Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΚΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ



ΠΑΓΩΝΑ ΜΟΥΚΑΖΗ


ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΚΘΕΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ


Με τον όρο μουσείο εννοείται ένας χώρος ο οποίος είναι αφιερωμένος στην ανάπτυξη της κοινωνίας και περιλαμβάνει ένα είδος αρχείου συλλογών, έργων τέχνης, αρχαιολογικών ευρημάτων και γενικότερα τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού, του περιβάλλοντος και της φύσης, με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία. Επομένως αν θέλαμε να ορίσουμε μια θεμελιώδη μονάδα για τη σύσταση του δομικού πλαισίου της έννοιας του μουσείου, θα λέγαμε ότι αυτή είναι το έκθεμα.
Στην προσπάθειά μας να εντάξουμε το μουσείο σε μια σύγχρονη και ολοκληρωμένη θεώρηση, εξετάζουμε την πολυσημική φύση του εκθέματος στοχεύοντας στην ανάδειξη κάποιων ιδιοτήτων του, που θεωρούμε ότι εμπεριέχονται σε αυτό χωρίς να είναι άμεσα αντιληπτές. Για να το πετύχουμε δανειζόμαστε μερικές από τις τακτικές κειμενικής ανάλυσης της αποδόμησης.
Όπως προαναφέραμε, σε ένα μουσείο το έκθεμα είναι η βασική μονάδα του λειτουργικού περιβλήματος αφήγησης της ιστορίας, ενώ οι ενότητες των εκθέσεων στο χώρο του μουσείου αποτελούν υποσύνολα ενός κοινού συστήματος αφήγησης. Ως επί το πλείστον τα εκθέματα ανάγονται σε σημαίνοντα αντικείμενα που λειτουργούν ως φορείς μνήμης. Είναι τα αποκόμματα ενός θαμμένου παρελθόντος βάση των οποίων ο άνθρωπος κατάφερε να προχωρήσει στην ανασύσταση της ιστορίας του. Σαν προϊόντα τέχνης και δημιουργίας αποτελούν την προέκταση της ανθρώπινης σκέψης στο χώρο και στο χρόνο. Η αξία τους ως σημαινόμενα όμως εκτείνεται πέρα από το πρόδηλο νόημα της πληροφορίας και του συμβολισμού και απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο συναίσθημα.
Αναλύοντας το έκθεμα ως αντικείμενο γεφύρωσης του παρελθόντος με το παρόν, διακρίνουμε και εξετάζουμε την επικοινωνιακή του ιδιότητα. Η επικοινωνία είναι μία σύνθετη διαδικασία διαμόρφωσης, μεταβίβασης και αποδοχής ενός μηνύματος. Η μεταβίβαση του μηνύματος πραγματοποιείται με τη χρήση κάποιων μέσων και η αποδοχή του εξαρτάται από την ταυτότητα, την κατάσταση και την ψυχολογική διάθεση του αποδέκτη, ενώ οι ρόλοι του αποστολέα και του αποδέκτη μπορεί να εναλλάσσονται. Το μουσείο είναι ο χώρος συλλογής και έκθεσης των αντικειμένων και αποτελεί τόπο ανάδυσης της επικοινωνίας ανάμεσα στον αποστολέα και το δέκτη του μηνύματος.
Ωστόσο η αναζήτηση του νοήματος κατά την εννοιολογική προσέγγιση του εκθέματος θεμελιώνεται σε κάτι πιο βαθύ. Προσπαθώντας να διατυπώσουμε μια πιο σύνθετη και ολοκληρωμένη άποψη του όρου τον επαναπροσδιορίζουμε, εξετάζοντας αρχικά το μεταφυσικό σύστημα στο οποίο εδραιώνεται η ιεραρχία των νοημάτων που κυριαρχούν στην αντίληψη που έχουμε σχηματίσει μέχρι σήμερα γι’ αυτόν. Αυτές οι πρώτες αρχές συνήθως ορίζονται από αυτό που αποκλείουν και αποτελούν μέρος ενός συστήματος αντιθέσεων και διαφορών που εμπεριέχονται στην αμφισημία του όρου.
Αναλύοντας το έκθεμα σαν στοιχείο, θεωρούμε ως απαρχή της σύστασης του νοήματός του την έννοια της παρουσίας, μαζί με όλο το σύστημα αντιθέσεων και διαφορών που εμπεριέχεται σε αυτήν. Η έννοια της παρουσίας ορίζεται μέσα από την πιθανότητα της εξαφάνισης. Ο χρόνος μετάβασης από το παρελθόν στο παρόν και έπειτα στο μέλλον ορίζεται δια μέσου της παρουσίας και της μετάβασης από την παρουσία στη μη παρουσία. Με άλλα λόγια το παρελθόν διαφυλάσσεται μέσα στο παρόν, και το μέλλον προαναγγέλλεται μέσα στο ίδιο αυτό παρόν.
Η έννοια της παρουσίας προσδίδει διαφορετικό νόημα στο έκθεμα, το οποίο δεν αποτελεί πλέον προϊόν καταδήλωσης ενός άψυχου ιστορικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τεκμηρίου και το μουσείο παύει να είναι ένας τόπος έκθεσης αντικειμένων με στόχο την προσομοίωση του παρελθόντος. Το έκθεμα εμπεριέχει μια παρουσία και είναι η εσωτερική δύναμη αυτής της παρουσίας που το καθιστά σημαντικό. Ωστόσο μέσα σ’ αυτό ενυπάρχουν η παρουσία αλλά και η απουσία του υποκειμένου. Είναι το ίχνος που μαρτυράει την ύπαρξη μιας παρουσίας που πλέον υφίσταται μόνο ως απουσία.
