Β.
ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΚΡΙΣΗ
ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Η
κρίση της παγκοσμιοποίησης, όπως κάθε κρίση, ωθεί τη σκέψη σε εγρήγορση, σε νέο
προβληματισμό. Με άλλα λόγια, η κρίση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια νέα
φιλοσοφική, και ακριβέστερα μεταφιλοσοφική προβληματική. Μετά το υποτιθέμενο
τέλος των ιδεολογιών που προπαγάντιζε ασταμάτητα το σύστημα μέχρι πρόσφατα, για
να υπνωτίσει τον κόσμο, ώστε να περάσει απαρατήρητο το καταστροφικό έργο του
επελαύνοντος παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, οι ιδεολογίες επιστρέφουν ορμητικά
στο προσκήνιο, κυρίως με μια κριτική ή ακόμη και με μια απελευθερωτική διάσταση1 ή συνιστώσα (τους).
Ιδεολογία βέβαια σημαίνει ανατροπή, ρήξη, ξεπέρασμα. Μιλούμε για μια νέα και
ριζοσπαστική ιδεολογία υπό συγκρότηση παγκόσμια.
Σε
αυτή τη διαδικασία πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξει και η φιλοσοφία, όχι ως μια
καθαυτή θεώρηση (spéculation) ή ως μια τυπολογική
έρευνα, που στην ουσία απώλεια χρόνου. Αλλά ως μια πρακτική βαθύτερης έρευνας
και κατανόησης του πραγματικού, της δυναμικής του, των αντιθέσεων, των
αντιφάσεων και των αντινομιών εν τω γίγνεσθαι τους, μη ξεχνώντας ή μη αγνοώντας
τες αυτές μπορεί να προσλάβουν άγριες, ακόμη και πολύ άγριες μορφές. Μέσα σ’
αυτές τις προδιαγραφόμενες με βεβαιότητα νέες ιστορικές και κοινωνικές
συνθήκες, η φιλοσοφία θα εισφέρει στην ανάγκη συνειδητοποίησης της απόλυτης, της
πλήρους απελευθέρωσης και ολικής χειραφέτησης που έχει ο άνθρωπος σήμερα. Εν
μέσω αμέτρητων απειλών, μόνιμων αβεβαιοτήτων, ενδεχομένως δε και κάποιων
δομικών δυσκολιών που έχει δημιουργήσει και επιβάλλει το σύστημα, για πρώτη
ίσως φορά η φιλοσοφία θα μπορέσει να συλλάβει και επεξεργαστεί ενδελεχώς ένα σύγχρονο
ολικό ανθρωπολογικό σχέδιο, με παγκόσμια θέαση, ξεπερνώντας έτσι κάθε λογής
ιδιαιτερισμούς, και τις κάθε μορφής αμέτρητες κοινωνικές διαιρέσεις και
ιεραρχήσεις που έχει δημιουργήσει και επιβάλλει το σύστημα παγκόσμια. Η
φιλοσοφία έτσι θ’ αποκτήσει μια κοινωνική διάσταση ή συνιστώσα, ένα κοινωνικό
και ανθρωπιστικό περιεχόμενο. Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο θα
ξαναεπανέλθει στην επικαιρότητα η ιστορική φράση του νεαρού Μαξ Χορκχάϊμερ,
πριν τον αποκοιμίσει ο Σοπενχάουερ με το εσωτερικιστικό και αυτοκαταστροφικό
κήρυγμά του, σύμφωνα με την οποία, η σκέψη, η τέχνη και φιλοσοφία ειδικότερα έχουν
πάντοτε ένα κοινωνικό περιεχόμενο2.
