να δοθεί και όχι να αρκεστούμε σε απατηλά ευχολόγια, σε προσαρμογές των
προσκυνημένων, των λακέδων, των υπηρετών κάθε συστήματος, κάθε λογής, μορφής
και έκφρασης.
Γενικό
σύνθημά μας πρέπει να γίνει:
Όχι
άλλα Τέμπη,
«Λευτεριάς
λίπασμα οι πρώτοι νεκροί»
από
τον ταξηφιλευθερισμό16.7*
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ
ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αυτή είναι ένας από τους κινητήριους
μοχλούς της μοντερνιτέ, με αναφορά, προέλευση τον Χούρσελ. Στην πορεία συγκρότησης
της κριτικής θεωρίας αυτονομήθηκε. Έτσι κατόρθωσε ως τέτοια (αυτόνομη) να:
- Επιβάλλει, μια συνεχή ανταπάντηση,
που ωθεί προς τη γενίκευση.
- Ωθεί προς την αποφυγή της
αξιολογικής ουδετερότητας.
- Τείνει στην ερμηνεία των δεδομένων,
σε μια γενικότερη ερμηνευτική.
Η
κριτική στοχαστικότητα ενέχει ή οδηγεί εκ των
πραγμάτων σε μια απελευθερωτική
ερμηνευτική, κατά τον Μάρκους και μετατρέπεται σε μια
έννοια μάχης απέναντι στην καπιταλιστική
– βιομηχανική κοινωνία που καταστρέφει τις ίδιές της τις βάσεις.
Με αφετηρία την αξιολογική
ουδετερότητα του Μ. Weber, η στοχαστικότητα μετατρέπεται σε μια διαδικασία αυτόνομη
και αυτοστοχαζόμενη. Οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες επιβάλλεται να
αυτοστοχάζονται συνεχώς για τη μέθοδο και να επικαιροποιούν συνεχώς κριτικά τις
έννοιές τους. Έτσι δημιουργείται
συνέχεια νόημα, έννοια, εννοιολόγηση. Μια συνεχής κριτική εννοιολόγηση, που σε
διαλεκτική σύνδεση με το κίνημα δημιουργεί τις προϋποθέσεις νοηματοδότησής του
προς την κατεύθυνση πάντοτε της απελευθέρωσης και της αυτονομίας. Το καθεστώς
της αυτονομίας της κριτικής θεωρίας
γενικότερα, ακόμη και το ίσως αυτόνομο, με ιστορική πάντοτε θεμελίωση
αλλά και θέαση, προοπτική είναι κρίσιμης σημασίας και σε κάθε περίπτωση συνιστά
την προϋπόθεση της απελευθέρωσης. Το ιστορικό και κοινωνικό υποκείμενο μέσα από
αυτή τη διαδικασία αποκτά μια αυτόνομη συνείδηση μεταλλαγής, κριτικής, άρνησης.
Πρόκειται για ένα γενικότερο δηλαδή σχέδιο, που ξεπερνά τις ατομικές αφηγήσεις,
τις ιδιαιτερότητες, τις μονομέρειες και τις παρεκτροπές των ατομικών πρακτικών.
(Σε ατομικό επίπεδο εξάλλου είναι αρκετά δύσκολο να μιλήσουμε για πράξη. Αυτή
είναι κατά κανόνα πάντοτε συλλογική, με την αντίστοιχη κατά τον Γκολντμάν17, θεώρηση του κόσμου,
και κυρίως ιστορική – απελευθερωτική).
