Β.
ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ
ΜΕΤΑΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα για κάθε
σοβαρό ερευνητή φαίνεται ότι συνίσταται στην προσπάθεια να γνωρίσει και να
κάνει γνωστές στους άλλους τις κατακτήσεις του, δείχνοντάς τες ρητά, προσπάθεια
που θα τον βοηθήσει να φτάσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αντικειμενικότητας
υποκειμενικά κατορθωτής τη στιγμή που γράφει, και κυρίως που θα διευκολύνει,
στους άλλους ερευνητές που εργάζονται μέσα σε μία προοπτική πιο προχωρημένη και
διαθέτουν μία καλύτερη γνώση της πραγματικότητας, τη χρήση και το ξεπέρασμα των
καθαρά δικών του εργασιών.
Γκολντμάν
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Μέχρι σήμερα έχουμε αποφύγει* συστηματικά τις
εισαγωγές στα βιβλία1 που έχουμε εκδώσει. Και αυτό για διάφορους
λόγους που δεν είναι του παρόντος ν’ αναπτύξουμε. Αντίθετα εδώ κρίναμε σκόπιμο
να συμπεριλάβουμε το παρόν κείμενο, γιατί νομίζουμε ότι χρειάζεται μία
αναδρομή στη μέχρι τώρα έρευνά μας, με σκοπό να καταστήσουμε φανερές τις νέες
κατευθύνσεις που έχουμε αρχίσει ν’ ανιχνεύουμε από το 1989 και εδώ. Μέρος αυτής
της προσπάθειας είναι και το παρόν βιβλίο, που όμως προϋποθέτει τις θεωρητικές
επεξεργασίες των άλλων (βιβλίων μας) και συγχρόνως προσπαθεί να προχωρήσει την
προβληματική μας ακόμη παρά πέρα. Αυτές τις νέες κατευθύνσεις που προαναφέραμε
θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε εδώ πολύ συνοπτικά.
Αλλά ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μία αναδρομή, παρακολουθώντας
πολύ σχηματικά στα βασικά της σημεία ερευνά μας, ξεκινώντας από το πρώτο μας
βιβλίο.
1. Ιδεολογική κριτική και αισθητική
Το 1986, που ολοκληρώσαμε το κείμενο, βρισκόμαστε υπό την επίδραση
τριών, βασικά, παραγόντων:
α) της ολοκλήρωσης της σύνταξης και της επιτυχούς στη συνέχεια
υποστήριξης του διδακτορικού μας,
β) της συστηματικής μελέτης των
έργων της Σχολής της Φρανκφούρτης, και
γ) της διδασκαλίας του μεγάλου φιλόσοφου F.
Châtelet.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το οποίο δύσκολα αποδίδεται σήμερα
με λέξεις, αποφασίσαμε να ολοκληρώσουμε το ταχύτερο αυτό το βιβλίο, υπό την
προτροπή και του Châtelet. Βέβαια στα επόμενα βιβλία μας, πολλά από τα θέματα που δεν έχουν
αναπτυχθεί επαρκώς στην Ιδεολογική κριτική και αισθητική, συνεχίζουμε
να τα μελετούμε, δημιουργώντας μία συνέχεια, αν και σε άλλα πλαίσια και με
διαφορετικούς στόχους.
Αυτό που προείχε το 1986-7 ήταν η δημοσιοποίηση, αρχής γενομένης
από το συγκεκριμένο βιβλίο, έστω και μερικών αποτελεσμάτων των θεωρητικών μας
ερευνών μιας δεκαπενταετίας. Συγχρόνως, μέσα σε συνθήκες υποχώρησης της
κριτικής σκέψης, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1980-90 αρχίζει να γίνεται
ακόμη πιο αισθητή, εξαιτίας και της διάδοσης των μεταμοντέρνων δογμάτων,
ιδεολογημάτων και σοφισμάτων, η δημοσίευση της Ιδεολογικής κριτικής και
αισθητικής έρχεται να υπογραμμίσει την αναπαλλοτρίωτη, ακριβώς, σημασία
της κριτικής σκέψης, της αυτόνομης κριτικής σκέψης. Οι μακρόχρονες και
συστηματικές έρευνες μας σε θέματα κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας της τέχνης και
της κουλτούρας, και γενικότερα κοινωνικής φιλοσοφίας, είχαν σαν απόληξη τους
την ολοκλήρωση της maîtrise φιλοσοφίας, με θέμα την κοινωνική διαίρεση της εργασίας και τα
μεθοδολογικά προβλήματα των κοινωνικών επιστημών, καθώς και την ολοκλήρωση της
διατριβής μας για το έργο του Γ. Σκλάβου και για τα θεωρητικά προβλήματα της
μοντέρνας γλυπτικής. Από την άλλη, η πολύχρονη μελέτη μας των έργων της Σχολής
της Φρανκφούρτης και υπό τη συνεχή παρότρυνση του δασκάλου μας, του Châtelet, μας οδήγησαν στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι πρέπει να
παρέμβουμε κριτικά στο δημόσιο χώρο. Από τότε βέβαια δεν έχουμε σταματήσει να δημοσιεύουμε
άρθρα και βιβλία, να συμμετέχουμε σε συνέδρια και στρογγυλά τραπέζια, να
διδάσκουμε, να κάνουμε έρευνες και συγχρόνως να είμαστε πάντοτε παρόντες στους
σύγχρονους κοινωνικούς και ιδεολογικούς αγώνες, και μάλιστα πάντοτε στην
πρωτοπορία. Δηλαδή να προσπαθούμε να είμαστε διανοούμενοι. Και σήμερα,
μέσα στη γενικότερη μπιγκμπραδεροποίηση των πάντων, κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά
δύσκολο, έχει μετατραπεί σε υπαρξιακό αγώνα σε υπαρξιακή προϋπόθεση.
Σε μια εποχή που η τεχνοκρατικοποίηση της σκέψης και ο τεύλορισμός
του πνεύματος, μέσω της διπλής επίδρασης (για να μη μιλήσουμε για υποταγή) των
μοντέλων της τεχνικής-τεχνικιστικής ψευδοεπιστήμης τύπου management, marketing κ.ά., που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν
σημαντικά τμήματα των κοινωνικών επιστημών, που δεν αντιστάθηκαν στην τάση
προς την απολογητική, όπως λέει ο Αντόρνο, των υπαρχουσών αλλοτριωτικών και
πραγμοποιητικών συνθηκών, για εμάς προείχε η υπογράμμιση της σημασίας του
σκέπτεσθαι, του σκέπτεσθαι κριτικά. Απέναντι στη νεοεμφανιζόμενη τότε μεταμοντέρνα
τέχνη και ιδεολογία, στην προϊούσα ενσωμάτωση των κοινωνικών επιστημών, υπό
το σλόγκαν των αδυναμιών της φιλοσοφίας του υποκειμένου (ή του δογματισμού του
ιστορικισμού) στη γενικευόμενη αλλοτρίωση και ειδικότερα στην τεχνολογική, η
οποία με την αφάνταστη εξωθητική δύναμη της νεοδημιουργημένης τότε πληροφορικής
έκανε ποιοτικά άλματα, τείνοντας ακόμη και να τεχνολογήσει, για να χρησιμοποιήσουμε
ένα νεολογισμό, κάθε είδους τέχνη, σκέψη και κουλτούρα, μόνον η κριτική σκέψη
μπορεί να χρησιμεύσει ως σωσίβιο, ν’ ανιχνεύσει διεξόδους και εναλλακτικές λύσεις.