Ο λόγος που η παρουσία είναι μία έννοια τόσο σημαντική είναι ακριβώς γιατί είναι δομημένη στην πεπερασμένη μας φύση. Ο άνθρωπος προκειμένου να δημιουργήσει πιθανότητες για την επιβίωσή του μετά το θάνατο, εφηύρε μεθόδους για τη δημιουργία του αποτυπώματός του. Είναι ένας τρόπος για να αφήσει κανείς ίχνη και να δηλώσει την παρουσία του χωρίς να είναι απαραίτητα παρόν. Είναι η βασική αιτία για την οποία υπάρχουν τόσα βιβλία, έργα τέχνης, μνημεία κλπ, με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της μνήμης και τη δημιουργία εμποδίων απέναντι στην πιθανότητα του θανάτου. Εν τέλει, η ανάγκη για επιβίωση είναι ο λόγος που το έκθεμα, όταν είναι προϊόν ανθρώπινης σκέψης, μπορεί να εννοηθεί σαν ένα είδος διαθήκης μέσα από την οποία διασώζεται η ύπαρξη του δημιουργού του. Έτσι η διαδικασία της δημιουργίας ανάγετε σε ένα είδος πανάρχαιας τελετής, κατά την οποία η ψυχή του πατέρα, δηλαδή αυτού που έδωσε υπόσταση και πνοή στην ύλη, συνεχίζει να κατοικεί στο εσωτερικό του έργου του.
Εφόσον δεχτούμε τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του εκθέματος δια μέσου της παρουσίας, σε μια νέα πιο διευρυμένη μορφή μέσα στην οποία ενσωματώνονται έννοιες όπως απουσία, επιβίωση, θάνατος, ίχνος κλπ, μπορούμε να προχωρήσουμε στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του μουσείου. Το έκθεμα ερμηνεύεται πέρα από την υλική και εικονική του παρουσία, μέσα από το συμπαραδηλούμενο νόημα της εννοιολογική του προέκταση. Επομένως η αρχιτεκτονική διάρθρωση του χώρου και της έκθεσης του μουσείου μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία αστάθειας, επικάλυψης, κλιμάκωσης, απουσίας κλπ.
Η εννοιολογική προέκταση του εκθέματος και του μουσείου ως αποτύπωμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, είναι κυρίως αποτέλεσμα μιας αφαιρετικής διαδικασίας σχεδίασης, όπου η απουσία και η ασυνέχεια μπορεί να είναι πιο νοηματοφόρες από την παρουσία και τη συνέχεια, ενώ το ομοίωμα και η αναδρομή να υπερισχύει του πρωτοτύπου και της απαρχής. Το μουσείο πρέπει να πάψει να αποτελεί χώρο ταρίχευσης της μνήμης σε ένα είδος νοσταλγίας για το παρελθόν, αλλά να λειτουργεί ως τόπος προώθησης των συναισθημάτων χωρίς να αρνείται τη σπουδαιότητα της δύναμης που προκύπτει από την εσωτερική εμπειρία των εκθεμάτων.
Η αναζήτηση των διαφορών στο ατέρμονο παιχνίδι της αμφισημίας, των θέσεων και των αντιθέσεων, οδηγεί στην αρχή της κινητικότητας και της μετατόπισης, όπου το διαρκώς μεταβαλλόμενο νόημα είναι φορέας μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας, ενώ το τελικό νόημα πάντα αναβάλλεται. Αυτή η διαδικασία μπορεί να οπτικοποιηθεί μέσα από σχεδιαστικά μοντέλα που απομακρύνονται από τις παραδοσιακές τεχνικές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Στηρίζονται κυρίως σε αναμορφικούς μετασχηματισμούς καθώς και τεχνικές γεωμετρικής αποσταθεροποίησης των όγκων, όπως εξάρθρωση, μετατόπιση, περιστροφή, κλιμάκωση, όλα έκφανση μιας πολυεπίπεδης λογικής που στοχεύει στην ενεργοποίηση των διαφορετικών οπτικών πεδίων. Το επίκεντρο της σημασίας πλέον μετατίθεται από το ίδιο το αντικείμενο στην προέκταση της μορφής του μέσα από το φως, ενώ το αρνητικό αποτύπωμα της αρχιτεκτονικής αναπαράστασης παύει να έχει επικουρικό ρόλο ως προς το δομημένο χώρο.
Η έντονη συναισθηματική φόρτιση που προκύπτει μέσα από την κινητικότητα και την ασυνέχεια των μορφών, είναι προϊόν της ανατροπής που επιβάλλει η αμφισβήτηση των κατεστημένων αξιών. Αυτή η εναλλακτική αφήγηση προάγει στο άτομο τον προβληματισμό και την επανεξέταση, ενώ πιέζει και ενεργοποιεί τη σκέψη δια μέσου της αλληλεπίδρασής του με το περιβάλλον. Ο επισκέπτης από παθητικός δέκτη του μηνύματος μετατρέπεται σε ενεργό συστατικό ενός διαρκώς εξελισσόμενου διαλόγου. Συμμετέχει στο παιχνίδι εξερεύνησης του νοήματος ως φορέας του δικού του νοήματος και οδηγείται στην αμφισβήτηση και τον επαναπροσδιορισμό οποιασδήποτε συμβατικής άποψης σχετικά με την έννοια του χώρου, του μουσείου, της έκθεσης, του εκθέματος αλλά και της ίδιας της ύπαρξής του.