Η στοχαστικότητα ως συστηματική και
συνεκτική θεώρηση έχει κυρίως φιλοσοφική-φαινομενολογική προέλευση. Στην πορεία
επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε κριτικά πολλές από τις νεώτερες κοινωνικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα την ψυχανάλυση και κυρίως τη νεώτερη κριτική
θεωρητικοποίηση της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας του G. Freedmann18, προς την κατεύθυνση της σύλληψης
και επεξεργασίας μιας ολικής στοχαστικότητας με συνεχώς νέους όρους, όπως
εξελισσόνταν και οι μορφές της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας στον
μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Η στοχαστική συνείδηση είναι – ή
πρέπει να γίνει – κεντρική στην όλη συγκρότηση και δομή των υποκειμένων, ατομικών
και συλλογικών. Φιλοσοφικά μιλώντας, η στοχαστικότητα παίρνει τον εαυτό της για
αντικείμενο. Πρόκειται δηλαδή για μια ικανότητα που συνίσταται στο στοχασμό για
τον ίδιο τον εαυτό της. Για την κριτική θεωρία αυτή η κατάσταση είναι πάντοτε
κριτική και αυτο-αναιρετική, στο βαθμό που προσπαθεί να ξεπεράσει κριτικά την
ολική αλλοτρίωση και πραγμοποίηση: Η κριτική-
διαλεκτική μέθοδος που αποσκοπεί πάντοτε στο ξεπέρασμα, γνωσιακό πρώτα και
κοινωνικό-ιστορικό στη συνέχεια, υπό τη μοντέρνα κριτική εκδοχή της. Στη συνέχεια
της διαδικασίας συγκρότησής της η κριτική θεωρία προσανατολίζεται προς τη
μετα-επιστημολογική στοχαστικότητα, τη σύγχρονη δηλαδή μετακριτική19 θεωρία, τη
μετα-αισθητική κ.τ.λ.
Η στοχαστικότητα είναι ο αυθόρμητος
στοχασμός που παίρνεται ο ίδιος ως αντικείμενο, διαμορφώνοντας τα
επιστημολογικά κριτήρια ορθολογικής πράξης. Ως στοχασμός αυτο-ελέγχει και
εμπεριέχει δομικά την επιστημολογική και μεθοδολογική ορθότητα, την εγκυρότητα (pertinence, validité) και τη συνεκτικότητα (coherence) προς μια σύγχρονη αυτοσκεπτόμενη
διαλεκτική. Τη συνάφεια ακόμη των εννοιών και τη συνεκτικότητα της μεθόδου προσέγγισής
της. Έτσι η κριτική θεωρία προσανατολίζεται προς μια σύγχρονη αυτοσκεπτόμενη
διαλεκτική. Ως στοχασμός αυτο-ελέγχει την ορθότητα και την εγκυρότητα, όπως
έλεγε και ο Γκολντμάν, της όλης προβληματικής της (διαλεκτική ολότητα).
Με
βάση τη στοχαστικότητα ως έννοια-αναφορά συγκροτήθηκε το επιστημικό –επιστημολογικό πεδίο
της μοντερνιτέ στην τέχνη και την κοινωνική θεωρία20. Ο Μαρκούζε εξάλλου γνώριζε άριστα τα πρωτοπόρα προτάγματα για τη μοντέρνα
καλλιτεχνική γλώσσα, των πρωτοποριών, την αποσπασματικότητα της γλώσσας των
πρωτοπορειών, με προέλευση το Νταντά και
επεδίωξε τη σύλληψη και τη δημιουργία μιας αντίστοιχα αποσπασματικής
φιλοσοφικής και αισθητικής γλώσσας, όπως ο Αντόρνο. Ο Μαρκούζε έτσι παρέμεινε
προσηλωμένος σε όλα τα έργα του, ακόμη και στην Αισθητική διάσταση21, σε μια
γλώσσα σχετικά πεζή, εύληπτη, απλή, τρέχουσα, παρά την εμβρίθεια, τη σημασία, το βάθος και τον
πλούτο των θεωρητικών ιδεών, το εύρος των συνθέσεων που επιχείρησε, ξαναγυρνώντας ακόμη και στον Φουριέ, θεωρητικοποιώντας τον απόλυτο αρνητισμό του (Φουριέ)
για τη βιομηχανιστική ανάπτυξη, υπό την οπτική πάντοτε της Μεγάλης Άρνησης, του
ανθρωπιστικού σοσιαλισμού και της αναγκαίας και επιβεβλημένης Επανάστασης…
1*. H έννοια αυτή προέρχεται από την Αρνητική διαλεκτική (Payot) του Αντόρνο, αλλά με μια νέα ριζοσπαστική – θετική, δηλαδή, ανατρεπτική σηματοδότηση, κατά τον Μαρκούζε.
