Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

H ΜΟΝΤΕΡΝΙΤΕ ΣΤΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ. ΣΚΛΑΒΟΣ.

 Β.ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

 

ΜΟΝΤΕΡΝΙΤΕ  ΣΤΗ  ΓΛΥΠΤΙΚΗ. ΣΚΛΑΒΟΣ.

 

Σήμερα, κάθε πολιτιστικό – πολιτισμικό φαινόμενο, ακόμη και αν υπάρχει ένα μοντέλο ενσωμάτωσης, ρισκάρει να εκφυλιστεί από την πρακτική του κιτς. Παρόλα αυτά, παράδοξα η εποχή μας έχει ως καθήκον ώστε το έργο τέχνης να έχει τη δύσκολη αποστολή να εκφράσει αυτό που έχει αποβληθεί από το πολιτικό …. Ο χρόνος δεν είναι για μια πολιτική τέχνη, αλλά η πολιτική εισχώρησε μέσα στην αυτόνομη τέχνη, και κυρίως μέσα στα έργα που φαίνονται τα πιο απόμακρα.

Αντόρνο

 

Η θέση – διαπίστωση αυτή του Αντόρνο ισχύει πρωταρχικά για τον Σκλάβο και το έργο του. Για το όλο παράδειγμά του.

 

Σύμφωνα με τον Γκρήνμπεργκ, η γλυπτική δανείζεται τις εισαγωγικές μορφές της από τη ζωγραφική.

Πρόκειται για την πλαστικότητα της γλυπτικής. Όμως η γλυπτική για περισσότερους λόγους πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τη ζωγραφική και στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτή που καθορίζεται απ’ άκρη σε άκρη από την αφαίρεση, ενώ η ζωγραφική δεν πάει τόσο μακριά και με τρόπο τόσο καθολικό. Η μοντέρνα γλυπτική, από την άποψη αυτή είναι καθολικά, ολικά αρνητική, καθορισμένα αφηρημένη, καθολικά ανθρωπιστική (l’ humanisme universel) της μοντέρνας γλυπτικής.

 

Όπως είναι γνωστό, με βάση την ιστορία της γλυπτικής, έπρεπε να περιμένουμε πάρα πολύ, και ακριβέστερα το τέλος του 19ου αι. τις αρχές του 20ου, έτσι ώστε πια το πραγματικά νέο να δημιουργηθεί. Η εξέλιξη της γλυπτικής είναι διαφορετική από τη ζωγραφική, η οποία δε σταμάτησε να προοδεύει στη διάρκεια των αιώνων και κυρίως από την αρχή της Αναγέννησης μέχρι την εμφάνιση της μοντέρνας ζωγραφικής στις αρχές του 20ου αι. ακριβώς. Και αυτό, παρά κάποιες οπισθοδρομήσεις που γνώρισε, μερικές φορές ίσως και σημαντικές, όπως ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση του μανιερισμού. Στη  διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου της ιστορίας της γλυπτικής οι τάσεις και τα ρεύματα διαδέχονται το ένα το άλλο: Ρεαλισμός, ρομαντισμός, μετα-ρομαντισμός, ιμπρεσιονισμός, μετά και νέο ιμπρεσιονισμός, Σεζάν, φωβισμός, φουτουρισμός, και τέλος κυβισμός, η αρχής του μοντερνισμού. Αντίθετα στη γλυπτική δεν εμφανίζεται κανένα  αξιοσημείωτο κίνημα μέχρι τον Ροντέν, όντας μέχρι τότε εξαρτώμενη από την αρχιτεκτονική, και με μια γενικότερη έννοια όντας και κοινωνικά ενσωματωμένη και λόγω της γενικότερης κυριαρχίας της μνημειακότητας, ακυρώνοντας κάθε  απόπειρα προς την αυτονόμηση.

Αλλά από όταν επιβάλλεται και αναγνωρίζεται το έργο του Ροντέν για την εξαιρετική ποιότητα και για τον νεωτερικό χαρακτήρα του, το οποίο μάλιστα για την εποχή του ήταν ακόμη πολύ προχωρημένο, λαμβάνοντας υπόψη την τότε κατάσταση της γλυπτικής, η γλυπτική μπαίνει σε μια περίοδο πλήρους ανασυγκρότησης. Η εμφάνιση της ασυμφωνίας (ή παραφωνίας – dissonance) και της γεωμετρικοποίησης γενικότερα και του ανθρώπινου σώματος ειδικότερα στον Ροντέν, ανοίγει τους δρόμους σχεδόν ανύπαρκτους πριν στη γλυπτική. Αυτή η διαδικασία επιταχύνεται εξάλλου από το 1903-5 όταν θα πάρει τον ρελέ ο Μπρανκούζι, ο οποίος ήταν πολύ ανοιχτός στις εφευρέσεις του δάσκαλου Ροντέν, αναγνωρισμένου από τότε καθολικά.

Έκτοτε, και λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι και άλλοι μεγάλοι γλύπτες που  εμφανίζονται στη συνέχεια, τοποθετούνται στο ίδιο ρεύμα, και δεδομένου ότι αποδίδουν μια ειδική προσοχή, εκτός από τις ειδικές νεωτερότητες της γλυπτικής, θα λέγαμε ακόμη στις ανατροπές και τις ρήξεις που παράγονται (και σε αυτές που είχαν ήδη προηγηθεί από τον Σεζάν και εδώ), συγχρόνως με τη ζωγραφική: Κυβισμός κ.α., διαπιστώνεται ότι από τα χρόνια 1905-10 η μοντέρνα γλυπτική συγκροτείται καθαρά πλέον, και με έναν τρόπο εντελώς αυτόνομο. Ροντέν Αρσιπένκο, Μποτσιόνι, Λωράνς, Πικάσο, Τάτλιν, Γκονζάλες κ.α. και βέβαια λίγο αργότερα, Μπρανκούζι, Μοντιλιάνι, Ζαντκίν κ.α.

Τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται και τα οποία εκφράζει και θέτει η γλυπτική είναι διαφορετικά, όπως είναι διαφορετικές η φύση και η λειτουργία της σε σχέση με την προηγούμενη ιστορία της. Τα πρώτα στοιχεία μιας μοντέρνας γλυπτικής μπαίνουν στη διάρκεια αυτής της πολύ σύντομης περιόδου, και στη συνέχεια μετατρέπονται σε μια σταθερή και κυρίαρχη δραστηριότητα, η οποία θα χαρακτηρίσει όλη τη μετέπειτα εξέλιξή της. Η γλυπτική είναι μοντέρνα ή δεν είναι τίποτα. Η μοντερνιτέ μετατρέπεται σε βασική και αποκτά με σαφή τρόπο μια καθολική διάσταση σε σχέση με όλες τις άλλες τέχνες του ΧΧου αι.  Αυτή μάλιστα συνδέεται άμεσα, στενά με την εμφάνιση των ιστορικών πρωτοποριών κατ’ αρχήν και τις νεοπρωτοπορίας στη συνέχεια. Η μοντερνιτέ ή ο αισθητικός μοντερνισμός, ο οποίος συνδέεται με τον κοινωνικό μοντερνισμό συγχρόνως και με την προοδευτική κληρονομιά των προηγούμενων αιώνων, δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί χωρίς την ύπαρξη και την πρακτική των πρωτοποριών. Η αποστολή του μοντερνισμού συνίσταται στις λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές απόπειρες για ν’αποδεσμευτούν από τον παραδοσιασμό στην τέχνη και στο κοινωνικό και ιστορικό επίπεδο, καθώς και σε αυτό των θεωρήσεων του κόσμου που απέρεαν λίγο-πολύ άμεσα, αυθόρμητα από τη μέχρι τότε ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα: ρεαλισμός, νατουραλισμός, μίμηση κ.α. Συγχρόνως η μοντέρνα, η σχεδόν κατά κανόνα πλέον αφηρημένη γλυπτική, αναζητά συγχρόνως την αποκατάσταση, ακόμη και τη δημιουργία μιας βαθειάς σχέσης με τη φύση: συμφιλίωση του ανθρώπου με αυτήν και συγχρόνως τη συγκρότηση σχέσεων και προβληματικών με τις μοντέρνες κοινωνικές, ιδεολογικές τάσεις, τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, που με μια λέξη μπορούμε ν’αποκαλέσουμε έξτρα-αισθητικές.  Έτσι οι πρωτοπορίες στη γλυπτική άρχισαν να δημιουργούν με μια μοντέρνα μορφή, δηλαδή νέα και σχετική όχι στις αισθηματικές, ψυχολογικές κ.α. ασχολίες, του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά με μια αρμόζουσα μορφή στις διανοητικές και πνευματικές ανάγκες του, και έτσι να ενσωματώσουν αυτή τη μοντερνιστική και πρωτοπόρα απόπειρα στο γενικότερο αισθητικό σχέδιο που αρχίζουν να συγκροτούν έκτοτε σταθερά.