Βιβλιογραφία
·         Νίκος Δασκαλοθανάσης, 2006, Τα Παπούτσια του Βαν Γκογκ. Heidegger, Schapiro, Derrida. 3 + 1 Κείμενα, Άγρα, Αθήνα.
·         Άκης Διδασκάλου, 1995-96, Σημειώσεις για το μάθημα: Θεωρίες της Αποδόμησης στην Αρχιτεκτονική, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.
·         Θανάσης Λάλας, 2005, Zaha Hadid. Συνομιλία με το Θανάση Λάλα, Καστανιώτης, Αθήνα.
·         Ζακ Ντεριντά, 1990, Περί Γραμματολογίας, Γνώση, Αθήνα.
·         Ζακ Ντεριντά, 2003, Η γραφή και η διαφορά, Καστανιώτης, Αθήνα.
·         Roland Barthes, 2001, Εικόνα – Μουσική – Κείμενο, Πλέθρον, Αθήνα.
·         E. Carles, 1999, Dove le parallele si incontrano, Cineforum, Bergamo.
·         Pippo Ciorra, 1995, Peter Eisenman. Opere e progetti, Electa, Milano.
·         Paolo D’ Alessandro, Andrea Potestio, 2008, Su Jacques Derrida. Scrittura filosofica e pratica di decostruzione, Edizioni Universitarie di Lettere Economia Diritto, Milano.
·         Jacques Derrida, 1990, Πλάτωνος Φαρμακεία, Άγρα, Αθήνα.
·         Jacques Derrida, 2006, Η Differance, Ποίηση, τεύχη 27, 28, σελ. 61 – 78, 201 – 206.
·         Agostino De Rosa, 1998, L’ infinito svelato allo sguardo. Forme della rappresentazione estremo - orientale, CittaStudi, Torino.
·         Agostino De Rosa, Giuseppe D’ Acunto, 2002, La vertigine dello sguardo. Tre saggi sulla rappresentazione anamorfica, Libreria Editrice Cafoscarina, Venezia.
·         Cesare De Sessa, 1996, Zaha Hadid. Eleganze dissonanti, Collana Universale di architettura, Testo & immagine, Torino.
·         Bernard Tschumi, 1996, Architecture and Disjunction, MIT Press, Massachusetts.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.

Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com

Σας ευχαριστούμε

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.