Σήμερα
καθήκον μας είναι ν’ αποκτήσει πρώτιστα η φιλοσοφία ένα νέο κοινωνικό
περιεχόμενο, στο βαθμό που από τη φύση της μόνο αυτή μπορεί να διερευνήσει σε
βάθος το είναι και το γίγνεσθαι, την πραγματική φύση των πραγμάτων κ.τ.λ. Έτσι
θα προσλάβει ένα ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Δηλαδή θ’ αλλάξει και η ίδια3 όπως έλεγε ο Μάρξ, θα
φθάσει στις ρίζες των φαινομένων, ώστε να προτείνει ριζικές λύσεις και αλλαγές,
νέες κριτικές διερεύνησης κ.ά. Συγχρόνως επιβάλλεται η ενδελεχής εξέταση της
δυνατότητας της πράξης, στη συνέχεια πάντοτε του ιστορικού κειμένου των 11 θέσεων για τον Φούερμπεχ4. Κυρίως όμως η
σύγχρονη κριτική φιλοσοφία πρέπει να εξετάσει συστηματικά τη δυνατότητα
πραγματοποίησης της απελευθέρωσης και της χειραφέτησης σε συνθήκες
πολυπλοκότητας, δομικής αβεβαιότητας, πλήρους διάλυσης και αποσύνθεσης κάθε μορφής
όχι κριτικής συνείδησης, όπως λέγαμε κάποτε, αλλά απλής συνείδησης, από ένα
πολυδαίδαλο, καταχθόνιο και απόλυτα διεφθαρμένο σύστημα, και το οποίο επί δεκαετίες
στήριζε την ύπαρξη και την παρά φύση ανάπτυξή του στην απάτη, την εξαπάτηση, τη
διαπλοκή και τη διαφθορά.
Υπ’
αυτές τις συνθήκες, το αναπόφευκτο καθήκον της απελευθέρωσης και της
χειραφέτησης από κάθε μορφή κυριάρχησης, όπως φώναζε μοναχικά η Σχολή της
Φρανκφούρτης, επισημαίνοντας ότι όσον υπάρχει και αναπαράγεται η κυριάρχηση δεν
υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθεί η όποιας μορφής απελευθέρωση, (αντίθετα
μάλιστα: ακόμη και η πιο ελάχιστη αντίθεση θα γιγαντώσει το σύστημα της
κυριάρχησης, γιγάντωση την οποία ήδη βιώνουμε)
αποκτά έναν επιτακτικό, ένα άμεσο χαρακτήρα. Η κατάρρευση σήμερα σε
παγκόσμιο επίπεδο του συστήματος κυριάρχησης που είχε δημιουργήσει περίτεχνα -πλην
όμως απατηλά η παγκοσμιοποίηση-, δημιουργεί τη βάση, τις προϋποθέσεις για πρώτη
ίσως φορά στην ιστορία, να τελειώσουμε άπαξ δια παντός με αυτό το σύστημα στην
ολότητά του, όπως ήθελε ο νέος Λούκατς5, συμπληρώνοντας σε αυτό το κρίσιμο σημείο
τον Μαρξ.
Η
φιλοσοφία σήμερα ζει ακόμη σε συνθήκες βαθειάς νάρκωσης, εξ αιτίας του
εκκωφαντικού θόρυβου των μεταμοντέρνων, των ντεζιρολόγων, των μεταφυσικών του
θανάτου, των αναχρονιστών και των κάθε λογής αντιδραστικών αυτοϊκανοποιούμενων
επί χάρτου, ατομικοκεντρικά πάντοτε φιλοσοφούντων και έτσι ουσιαστικά μόνο και
μόνον ομφαλοσκοπούντων. Υποτίθεται, σύμφωνα πάντοτε με τις διάφορες βαριάντες
του μεταμοντερνισμού, ότι ο ύστερος καπιταλισμός, πριν αρχίσει τη φρενήρη
πορεία του προς την απορρύθμιση και την παγκοσμιοποίηση, είχε, αν όχι
καταργήσει τις αντιθέσεις του, δημιουργήσει άπειρους τεχνικούς ή πραγματικούς
παράδεισους, έτσι ώστε ο άνθρωπος δεν είχε νόημα να σκέφτεται κοινωνικά,
εναλλακτικά, ανατρεπτικά. Εξ ου και η διαβόητη θεωρία ή φιλοσοφία της
καθημερινής ζωής6 , την οποία εισήγαγαν ακόμη και επιφανείς
μαρξιστές και καταστασιακοί. Δυστυχώς θεωρούσαν μάλλον υπόρρητα ότι η ζωή δεν
θα αλλάξει ριζικά, ότι δηλαδή θ’ ακολουθούσε μια “φυσιολογική” λίγο-πολύ πορεία,
μέσα πάντοτε στην αλλοτρίωσή της, υπό την καταστροφική επίδραση του οντολόγου
Χάϊντεγγερ, ο οποίος ανάλυε και περιέγραφε με θαυμαστό τρόπο την αλλοτρίωση και
τους άτεγκτους μηχανισμούς η ακόμη και νόμους της, υπό την επίδραση του νεαρού
Λούκατς και του M.