Αν και αυτή η καλλιτεχνική και αισθητική αλλαγή, θα λέγαμε μάλιστα και ιδεολογική, εμφανίζεται σε πρώτο επίπεδο, υπήρξαν αλλαγές πολύ σημαντικές και σημαδιακές και μάλιστα άλλης φύσης στη βάση τους και στην κοινωνική βάση, που επέτρεψε την εμφάνιση της αλλαγής αυτής.

Η κοινωνία μπήκε σε μια νέα περίοδο της εξέλιξής της. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, μετασχηματίζεται σε μονοπωλιακό και ιμπεριαλιστικό. Οι ρυθμοί της παραγωγής και της ζωής αλλάζουν. Όλα υποτάσσονται σε αυτούς. Μόνο η μοντέρνα τέχνη αντιστέκεται και μάλιστα αποκτά  ένα γενικότερο αμφισβητησιακό χαρακτήρα. Αυτή πλέον, σύμφωνα με τον Αντόρνο, εκλαμβάνεται ως «αντίσταση». Η μοντέρνα γλυπτική δε και ειδικότερα η αφηρημένη, ως ειδική μορφή κοινωνικής και τεχνικής εργασίας από το 1910 μέχρι περίπου το 1970 αρθρώνει έναν μόνιμα αντιστασιακό λόγο, συγκροτεί μια εναλλακτική πλούσια σε αυτόνομες μορφές αισθητική στο περιθώριο του συστήματος και ενάντιά του, ως μια καθορισμένη άρνησή του. Ως συστηματική και συνειδητή άρνηση της αλλοτρίωσης, της πραγμοποίησης και της ορθολογικοποίησής του, που ήδη γενικεύεται. Ως τέτοια δε συνιστά μια αντιστραμμένη ιδεολογική μορφή του συστήματος σε φυγή προς ένα μη ορθολογικό και μη ορθολογικοποιούμενο ανορθόλογο, αλλά ορθολογικό υπό την οπτική της αναγκαίας και επιβαλλόμενης αναζήτησης της απελευθέρωσης μέσω της χειραφέτησης της εργασίας, της προχωρημένης διανοητικής, πνευματικής και τεχνικής καλλιτεχνικής επεξεργασίας των υλικών σύμφωνα με τα ιστορικά αφηρημένα σχήματα των πρωτοποριών, καθώς και των ιστορικών κατακτήσεων της μετεξέλιξης της ιστορίας της τέχνης, της μοντέρνας και αφηρημένης ειδικότερα. Ως τέτοιο το παράδειγμα της μοντέρνας και αφηρημένης γλυπτικής είναι ιστορικά μοναδικό, αξεπέραστο. Αρχίζει με το πέρασμα από το Ροντέν και τον Σεζάν στους Μπρανκούζι και Ροντσέκο (Ραγιονισμός) και τελειώνει με τους Σκλάβο και Λεκάκι. Από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία η συστηματικότερη διερεύνηση του θέματος, η αφαίρεση στη μοντέρνα γλυπτική.

ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΕΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

 Β.ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

 

ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΕΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Στη μνήμη του

Α. Χριστούλα

 

Ι

Η σύγχρονη αισθητική δεν παριστάνει τη σύγχρονη γιατί είναι σύγχρονη, εμπεριέχει τον καιρό της, τις χρονικότητές της (temporalités) με όλες τις αντινομίες τους. Ακριβώς μια τέτοια αντινομική σχέση θα εκθέσουμε εδώ, ίσως και διαδικασία, ακόμη βέβαια εν τω γίγνεσθαί της, δίνοντας πολύ συνοπτικά το στίγμα των ερευνών μας στην εποχή της μεταπαγκοσμιοποίησης (η οποία άρχισε με απόλυτα απάνθρωπο τρόπο). Συγχρόνως μια βαθειά, ακόμη και υπαρξιακής μορφής, αντινομία συνίσταται στο γεγονός ότι  τολμά κανείς να μιλά για αισθητική μέσα ακριβώς σε αυτό το νεοβάρβαρο κόσμο που πλέον ζούμε σε όλο το αρνητικό, το τραγικό θα λέγαμε, «μεγαλείο» του. Παρόλα αυτά, επιμένουμε: Αν ξεφύγουμε από το νεοανθρωπιστικό σχέδιο του νεαρού Μαρξ, από το σχέδιο συνειδητής πολιτισμικής αναβάθμισης των Χέντερλιν, Νοβάλις, Γκράμσι, από το σχέδιο της αρνητικής διαλεκτικής και συνάμα αρνητικής αισθητικής της Σχολής της Φρανκφούρτης, τότε δεν θα κάνουμε τίποτα άλλο από το να αναπαράξουμε τη σύγχρονη αποτρόπαια μιζέρια και βαρβαρότητα. Αντίθετα, μέσα από την αισθητική αυτή προσέγγιση πρέπει να διαβλέψουμε, να διαγνώσουμε και εν τέλει ν’ αναδείξουμε τις δυναμικές ξεπεράσματος που περικλείει ακόμη με μια κρυμμένη μορφή το πραγματικό, το σύγχρονο άκρως αλλοτριωτικό και πραγμοποιημένο πραγματικό. Η ανθρωπότητα ή θ’ αποκτήσει αυτοσυνειδησία και μέσω της πρωτοπόρας ριζοσπαστικής τέχνης και αισθητικής οπότε και θα δράσει ανάλογα, κριτικά, δηλαδή και ριζοσπαστικά, ή δεν έχει καμία τύχη. Θα παραμείνει υποζύγιο στους νεοβάρβαρους επικυρίαρχους, τους νέους Seigners του χρήματος. Σε κάθε περίπτωση, όπως έλεγε και ο Revault d’ Allonnes, πρέπει να είμαστε ευαίσθητοι διανοητές, πάντοτε ανοιχτοί στα νέα μηνύματα των πρωτοποριών, με τη μοναδική και αμετάπτωτη κοινωνική προέλευσή τους, και οι οποίες πάντοτε υπάρχουν, ακόμα και στο νεοβάρβαρο σήμερα. Έτσι θα μπορέσουμε ν’ αρθρώσουμε έναν συνεκτικό και κριτικό λόγο στη συνέχεια. Αυτό που προέχει πάντοτε, κατά τον Revault d’ Allonnes, είναι η αμείωτη, η ασταμάτητη αντίσταση, η διαρκής τάση προς την εξέγερση. Αντίσταση κοινωνική, αισθητική, ιδεολογική: ολική, μέσα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες διαλεκτικά συνθήκες, υπό οποιεσδήποτε καταστάσεις. Από την άλλη βέβαια, η επερχόμενη επανάσταση θα είναι οπωσδήποτε «χωρίς μοντέλο»1. Αυτό που προέχει πάντοτε, σε μόνιμη βάση ως δίδαγμα-απόσταγμα των πρωτοποριών, ιστορικών και νεώτερων, είναι η στάση, η attitude διαρκούς κριτικής και άρνησης, ώστε να αποφευχθεί η ενσωμάτωση στο σύστημα και στον ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης του. Έτσι, η επερχόμενη επανάσταση χωρίς μοντέλο, απρόβλεπτη και απόλυτα ανατρεπτική καθώς θα είναι, καθόσον από τη φύση της μη ενσωματώσιμη, θα προσπαθήσει να ξεπεράσει συνειδητά κάθε παγιωμένη ιδέα, αντίληψη, αρχή, νόρμα, και θα ανοίξει πλέον το δρόμο στη ριζική αμφισβήτηση, ενώ συγχρόνως θα δημιουργήσει ένα ριζικά καινούριο πεδίο έρευνας, πρακτικής, ύπαρξης. Το ξεπέρασμα είναι προ των πυλών, απρόβλεπτο, ανατρεπτικό, δημιουργικό, ανοιχτό, απελευθερωτικό.