Για τη διερεύνηση αυτών των νέων κοινωνικών και πολιτισμικών
συνθηκών στηριχθήκαμε στην αστείρευτη ποιότητα, δυναμικότητα και βαθύτητα των
αναλύσεων της Σχολής της Φρανκφούρτης, κριτικών, ως γνωστόν, αναλύσεων, με
στόχο όχι να τις επαναλάβουμε αλλά, μέσα από μία αναδρομή σ’ αυτές, και μετά
από μία επιλογή ανάλογα με τα υπό έρευνα προβλήματα και μία κριτική ανασκόπηση
μερικών από τα σημαντικότερα έργα αυτής της Σχολής, να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε
μία προβληματική κριτική των νέων αρνητικών συνθηκών για τον άνθρωπο,
την τέχνη και την κουλτούρα, που ν’ αρμόζει ακριβώς σ’ αυτές τις νέες συνθήκες
και να εμπεριέχει από την αφετηρία της την κριτική τους (εννοείται των νέων
συνθηκών). Δεν ενδιαφερόμαστε ποσώς για την αντορνολογία, την φρανκφουρτολογία,
τη μαρξολογία, κ.τ.λ. ως τέτοιες. Αντίθετα, ενδιαφερόμαστε να κατανοήσουμε,
και μάλιστα κριτικά, ξαναφέρνοντας στην επικαιρότητα ακόμη και τον Μαρξ, τι θα
πει τρίτη βιομηχανική επανάσταση, νεοτεϋλορισμός, απορρύθμιση, ευελιξία (flexibilité), παγκοσμιοποίηση, και πως αυτά τα νέα φαινόμενα απορρύθμισαν
την τέχνη, τη σκέψη, την κοινωνία και την κουλτούρα. Και για να κατανοήσουμε
την ιδιομορφία αυτή, που κατά τη γνώμη μας έχει ειδική σημασία -είναι η μεγάλη
nouvauté που έφεραν οι δεκαετίες 1980 και 1990-, ιδιομορφία σύμφυτη με
το μεταμοντερνισμό και την αποδόμηση του κοινωνικού, του πολιτισμικού και των
καθολικών (universels) τάσεων ως απαιτήσεων της
ορθολογικότητας, και ως εκ τούτου ιδιομορφία οριζόμενη κύρια αρνητικά ή ως μία
αρνητική κατάσταση, δεν μας αρκεί το έργο των προγενέστερων θεωρητικών, όσο
σημαντικό και να είναι. Ούτε ο Μαρξ, ούτε ο Λούκατς, ούτε ο Μπένζαμιν, ούτε ο
Γκολντμάν, ούτε ο Αντόρνο βίωσαν ποτέ την ίδια κατάσταση. Η απορρύθμιση, η
αποδόμηση και ο μεταμοντερνισμός (και στη συνέχεια ο εθνικισμός, ο κοινωνικός
ρατσισμός και η παγκοσμιοποίηση) είναι εντελώς καινούργια φαινόμενα,
συμπτώματα ενός πολιτισμού σε αφασία, απονεκρωμένου από την τεχνολογία, την
ανεξέλεγκτη τεχνολογική ανάπτυξη και πρόοδο, από τον τεχνολογισμό ως
ιδεολογία, στάση ζωής και κοινωνική πρακτική. Δεν θα πρέπει να ξεχνιέται
εξάλλου και η ηγεμονική θέση που κατέχει σ' αυτόν τον αστερισμό της καταστροφής
του ανθρώπου η τεχνοκρατία (bureaucratie), και βέβαια ο τεχνοκρατισμός ως
ιδεολογία και κοινωνικοπολιτική πρακτική. Οπότε, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μια
πρώτη συνειδητοποίηση της έκτασης και της σημασίας του προβλήματος, καθώς και
μία πρώτη συστηματική προσέγγισή του, συνιστά το Ιδεολογική κριτική και
αισθητική. Συγχρόνως επιζητούνται μεθοδολογικές διέξοδοι από την κρίση των
ενσωματωμένων -στην πλειονότητα τους- κοινωνικών επιστημών, από την
αποανθρωποποίηση των μοντέλων που επιβάλλει χωρίς περιθώρια διαφυγής ο
τεχνοκρατισμός και ο τεχνολογισμός, μεταπλάθοντας και μετασχηματίζοντας μ' ένα
θετικιστικό και εμπειριστικό τρόπο μοντέλα από τις τρέχουσες κοινωνικές
επιστήμες. Η τεχνολογική πραξεολογία, βασιζόμενη στην αρχή της μέγιστης αποδοτικότητας,
της εξαφάνισης του λάθους, ακόμη και των ελαχιστότερων πιθανοτήτων του, της
απόλυτης εκμετάλλευσης του χρόνου και του χώρου, της διαρκούς τελειοποίησης ή
της συνθετοποίησης (comlexification) -ανάλογα με την
περίπτωση- μετατρέπει όλο και περισσότερο τον άνθρωπο σ’ άβουλο και εξαρτώμενο
όν. Μόνο αν πραγματοποιηθεί μία ρήξη μ’ αυτά τα μοντέλα, τότε θα καταστεί
δυνατό να δημιουργηθούν ανθρωποκεντρικά μοντέλα, επανενωποιώντας τα φυσικά με
τα κοινωνικά μοντέλα σ’ ένα. Μόνο αν αλλάξει η τελικότητα (finalité), η λογική και η γενικότερη ορθολογικότητα μέσα στην οποία
εντάσσονται τα υπαρκτά και εν πολλοίς θετικοποιημένα σε ύψιστο βαθμό μοντέλα,
θα γίνει δυνατή μία ουσιώδης ποιοτική αλλαγή για τον άνθρωπο. Αλλά αυτό είναι
ένα γενικότερο πρόβλημα του πολιτισμού. Ο πολιτισμός όμως δεν ήταν πάντοτε
έτσι, δεν ήταν πάντοτε ξεπεσμένος. Δεν κυριαρχούνταν πάντοτε από τον άκρατο
υλισμό και το στεγνό τεχνοκρατισμό. Η κοινωνική βέβαια ουτοπία για τη
ριζοσπαστική αλλαγή του πολιτισμού και τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού μ'
έναν ηγεμονικό τρόπο, όπως έλεγε ο Γκράμσι, στα τελευταία χρόνια εξατμίστηκε.
Παρόλα αυτά είναι δυνατός ο μετασχηματισμός ή η μετεξέλιξη της (πρώην)
κοινωνικής ουτοπίας σε πολιτισμική, δεδομένου ότι οι αντιθέσεις σήμερα είναι
κύρια πολιτισμικές. Ο πολιτισμός, δηλαδή, έχει γίνει η σύγχρονη ολότητα
στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται όλες οι αντιθέσεις. Οπότε, με βάση τις
αρχές της καθολικότητας και του ανθρωπισμού επιβάλλεται η επεξεργασία, μέσα
στις νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που έχουμε μπει, ενός νέου
κριτικού σχεδίου.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ιδεολογική κριτική και αισθητική* συνιστά μία κριτική
προσέγγιση μερικών θεμάτων, όπως οι σχέσεις της τεχνολογίας με την τέχνη, οι
βιομηχανικές και οι τεχνολογικές επαναστάσεις και οι επιπτώσεις τους στην
κοινωνία, την τέχνη και τη σκέψη, η μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών κ.τ.λ.
