Μ. ΣΦΑΚΙΑΝΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΧΧΟΥ
ΑΙ.: ΜΠΡΑΝΚΟΥΖΙ, ΤΖΙΑΚΟΜΕΤΙ, ΜΠΕΚΕΤ
«Είμαστε
καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα
αιώνιο μουρμούρισμα.». «Να μιλάμε, και να μιλάμε για το τίποτα.»
Μπέκετ
Στην εποχή της οικονομικής και ηθικής
πλέον κρίσης την οποία και βιώνει βαθιά η κοινωνία μας, η τέχνη έρχεται να
διαδραματίσει έναν ρόλο «απελευθερωτικό» για ακόμη μία φορά... Τα δυσμενή αυτά χρόνια
που περνάμε μας «θυμίζουν» την κατάσταση της οικονομικά Διαλυμένης Ευρώπης του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πώς τότε παρά τη γενική αίσθηση απογοήτευσης και απελπισίας, παρά την
ελευθερία χωρίς σκοπό που δεν άφηνε περιθώρια βελτίωσης, η καλλιτεχνική έκφραση
κατάφερε να απελευθερώσει την ψυχή και το νου, αντανακλώντας βέβαια το κλίμα
της δυσπραγίας και της αμφισβήτησης της λογικής. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος χάραξε στις
ανθρώπινες ψυχές που βίωσαν τα τότε γεγονότα, τα σημάδια της απόλυτης
δυστυχίας, βιαιότητας και αποκτήνωσης, στρέφοντας τα βλέμματα σε μια βαθιά
εσωτερική ενδοσκόπηση προς αναζήτηση της αλήθειας. Η ανθρώπινη ύπαρξη
αιμορραγούσε. Πάλευε να επιβιώσει σε μια κοινωνία εχθρική, προσπαθώντας, χωρίς
απαραίτητα να επιθυμεί, να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με μία «ανώτερη»
δύναμη, που τόσο άδοξα της είχε γυρίσει την πλάτη στην τραγικότερη στιγμή στην
ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν ήξερε αν υπήρχε ελπίδα. Κι αν υπήρχε πότε θα
ερχόταν… Έτσι, η τέχνη, που όλη η κουλτουραλιστική παράδοση αντιμετώπιζε ως
τυπολογική μορφή, επιτακτικά έρχεται να βρεθεί μέσα σε μια κοινωνία που υποτιμά
τη μορφή αυτή και δεν αναγνωρίζει πια στο λεξιλόγιο το βασικό τρόπο
επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Η τέχνη δεν μπορεί πια να είναι λόγος, σχέση.
Δεν εντάσσεται πλέον σε μιαν αισθητική, δηλαδή σε μια φιλοσοφία· η ίδια η
έννοια της ποιητικής (από το ποιείν), υπερισχύοντας πάνω στην έννοια της
θεωρίας, δηλώνει ότι η μόνη αιτιολόγηση της τέχνης είναι πλέον μια σκοπιμότητα
σχετική με το “πράττειν” (Αργκάν, 1998:589-590). Ο καλλιτέχνης-νέος πλέον δεν
βρίσκει καμία αυθεντική αξία που να φαίνεται να έχει απομείνει, για να
στηριχτεί σ' αυτήν.
Ο Τζιακομέτι σηματοδότησε τη γλυπτική στο μεταπολεμικό
Παρίσι, όταν τόσο η γαλλική πρωτεύουσα όσο και ολόκληρη η Ευρώπη πάλλονταν μέσα
στη δίνη του υπαρξισμού. Ο ίδιος έλεγε ότι αισθάνεται πολύ κοντά του τις
φόρμες, ακόμη και όταν δεν μπορούσε να τις αναγνωρίσει, πράγμα που τις έκανε
ακόμη πιο συνταρακτικές (Ρηντ, 1979:166). Ο Μπρανκούζι ενδιαφερόταν για τη στερεότητα και την ισορροπία των
όγκων, τις αναλογίες, τη δύναμη και τη δομή. Ο ίδιος πίστευε ότι ο στοχασμός
πάνω στις απαρχές της ζωής είναι ένα θέμα που ταιριάζει στο μάρμαρο, ενώ η
θυελλώδης έκφραση των αντιφάσεων της ζωής αποδίδεται ευκολότερα με το ξύλο. Η
βαθιά γνώση των νόμων και των δομών των υλικών του, επέτρεψε στον Μπρανκούζι να
εναρμονίσει τέλεια τη φόρμα με το περιεχόμενο (Ρηντ, 1979: 192). Η εμπειρία του πολέμου που άσκησε καταλυτική
επιρροή στους παραπάνω καλλιτέχνες δεν θα άφηνε ανεπηρέαστη και την λογοτεχνία,
γεγονός που εμφανίζεται διαρκώς μέσα στα έργα του Μπέκετ. Ο Αντόρνο ισχυριζόταν
ότι η τέχνη του Μπέκετ είναι μία από τις κλασικές περιπτώσεις της «Τέχνης μετά
το Άουσβιτς» (Art after Auswitz). Την επαύριο ημέρα του θλιβερού
γεγονότος ενός κόσμου που βίωσε το πολιτικό–ιστορικό συμβάν του Άουσβιτς,
διαμορφώνει μια πραγματικότητα για τον Μπέκετ παράλογη, που στερείται νοήματος.