II

O αντορνικός πολιτισμικός πεσιμισμός είναι θεμελιακό δομικό στοιχείο της αρνητικής αισθητικής και της αρνητικής διαλεκτικής. Από εδώ απορρέει η διαλεκτική της άρνησης, η δυνατότητα μετατροπής της υποταγής, της παραίτησης σε αρνητική, βλέπε επαναστατική - απελευθερωτική πράξη.

Ο πολιτισμικός πεσιμισμός δεν είναι μια ιδεολογία, αλλά μια κατάσταση του πνεύματος που επιτρέπει σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο να δει καθαρά, χωρίς επανάπαυση και χωρίς αυταπάτες. Να βλέπει με καθαρότητα πνεύματος πέραν από τα επιφαινόμενα. Ιστορικά ανάγει την προέλευσή του στον ρομαντισμό και κυρίως στο γερμανικό και στη συνέχεια στον εξπρεσιονισμό, αλλά ουσιαστικά προέρχεται από την αρχαιοελληνική τραγωδία. Η διορθωμένη επί το θετικότερο εκδοχή του Γκράμσι, όταν η βόρεια Ιταλία συνταραζόνταν από την εργατική εξέγερση ακόμη και την επανάσταση του 1918-20, «η απαισιοδοξία της σκέψης, η αισιοδοξία της πράξης», είναι μια θετική ακριβώς εκδοχή της πρωταρχικής σύλληψης του Χαίντερλιν και του Νοβάλις, στους όποιους είχε εντρυφήσει ο Γκράμσι. Τότε εξάλλου υπήρχε πράξη και μάλιστα σε μαζική κλίμακα, σε γενικευμένη μορφή. Αντίθετα ο Γκράμσι, δεν ήταν απλοϊκά, επιφανειακά αισιόδοξος για την πράξη, διότι είχε αυτογνωσία, βαθιά γνώση των δυσκολιών του όλου επαναστατικού  εγχειρήματος τότε.

Όταν όμως έπεσε ο επαναστατικός πυρετός σε όλη την Ευρώπη, όταν από το μικρό αρχικά, ίσως και αμελητέο αυγό του φιδιού ξεπήδησε και κυριάρχησε ο φασισμός  και ο ναζισμός, με άμεσο επακόλουθο τον τραγικό Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν δυνατόν ένας διανοούμενος και φιλόσοφος του μεγέθους του Αντόρνο, να μην ξεκόψει από κάθε  δυνατή θετικότητα, κάθε αισιοδοξία της σκέψης, αλλά κυρίως της πράξης, ακόμη και να μη δει κριτικά κάθε αυθεντικότητα της όποιας πράξης. Για το λόγο αυτό δεν πολύ κατάλαβε ούτε πολύ πίστεψε στον Μάη του ‘68, σε αντίθεση με τον Μαρκούζε, ο οποίος τον υποστήριξε ένθερμα. Αντίθετα έλεγε ότι το κίνημα αυτό θα το διαδεχθεί μια νέα και πολύ πιο αποτρόπαια (νεο) βαρβαρότητα, πρόβλεψη η οποία σήμερα με όλη τη νεοβαρβαρότητα του νεοφιλελευθερισμού, του ταξηφιλελευθερισμού και γενικότερα  του συστήματος που γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να πούμε ότι δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε. Αντίθετα μάλιστα.

Βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος: χωρίς καμία πράξη, μήπως επιδιώκουμε τελικά να επιβεβαιώσουμε τον πολιτισμικό πεσιμισμό μας, ενύπαρκτο εξάλλου στο σύστημα; Πως θα μπορέσει ν’ αλλάξει ριζικά και η συγχρόνως απόλυτα αρνητική κατάσταση της ανθρωπότητας, χωρίς την πράξη; Δεν προσπαθούμε να αναθεωρήσουμε το μέγιστο έργο του Αντόρνο, Dialectique négative2, στο οποίο χρειάζεται να προστρέχουμε ασταμάτητα. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι οι κρυφοί συνομιλητές του Αντόρνο ήταν ο μέγας αντιδραστικός φιλόσοφος Χάϊντεγγερ και ο σταλινικός Λούκατς, ο οποίος είχε επηρεαστεί και από τον οντολογιστή Χάϊντεγγερ, που μέσα σε άλλες συνθήκες και συγκυρίες στις αρχές του 1920 είχε επηρεάσει καθοριστικά αυτή τη μεγαλειώδη θεωρητικοποίηση του νεαρού  τότε Λούκατς για την πραγμοποίηση, στη συνέχεια του Μαρξ (ο νεαρός Μαρξ δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί), του Σορέλ, του Ντυρκέμ κ.α. Για όλα αυτά τα θέματα έχουμε γράψει δεκάδες σελίδες, ο Γκολντμάν έχει αφιερώσει βιβλία, έχοντας παραμείνει πάντοτε πιστός στο νεαρό Λούκατς, ο Λεφέβρ προσπαθεί μια νέα κριτική σύνθεση του νεαρού Λούκατς (αλλά και του ώριμου και αποσταλινοποιήμενου  Λούκατς και  του Χάϊντεγκερ),  και βέβαια του Μαρκούζε και του Αντόρνο, προσπαθώντας ν’ ανοίξει νέους δρόμους στη σκέψη.