2*. Η ανάγνωση που κάνει ο Γκράμσι του ιστορικού Προλόγου της Κριτικής Πολιτικής Οικονομίας (Aναγνωστίδης) του Μαρξ ανοίγει ένα νέο δρόμο στη διαλεκτική σκέψη, ως βασικά και ολικά αντιθετικιστική και αντι-εμπειριστική. Ο Γκράμσι υπό την επήρεια των Γερμανικού και Ιταλικού ιδεαλισμού και ρομαντισμού διαβλέπει, επισημαίνει και αναδεικνύει την αυτονομία των ιδεολογικών μορφών, «στις οποίες πρέπει να φθάσουμε στο τέλος τους» (Μαρξ), του εποικοδομήματος κ.α. Έτσι ανοίγει και το δρόμο για την ανάδειξη της θεωρητικής της πολιτικοποιητικής-ιδεολογικής πράξης ως φιλοσοφία της πράξης, όπως ήθελε εμβρυωδώς και ο Μαρξ σε μια από τις Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ (Διογένης).
Συγχρόνως με τις επισημάνσεις του
αυτές ανοίγει το δρόμο για τη συνθετική, την πολύπλοκη και πολύμορφη διαλεκτική
θεώρηση που αρχίζει λίγο αργότερα η Σχολή της Φρανκφούρτης και που στα νεώτερα
χρόνια έχει αναδειχθεί πλέον ως η μόνη επιστημολογικά και μεθοδολογικά έγκυρη
σύλληψη-θεωρητικοποίηση που μπορεί να εισφέρει καθοριστικά στο ξεπέρασμα. Στην
πραγματοποίηση του ιστορικά επιβαλλόμενου ξεπεράσματος με όρους
χειραφέτησης, απελευθέρωσης. Βλ. Α.
Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, Η οργάνωση της
κουλτούρας, Παρελθόν και παρόν, Στοχαστής και Οeuvres
politiques, Gallimard.
5*. Για το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της κοινωνικής και διεθνούς διαίρεσης της εργασίας βλ. τη Maitrise μας Φιλοσοφίας στο Παν/μιο Paris VIII, τα κείμενα του Φρηντμάν, και γενικότερα την προβληματική που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά για τον ανθρωπιστή και νεαρό Μαρξ. Βασική θέση του Μαρκούζε ήταν η πλήρης άρνηση της διαίρεσης της εργασίας ως προϋπόθεση της απελευθέρωσης, στη συνέχεια όχι μόνο της επαναστατικής προβληματικής του νεαρού Μαρξ αλλά και της Πολιτείας του Πλάτωνα. Ο Μαρκούζε εξάλλου ήταν πάντα στη συνέχεια του νεαρού ανθρωπιστή Μαρξ, ο οποίος διατύπωσε την επαναστατική θέση για την πλήρη άρνηση της διαίρεσης της εργασίας, στη συνέχεια της τουλάχιστον υπόρρητης κριτικής της διαίρεσης της εργασίας του Πλάτωνα (Πολιτεία).
- Ο
πρώτος θεωρητικός που αποπειράθηκε μια συστηματική κριτική της προόδου
ήταν ο Σορέλ, στη συνέχεια του Μαρξ. Βλ. G. Sorel, Les
illusions
du
progrès, Le Sycomore.
- Εκδ.
Κlinkcsieck.
- Βλ.
J. – M. Palmier, «H. Marcuse:
Le grand réfus, La dimension esthétique»,
Vendredi, No 20, 9-22 – Nov. 1979, J.- M. Lauhaud «Du grand refus» selon Marcuse, Actuel
Marx, 2009/1 (No 45), σσ.