Weber,
αλλά η όποια σκέψη, σε αντίθεση με τους δασκάλους Μαρξ και Λούκατς, για τον
όποιο ξεπέρασμά της, ήταν εντελώς αδιανόητη για αυτόν. Όπως έδειξε ο Αντόρνο
στο συγκλονιστικό βιβλίο του, Jargon
de
l’
authenticité6, o Χάϊντεγκερ δεν ήταν ο Μαρξ του
ΧΧου αι., αλλά ένας βαθύτατα και απόλυτα αντιδραστικός αντί Μαρξ, σε
αντίθεση με τη θέση που είχε διαδοθεί στους παρισινούς μαρξικούς κύκλους. Ο δε
Γκολντμεν7
μιλούσε για μια καταστροφική χαϊντεγκερνακοποίηση του Μαρξ, και ότι ο χαϊντεγγεριανισμός
δεν είναι μαρξισμός8,
επισημαίνοντας τους κινδύνους των σχετικών συγχύσεων. Όμως ούτε το ιστορικής
σημασίας κείμενο που προαναφέρθηκε του Αντόρνο έγινε ευρύτερα γνωστό, αλλά πολύ
αργότερα στον κύκλο του Revault d’ Allonnes, ότι αν ο
μεταμοντερνισμός επέλαυνε, ούτε ο Γκολντμάν είχε τόσο μεγάλη και ουσιαστική
επίδραση, για ν’ αποτρέψει το ιδεολογικό αμάγαλμα και ακόμη περισσότερο να
θέσει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ κάθε οντολογίας ή οντολογίζουσας και
ιστογενικής θέσης περί είναι και γίγνεσθαι, αν και συνεχώς προσπαθούσε να
επιστήσει την προσοχή σχετικά με τη διαφορά αυτή στους μαθητές του. Επιπλέον η
κυρίαρχη τάση της μόδας του παριζιανισμού, μετά τον Μάη του ’68 ήταν κυρίως η
συγκατάβαση, η συνθηκολόγηση, η αποδοχή του διάχυτου πλέον οντολογισμού, δηλαδή
της αποδοχής της προτεραιότητας της κυριαρχίας του συστήματος.
Σήμερα
πλέον, υπό το φως των νεώτερων εξελίξεων, είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι η οντική
– οντολογική αναλυτική ή η περιγραφή του είναι, συνιστά ρητά και υπόρρητα την
αναλυτική του υπάρχοντος αλλοτριωμένου είναι, το οποίο πρέπει να «μεταλλαγεί»,
σύμφωνα πάντοτε με τον Μαρξ. Το ανατρεπτικό μαρξικό γίγνεσθαι ξέπεσε στην καλυμένη
και δυστυχώς περισπούδαστη αποδοχή του αλλοτριωμένου απόλυτα και ολικά, του
πραγμοποιημένου είναι, το οποίο πρέπει σε κάθε περίπτωση να αλλάξει, ν’
ανατραπεί, να μετασχηματιστεί, να εξανθρωπιστεί. Δεν έχει νόημα το άριστα
μελετημένο, πλην όμως πάντοτε αλλοτριωμένο είναι καθαυτό, αλλά το
απελευθερωμένο (au-délà) επέκεινα.