Το ζητούμενο σήμερα με τις νέες και επιβαλλόμενες ανασυγκροτήσεις του μοντέλου που επιβάλλει η μεταπαγκοσμιοποίηση, είναι πως θα επανασυνδεθούμε με τη φιλοσοφία της πράξης, όπως αποκαλεί τον μαρξισμό ο Γκράμσι, πως θα βασιστούμε μόνιμα σε μια αντιαλλοτριωτική αρνητική  διαλεκτική, για να φθάσουμε σε μια ριζική διαλεκτική της άρνησης, στην άρνηση της παγκοσμιοποίησης και του συστήματος συνολικά. Διαφορετικά, δε θα μπορούμε να ελπίζουμε παρά μόνο στον πεσιμισμό ως καταφύγιο, ο οποίος αναπαράγει, ανακυκλώνει – πολύ φοβάμαι – το όλο πρόβλημα. Και σήμερα, λόγω της ριζοσπαστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και διαδικασιών, έχουν διαμορφωθεί οι διαδικασίες δημιουργίας ενός παγκόσμιου κοινωνικού κινήματος με νέους όρους, με όρους απόλυτης άρνησης για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία, τουλάχιστον με τέτοια ένταση, εμβέλεια, βάθος. Η ώρα της μετατρεπτικής πράξης, όπως έλεγε ο Μαρξ, εδώ και πάνω από ενάμισι αιώνα, μάλλον έφθασε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βαθύτερη συνειδητοποίηση χρειάζεται, χωρίς προφανώς την εφησυχαστική και έτσι αποπροσανατολιστική απαισιοδοξία, αλλά πάντοτε με τη σχετική απαισιοδοξία της σκέψης.

Ο απαράμιλλος αντορνικός σκεπτικισμός για την ορθολογικότητα, που βγήκε από το Διαφωτισμό3, ως ένα σημαντικό βαθμό βέβαια δικαιολογημένα, αν δούμε τη μετέπειτα πορεία του λόγου προς την εργαλειοποίησή του, ξεπερνιέται όπως έκανε ο Μαρξ ξαναγυρνώντας στο Λόγο4 της αρχαίας Ελλάδας. Η επικούρεια ενάργεια για παράδειγμα, είναι πάντοτε αξεπέραστη, αμόλυντη από τον ξεπεσμένο δυτικό  ορθολογισμό, όπως και η σωκρατική απορητική, η βάση κάθε φιλοσοφικού στοχασμού και αναστοχασμού με επίκεντρο πάντοτε τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο και πάντα επικεντρωμένη στον άνθρωπο χωρίς καμία απόκλιση. Το  όλο θεωρητικό κριτικό μοντέλο είναι φιλοσοφικοκεντρικό και θα παραμείνει τέτοιο. Έτσι και η φιλοσοφία θα γίνει για πάντα κριτική.  Και βέβαια σήμερα  η κριτική φιλοσοφία πρέπει να επιστρέψει στον άνθρωπο και να φωτίσει τα προβλήματά του σε όλη τους την έκταση και εμβέλεια, αν θέλει να ξανα-υπάρξει ως τέτοια. Για εμάς, δε η ίδρυση νέων φιλοσοφικών σχολών μακριά και έξω από το σύστημα, αλλά και ενάντια, κριτικά στο σύστημα, όπως ήταν η Σχολή της Φρανκφούρτης, είναι η μόνη λύση, η μόνη διέξοδος μαζί με την αναγκαία και επιβαλλόμενη επανασύνδεση με τη νέα κοινωνική πράξη, που είναι σε εξέλιξη παγκόσμια πλέον σήμερα.

Ακόμη και η αρνητική διαλεκτική δεν αποκρύπτει, ακόμη και στην πιο απαισιόδοξη εκδοχή της Dialectique négative5, μια ενδόμυχη σχέση με την πράξη, η οποία είναι εμμενής, αξεπέραστη. Το ιστορικό αυτό βιβλίο εξάλλου του Αντόρνο, αρχίζει με την περίφημη πλέον φράση: «Η φιλοσοφία έχασε πολλές ευκαιρίες για να πραγματοποιηθεί». Συμπερασματικά για τον Αντόρνο (εν μέσω Β’ Παγκοσμίου πολέμου, του χιτλερισμού, του σταλινισμού κ.τ.λ.) η αρνητική θεωρητικοποίηση και μόνον αυτή, διαλύοντας το χεγκελιανό τρίπολο, ακόμη και στη διορθωμένη εκδοχή  του που μας άφησε ο Μαρξ, και αποσυνθέτοντάς  το (δεν θα λέγαμε αποδομώντας το ποτέ, σε αντίθεση με τους μεταμοντέρνους αποδομητές αργόσχολους υποφιλόσοφους της δεκαετίας του 1980), έχει σημασία, νόημα, ενδιαφέρον. Πίσω από τη διαπίστωση αυτή υποκρύπτεται ο καημός, η στεναχώρια του Αντόρνο για αυτήν τη μη πραγματοποίηση,  ενώ συγχρόνως  αφήνει ανοιχτό, έστω και υπόρρητα, το ενδεχόμενο κάποτε πραγματοποίησής του πάντοτε ιστορικά επιβεβλημένου ξεπεράσματος. Φαίνεται όμως και με βάση την εκπληκτική εμβάθυνση που ο Αντόρνο αποπειράται συστηματικά στο συγκεκριμένο έργο του (αλλά και σχεδόν σε όλα τα άλλα έργα του το θέμα αυτό είναι μια μόνιμη αναφορά, ενώ η αγωνία του υπέρτατη πάντοτε με σύγχρονες και ορθολογικές κριτικές βάσεις) για τους φιλοσοφικούς λόγους της εκτροπής του Λόγου από τους ιστορικούς σκοπούς του, ότι η στιγμή μάλλον πραγματοποίησης της φιλοσοφίας έφθασε. Η μεταπαγκοσμιοποίηση με τη βαθιά κρίση της, τα ανυπέρβλητα αδιέξοδά της, τις άλυτες διαφορετικά αντινομίες της, δημιουργεί προοδευτικά τις προϋποθέσεις της συνειδητοποίησης αυτής της ιστορικής ευκαιρίας, αυτής της μοναδικής δυνατότητας. Η ιστορία ξαναποκτά νόημα, κατεύθυνση, σημασία…, πάντοτε μέσω της σύγχρονης κοινωνικής και ιστορικής πράξης.

 

ΙΙΙ

Ο πολιτισμικός πεσιμισμός του Αντόρνο τον οδηγεί σε ένα θεμελειώδη, αξεπέραστο θα λέγαμε, σκεπτικισμό, αν και οι βαθύτερες σχέσεις μεταξύ τους πρέπει πάντοτε να δειχθούν επακριβώς, να διερευνηθούν συστηματικά, να αποσαφηνιστούν όσο καλύτερα γίνεται (να γίνουν explicites , όπως θα έλεγε ο Γκολντμάν). Ο Γκολντμάν βέβαια, άριστος γνώστης των έργων του Αντόρνο, δεν έδινε έμφαση στον σκεπτικισμό του (ή τον υποτιθέμενο τέτοιο), αλλά στην κριτική προσέγγισή του, στην αρνητική θεωρητικοποίηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, και αυτό του αρκούσε, χωρίς ενδεχομένως να έχει αντιληφθεί ότι αυτή η συστηματική αρνητική διάσταση του έργου του Αντόρνο (όπως έχουμε εξηγήσει λεπτομερώς σε άλλα κείμενά μας), προφυλάσσει τον Αντόρνο από το σύστημα, από τον κίνδυνο δημιουργίας του όποιου συστήματος. Βέβαια πάντοτε μένει να αιωρείται η διερώτηση μήπως και έτσι δημιουργείται, ένα άλλο σύστημα, διαρθρωμένο γύρω από την άρνηση (η οποία ήταν συστηματική, καθολική, καθορισμένη), το απόσπασμα και την παράταξη.. Και με ένα γενικότερο τρόπο, αναδύεται το ερώτημα, η φιλοσοφία ακόμη και η αρνητική, είναι τελικά και αυτή δέσμια του συστήματος; Και πως μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το φοβερό και καταστροφικό ομολογουμένως σύστημα; Ερωτήματα που εκτός από τη διερεύνησή του από τις καθαρές θεωρητικές έρευνες, λύνονται και στην πράξη: Κριτική διεπιστημονική6 συνάντηση της τέχνης με την κοινωνία, της ιδεολογίας με την κουλτούρα, της φιλοσοφίας με την επικοινωνία. Δημιουργία συνεχώς νέων και κριτικών μοντέλων, διερεύνηση σε βάθος του μοντέλου της μοντέρνας και πρωτοπόρας δημιουργίας, των μοντέλων που αυτή δημιουργεί πάντοτε κριτικά και αυτο-αναιρετικά, ειδικά από τη ριζοσπαστική πτέρυγά της, όπως επεσήμανε σε κάθε ευκαιρία ο Αντόρνο7. Και κυρίως, πράξη, κριτική, αρνητική, αντιστασιακή, εναλλακτική, ριζοσπαστική, ανατρεπτική.