137-48, G. Raulet, H.
Marcuse,
Philosophie
de
l’émancipation,
PUF. Βλ. και Β. Φιοραβάντες,
Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη.
- Βλ. A. Gorz, La
stratégie ouvrière et néocapitalique, Le
Seuil.
- Βλ.
Χ. Μαρκούζε, Το τέλος της ουτοπίας,
Ύψιλον.
- Βλ. A. Gorz, Le
socialisme difficile, Le Seuil.
- Βλ.
Χ. Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και
εξέγερση, Παπαζήσης
- Βλ. A. Gorz, Quète
du sens, Galilée.
- Από
τα πρώτα ιστορικά κείμενα των Raison
et
révolution
(Minuit), Culture
et
société (Μinuit) o
Μαρκούζε, υπό την επήρεια των νεαρών Λούκατς και Μαρξ, αυτονομείται από τα
περιγραφιστικά και ουσιαστικά
στατικά μοντέλα του Χούρσελ, προς δυναμικά- διαλεκτικά μοντέλα σκέψης, και
λίγο μετά ακόμη και προς αναστρεπτικά, φθάνοντας στη σύλληψη της
μεγαλειώδους ιδέας του της Μεγάλης άρνησης. Βλ. τη συνέχεια.
- Βλ. Th. Adorno, L’actualité de la philosophie…, εκδ. Rue d’Ulm.
- Βλ. κυρίως τα πρώτα ιστορικά κείμενα του Μαρκούζε, Raison et
révolution, Minuit και Culture et société, Μinuit. Συγχρόνως ο Μαρκούζε μέσω αυτού του κειμένου
απομακρύνεται από τον ιδεαλισμό του
Χούρσελ και του Χάϊντεγκερ και επανέρχεται στον νεαρό Μαρξ και την χεγκελιανή
διαλεκτική.
- Βλ. Α. Gorz, Le
traitre, Seuil.
- Η
πρώτη σημαντική εξέγερση έγινε στο Αν. Βερολίνο το 1953 ενάντια στον
ανατολικό «σοσιαλισμό». Ακολούθησαν και άλλες που έγιναν ευρύτερα γνωστές
το 1956 στην Βουδαπέστη και το 1968 στην Πράγα.
- Βλ.
μεταξύ άλλων και το κείμενό μας, Προς
τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη.
- Βλ.
P. Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή επανάσταση (Δ. Βιβλιοθήκη).
Ως γνωστόν ο Μαρκούζε έλαβε μέρος
στην επανάσταση των Σπαρτακιστών, ως μέλος μιας επιτροπής στρατιωτών. Έκτοτε
ο Μαρκούζε παρέμεινε πολιτικά λουξεμβουργικός.
- Ο
ταξηφιλελευθερισμός, είναι μια
αυταρχική μετεξέλιξη του νεοφιλελευθερισμού, σε στενή συνάφεια με τη
βαθύτατη, τη δομική αυταρχική μετεξέλιξη του συστήματος μετά την κρίση του
2007-8, λόγω της μη ριζοσπαστικής αντίστασης και γενικότερα αντιπαράθεσης του
κινήματος παγκόσμια. Βλ. και το βιβλίο
μας, Η εποχή της καθορισμένης
άρνησης, Αρμός.
- Bλ. L. Goldmann, Le Dieu caché, Gallimard, μ.σ. TEL, Pour
une sociologie du roman Gallimard, μ.σ. Ιdées.
- Βλ.
το ιστορικό βιβλίο του G. Freedmann, Travail
en
miettes, Gallimard, μ.σ. Ιdées.
- Βλ.
για την εξέλιξη της κριτικής θεωρίας στα νεώτερα χρόνια προς τη
μετακριτική τα κείμενά μας, Κοινωνική
θεωρία και αισθητική, Αρμός, Θεωρία
πολιτισμού, Ψηφίδα τ. Ι και ΙΙ, Προς
τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η
εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός. Βλ. και H. Lefebvre, Métaphilosophie, Syllepse.