Από την άλλη, καταγράφει τη συνειδητοποίηση μ’ έναν κριτικό τρόπο των σύγχρονων
προκλήσεων και συνιστά το πρώτο βήμα ενός εκτεταμένου και φιλόδοξου
ερευνητικού προγράμματος πολύ φρανκφουρτιανού βέβαια ή, καλύτερα,
νεοφρανκφουρτιανού, με βασική την οπτική της ιδεολογικής κριτικής, η οποία
πρέπει να είναι το καθοδηγητικό νήμα των σύγχρονων κοινωνικών ερευνών: να
συνιστά το «ιδεολογικό τσιμέντο» όπως έλεγε ο Γκράμσι, αν κάποιος θέλει να
ξεπεράσει την πολυδιάσπαση ή ακόμη και την αποσπασματοποίηση του κοινωνικού,
και ως εκ τούτου να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό και χειραφετησιακό σχέδιο (projet)*. H
ιδεολογική κριτική μπορεί να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση μερικών κρίσιμων
θεμάτων και καταστάσεων και βέβαια στη διαμόρφωση μιας καθαρής θέσης ή τουλάχιστον
προσέγγισης (lucide). (Αυτή είναι εξάλλου και η μέγιστη εισφορά του Μαρκούζε στη
νεώτερη κριτική σκέψη). Η ιδεολογική κριτική είναι πάντοτε απόρροια μιας
αντίστοιχης γενικότερης θεώρησης και στάσης, χωρίς την οποία είναι αδύνατη και
η όποια κριτική θεώρηση του κόσμου. Είναι δηλαδή προϋπόθεση sine qua non,
σύμφωνα με τον Γκολντμάν, για μια αντίστοιχη καλλιτεχνική, πολιτισμική και
ιδεολογική πρακτική. Η ιδεολογική κριτική, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο
συγκεκριμενοποιείται ως κριτική:
-των θεσμών(μουσείων κ.α.)
-των φορέων της ιδεολογίας (ή της αποϊδεολογικοποίησης), ενώ στους
αντίποδές της τοποθετείται η ιδεολογική ανάλυση των έργων και των πρακτικών των
καλλιτεχνών του κράτους και των διαφοροποιήσεων του σύμφωνα με τη πολιτική συγκυρία
(όπως μας δίδαξε ο Πουλαντζάς), της κοινωνίας και των κυρίαρχων παραμορφωτικών
κατά βάση ρευμάτων (πχ. μεταμοντερνισμός) και του αντίστοιχου πνεύματος.
Η ιδεολογική κριτική και ανάλυση προϋποθέτουν μερικά σωστά
μεθοδολογικά και επιστημολογικά εργαλεία, στη συνεχεία πάντοτε της Σχολής της
Φρανκφούρτης. Ειδικότερα δε για τη νεώτερη αισθητική, βάση είναι η Αισθητική
θεωρία2 του Αντόρνο. Δεν υπάρχει βέβαια και κανένας
περιορισμός, δεδομένων των συνδέσμων της αισθητικής με την κοινωνιολογία της
τέχνης και της κουλτούρας, οπότε προβάλλει η ανάγκη εμπλουτισμού της όλης
μεθοδολογίας με τις εισφορές και των κοινωνιολόγων Ουίλιαμς, Γκολντμάν κ.α.
Η ιδεολογική κριτική στοχεύοντας στην ολότητα, η τουλάχιστον σε
μια ολιστική σύλληψη, μεθοδεύει τις παρεμβάσεις της σε πολλά επίπεδα άλλοτε
συγχρόνως και άλλοτε παράλληλα (συγχρονία και διαχρονία): πολιτικό, αισθητικό,
κριτική της τέχνης και της κοινωνίας. Η ιδεολογική όμως ανάλυση του
καλλιτεχνικού έργου, αν και πρέπει να τοποθετείται πάντοτε σε σχέση με τις
σύγχρονες συζητήσεις, αυτονομείται και αναδεικνύει τις βαθύτερες τάσεις και
δομές της σκέψης, της τέχνης, της ιδεολογίας, της κουλτούρας και της κοινωνίας.
Με το τρόπο αυτό αναδεικνύεται μια βαθύτερη διαλεκτική σύνδεση της κίνησης της
τέχνης με το πολιτισμικό γίγνεσθαι, της αισθητικής με τη σύγχρονη πολιτισμική
θεωρία. Βαθύτερος δε λόγος αυτής της σύνδεσης είναι, σύμφωνα με τον Ουίλιαμς3,
το γεγονός ότι και η μεγάλης κλίμακας καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα
και η πολιτισμική παραγωγή είναι πια αξεχώριστες.
2. Εισαγωγή στην αισθητική και
στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης
Το κείμενο μας αυτό δημοσιεύτηκε το 1993 και συνέπεσε με τη β’
έκδοση του Ιδεολογική κριτική και αισθητική. Ένας σημαντικός αριθμός
θεμάτων, που δεν ήταν δυνατόν ν’ αναπτυχθούν επαρκώς στο προηγούμενο βιβλίο
μας, έχουν αποκτήσει κεντρική θέση στην όλη προβληματική του Εισαγωγή στην
αισθητική και την ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα
εξής: οι σχέσεις μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, η αισθητική της μοντέρνας
τέχνης, σε συνδυασμό με τη μελέτη της εμφάνισης της μοντέρνας τέχνης, ιστορικής
και νεότερης, οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που επέτρεψαν τη γένεσή της,
τη διαδοχή των διαφόρων τάσεων και ρευμάτων της- και τέλος η esquisse της νέας μοντερνιτέ που έχει ανάγκη η σύγχρονη κοινωνία, στο
βαθμό που, μέσα στις συνθήκες της έντονης και παρατεταμένης πολύπλευρης κρίσης
της, επιβάλλεται η κριτική ανασυγκρότηση των πνευματικών και καλλιτεχνικών
δυνάμεών της.