Η αλληλοδιαπλοκή των μοντέλων, η σύζευξη των καταστάσεων (ή των αποκρυσταλλώσεων), το κριτικό πέρασμα, το οποίο δημιουργεί πάντοτε νέες και κριτικές καταστάσεις, το διαλεκτικό πέρασμα από το ένα μοντέλο στο άλλο, από τη μια μορφή στην άλλη, από την τέχνη στην κοινωνία και αντίστροφα, πάντοτε υπό την  οπτική της ολότητας και της αποκάλυψης της βαθύτατα αλλοτρωτικής και πραγματοποιητικής υπόστασης του είναι στον ύστερο καπιταλισμό, η αποκάλυψη με κριτικό πάντοτε τρόπο της αποξένωσης του ανθρώπου, όπως έκανε συστηματικά ο αντορνικός Αντονιόνι, υπάρχει σε κάθε βήμα, σε κάθε φράση, σε κάθε έργο του Αντόρνο: συνιστά ακριβέστερα την ενότητα της κριτικής σκέψης του. Και αυτή η σκέψη μέσα ακριβώς στην ενότητά της, ενώ πάσχιζε να αποκαλύψει τον απίστευτο ανθρώπινο πόνο και να προβληματιστεί πάνω σε αυτόν μέσα στις κοινωνίες του ύστερου και του προχωρημένου καπιταλισμού, απαλλαγμένος αυτός ο πόνος από κάθε ψευδο-ιδεολογία περί ανιστορικής και δια-ιστορικής αυθεντικότητας (όπως έδειξε ο Αντόρνο στο ιστορικό κειμενό του, Jargon de l’ authenticité8), σε στενή συνάρτηση και αναφορά πάντοτε με την ολότητα του ανθρώπινου και κοινωνικού γίγνεσθαι, όπως πολύ σωστά τονίζει και ο Γκολντμάν όταν αναφέρεται στον Αντόρνο, με το πέρασμα του χρόνου και μέσα από μια αδιάκοπη εντατική χωρίς προηγούμενο έρευνα με αναφορά και επίκεντρο όλα τα επίπεδα και τα πεδία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, στη μοντέρνα τέχνη και ιδίως στη μοντέρνα μουσική και τη μουσικολογία, θεμελιακά καταλήγει στο ιστορικό συμπέρασμα περί τέλους των μοντέλων και των παραδειγμάτων9. Το ιστορικό Σεμινάριο του Ντάρμσταντ που συμμετέχει κάθε χρόνο με τους τότε μεγάλους μουσικούς της πρωτοπορίας: Στοκχάουζεν, Λίγγετι, Νόνο, Μπουλέζ κ.α. καταλήγει στο ιστορικό συμπέρασμα ότι πρέπει να ξεφύγουμε από ρεύματα, τάσεις, Σχολές τέχνης, παραδείγματα αγγλοσαξονικής έμπνευσης κ.α. Εξάλλου ο Αντόρνο αποστρεφόταν απόλυτα κάθε παράδειγμα10, και  ιδίως αγγλοσαξονικής προέλευσης. Λίγα χρόνια πριν είχε γράψει το εκπληκτικό βιβλίο Διαλεκτικά μοντέλα11, προσπαθώντας να ξεπεράσει όπως πάντα το σύστημα. Όμως ο αγώνας μετατίθεται πέραν και από το μοντέλο και το παράδειγμα. Δε συζητάμε πλέον για το σύστημα. Και λίγο μετά ο Αντόρνο πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας μας στη μέση του δρόμου της όλης προσπάθειάς του, με ένα ήδη συγκλονιστικό όσο και εκτεταμένο, πλην όμως πολύ δύσκολο έργο. Το τέλος των παραδειγμάτων ως κατάσταση που βιώνουμε ήδη τα τελευταία χρόνια στη μεταπαγκοσμιοποίηση, μας οδηγεί στη μετακριτική, στη μεταφιλοσοφία και στη μετα-αισθητική, έχοντας πάντοτε κατά νου τη σύλληψη και δημιουργία περισσότερων μοντέλων, τη διαλεκτική των μοντέλων, την συνθετική εν τω γίγνεσθαι διαλεκτική.

Ο ανθρώπινος και κοινωνικός πόνος που έψαχνε εναγώνια ο Αντόρνο να διερευνήσει, ν’ αποκαλύψει, να βρει τρόπους και μεθόδους αντιμετώπισής του, σήμερα βέβαια έχει γενικευτεί, έγινε δυσβάστακτος, και με την καταστροφή που έχει επιφέρει ο ολοκληρωτικός νεοφιλελευθερισμός έχει διαφοροποιηθεί, έχει αλλάξει δομή, αφετηρία, προέλευση, υπόσταση. Για το λόγο αυτό έχουμε ανάγκη από νέες και εκτεταμένε διεπιστημονικές και κριτικές έρευνες, με επίκεντρο πάντοτε τον άνθρωπο και με αναφορά επίσης πάντα την ολότητα στο γίγνεσθαί της.

Ας κρατήσουμε ως μπούσουλα τη διαπίστωση – θέση (στη συνέχεια του Χέγκελ, του Μαρξ, του Αντόρνοκ.α.), σύμφωνα με την οποία «ένα υποκείμενο που υποφέρει είναι μια συνείδηση που έχει δει επιπόλαια, και αντιμετωπίζει ανεπαρκώς την ολότητα μέσα στην οποία ο πόνος του τείνει ν’ αποκτήσει νόημα» (Αντόρνο). Αυτή η γενικότερη σκέψη πρέπει να ανασυγκροτηθεί μέσα σε όλη της τη ριζοσπαστικότητα. Έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ριζοσπαστικότητα του σύγχρονου ανθρώπου έχει ακριβώς ως αφετηρία αυτή τη συνειδητοποίηση. Επόμενο βήμα είναι η πράξη.