- Βλ.
το βιβλίο μας Θεωρία πολιτισμού,
Ψηφίδα, τ. ΙΙ, στο οποίο εκθέτουμε τη θεωρία της μοντερνιτέ κατά την
κριτική θεωρία.
- Βλ. H. Marcuse, La
dimension esthétique, Le Seuil.
Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
Ο ΜΑΡΚΟΥΖΕ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ
Με βάση και αναφορά τα ιστορικά
κείμενα του Μαρκούζε μπορούμε ν’αποπειραθούμε ένα νέο μεθοδολογικό, θεωρητικό
και ιδεολογικό προχώρημα. Οι νέες συνθήκες που έχει μπει η σύγχρονη κοινωνία με
την ακραία συσσώρευση πλούτου (γενίκευση παγκόσμια της εμφάνισης και
κυριάρχησης των ολιγαρχών) και την ταυτόχρονη διάδοση της γενικευμένης
φτωχοποίησης του πληθυσμού, ειδικά μετά το 1975-80, που το σύστημα διέλυσε το
κοινωνικό συμβόλαιο που είχε με τις δυνάμεις της εργασίας από το 1945 και μετά,
και στράφηκε ενάντια στην κοινωνία, λιγότερο ή περισσότερο μετωπικά, απαιτούν
νέες θεωρητικοποιήσεις. Επίκεντρο αυτής της νέας προσπάθειας δεν μπορεί παρά να
είναι η ιδέα της απελευθέρωσης, σε στενό συνδυασμό με την ιδέα της ρήξης και
της Μεγάλης άρνησης του Μαρκούζε. Στόχος
πρέπει δηλαδή να είναι σε κάθε προσπάθεια έρευνας και μελέτης της νέας
απάνθρωπης κατάστασης, σύμφωνα με τη νεομαρξική επιταγή, από την οποία ποτέ δεν
παρεξέκλινε ο Μαρκούζε, η αλλαγή του κόσμου. Η όποια μελέτη της σύγχρονης
κατάστασης χωρίς την οπτική της αλλαγής της θα οδηγήσει σε μερικά συμπεράσματα,
και το χειρότερο θα διατηρήσει την ψευδαίσθηση της πιθανής αλλαγής του κόσμου
χωρίς τη θεμελειακή αλλαγή του συστήματος. Χωρίς την νεολουκατσική έννοια της
ολότητας, που ο Μαρκούζε αποδεχόνταν ως μια αρχή αναφοράς, δεν έχει νόημα η
όποια διερεύνηση. Και η σύγχρονη ολότητα
είναι απόλυτη, αλλοτριωτική, πραγμοποιητική, ορθολογιστική, με εγγενείς της
τάσεις φτωχοποίησης της κατάστασης, ώστε να μη μπορέσει να συνειδητοποιηθεί
ευρύτερα και βαθύτερα από τις όλο και φτωχοποιημένες και κυριαρχημένες τάξεις,
ομάδες, κατηγορίες κ.α.
Στα νεώτερα χρόνια η κοινωνική
διαίρεση όχι μόνο δεν περιορίζεται, αλλά όλο και βαθαίνει, συστηματοποιείται,
παγιώνεται παγκόσμια. Κατά τον Μαρκούζε δε, στη συνέχεια του νεαρού Μαρξ, η
όποια απελευθέρωση του ανθρώπου βασικά συνίσταται στην κατάργηση της κοινωνικής
διαίρεσης της εργασίας, που τόσο
βασάνιζε ως κατάσταση και τον Πλάτωνα στην ιστορική Πολιτεία του, αν και δεν υπήρχε τότε ο όρος αυτός.