Μπορεί
να μελετήσουμε λεπτομερώς την καθημερινή – πλην όμως πάντοτε αλλοτριωμένη
καθημερινή ζωή, να διερευνήσουμε το πώς φθάσαμε σ’ αυτή στην παραμικρή
λεπτομέρειά της, ακόμη και να την κριτικάρουμε. Θα πρόκειται πάντοτε για τη
ρητή και υπόρρητη αποδοχή της ως τέτοιας μέσα στον παγκοσμιοποιημένο σήμερα
καπιταλισμό, τον αλλοτριωμένο μάλιστα μέχρι το μεδούλι. Οπότε χρειάζεται μια
άλλη μεθοδολογία, η οποία θα βασίζεται, ή θα ξεκινά βέβαια και από τις πολύ
σοβαρές κατά τα άλλα μελέτες και προσεγγίσεις της καθημερινής ζωής των Λεβέβρ
και των Καταστασιακών. Το ζητούμενο είναι πώς θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις
πραγματοποίησης της απελευθέρωσης και της χειραφέτησης απ’ αυτήν, και μάλιστα
με ολικό τρόπο. Πως θα μπούμε δηλαδή σε μια συνεχή και αναγκαστικά μακροχρόνια ριζική μετατροπή του βαθύτατα
αλλοτριωμένου και απόλυτα πραγμοποιημένου συστήματος. Και εδώ μας βοηθά πλέον η
έκρηξη όλων των αντιθέσεων και αντινομιών του πλήρως απορρυθμισμένου συστήματος,
το οποίο χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο τα τελευταία 20-30 χρόνια δούλεψε άθελά του,
τυφλά για την ανατροπή του, και οπωσδήποτε για την αυτοκαταστροφή του, την
οποία πρέπει ν’αποτρέψουμε με τη συνειδητή
δράση μας και να τη μετατρέψουμε σε ανατροπή, σε παγκόσμιο μάλιστα
επίπεδο: Από την παγκοσμιοποιημένη αλλοτρίωση στην παγκοσμιοποιημένη
απελευθέρωση.
Όλοι
οι επιφανείς αστέρες-απολογητέςτου συστήματος ξέχασαν ότι η κοινωνία, ιστορικά
εξετάζοντας το θέμα, ποτέ δεν μένει σταθερή, ακίνητη, στάσιμη. Το ίδιο το
σύστημα από τη φύση του περικλείει δομικά και εμπεριέχει την αλλαγή, το
μετασχηματισμό, ακόμη και τον βίαιο, και κυρίως τον αβέβαιο. Μόνο που το
σύστημα λειτουργεί τυφλά – δεν έχει δηλαδή συνείδηση προς τα πού πηγαίνει, ούτε
για τις μεσομακροπρόθεσμες τουλάχιστον συνέπειες των πράξεών του-, πολλές φορές
ακόμη και αυτοκαταστροφικά. Για το ποιος θα επιζήσει, το σύστημα μέσα στον
απόλυτο παραλογισμό που το διέπει, αδιαφορεί. Το σύστημα εξάλλου έχει απόλυτη
ανάγκη την κίνηση. Κίνηση βέβαια, υπάρχει πάντοτε («τα πάντα ρει» Ηράκλειτος),
και παρά τη φαινομενική πολλές φορές ακινησία, ακόμη και μερικοί σοβαροί
μαρξιστές φιλόσοφοι κάτι το σημαντικό είχαν ξεχάσει, έκθαμβοι από την τεχνιτή και
λαμπερή ανάπτυξη που δημιούργησε έντεχνα το σύστημα, σκορπώντας εύκολα πλην όμως εικονικό-χρήμα παντού.