Η κριτική σκέψη για τον Αντόρνο πρέπει θεμελειακά να είναι αποσπασματική για να γλυτώσουμε από το σύστημα, για να εκφράσουμε «την κρίση της γλώσσας (του langage) στην εποχή του θριάμβου του εμπορεύματος» (Αντόρνο). Κατά τον ίδιο τρόπο και η αντίδραση στη σκέψη του Αντόρνο της κλασικής αντίθεσης μεταξύ του θέματος και της κλίμακας στη μουσική, στη συνέχεια του Σαίνμπεργκ, οδηγεί τον Αντόρνο στην απόρριψη της ιεραρχίας μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, της ιεραρχίας των αξιών γενικότερα, και ίσως κάθε ιεραρχίας12. Για το λόγο αυτό τα κείμενα του Αντόρνο δεν έχουν αρχή, μέσον, τέλος. Είναι απόλυτα αντιπαραδοσιακά, έξω από κάθε νόρμα, προσπαθούν συγκεκριμένα, πρακτικά, να ξεπεράσουν κάθε συγκατάβαση, κάθε συμβατικότητα. Έτσι ο Αντόρνο κατορθώνει να δημιουργήσει μία συνταρακτική καθαρότητα, η οποία μακριά από το να είναι ψυχρή, προετοιμάζει την απαιτούμενη καθαρότητα του μέλλοντος. Όμως το μέλλον που περίμενε ο Αντόρνο ότι θα ήταν ίσως καλύτερο μέσα από την εγκατάλειψη των παραδειγμάτων και την κριτική των μοντέλων, καθώς και μέσα από το άνοιγμα σε κάθε τι καινοτόμο και ριζοσπαστικό που πίστευε ότι ήδη εμφανίστηκε με  τους μεγάλους τότε πρωτοπόρους μουσικούς του Ντάρμσταντ (δεκαετία 60-70, η δεκαετία της αμφισβήτησης των πάντων τότε παγκόσμια), το μέλλον λοιπόν που έγινε στη συνέχεια παρόν ήταν τραγικό. Επρόκειτο για απίθανο φενακισμό του γίγνεσθαι τότε και πίσω από την έντονη αμφισβήτηση κρυβόταν η μεθοδικά προετοιμαζόμενη αντεπίθεση του συστήματος, ο νεοσυντηριτισμός, η νεοαντίδραση, η αντεπανάσταση και η νεοβαρβαρότητα που ζούμε σήμερα. Στη συνέχεια δυστυχώς  στις δεκαετίες των 1970-90 αναδύθηκε σχεδόν από το πουθενά ένας απίστευτος νεοσυντηρητισμός, με την υποχώρηση του κοινωνικού κινήματος παγκόσμια και την εμφάνιση του αντιδραστικού μεταμοντερνισμού. Από το 1990 και εδώ ευτυχώς εμφανίζεται το κίνημα κριτικής της παγκοσμιοποίησης, και γενικότερα της altermodialisation, ξεκινώντας από το Σιάτλ της Αμερικής, όπως το αντι-αυταρχικό κίνημα ξεκίνησε το 1966 από το Πανεπιστήμιο του Μπέρλεϋ το 1966 και διαδόθηκε στη συνέχεια παγκόσμια, με απόγειο το Μάη του ’68. Από το 2008 όμως μπήκαμε σε μια νέα περίοδο, στη μετα-παγκοσμιοποίηση, η οποία βέβαια δεν είχε προβλεφθεί από κανέναν, αλλά είναι μια νέα οδυνηρή κατάσταση, συστημικά αβέβαιη, ακόμη και τραγική.

Το μοντέλο θέλει πλέον πλήρη, συστηματική, ολική ανασυγκρότηση. Τα πάντα αρχίζουν από την κατανόηση του σύγχρονου είναι: η χρηματο-οικονομία, η κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, η δομή της παγκοσμιοποίησης, οι επιπτώσεις της μετα-παγκοσμιοποίησης, η νέα οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ήδη σε διαδικασία επώδυνης μετεξέλιξης, μετασχηματισμού,  καταστρέφοντας ακόμη και ένα μέρος του κεφαλαίου, όπως έλεγε ο Μαρξ, αλλά κυρίως ανθρώπους, πολλούς δυστυχώς ανθρώπους, είναι επώδυνη για την ανθρωπότητα. Συνάμα, και με βάση την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, έφθασε η ώρα του ξεπεράσματος του συστήματος, κάθε συστήματος, αυτού δηλαδή που ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του Αντόρνο, προς την πραγματοποίηση του προτάγματος της απελευθέρωσης το οποίο ανέδειξε η νέα ριζοσπαστική ανθρωπολογία στις δεκαετίες του 1950 και 60.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1.         Βλ. O. Revault d’ Allonnes - Fr. Chatelet- S. Laponge, La volution sans modèle, Mouton, 1974.

2.         Εκδ. Payot.

3.         Βλ. M. Horkheimer- Th. Adorno, Dialectique de le raison, Payot.

4.         ΒλΗ. Marcuse, Raison et révolution, Minuit, H. Lefebvre, Métaphilophie, Syllepse.

5.         Th. Adorno, Dialectique négative, Payot.

6.        Βλ. Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού, Τ. Ι., Ψηφίδα, κεφ. «Μετακριτική ή φιλοσοφία της πράξης;».

7.         Ib. σημ. 5.

8.         Εκτ. Payot.

9.         Βλ. Th. Adorno, L’art et les arts, D. Le Browers.

10.      Βλ. σημ. 9.

11.      Εκδ. Payot.

12.      Τα θέματα αυτά τα έχουμε αναλύσει λεπτομερώς στην Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός.


 

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

 Β.ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

 

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

 

Το σεμινάριο Αισθητικής, αλλά και η Αισθητική

Το Σεμινάριο αισθητικής της Σορβόννης υπό την διεύθυνση του καθηγητή Αισθητικής του Παν/μίου Paris I – Pantheon SorbonneORevault d’ Allonnes, άρχιζε με  τρεις συνήθως εισηγήσεις του ORevault d’ Allonnes, στις οποίες εξέθετε, παρουσίαζε κ.τ.λ. την προβληματική και τη θεματική κάθε χρονιάς. Πχ. στο πρώτο έτος που πήγα: Minima Moralia, του Αντόρνο Υποθέμα: Η αποσπασματική φιλοσοφία του Αντόρνο, η έννοια της αποσπασματικότητας γενικότερα, της παράταξης κ.τ.λ.

Η αποσπασματικότητα κύριο όπλο στον αγώνα ενάντια στο σύστημα, για να βγούμε από το σύστημα, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Ρεβώ ντ’ Αλλόν (Βλ. Β. Φ.  και Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός).

2ος χρόνος: «Μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός». Τρίτος χρόνος το ίδιο. Τέταρτο: Διάφορα θέματα αισθητικής της μοντέρνας τέχνης.

Στη διάρκεια αυτών των  δύο χρόνων έγιναν παθιασμένες συζητήσεις και πολεμικές. Ο ORevault d’ Allonnes είχε μια σταθερά αντιμεταμοντέρνα αντίληψη, στάση, θεώρηση.

Στη διάρκεια των σεμιναρίων έκαναν εισηγήσεις και παρεμβάσεις καθηγητές, θεωρητικοί, ερευνητές από όλο τον κόσμο, υποψήφιοι διδάκτορες, διδάκτορες του ORevault d’ Allonnes κ.α. Οι συζητήσεις ήταν  πάντοτε ενδιαφέρουσες, ακόμη και εμφατικές, πάντοτε όμως σε αποδεχτά πλαίσια. Η μόνη διαφορά ήταν ο παλαιοσταλινικός-μαοϊκός Μαυράκης, ο οποίος όντας ξένος στο γενικότερο κλίμα αποχώρησε.

Οι αναφορές στον νεαρό Λούκατς, στον Μπένζαμιν, στον Χάμπερμας και κυρίως στον Αντόρνο ήταν σταθερές. Όλα τοποθετούνταν στη συνέχεια του Αντόρνο, σύμφωνα με τον Αντόρνο, κατά τον Αντόρνο... Ο Αντόρνο ήταν μόνιμη, σταθερή, διαρκής αναφορά. Αν ζούσε δεν θα πίστευε, ότι ένα ολόκληρο σεμινάριο περίπου 100 ανθρώπων ασχολούνταν συνέχεια με το δύσκολο, το στιλπνό, το δυσνόητο, ακόμη και ακατανόητο έργο του. Και όμως ο Αντόρνο ήταν η σταθερή, η μόνιμη αναφορά!