Προοδευτικά η μόδα του μεταμοντερνισμού στην τέχνη άρχισε να
υποχωρεί. Πλην όμως εμείς, έχοντας συνειδητοποιήσει τον αρνητικό ρόλο και
βέβαια τις αρνητικές επιπτώσεις του μεταμοντερνισμού, οι οποίες είναι
εξαιρετικά σημαντικές κατά πρώτο λόγο στην τέχνη, αλλά όχι μόνο, καταφύγαμε
στον Αντόρνο, και κυρίως στην ιστορική του Αισθητική θεωρία4,
ώστε, μετά από τη μελέτη της σε βάθος, να κατορθώσουμε να δείξουμε που
γίνεται παραποίηση του μοντέρνου προγράμματος, όπως το είχε συλλάβει ο
Αντόρνο, αλλά και πρώτιστα να καταλάβουμε όσο το δυνατό καλύτερα αυτό το
ιστορικής σημασίας κείμενο (του Αντόρνο). Η μελέτη αυτή, σε συνδυασμό με τη
μελέτη της ιστορίας της μοντέρνας τέχνης, μας οδήγησε στη διαμόρφωση του
ιδεατού τύπου του μοντερνισμού (Βλ. το κεφ. «Μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός,
ή προς μία ριζοσπαστική κριτική του μεταμοντερνισμού»). Όμως, η αυστηρή και η
από κοντά ανάγνωση της Αισθητικής θεωρίας5 θα μας οδηγήσει
και σ’ άλλα συμπεράσματα, όπως αυτά καταγράφονται στο επόμενο βιβλίο μας (Μοντερνισμός
και κουλτούρα6, επίσης το 1993). Κυρίως, όμως θα μας
εισάγει αρχικά στη μετα-αισθητική και στη συνέχεια στη μεταφιλοσοφία και τη
μετακριτική της κουλτούρας. Είναι δε ευνόητο ότι η μετακριτική σκέψη και
φιλοσοφία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει ως καθήκον την αποκάλυψη, την
αποσαφήνιση και τον φωτισμό της βαθύτερης δομής της. Δεν θα πρέπει εξάλλου να
μας διαφύγει ότι η παγκοσμιοποίηση είναι εξαιρετικά αντιφατικό και αντινομικό
φαινόμενο, καθόσον εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο. Από την άποψη αυτή, θα
ήταν λάθος, και οπωσδήποτε μερική η αντίληψη εκείνη που θα περιορίσει τη μελέτη
της Αισθητικής θεωρίας7 στη διερεύνηση μόνο του
φαινομένου του μεταμοντερνισμού, που εξάλλου βρίσκεται ήδη σε υποχώρηση,
κυρίως στο χώρο των εικαστικών τεχνών*.
3. Μοντερνισμός και
κουλτούρα
Το κείμενο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό το επιστέγασμα της διδασκαλίας
μας στο Πολυτεχνείο Κρήτης (1989-1992). Ξεκινώντας από την Ιδεολογική
κριτική και αισθητική και την ύλη του υπό διαμόρφωση τότε Εισαγωγή στην
αισθητική..., προσπαθήσαμε να εμβαθύνουμε στη διάρκεια των μαθημάτων** πάνω σε μερικά
θέματα σχετικά με την κουλτούρα, το μοντερνισμό κ.τ.λ. Σ’ αυτό, βέβαια,
συνετέλεσε και το πολύ υψηλό επίπεδο των φοιτητών, οι οποίοι παρακολουθούσαν
με ενδιαφέρον τις περιπέτειες της προσωπικής ερευνάς μας. Συγχρόνως το βιβλίο
αυτό συνιστά ένα σημαντικό βήμα εμβάνθυνσης αλλά και την καταγραφή μερικών
νέων θεωρητικοποιήσεων που αποτολμήσαμε. Πολύ συνοπτικά αυτές
συγκεφαλαιώνονται στα εξής θέματα: η μετακριτική της κουλτούρας, οι
αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις, η εισαγωγή στη μετακριτική της ιδεολογίας,
οι σχέσεις μεταξύ μετακριτικής (ή μεταφιλοσοφίας), μετα-ιδεολογίας και
μετα-αισθητικής. Η λέξη μετά εδώ δεν έχει καμία σχέση με το μεταμοντερνισμό,
αλλά, επιμένοντας πάντοτε μοντερνιστικά, ο στόχος είναι η υπογράμμιση της
σημασίας της σκέψης, του προβληματισμού, του στοχασμού και του αναστοχασμού μ’
έναν κριτικό τρόπο αναφορικά με την ιστορία της φιλοσοφίας, της κριτικής
θεωρίας, της ιδεολογίας, της τέχνης, της κουλτούρας και της αισθητικής. Η
προβληματική αυτή αρχίζει από την προσέγγιση των σχέσεων της τέχνης με την τεχνολογία
και επεκτείνεται στη φιλοσοφία τους, στη διερεύνηση των σχέσεων κουλτούρας και
κοινωνίας (πάντοτε όχι προφανών), και οδηγεί σε μία γενικότερη θεώρηση του
πολιτισμού και της ιστορίας του, ειδικότερα δε του νεώτερου, του οποίου η
εξέλιξη της τεχνολογίας αποτελεί και το βασικό κινητήριο μοχλό προς νέες
δομήσεις και αναδομήσεις, και μάλιστα μ' ένα συνεχή τρόπο. Και μέσα σ’ αυτό το
πλαίσιο, η σύγχρονη κριτική σκέψη πρέπει ν' αναδείξει σ' όλη του την έκταση το
πρόβλημα της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου και της διαρκούς γέννησης νέων
μορφών της, κύρια τεχνολογικής προέλευσης. Ή, με άλλα λόγια, η σύγχρονη
κριτική σκέψη θα πρέπει, από τη στιγμή που συλλάβει και συνειδητοποιήσει το όλο
πρόβλημα του σύγχρονου πολιτισμού και του σύγχρονου ανθρώπου ως μία κατά βάση
ή κυριαρχικά διαρκώς ανανεούμενη και χειροτευόμενη μορφή αλλοτρίωσης, και η
οποία προσλαμβάνει όλο και πιο αποκρουστικές μορφές, να προσπαθήσει να επεξηγήσει
αυτό το φαινόμενο και να επεξεργαστεί μία αλτενατίβα ξεπεράσματός του. Και αυτή
σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι πολιτισμική, με την έννοια ότι
χρειάζεται η σύλληψη και η δημιουργία ενός άλλου και ανθρωπινότερου πολιτισμού
γενικά. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να γίνει συνείδηση πλέον ότι καμία
κοινωνική αλλαγή, όσο σημαντική και αν είναι, δεν πρόκειται να έχει θετικά
αποτελέσματα, αν δε συνοδευτεί, ή αν δε συμβαδίσει και με μία πολιτισμική
αλλαγή.
Το ερευνητικό πρόγραμμα μας, για την επεξεργασία μιας σύγχρονης
και συστηματικής φιλοσοφίας της τέχνης και της κουλτούρας, ενταγμένης σε μία
σφαιρικότερη θεώρηση της σύγχρονης κοινωνικής φιλοσοφίας, όπως πολύ σωστά το
συνέλαβε και ο Ράπτης*, που σε μία πρώτη
-αλλά πάντοτε ολική- σύλληψη υπάρχει συμπυκνωμένο στην Ιδεολογική κριτική
και αισθητική, συγκεκριμενοποιείται και αποδίδει σημαντικά στοιχεία με την Εισαγωγή
στην αισθητική... και το Κριτική θεωρία και άνθρωπος, αλλά πρώτιστα
με το Μοντερνισμός και κουλτούρα. Χωρίς να θέλουμε να δημιουργήσουμε
κανένα νέο σύστημα, το οποίο εξάλλου θα ήταν νεκρό από τη γέννησή του, η
συστηματική διερεύνηση των σχέσεων της τέχνης με την κουλτούρα, την ιδεολογία,
την τεχνολογία και την κοινωνία, που είναι βασικές στο αισθητικό μοντέλο που
προοδευτικά επεξεργαζόμαστε, στηριζόμενοι στο έργο της Κριτικής Σχολής, του
Λούκατς και του Γκολντμάν, μας οδηγεί σε μερικά συμπεράσματα, μεθοδολογικά όσο
και επί της ουσίας, δηλαδή επί του περιεχομένου.