Το
σύστημα, επιλέγοντας κατά κανόνα βλάκες και αργυρώρυτους πολιτικούς για να το
υπηρετούν δουλικά, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, στην κατάλληλη μάλιστα συγκυρία,
για να θυμηθούμε τον Πουλαντζά. Ανοίγοντας όμως αυτό το παιγνίδι (για να
κοινωνικοποιήσουμε λίγο τον Αξελό, ο οποίος στην πορεία του απεμπόλησε το
αντάρτικο, τον εμφύλιο, τον Μάρξ και τον Λούκατς για τον υπερσυντηρικό Χάϊντεγγερ),
ωθείται σε ένα γενικότερο, σε ένα ολικό άνοιγμα.
Οι
κατά καιρούς νεοσυντηρητικοί, χαϊντεγκεριανής ή άλλης προέλευσης ξεγλιστρούν
από την άρνηση του ολικά αλλοτριωμένου πραγματικού σε μια στάση προοδευτικής
αποδοχής του, μετατρέποντας έτσι το κρίσιμο θέμα της αλλαγής αυτού του αλλοτριωτικού
πραγματικού σε μια λιγότερο ή περισσότερο καλυμμένη υπεράσπισή του. «Το
πραγματικό μπορεί να είναι λογικό», όπως έλεγε ο Χέγκελ, αλλά δεν προέτρεπε τους
φιλόσοφους σε κανενός είδους επιπόλαιο ή οντολογίζοντα ρεαλισμό. Αντίθετα
μάλιστα, όλη η φαιμενολογία του είναι μια απελευθερωτική αναλυτική του
πραγματικού, που στην εκδοχή ειδικά του νέου Μάρξ αποκτά πρωταρχικά έντονα
ανθρωπιστικά ιδεώδη, χαρακτηριστικά. Αυτόν τον ανθρωπισμό πρέπει να
επαναφέρουμε και πάλιν σήμερα στην ημερήσια διάταξη μέσα σε συνθήκες
ουσιαστικής ακόμη και ολοσχερούς κατάρρευσης του συστήματος, κατάρευση που
συμπαρασύρει και τον πολιτισμό στην αυτοακύρωση, ακόμη και στην κατάργησή του.
Το
σύστημα σήμερα μέσα από τις βαθιές, τις αντικειμενικές δυνάμεις που το
ταλανίζουν, οι οποίες προέρχονται από τις υποβόσκουσες αντιθέσεις, ακόμη και
τις ανυπέρβλητες ίσως αντινομίες του, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την
καταστροφή του, ίσως δε αν το αφήσουμε μόνο του ν’ ακολουθήσει τη «φυσική»
πορεία του προς την αυτοκαταστροφή του. Με αυτά τα δεδομένα, καθήκον μας είναι
να μετατρέψουμε αυτή την ευνοϊκή για τον άνθρωπο σήμερα συγκυρία, ξαναφέρνοντας
στη μνήμη εδώ τον Λένιν, σε μια ιστορική επαναστατική στιγμή. Μόνον έτσι θα
δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ξεπεράσματος της αλλοτρίωσης, της πραγμοποίησης
και της ορθολογικοποίησης που έχουν καταρακώσει κάθε ανθρώπινη οντότητα και
σκέψη. Μέσα στο υπάρχουν σύστημα, λόγω της πιο μεγάλης κρίσης που έχει γνωρίσει
ποτέ, δεν υπάρχει δυνατότητα ξεπεράσματος ή διόρθωσης καμίας αρνητικής κατάστασης,
χωρίς μια ριζικά αρνητική πράξη. Καμία αρνητική διαλεκτική, κατά τον Αντόρνο9
, δεν έχει νόημα, αν παραμένει πάντοτε αρνητική. Δεν μπορούμε
ν’αποφεύγουμε το σύστημα, την ενσωμάτωση σ’ αυτό και την αλλοτρίωσή του. Κάποια
στιγμή χρειάζεται να πραγματοποιηθεί η πράξη, η ιστορική, η μετατρεπτική, μας
λέει ο Μαρξ, πράξη, η πράξη των πρωτοποριών, και βέβαια και κυρίως των μαζών.