Η συζήτηση γινόταν χωρίς προκατασκευασμένα σχήματα, χωρίς από καθέδρα διδασκαλία. Ήταν συνεχής, μόνιμη, παρατεταμένη.

Η ουσιαστική κατάργηση της από καθέδρα, της αριστοκρατικής προέλευσης ουσιαστικά διδασκαλίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ένα μόνιμο διάλογο με επίκεντρο την τέχνη των πρωτοποριακών, των ριζοσπαστικών ειδικότερα καλλιτεχνών και του μοντερνισμού.

Ένα διάλογο συνεχή, ζωντανό (animé), όπως στην αρχαία Πνύκα, αλλά διάλογο πάντοτε αισθητικής. Η αισθητική ήταν το επίκεντρο. Ένα διάλογο περί αισθητικής, για την αισθητική, αισθητικής: συγχρόνως έναν αισθητικό διάλογο. Το ενδιαφέρον για την τέχνη ήταν μόνιμο, διαρκές, έχοντας ουσιαστικά υποκαταστήσει ή αντικαταστήσει την όποια άλλη αναζήτηση. Για αυτό το σεμινάριο αισθητικής, έχοντάς το παρακολουθήσει συστηματικά και επισταμένα, έτσι ώστε δεν έχω ακόμη προφτάσει να καθαρογράψω και ν' αναπτύξω όλες τις σημειώσεις που έχω κρατήσει, ήταν μια μοναδική εμπειρία ζωής. Η βίωση της τέχνης και της αισθητικής ως όλον, ως ύπαρξη, ως πρακτική κοινωνικο-ιδεολογική.

Ο αγώνας μιας ζωής του ORevault d’ Allonnes για την αισθητική, για τη δημιουργία αντικειμένου Αισθητικής στο Παν/μιο, και μάλιστα στη Σορβόννη, βρήκε την καλύτερη δικαίωση με τη δημιουργία του Σεμιναρίου αισθητικής στη μετά τον Μάη εποχή στο Παρίσι. Ένα είδος κινηματικής κεφαλαιοποίησης, της πραγματοποίησης  μερικών-ελάχιστων ίσως - από τα οράματα του κινήματος.

Η μοντέρνα αισθητική ως διαρκής επέκταση του πεδίου, ως διεύρυνση του (αισθητικού) επιστητού, του καλλιτεχνικού και πολιτισμικού ειδέναι.

Αυτό είναι το κύριο πρόταγμα παρακαταθήκης του ιστορικού Σεμιναρίου αισθητικής.

Ο αισθητισμός ως τρόπος ζωής, ως θεώρηση του κόσμου, ως τάση προς την  ηγεμονία, ως μόνιμος, διαρκής στόχος αναβάθμισης του είναι, του ανθρώπου, του πολιτισμού.

Το πρόγραμμα των Νοβάλις, Χέντερλιν, Γκράμσι αντορνικά-κριτικά αναγνωσμένο, με την απαραίτητη δόση μπεκετικής αμφισημίας στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού, ως το απόσταγμα (résidu), όπως έλεγε ο Λεφέβρ, της νεώτερης ιστορίας αγώνων, κινητοποιήσεων, επαναστάσεων… Ο ίδιος αγώνας συνεχίζεται και στις άγριες συνθήκες της απάνθρωπης μεταπαγκοσμιοποίησης. Η αισθητική ως αστερισμός (constellation) πληθώρας κοινωνικών – ιδεολογικών – πολιτισμικών διαδικασιών, ιστορικών και νεώτερων, αλλά πάντοτε κριτικών. Ως μια μακρόχρονη – μακραίωνη ίσως – ιστορική διαδικασία συμπύκνωσης, σύνθεσης ή τουλάχιστον συνθετοποίησης – αντιφατικών ακόμη και αντινομικών καταστάσεων, τάσεων, δομών του ιστορικοκοινωνικού γίγνεσθαι στην ολότητά του. Άρα η αισθητική του όλου, ως ολική – ολιστική ανθρωπιστική διαλεκτική προς το διαρκώς άλλο, με επίκεντρο την καθορισμένη (determinée) την καταλυτική πράξη των μοντέρνων – μοντερνιστικών πρωτοποριών, κοινωνικών και αισθητικών.

Έτσι συνειδητοποιείται η αισθητική ως ανάγκη της κίνησης, ως κατάσταση πέρα (au delà) του κινήματος, πέραν από σύστημα, τις κατεστημένες καταστάσεις, μορφές, λογικές, ιδεολογίες κάθε είδους και απόχρωσης.

Η αισθητική είναι δομικά αντι-ιδεολογική, ως σύγχρονη ριζοσπαστική ιδεολογική δύναμη αλλαγής.

Η αισθητική «ως υπόσχεση ελευθερίας» (ORevault d’ Allonnes).

Διαφορετικά δεν έχει νόημα. Ξεπέφτει σε έναν απλό, φτωχό, αδύναμο, επιφανειακό αισθητισμό.

Άρα η αισθητική ως και αισθητισμός της απελευθέρωσης (βλ. HMarcuse)  κατά τη μαρκουζεϊκή σύλληψη-θέση ως απόρροια και της αρνητικής αντορνικής.

Η απελευθέρωση δηλαδή ως θετικότητα. Η ελευθερία ως στόχος ζωής, τέχνης, πράξης. Η ελευθερία πάντοτε ως κοινωνική, μόνιμη, διαρκής, ιστορική κατάσταση. Η ελευθερία μιας κοινωνικά απελευθερωμένης ανθρωπότητας.

Το ιστορικό αυτό Σεμινάριο έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την όλη σύλληψη και διαμόρφωση της διατριβής μας για την αισθητική της μοντέρνας και αφηρημένης γλυπτικής, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αναφέρεται στον Σκλάβο και το έργο του, αλλά και για όλη τη μετέπειτα θεωρητική – αισθητική έρευνά μας μέσα στο πλαίσιο της Σύγχρονης κριτικής θεωρίας υπό συγκρότηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ – ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ

 Β.ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ – ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ

 

Ι

- Προέχει η θεωρητικοποίηση του κοινωνικού μοντερνισμού. Μοντερνισμός γενικά και κοινωνικός μοντερνισμός.

- Ο μοντερνισμός συλλαμβάνεται από την Κριτική θεωρία ως ένα δράμα, ως ένα διαρκές παρατεταμένο δράμα.

- Μοντερνισμός και μοντερνιτέ (Βλ. και τα προηγούμενα κείμενά μας).

- Η αισθητική της μοντέρνας γλυπτικής ξεκινώντας από τον Αντόρνο, τον Μπένζαμιν, τον Γκολντμάν και με βάση την ιστορία της.