Συντρίβει κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνθλίβει κάθε ελπιδοφόρα
προοπτική και ορίζοντα και αποδιαρθρώνει τη συνοχή κάθε οντολογίας. Κατά
συνέπεια η ύπαρξη είναι καταδικασμένη να παραμένει μέσα στο χρόνο (την αντίληψη
του οποίου από το δημιουργό θα τη δούμε παρακάτω), χωρίς να αναμένει ή να
διεκδικεί το ο,τιδήποτε. Σε μία ζωή αρθρωμένη στο κενό, στερημένη από κάθε
έρεισμα και αποστερημένη από κάθε νόημα θα πρέπει να αντιστοιχεί ένας χρόνος
«παγωμένος», χωρίς ροή. Ένας χρόνος που δε γνωρίζει παρελθόν και μέλλον,
στάσιμος και ακίνητος, μία κακή αιωνιότητα. Η ύφανση ενός χρόνου με τέτοια
χαρακτηριστικά, είναι πρωταρχικό μέλημα του Μπέκετ, που δε θα έχει να κάνει σε
τίποτα με το μεσσιανικό χρόνο, ούτε με εκείνον της ντετερμινιστικής ιστορικής
εξέλιξης, ούτε με τον «ομοιογενή κενό χρόνο»1*.
Είναι
εξαιρετικά σημαντική και πλούσια ως εμπειρία η ενασχόληση με την τέχνη στη
Μεταπολεμική Ευρώπη, καθώς η βαθιά απαξίωση των παραδοσιακών τρόπων έκφρασης με
τη μορφή και το χρώμα οδήγησαν στην αναζήτηση μιας καινούριας σχέσης ανάμεσα
στον καλλιτέχνη, στα υλικά του, στη δημιουργική χειρονομία και στο έργο του. Ακόμη
δε η γενικευμένη αυτή απαξίωση απελευθέρωσε τη χειρονομία, υποσυνείδητες πτυχές
της προσωπικότητας, την πολιτισμική πλούσια, πλην όμως κρυμμένη ή ακόμη και
καταπιεσμένη, υποκειμενικότητα. Η αναζήτηση του καλλιτέχνη στράφηκε στη
δημιουργία έργου μέσα από την άμεση επαφή του με το υλικό, την ύλη, μια
αναζήτηση που έγινε ο κοινός παρονομαστής εντελώς διαφορετικών καλλιτεχνικών
δραστηριοτήτων. Κοινά χαρακτηριστικά της εποχής εντοπίζονται στην πρόταξη του
χρώματος, στον υποκειμενισμό, στην τάση για παραμόρφωση, στην έμφαση στο
ένστικτο και στον αυθορμητισμό, στην περιφρόνηση κάθε κανόνα και περιορισμού,
καθώς και «στο ξεπέρασμα των ορίων ανάμεσα στη σύλληψη και στην εκτέλεση του
έργου». O Μπέκετ είχε την πεποίθηση πως η τέχνη πρέπει να είναι
υποκειμενική και να εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού. Οι καλλιτέχνες
ακολούθησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την αφαίρεση, κοινά στοιχεία της
οποίας ήταν η επιθυμία άρνησης κάθε αναφοράς στο παρελθόν και η υπέρβαση κάθε
είδους παράδοσης. Κατανοώντας ότι οι καλλιτέχνες αυτοί ξεπέρασαν τα όρια
ανάμεσα στην σύλληψη και την εκτέλεση του έργου και ότι δεν βασίστηκαν
ουσιαστικά σε κανένα ρεύμα, σε κανένα κανόνα, σε καμία νόρμα, μπορούν να
αποτελέσουν δίδαγμα για τις νεότερες γενεές, έτσι ώστε μέσα από την μοντέρνα
τέχνη να καταφέρουν να αντιληφθούν την αξία της υπέρβασης της παράδοσης και
κάθε είδους παράδοσης. Ειδικά δε σήμερα η μεταπολεμική τέχνη της πρωτοπορίας
αποτελεί μία στέρεη αναφορά για την υποβοήθηση των κρίσιμων και πολύπλευρων
αδιεξόδων και αβεβαιοτήτων της ταραγμένης μεταπαγκοσμιοποίησης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
1*
Έννοια του Βάλτερ Μπένγιαμιν, σύμφωνα με την οποία η συγχρονικότητα είναι
εγκάρσια, τέμνει το χρόνο και δε χαρακτηρίζεται από προαναγγελία και εκπλήρωση
αλλά από χρονική σύμπτωση, και μετριέται με ρολόι και ημερολόγιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αργκάν, Τζ. Κ., (1998). Η
μοντέρνα τέχνη, μτφρ. Λ. Παπαδημήτρη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, Ηράκλειο, σσ. 589-590.
Ρηντ, Χ. (1979). Ιστορία της μοντέρνας γλυπτικής, μτφρ. Μ. Λαμπράκη-Πλάκα, Υποδομή,
Αθήνα, σ. 192, 194, 196.
Benjamin, W., (1969). Illuminations, Essays and Reflections.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.