Η ανάγκη (ananqué)
που βρίσκεται στη βάση της επιβίωσης, κατά τον Μαρκούζε1, πρέπει να ξεπεραστεί
ως κυρίαρχη κατάσταση του συστήματος. Διαφορετικά δεν μπορούμε να μιλούμε για
την όποια απελευθέρωση, ούτε και δυνατότητα. Με άλλα λόγια, με βάση την πείρα
του κινήματος από τα τέλη του 18ου αι. μέχρι σήμερα, και κυρίως το ιστορικό
δίδαγμα του νεώτερου μεγάλου αντιαυταρχικού κινήματος των δεκαετιών 1960 και
’70, το ξεπέρασμα της ανάγκης πρέπει να είναι ο πυρήνας της όποιας
απελευθερωτικής πρακτικής. Και με βάση αυτή tη νέα αρχή, όπως θα έλεγε και ο
Μαρκούζε, πρέπει ν’ανασυγκροτηθεί και η σύγχρονη κοινωνική πρακτική, όπως θα
έλεγε και ο Λεφέβρ, και να διαρθρωθεί γύρω από την αλληλεγγύη της, τη
συμπαράσταση, τη νέα κοινωνικότητα γενικότερα που πρέπει ν’αναπτυχθεί από τα
κάτω, ως το εναλλακτικό μοντέλο στον αυταρχισμό του συστήματος, την απόρριψη,
την κυριάρχηση, τη νέα κυρίαρχη κατάσταση παγκόσμια της γενικευμένης
φτωχοποίησης, η οποία συνοδεύεται από την αυταρχικοποίηση του συστήματος. Το
κράτος έχει φθάσει να είναι απλό εκτελεστικό όργανο των ολιγαρχών, στρέφοντας
την πλάτη στην κοινωνία, και την όποια θετική επίδραση-κατάλοιπο του νεώτερου
κινήματος.
Με αυτά τα δεδομένα σήμερα, με
βάση την καινοτόμα σύλληψη-θεωρητικοποίηση του Μαρκούζε, έχουμε ανάγκη από μια
νέα αντίληψη-αρχή της πραγματικότητας, η οποία να αποδίδει κριτικά τη δυναμική
της, λόγω των δομικών αλλαγών του συστήματος που έχουν γίνει στο μεσοδιάστημα
από το 1960-70 μέχρι σήμερα και που συνεχίζουν να γίνονται υπό την οπτική
πάντοτε της ριζοσπαστικής αλλαγής τους. Σε κάθε περίπτωση οι δομικές
ανισορροπίες της παγκοσμιοποίησης ωθούν συνεχώς προς νέες θεωρητικοποιήσεις, σε
νέες πρακτικές, έτσι ώστε όποιος δεν
προσαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται κριτικά να αποβάλλεται. Η συστημικη
κρίση δεν τέλειωσε. Αντίθετα με μια
λανθάνουσα μορφή συνεχίζει το καταστροφικό έργο της για τον άνθρωπο και την
κοινωνία, δημιουργώντας συνέχεια νέες-χωρίς ρύθμιση, αλλά και χωρίς δυνατότητα
ρύθμιση-ανισορροπίες, μονομέρειες, μεγεθύνσεις της συσσώρευσης και της ολιγαρχοποίησης
της οικονομίας.
Μέχρι που, μέχρι πότε, άγνωστο.
Σε αυτή τη νέα κατάσταση είναι πιο αναγκαίο από ποτέ ν’αφυπνιστεί η κοινωνία
και να προσπαθήσει να αυτοπροσδιοριστεί αυτόνομα, ριζοσπαστικά ολικά. Τα
Κίτρινα Γιλέκα και η πρωτόγνωρη κινητοποίηση στη Γαλλία ενάντια στο νέο
συνταξιοδοτικό και την αστυνομική βία και αυθαιρεσία ίσως είναι το προανάκρουσμα
της ολικής εξέγερσης που έρχεται, και η οποία, συμφωνα πάντοτε με το πνεύμα του
Μαρκούζε, θα μπορέσει ν’αποτελέσει την απαρχή της νέας και παρατεταμένης
ριζοσπαστικότητας.