- Η μοντέρνα γλυπτική ενσωματώνει διάφορα στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας, τα οποία είχαν περιθωριοποιηθεί από την πρόοδο και τα οποία μέσω αυτής αποκτούν μια ηγεμονική διάσταση και μάλιστα μέσα από αυτή την αξιοποίηση – αναβάθμιση (valorisation) θα αναδειχθούν ακόμη και σε ηγεμονικά. Έτσι η μοντέρνα γλυπτική κατορθώνει ένα άνοιγμα ρωγμών στην κυριάρχηση και διαδοχή των ρήξεων μέσω της εντατικής (της μανιώδους -  acachernée) εργασίας των πρωτοπόρων πρώτιστα γλυπτών, ειδικής μορφής συνειδητοποιημένης κοινωνικής εργασίας, που στο περιθώριο του μονοπωλιακού καπιταλισμού βρήκε έναν χώρο αυτονομίας, αυτόνομης έκφρασης και πράξης για την πραγματοποίηση των προχωρημένων αισθητικών μορφοποιήσεών της, χωρίς αμφιταλαντεύσεις και χωρίς αμφισημίες, όπως αυτές που είχαν κυριεύσει σχεδόν όλη την άλλη πρωτοπορία, από το 1850 και εδώ. Η αυτόνομη καλλιτεχνική πρωτοπορία από τα μέσα του 19ου αι. ακόμη και από την κοινωνία ολόκληρη, όταν είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και να διαδίδεται ο ποζιτιβισμός, μέχρι το 1910 στη Ρωσία, όταν η τέχνη μπήκε σε μια ιστορική αισθητική καμπή στη διαλεκτική σχέση, σε ομολογία με την κοινωνία, όπως έλεγε ο Γκολντμάν, δεν είχε άλλο μέσο και όπλο παρά μόνον την αμφισημία, απέναντι στις κατεστημένες βεβαιότητες της περίφημης προόδου, και στην ουσία ήταν η κριτική έκφραση κυρίως της καπιταλιστικής ανάπτυξης τη εποχής. Του μακρού οικονομικού κύματος, που άρχισε το 1848-50 με την ήττα της επανάστασης και έφτασε μέχρι το 1905-10, σύμφωνα με τον Κοντράτιεφ. Στη συνέχεια η διεθνής κοινωνία μπήκε σε μια νέα έντονη κρίση που οδήγησε ακόμη και σε πολέμους (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κ.α.), αλλά και σε επαναστάσεις. Μέσα  σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε η ιστορικά μοναδική μοντέρνα γλυπτική, με σαφές κριτικό στίγμα, πρόταγμα, περιεχόμενο, με μια πλειάδα σύγχρονων μορφοποιήσεων, που δεν σταμάτησαν  να μετεξελίσσονται  μέχρι τον μινιμαλισμό στη δεκαετία του 1960. Και η τάση αυτή προς τον μινιμαλισμό παραμένει ζωντανή, περισσότερο ως άμυνα, ως ελάχιστη στάση απέναντι στο σύστημα ακόμη και μέχρι σήμερα.

 

- Η επανάσταση της μοντέρνας και της αφηρημένης γλυπτικής είναι μια ιδιόμορφη, μεγάλη, συγκλονιστική, μοναδική επανάσταση στην ιστορία της τέχνης, της σκέψης κ.λπ., με κύρια αναφορά, προέλευση την ακόμη υπαρκτή προχωρημένη και αυτόνομη κοινωνική εργασία στο περιθώριο του συστήματος του νεοδημιουργούμενου μονοπωλιακού  καπιταλισμού μέχρι και τη δεκαετία του 1960-70 και λίγο μετά (1975).

Ως τέτοια, και ως  συνειδητά προχωρημένο μορφικό-μορφολογικό-αισθητικό αποτέλεσμα της συνειδητής πρωτοπορίας, είναι μια μοναδική αισθητική περίπτωση, μια περίπτωση – αναφορά αντιαλλοτριωτικής – απελευθερωτικής πράξης μέσω της επεξεργασίας νέων, πρωτοπόρων, αφηρημένων μορφών παραπέμπει, αλλά και απορρέει από μια συνειδητή – απελευθερωσιακή – απελευθερωτική μετατρεπτική εργασία των υλικών, σύμφωνα με το πνεύμα της γενικότερης ιδεολογικοκοινωνικής απελευθερωτικής ιδεολογίας που βγήκε από τις κοινωνικές επαναστάσεις, και πρώτιστα από την επανάσταση του 1848, που με διαφοροποιήσεις και μοντέρνες αναπροσαρμογές έφθασε έως στις αρχές του ΧΧου αι., οπότε διαφοροποιήθηκε ριζοσπαστικά και μάλιστα απέκτησε ηγεμονικές τάσεις.

Η τάση της αφηρημένης τέχνης ειδικότερα προς την απελευθέρωση, προς την σύλληψη και επεξεργασία απελευθερωτικών ιδεών ήταν τέτοια που κατόρθωσε να περιορίσει, αν όχι να καταργήσει την εμμενή τάση του μοντερνισμού προς την αμφισημία.

 

ΙΙ

Οι έννοιες της έκφρασης, της παραμόρφωσης των παραδοσιακών μορφών, υπό την οπτική και τη θέληση να δημιουργηθούν νέες από τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας στις αρχές του ΧΧου αι. ήταν κυρίαρχες. Το ίδιο ισχύει και για τους κριτικούς της τέχνης της εποχής. Το κίνημα της πρωτοπορίας προς την έκφραση, την απελευθέρωσή της, την αυτονόμησή της, ακόμη και τη δημιουργία νέων εκφράσεων μέσω της δημιουργίας νέων μορφών ήταν κυρίαρχη, βαθειά, καθορισμένη, ηγεμονική έως στις αρχές του ΧΧου αι.

Αυτή η νέα η πρωτόγνωρη ριζοσπαστική τάση της αισθητοκαλλιτεχνικής πρωτοπορίας στη ζωγραφική και ακόμη περισσότερο στη γλυπτική, αλλά και στη μουσική, την ποίηση κ.τ.λ. ήταν στενά συνυφασμένη, διαλεκτικά ακόμη συνδεδεμένη με τη γενικότερη διεθνή κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, ακόμη και επαναστατικοποίηση. Η κρίση των αξιών του αστικού πολιτισμού ήταν γενική, η αμφισβήτηση σχεδόν καθολική. Και μέσα σε αυτές τις πρωτόγνωρες, ευρύτερες κοινωνικο-ιδεολογικές συνθήκες εμφανίστηκε η πρωτοπορία, που, με συνειδητό τρόπο μέσω της νέας έκφρασης που επινόησε, έθεσε σε επίπεδο μορφών, ιδεών,  προτύπων, αναφορών σε πλήρη αμφισβήτηση το σύστημα.

Όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1910-20 άρχισε να εμφανίζονται κάποιες σοβαρές αβεβαιότητες  για τη δυνατότητα ξεπεράσματος του συστήματος η ριζική αμφισβήτηση παρέμεινε μεν πάντοτε ζωντανή και ισχυρή, αλλά με το κίνημα DADA έτεινε να περιορίζεται περισσότερο στην παραμόρφωση παρά στην αναζήτηση της νέας έκφρασης, τάση που θα προσπαθήσει να διορθώσει, ακόμη και να ξεπεράσει ο σουρεαλισμός στη συνέχεια, μέσα σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης του μεσοπολέμου, με την ενιαία στάση και χωρίς το ίδιο ριζοσπαστικό αποτέλεσμα από όλους τους καλλιτέχνες. Η σημασία όμως του SUR, δηλαδή της ανάγκης και της συνειδητής τάσης  ξεπεράσματος του συστήματος, με βάση τον Χέγκελ, για πρώτη φορά όμως συστηματοποιήθηκε θεωρητικά από τον Μπρετόν, ήδη μες το  Α΄ Μανιφέστο του Σουρεαλισμού το 1924. Αλλά και γενικότερα από τις αρχές του ΧΧου αι., η έκφραση αναδεικνύεται σε μέσο, μέθοδο, διαδικασία κ.α. αυτονόμησης και αυτοπροσδιορισμού της συνειδητοποιημένης υποκειμενικότητας: Σε τάση αυτοπροσδιορισμού της απελευθερωμένης, χειραφετημένης από την πρόοδο υποκειμενικότητας.