Κρατώντας ως πεμπτουσία από την σκέψη του Αντόρνο την
αρνητικότητα, το μη-σύστημα, ακόμη και το αντισύστημα, και μετά από μία
ανάγνωση της Dialectique négative8 του Αντόρνο και της
Théorie de l’ agir communicationnel9 του Χάμπερμπας, το ίδιο αυστηρή και -από κοντά- όπως και αυτή της
Αισθητικής θεωρίας10, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να
γίνει κατ' αρχήν μία σύνθεση του κεφ. «Métacritique...» της Αρνητικής διαλεκτικής11 και της Αισθητικής
θεωρίας12, προς την κατεύθυνση μιας νεώτερης σύλληψης
-υπονοείται και πάντοτε κριτικής- της αισθητικής, της τέχνης, της κοινωνίας
και της φιλοσοφίας από τον Καντ. Αυτή η νέα σύνθεση (ή μετακριτική σύνθεση),
διαμεσολαβημένη από την κριτική της ιδεολογίας του Μαρξ και της θεωρίας της
επικοινωνισιακής δράσης του Χάμπερμας, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα
τις αντινομίες ή και τις παραδοξότητες της μοντερνιτέ (βλ. το κεφ. «Η
παραδοξότητα της μοντερνιτέ»), αλλά και συγχρόνως ν’ ανιχνεύσουμε μερικές
δυνατότητες ξεπεράσματος της κρίσης της κοινωνίας, της τέχνης και της
κουλτούρας. Από την άλλη, η μετακριτική σύνθεση των δύο προαναφερθέντων
κειμένων του Αντόρνο προσπαθεί να δείξει έστω και εντελώς σχηματικά την
κατεύθυνση που μπορεί να έπαιρνε η σκέψη του Αντόρνο, αν αυτός συνέχιζε να ζει
μερικά χρόνια ακόμη*, και, σε κάθε
περίπτωση, μας δείχνει μ’ έναν εμμενή τρόπο την τάση προς την ολοκλήρωση της
αντορνικής κριτικής θεωρίας. Όμως το πρόβλημα δυσκολεύει, τόσο γιατί άλλαξαν
οι συνθήκες μετά το θάνατο του
Αντόρνο (1969), και μ’ αυτή την έννοια δεν έχει νόημα
η οποιαδήποτε υπερβολική φουτουρολογία όσον αφορά στην πιθανή εξέλιξη της
σκέψης του Αντόρνο, βασικά ανιστορικού χαρακτήρα, αλλά γιατί παρεμβαίνει και ο
Χάμπερμας στην όλη συζήτηση μ’ έναν επιβλητικό τρόπο, πλην όμως προς άλλες,
θετικότερες κατά κανόνα κατευθύνσεις από τις βασικά αρνητικές του Αντόρνο.
Στο Μοντερνισμός και κουλτούρα η όλη ανάπτυξη που
επιχειρούμε δείχνει, έστω όχι μ’ έναν άμεσο τρόπο (δηλαδή όχι ρητά αλλά άρρητα),
την ανάγκη γενικότερων αναθεωρήσεων σχετικά με την ιδεολογία, την ουτοπία, την
κουλτούρα, την κατάσταση της σύγχρονης «απελευθερωμένης» κοινωνίας από
διάφορες προηγούμενες παθολογίες, όπως ο κρατισμός, η ιδεολογία μιας ορισμένης
γραφειοκρατικής και κεντρογενούς μορφής κ.τ.λ., αλλά πολύ περισσότερο
εξαρτώμενης πλέον από μερικές νέες -και ίσως χειρότερες- παθολογίες, όπως η
χορηγία, η ιδιωτικοποίηση, η ξενοφοβία και βέβαια αρκετές άλλες.
Διαφαίνεται, δηλαδή, η ανάγκη μιας γενικότερης και συστηματικότερης
και, από πολλές απόψεις, διαφορετικής θεωρητικοποίησης, με στόχο την
ανασυγκρότηση των θεωρητικών και μεθοδολογικών δομών προσέγγισης της σύγχρονης
κοινωνίας, τέχνης και κουλτούρας. Όπως και να το κάνουμε, φαίνεται πολύ μακρινή
η εποχή της συγγραφής του Μονοδιάστατου ανθρώπου13 του
Μαρκούζε και ακόμη πιο μακρινή η εποχή των ντανταιστικών κολλάζ.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένας πλήρης επαναπροσανατολισμός της
έρευνας για την ανίχνευση των υπαρχόντων σήμερα κομματιών που συνθέτουν το
κολλάζ της σύγχρονης κουλτούρας, όπως έλεγε ο Β. Μπένζαμιν. Και αυτή η αλλαγή
μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αλλαγή παραδείγματος (ή και παραδειγμάτων)
σκέψης. Σε κάθε περίπτωση όμως σηματοδοτεί (ή πρέπει να σηματοδοτεί) τη
μετακριτική καμπή της έρευνας, της θεωρίας και της σκέψης.
4. Κριτική θεωρία και
άνθρωπος
Εκδόθηκε το 1994, ενώ η όλη διαμόρφωση και η ολοκλήρωση του
κράτησε από το 1986 μέχρι το τέλος του 1993. Δηλαδή εργαστήκαμε πάνω σ’ αυτό το
κείμενο παράλληλα με την ολοκλήρωση των άλλων βιβλίων μας. Αυτή η παράλληλη
εργασία όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές, και μάλιστα από μερικές
απόψεις ουσιώδεις. Και αυτό γιατί, ξεκινώντας από μία σχετικά απλή εισαγωγή
στην προβληματική της Σχολής της Φρανκφούρτης, η οποία συμπληρώνει και
επεκτείνει την προβληματική μας του Ιδεολογική κριτική και αισθητική και
συνεχίζοντας προς την ίδια διεπιστημονική προσέγγιση των σύγχρονων προβλημάτων
του ανθρώπου: Π.χ. της τεχνολογίας, των σύγχρονων οικονομικο-κοινωνικών
δεδομένων, μερικών πολιτικών και κοινωνιολογικών θεμάτων, όπως οι τάξεις, το
κράτος κ.τ.λ., μερικών παραδειγματικών αισθητικών θεμάτων, όπως η εργασία στη
γλυπτική κ.ά., μερικών θεμάτων παιδείας αλλά και μερικών γενικότερων
φιλοσοφικών προβλημάτων, όπως ο Διαφωτισμός και ο ορθολογισμός, καταλήγουμε
πάλι στη μετα-αισθητική. Με άλλα λόγια, ο στόχος σ’ αυτό το βιβλίο είναι ν’
αναδείξουμε τη συνθετότητα και την ολότητα της σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης,
ξεκινώντας από το Διαφωτισμό μέχρι σήμερα, αν και σε πολλά σημεία χρειάζονται
παραπέρα επεξεργασίες. (Σ’ αυτή την έρευνα στηριζόμαστε σε μερικά βιβλία
αναφορές της νεώτερης σκέψης, όπως για παράδειγμα: α) M.
Horkheimer-Th. Adorno, Η διαλεκτική του διαφωτισμού14, β) L. Goldmann, Structures mentales et création culturelle15 (και ειδικότερα το
κεφ. «La philosophie des Lumières») και γ) J. Habermas, La théorie de l’ agir communicatonnel16
και Le Discours philosophique de la modernité17.