Ο νεοκαπιταλισμός στην περίοδο
της ανόδου του ήταν γενναιόδωρος σε συνεχείς παροχές, κατά κανόνα υπο την πίεση
του ισχυρού τότε εργατικού και γενικότερα κοινωνικού κινήματος, αλλά συγχρόνως
μετέτρεψε την ζωή σε διοικούμενη (en vie
administrée). Η ακραία
κατανάλωση που εφήυρε και διέδωσε, εκτός από άκρως φετιχιστική, όπως φάνηκε
πολύ μετά, με το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης το 2008, ήταν και άκρως τοξική. Η
συνεχής και ακραία ανάπτυξη της τεχνολογίας, και μέσω αυτής της παραγωγικότητας
της εργασίας, οδήγησε το σύστημα σε ακραίας καταστάσεις, σε ακραίες ανισορροπίες, στον ακραίο ανορθολογισμό. Η
κοινωνία έπαψε ν’αυτοικανοποιείται με τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό και την πλύση
εγκεφάλου που έκανε συστηματικά το σύστημα περί υποτιθέμενης κοινωνίας της ευημερίας,
η οποία θα έλυνε κάθε κοινωνική αδικία και αντίθεση, και προσγειώθηκε απότομα
σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση διαρκούς και επιτεινόμενης φτωχοποίησης (ποπεριζασιόν), εξαθλίωσης. Συγχρόνως η
εργασία ως κατάσταση, οντότητα περιορίστηκε δραστικά από το σύστημα. Το σύστημα
από-εργατικοποιήθηκε για να χρησιμοποιήσουμε ένα νεολογισμό. Η εργασία που
γνωρίζαμε. Αντίθετα αναπτύχθηκε και διαδόθηκαν μορφές άτυπης εργασίας περιορισμένης, προσωρινής
εργασίας, χωρίς οργάνωση, χωρίς δυνατότητες διαρκούς αντίστασης. Μόνο κάποια
ξεσπάσματα εμφανίζονται που και που, όπως των δύστυχων ντελιβεράδων.
Το σύστημα της μονοδιάστασης που
εισήγαγε και παγίωσε ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και ανέλυσε με μοναδικό τρόπο
ο Μαρκούζε στον Μονοδιάστατο άνθρωπο2, συγχρόνως εισήγαγε
και επέβαλε τη διαδικασία της αποκοινωνικοποίησης της εργατικής δύναμης, και
έτσι σχεδόν της κοινωνίας ολόκληρης. Το ιδεώδες μιας πιο ελεύθερης και
ευτυχισμένης ζωής που εφήυρε και διέδιδε
ως το κύριο ιδεολόγημά του ο νεοκαπιταλισμός μετατράπηκε στον εφιάλτη των
εκατομμυρίων υποαπασχολούμενων, των προσωρινά εργαζόμενων (precaires), των εργαζόμενων
στη μαύρη κ.α. Ετσι αναδύεται η σχεδόν απόλυτη αντινομία μεταξύ της νέας αρχής
της νεοβάρβαρης σύγχρονης πραγματικότητας και του ιδεώδους της πάλαι ποτέ
υποτιθέμενης «ευτυχισμένης ζωής».