Αν συνειδητοποιήσουμε αυτή την εμμενή προοπτική (σύμφωνα με τον Γκολντμάν, που
δεν κουραζόταν να το λέει και να το ξαναλέει), αν διαγνωστεί σωστά η
προδιαγραφόμενη όλο και πιο πολύ εκρηκτική οικονομικήκοινωνική παγκόσμια
κατάσταση, τότε θα δημιουργηθούν ευκολότερα και με μεγαλύτερες πιθανότητες
επιτυχίας οι προϋποθέσεις της μεγάλης ανατροπής, της ανατροπής του δεσποτισμού,
για να παραφράσουμε τον Γκορζ, του συστήματος, του απάνθρωπου καπιταλισμού,
όπως λέει ο Μαρκούζε στην αρχή του Δοκιμίου
για την απελευθέρωση10.
Η
μεταφιλοσοφία, στοχαζόμενη και αναστοχαζόμενη το σύγχρονο κοινωνικό και
ιστορικό γίγνεσθαι, πρέπει να επανακοινωνικοποιηθεί, να επαναδιαλεκτικοποιηθεί:
Να σκεφθεί αποκλειστικά με όρους γίγνεσθαι, ανθρώπινης απελευθέρωσης και
χειραφέτησης. Προς τούτο βέβαια έχει ανάγκη το στοχασμό και τον αναστοχασμό
πάνω σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας και της κριτικής γενικότερα σκέψης, να
επανασυνδεθεί με τις μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης σκέψης και πράξης της
ιστορίας, παραγράφοντας τις περιόδους της παρακμής, της ενδοσκόπησης, της
μεταφυσικοποίησης, της ψευδο-ρεαλιστικής οντολογίζουσας απόγνωσης, της
ατομικοκεντρικής “θεώρησης” κ.α. Η σκέψη είναι κοινωνική και πρέπει να
παραμείνει. Αλλά σήμερα, υπό το φως των νέων κρίσιμων δεδομένων για τον άνθρωπο, πρέπει να επανακοινωνικοποιηθεί με νέους όρους, όπως
και άνθρωπος, αν θέλουμε να γλυτώσουμε από το θανατηφόρο εναγκαλισμό με την
κυριάρχηση και το κατεστημένο στις οποιεσδήποτε μορφές του, νέες, παλαιές,
αναπαλαιωμένες, νέοπαλιές, για να παραφράσουμε τον Χάμπερμας11 κ.α. Η ώρα της
μεγάλης ρήξης πλησιάζει και μάλιστα με αναπόδραστο τρόπο. Υπ’ αυτή την έννοια,
η ώρα της μεταφιλοσοφίας πρέπει ν’αναπροσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις του
σύγχρονου εγκαταλελειμμένου στην τύχη χειμαζόμενα ολοσχερώς ανθρώπου. Η στιγμή
της μεγάλης και καθορισμένης άρνησης πλησιάζει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Χ. Μαρκούζε, Δοκίμιο γι την απελευθέρωση, Διογένης.
2.
Βλ. Μ. Χορκχάϊμερ, Παραδοσιακή και κριτική θεωρία, Έρασμος.
3.
Βλ. Κ. Μάρξ, Οι 11 θέσεις για τον Φόϋερμπαχ, Θεμέλιο.
4.
Ibihem.
5.
Βλ. Γκ. Λούκατς, Ιστορία και ταξική συνείδηση, Οδυσσέας.
6.
Εκδ. Payot.
7.
Βλ. L. Goldmann, Lukács et Heidegger,
Gavunthier-Denoel,μ. 6 Mediations.
8.
Βλ. L. Goldmann, Ib.
9.
Β λ. Th. Adorno, Dialectique négative,
Payot.
10. Ib. σημ. 1.
11. Βλ. J. Habermas, La Modernite: “Un projet inacheve”