Στην ουσία εισηγούμαστε τη δημιουργία ενός κινητού της σκέψης, που
πηγαίνει από την τέχνη προς την κουλτούρα και την κοινωνία, και αντίστροφα, με
βασική επιστημολογική και μεθοδολογική έννοια, την έννοια της κριτικής
διεπιστημονικότητας, όπως την ορίζουμε και την εκθέτουμε στο κεφάλαιο
«Μετακριτική ή φιλοσοφία της πράξης;...» του Μοντερνισμός και κουλτούρα, και
με απόληξη πάλι τη μετα-αισθητική, ως σύνθεση σε μία νέα ποιότητα όλων των
κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών και αισθητικών θεμάτων της εποχής μας. Έτσι, αν
και παραμένουμε πιστοί στο πνεύμα της Αισθητικής θεωρίας18
του Αντόρνο, σύμφωνα με το οποίο η αισθητική αναδεικνύεται στον κλάδο συνένωσης
και κριτικού ξεπεράσματος όλων των κλάδων των κοινωνικών επιστημών και της
φιλοσοφίας, εισηγούμαστε μία ουσιώδη αλλαγή: Η αισθητική πρέπει να μετασχηματιστεί
σε μετα-αισθητική, η οποία παραμένει βέβαια αισθητική, αλλά είναι και κάτι
άλλο, κάτι παραπάνω. Είναι δηλαδή και ένας αναστοχασμός πάνω στον ίδιο τον
εαυτό της (αισθητικής). Παράλληλα, από την έρευνα αυτή διαφαίνεται σαφέστατα,
ότι, αν η αισθητική αποκοπεί από την κοινωνική φιλοσοφία (ή την κριτική θεωρία
κυρίως της πρώτης περιόδου της Σχολής της Φρανκφούρτης), δεν μπορεί παρά να
ξεπέσει σε μία μεταφυσική περί του ωραίου, σε μία αποστειρωμένη κοινωνικά
θεώρηση του πολιτισμικού γενικότερα γίγνεσθαι ή, ακόμη χειρότερα, σε μία
λογικοφανή ψευδοαξιολογία. Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο αυτό ξέκομα θα
οδηγεί οπωσδήποτε σε θεωρητικοποιήσεις ξένες από τη μοντερνιτέ, τα προβλήματα
και τις προκλήσεις του μοντερνισμού.
Αυτό το κινητό ή αυτό το μοντέλο συνιστά συγχρόνως ένα σύγχρονο
διαλεκτικό ανθρωπολογικό μοντέλο, όπως περίπου το είχαν συλλάβει οι
Χορκχάιμερ και Αντόρνο στο τελευταίο κεφάλαιο της Διαλεκτικής τον λόγου19
(χωρίς βέβαια να ξεχνιέται και η μαρξική* εισφορά -εξάλλου και οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο στον Μαρξ
στηρίζονται), αλλά προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα, κοινωνικά, πολιτισμικά και
ανθρωπολογικά. Συγχρόνως, αυτό το μοντέλο πρέπει να έχει έντονη, για να μην
πούμε κυρίαρχη, την αρνητική συνιστώσα, στο βαθμό της αρνητικής διαφοροποίησης
της ανθρώπινης συνθήκης, διαφοροποίηση που αποκλείει ακόμη και την ελάχιστα
οπτιμιστική απόχρωση, κάτι το οποίο οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο το 1947
προσπάθησαν ν’ αποφύγουν μέσα στο γενικότερο πνεύμα αισιοδοξίας που προκάλεσε
τότε η διαδικασία ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης Ευρώπης.
Και αυτό γιατί η καταστροφή της Ευρώπης σήμερα είναι κύρια
κοινωνική, πνευματική, διανοητική, ακόμη και ηθική.
Το κείμενο μας, ως εκ τούτου, Κριτική θεωρία και άνθρωπος είναι
ένα δόκιμο για τη σύγχρονη ανθρώπινη συνθήκη, η οποία διερευνάται από φιλοσοφική
και συγχρόνως κοινωνιολογική σκοπιά. Ο στόχος είναι η εξέταση των δυνατοτήτων
δημιουργίας ενός σύγχρονου μοντέλου διαλεκτικής και κοινωνικής ανθρωπολογίας,
το οποίο θα συνίσταται στη σύνθεση των θεωρήσεων των διαφόρων
συγκεκριμενοτήτων, τις οποίες βιώνει με αρνητικό και αλλοτριωτικό τρόπο (μήπως
μπορούσε βέβαια να ήταν και διαφορετικά;) ο σύγχρονος άνθρωπος: τεχνολογία,
παιδεία, πολιτική, κοινωνία, τέχνη κ.λ.π. Από την άλλη, επιχειρείται η
διερεύνηση της σύγχρονης παραγωγής και αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας και η
αναζήτηση νέων αρχών θεμελίωσης του κοινωνικού και πολιτικού πράτειν. Σήμερα
είναι έκδηλη πλέον η κενοφάνεια των τυπικών αρχών του κράτους δικαίου (και η
φορμαλιστική υπεράσπισή του) στο βαθμό που δεν αποτρέπει την κοινωνική
απόρριψη, και ούτε μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο (ή ως όπλο) εμβάνθυσης της
κοινωνικής δημοκρατίας, όπως μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, τη δεκαετία
δηλαδή του νεώτερου ριζοσπαστικού κινήματος. Η μόνη αξία που διατηρεί το
περίφημο κράτος δικαίου είναι η υποβοήθηση της άμυνας απέναντι στο νέο και
ούλτρα φιλελευθερισμό. Η κριτική θεωρία, χωρίς να ξεπέφτει σε κοινωνιολογισμό,
προβληματίζεται με μοντέρνους όρους για τα αδιέξοδα της κοινωνίας, τα οποία όλο
και περισσότερο τείνουν να αποκτήσουν τραγικές διαστάσεις, και προτείνει
μερικές κατευθύνσεις για την ανθρώπινη πράξη, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει
εφικτή κάποτε η χειραφέτηση του ανθρώπου, με όπλο την ορθολογική ανασυγκρότηση
της σκέψης και του λόγου.
5. Γεράσιμος Σκλάβος
(Αφαίρεση τραγικότητα, μοντερνισμός)
Το βιβλίο αυτό είναι ένα μέρος* από τη διατριβή
μας, το οποίο ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη του έργου του γλύπτη Γ.
Σκλάβου**. Αυτή η εργασία,
ενώ παρουσιάζεται ως μονογραφία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραδοσιακή. Αντίθετα,
έχει μία δοκιμιακή μορφή, η οποία στοχεύει στη δημιουργία ενός αισθητικού
μοντέλου για τη διερεύνηση, τη μελέτη και τέλος την κατανόηση του εξαιρετικής
σημασίας, και, από μερικές απόψεις, παραδειγματικού -με την επιστημολογική
σημασία του όρου- έργου του Σκλάβου, όσο και της ιδιομορφίας του, στο βαθμό
που ήταν μοντέρνος και κλασσικός, αλλά και που όλη η καλλιτεχνική πρακτική του
διαμεσολαβούνταν από την έντονη, τη βαθύτατη τραγικότητα του.