Η δύστυχη συνείδηση πλέον, για να
θυμηθούμε έναν ιστορικό όρο του νεαρού Λούκατς3, που χρησιμοποιεί ο Μαρκούζε ως μόνιμη
αναφορά, όροι που προέρχονται από την αισθητική με αναφορά την πρωτομοντέρνα
τέχνη, έχει κατέβει, ιδίως μετά το 2008, στην πραγματική ζωή, την χαρακτηρίζει
και αποτυπώνει τη διαρκή και παρατεταμένη αβεβαιότητα της. Η συγκεκριμένη πλέον
συνείδηση της συγκεκριμένης-υπαρκτής- ζωής είναι ένας διαρκής εφιάλτης, μια
συνείδηση πλέον περισσότερο του θανάτου, παρά της ζωής. Η finitude της ζωής
προσδιορίζεται πλέον από τη συνείδηση της ολικής αλλοτρίωσης, όπως θα έλεγε και
ο Γκαμπέλ4,
πολύ προσεκτικός αναγνώστης του Μαρκούζε. Μόνο ένα αυτόνομο κίνημα της
διαλεκτικής, όπως θα έλεγαν οι νεοουμανιστές μαρξιστές της δεκαετίας του 1960-70,
θα μπορέσει να αντιστρέψει τους όρους του προβλήματος και να επαναφέρει στον
ορίζοντα την «αρχής της ελπίδας», για να παραφράσουμε τον Μπλοχ5. Κίνημα διαλεκτικής
που θα επανασυνδεθεί με την ιδέα-σύλληψη του Μαρξ για τον ολικό άνθρωπο και την
ιστορία, μέσα στην ιστορία και δια της ιστορίας και της αντινομικής διαλεκτικής
της. Θα πρόκειται για ένα σύγχρονο κίνημα άρνησης του υπάρχοντος κοινωνικού
κινήματος.
Η αποσύνθεση, η αποδόμηση (disintégration) που προκάλεσε η
αποπαγκοσμιοποίηση μόνο μέσα από ένα νέο
ιστορικό κίνημα, με στόχο τη συγκρότηση από τα κάτω μιας νέας οργανικότητας,
όπως θα έλεγε ο Γκράμσι6
θα μπορέσει να ξεπεραστεί, και ο άνθρωπος θα πάψει έτσι να βιώνει την απόλυτη
ερημιά - ερημοποίηση, για να παραφράσουμε και τον Τ.Σ. Ελιοτ7. Έτσι θα μπορέσει η
κοινωνία να συλλάβει και το ιδεώδες ενός μη καταπιεστικού πολιτισμού, και να
επανακάμψει στον θεωρητικό βίο, ή να δημιουργήσει ακόμη καλύτερα ένα νέο
αυτόνομο και απελευθερωτικό, αποτεινάσοντας την ψευδή και φετιχιστική συνείδηση
του καταναλωτισμού και της καπιταλιστικής υποτίθεται ευδαιμονίας που δεν κάνει
τίποτα άλλο από το να παράγει μαζικά κενά, υπαρξιακά δράμματα κ.α.
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, μόνο η
ενεργοποίηση και η στράτευση στην αρχή της Μεγάλης άρνησης μπορεί να δώσει μια
απελευθερωτική προοπτική στην κοινωνία και τον άνθρωπο, πάντοτε σύμφωνα με το
πνεύμα του Μαρκούζε. Μεγάλη άρνηση που θα συνυπάρχει, θα ταυτίζεται με την
καθορισμένη άρνηση, αντορνικής έμπνευσης, όπως δείξαμε και στο Η εποχή της καθορισμένης άρνησης8.
Μεγάλη άρνηση λοιπόν, μεγάλη
εξέγερση, και γιατί όχι επανάσταση: Αυτό είναι το υπέρτατο σύγχρονο
ανθρωπιστικό πρόταγμα. Διαφορετικά η κοινωνία θα συνεχίζει να ζει στα σκοτάδια
(tenébres) της ιστορίας και
της ύπαρξης, στην τραγική μεγάλη σπηλιά του Πλάτωνα (Πολιτεία).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Βλ. Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο για την απελευθέρωση, Διογένης.
2.
Εκδ. Παπαζήσης.
3.
Βλ. Γκ. Λούκατς Η ψυχή και οι μορφές, Θεμέλιο.
4.
Bλ. J. Gabel, Idéologies,
t. II., Anthropos.
5.
Βλ. E. Bloch, Principe de l’ espérance,
Gallimard.
6.
Βλ. Α. Γκράμσι, Η οργάνωση της κουλτούρας, Στοχαστής.
7.
Βλ. Τ.Σ. Έλιοτ, Η
έρημη χώρα, Ίκαρος.
8.
Εκδ. Αρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.