Το προτεινόμενο μοντέλο στοχεύει στη διερεύνηση του θέματος, το
υλικό* στη μοντέρνα
γλυπτική (ή το γλυπτικό υλικό), που είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα
της μοντέρνας αισθητικής. Η πλήρης τεκμηρίωση και έκθεσή του βρίσκεται στα δύο
πρώτα κεφάλαια της διατριβής μας και θεμελιώνεται στην: α) ιστορία της νεώτερης
αισθητικής, αρχής γενομένης από το έργο του νεαρού Λούκατς και περνώντας από
το έργο του Μπένζαμιν, του Αντόρνο και του Γκολντμάν, β) στην ιστορία της
μοντέρνας τέχνης, και ιδιαίτερα της μοντέρνας γλυπτικής. (Ένα σημαντικό κομμάτι
από την ανάπτυξη αυτού του θέματος δεν το έχουμε συμπεριλάβει στη διατριβή,
ούτε το έχουμε δημοσιεύσει, ενώ αντίθετα έχουμε κάνει πολλές παραδόσεις στο
πλαίσιο των διαφόρων μαθημάτων και σεμιναρίων μας. Παράλληλα, εντάσσουμε τη
διερεύνηση του υλικού στη μοντέρνα γλυπτική σε μία γενικότερη αισθητική και
κοινωνιολογική έρευνα που έχουμε αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια, με θέμα «Η
μοντερνιτέ στη γλυπτική», και την οποία συνεχίζουμε κυρίως μέσω των μαθημάτων
μας).
Η σύλληψη αυτού του ερμηνευτικού αισθητικού μοντέλου, αποτέλεσμα
μακρόχρονων ερευνών που κάναμε στο χώρο της κοινωνιολογίας της τέχνης και της
αισθητικής, πριν καταλήξουμε στη συγκεκριμένη μορφοποίησή του, μας επέτρεψε
στη συνέχεια να επεκτείνουμε το πεδίο των ερευνών μας και σ' άλλους μοντέρνους
καλλιτέχνες. Έτσι, αποπειραθήκαμε μια μικρή μελέτη του έργου του Α.
Τζιακομέττι (Βλ. Β.Φ. Τζιακομέττι, Παπαζήσης 2004), και κυρίως
αναδείξαμε την ιδιομορφία της μοντέρνας γλυπτικής, καθώς και τις γνωσιολογικές,
κοινωνιολογικές και αισθητικές ιδιαιτερότητες που έχει η εργασία στη μοντέρνα
γλυπτική, ξεκινώντας από την μαρξική ανάλυση της κοινωνικής εργασίας και της
γνωσιολογικής-επικοινωνιακής συνισταμένης της, σύμφωνα με τον Χάμερμπας (Connaissance et intérêt, Gallimard). Στη συνέχεια εργαστήκαμε πάνω στο
έργο του Στέρη και εκδώσαμε μια μικρή μελέτη (εκδ. Αρμός, περίπου 200 σελίδες),
ενώ δεν σταματήσαμε να εργαζόμαστε στο χώρο της αισθητικής, της κοινωνιολογίας
και της φιλοσοφίας της τέχνης και της κουλτούρας, με προοπτική την επεξεργασία
μιας σφαιρικής θεωρίας, γεγονός που σε ένα σημαντικό βαθμό μπορούμε να πούμε
ότι το πετύχαμε. (Βλ. τη συνέχεια του παρόντος τόμου, καθώς και το βιβλίο μας, Θεωρία
πολιτισμού, Ψηφίδα).
Συμπερασματικά, θα θέλαμε να κάνουμε την εξής
παρατήρηση-διαπίστωση, καταστάλαγμα της μακρόχρονης και συστηματικής ερευνάς
μας: Από μεθοδολογική άποψη και στο βαθμό που κάποιος στηρίζεται στη γνώση
τουλάχιστον της μοντέρνας αισθητικής (νεαρός Λούκατς, Μπένζαμιν, Αντόρνο,
Γκολντμάν), δεν αντιμετωπίζει κάποιο πολύ σημαντικό πρόβλημα για την προσέγγιση
της μοντέρνας τέχνης, ιστορικής και νεώτερης. Τα προβλήματα αρχίζουν από τη
στιγμή που η έρευνα επεκτείνεται και σε θέματα κουλτούρας, δεδομένου ότι το
πέρασμα από την τέχνη και την αισθητική, στην κουλτούρα και στη φιλοσοφία της
κουλτούρας, αντίστοιχα, είναι μία δύσκολη υπόθεση, περικλείει εντάσεις, ακόμη
και αντιθέσεις. Η κουλτούρα είναι κατά πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη
οντότητα, όπως το έχουμε δείξει στο Μοντερνισμός και κουλτούρα, χρειάζεται
νέα μοντέλα, και επιπλέον οι έρευνες και οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι
τώρα, ακόμη και από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, δεν επαρκούν. Και το πρόβλημα
γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, αν οι δομές της τέχνης και κυρίως της κουλτούρας
αναχθούν σε γενικότερες και σφαιρικότερες δομές, όπως προέτρεπε ο Γκολντμάν,
όπως αυτές της ιστορίας του πολιτισμού. Από την άλλη, το πέρασμα από τη
σφαιρική δομή, μέσω των δομών της μοντέρνας τέχνης μέχρι τη μικροδομή (π.χ.
ένα έργο τέχνης), διαδικασία που επιβάλλεται από μία σωστή και διαλεκτική
σύλληψη του κοινωνικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι, όπως το έχουν δείξει ο
Γκολντμάν και ο Αντόρνο, επίσης δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. (Βλέπε τα
επόμενα κεφάλαια).
* * *
Τα τελευταία κείμενά μας, που
περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο, στηρίζονται μεθοδολογικά στα προηγούμενα,
προϋποθέτουν τις θεωρητικοποιήσεις τους και προσπαθούν ν’ αποτελέσουν ένα βήμα
παραπέρα στην όλη διερεύνηση των σύγχρονων συνθηκών, που, πλην όμως, είναι
αρκετά διαφορετικές απ’ αυτές που επικρατούσαν μέχρι εδώ και λίγα χρόνια.
Φαινόμενα όπως ο κοινωνικός ρατσισμός, η απόρριψη, ο εθνικισμός, ο
γλωσσικός και πολιτισμικός πουρισμός, συμπτώματα του προχωρήματος και της εμβάθυνσης
της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, είναι πρωτόγνωρα για την Ευρώπη, για τις
κοινωνικές επιστήμες, για την κουλτούρα. Τριάντα έως σαράντα χρόνια
ανεξέλεγκτης υλικής ανάπτυξης ήταν αρκετά για να διαλύσουν κάθε υπόσταση
πνευματικότητας, κάθε έννοια κοινωνικότητας και κοινότητας, την καθημερινή
πρακτική αλληλεγγύης με τον συνάνθρωπο. Η τεχνολογική ανάπτυξη, με την ευελιξία
που επέφερε στις εργασιακές σχέσεις, είχε ως επίπτωση την ευελιξία των
συνειδήσεων, των πρακτικών και των συμπεριφορών.
Μία δεκαετία μεταμοντέρνας φλυαρίας και συγχρόνως απορρυθμιστικής
οικονομικο-κοινωνικής πρακτικής αποδόμησε τη μοντέρνα συνείδηση, απορρύθμισε
την κοινωνική σκέψη. Οι εγγενείς αδυναμίες (ή οι αντινομίες του Λόγου), όπως
τις έδειξαν οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο στη Διαλεκτική του λόγον22,
μετασχηματίστηκαν από τους κυρίαρχους τεχνολογισμό και οικονομισμό σ’ ένα
διάχυτο ανορθολογισμό, σε αποσταθεροποίηση κάθε αναφοράς και κριτηρίου.
Με αυτά τα δεδομένα, χρειάζεται μία πλήρης εργασία βάθους και
πλάτους, για να καταλάβουμε πως φτάσαμε σ’ αυτήν την κατάσταση. Ως εκ τούτου,
πρέπει να επεξεργαστούμε μια νέα προβληματική για το πολιτισμικό και το κοινωνικό
γίγνεσθαι. Μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία θα μπορέσουμε να θεμελιώσουμε μία
κατά κύριο λόγο πολιτισμική (και όχι μόνον αλλά και κοινωνική) πρακτική άρνησης
κάθε μορφής αλλοτρίωσης, πραγμοποίησης, ανορθολογισμού, καθώς και σύγχρονης
σοφιστικής. Μία πολιτισμική πρακτική, που, διατηρώντας τα δημιουργικά στοιχεία
της φιλοσοφίας της πράξης, αρνητικής και θετικής, που γνωρίσαμε στην εκδοχή
του Αντόρνο ή σ’ αυτή του Α. Λεφέβρ και άλλων νεώτερων φιλόσοφων, θα
προσπαθήσει ν’ αναδείξει τον ουσιαστικό χαρακτήρα σήμερα, που είναι εξάλλου
και ο μόνος της κουλτούρας, εννοείται της κουλτούρας ποιότητας13,
έτσι ώστε η ποιότητα να γίνει κεντρικό στοιχείο της τέχνης, μετά τη λαίλαπα της
ατέρμονης παραγωγής μη ποιοτικού από το μεταμοντερνισμό και μη αυθεντικού από
τη βιομηχανία της κουλτούρας. Στη σημερινή εποχή βαθύτατης κρίσης, η μόνη
διέξοδος παραμένει η κουλτούρα, το ποιοτικό, ώστε ο άνθρωπος να ξαναποκτήσει
τη χαμένη εμπιστοσύνη του, να δει με αισιοδοξία το μέλλον, μέσα από/και στη
γύρω του καταστροφή. Το πολιτισμικό έτσι μετατρέπεται σε υπαρξιακό, σε
κοινωνικό και ιστορικό, ως τόπος συνάντησης της ιστορίας του πνεύματος και του
πολιτισμού με τον μέλλοντα πολιτισμό, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει.
Διαφορετικά...
Τα κείμενα μας, δεδομένων των μεθοδολογικών διασυνδέσεων και
αλληλοδιαπλοκών της θεματικής τους, θέλουμε να αποτελούν μοτίβα, όπως
έλεγε ο Μπένζαμιν, σε παράταξη μιας γενικότερης σειράς προβληματισμών
για τον σύγχρονο άνθρωπο, την κοινωνία, την τέχνη και την κουλτούρα, που
τονίζουν με έμφαση τις αλληλοδράσεις τους, υπογραμμίζουν τη σημασία της
διεπιστημονικότητας, προσπαθούν ν’ αναδείξουν τη σννθετότητα της
όλης προβληματικής που πρέπει ν' αναπτυχθεί και να διατηρήσουν σταθερή την κριτική
στάση και οπτική, παρά την περιρρέουσα αντίθετη κοινωνική, ιδεολογική και
πολιτισμική κατάσταση. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας (ή μεθοδολογίας) και σε
στενή σύνδεση με τη βαθύτερη δομή της μοντέρνας τέχνης, σύνδεση που βασικά
ήταν υπαρκτή σε κάποιο βαθμό από την αφετηρία όλης αυτής της εργασίας, είναι το
γεγονός ότι το σύνολο των κειμένων μας, αποφεύγοντας τους αυστηρούς (βλέπε
παραδοσιακούς) δεσμούς μεταξύ τους, έχουν στοιχεία αφαίρεσης, συνιστούν (ή
τουλάχιστον ελπίζουμε ότι συνιστούν) τμήματα μιας γενικότερης αφαιρετικής
δομής. Προοδευτικά όλη αυτή η συστηματική θεωρητικοποίηση, παρά το φαινομενικά
αποσπασματικό χαρακτήρα της αλλά και εξαιτίας του -και η αποσπασματοποίηση της
μορφής γενικά, αυτής της προσέγγισης των διάφορων σύγχρονων θεμάτων και
φαινομένων ειδικότερα, είναι πρόβλημα ουσίας και μεθόδου, σύμφωνα με τη
φρανκφουρτιανή μη παραδοσιακή παράδοση- οδηγεί σε μία συνολικότερη προσέγγιση
αυτών των θεμάτων, του κοινωνικού και του πολιτισμικού γενικότερα γίγνεσθαι.
Οι αντιθέσεις έχουν γίνει πλέον συστημικές και ακόμη καλύτερα
ενδοσυστημικές, όπως έχουμε ήδη δείξει στο Μοντερνισμός και κουλτούρα, θεωρώντας
ότι και η κουλτούρα (και η επικοινωνία) αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο του
συστήματος. Κατά συνέπεια, κάθε σύγχρονο χειραφετησιακό σχέδιο θα πρέπει να
λάβει υπόψη αυτή τη διάσταση και να εργαστεί το ίδιο συστηματικά για να
αποφετιχικοποιήσει τις αντιθέσεις. Και σήμερα αυτή η επιβαλλόμενη από τα
πράγματα αλλά και από την ίδια την κριτική σκέψη -διαφορετικά δε θα πρόκειται
για κριτική σκέψη αλλά για ο,τιδήποτε άλλο- αποφετιχικοποίηση δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα από μία διαρκή κίνηση μεταξύ τέχνης -
κουλτούρας και κοινωνίας (και αντίστροφα), η οποία θα πρέπει να καταλήγει στη
σύλληψη και επεξεργασία θεωρητικών καταστάσεων. Εννοείται κριτικών
καταστάσεων, και μάλιστα σε παράταξη, από τη στιγμή που οι οργανικοί σύνδεσμοι
μεταξύ τέχνης, κουλτούρας και κοινωνίας έχουν πάψει να είναι προφανείς ή ακόμη
και υπαρκτοί. Η ολότητα, με άλλα λόγια, έχει γίνει αποσπασματική, συντιθέμενη
από αποσπάσματα τα οποία ή είναι ή πρέπει να θεωρητικοποιηθούν
σε μία παράταξη. Με αυτά τα δεδομένα, όλη αυτή η θεωρητική επεξεργασία δεν
μπορεί παρά να έχει στοιχεία ανολοκλήρωσης, να στοχεύει σ’ esquisses θεματικών αναλύσεων, σε θεματοποιήσεις που δε θα είναι αποτρεπτικές
άλλων στη συνέχεια τους- αντίθετα μάλιστα θα πρέπει ν’ ανοίγει το δρόμο σ’
αυτές, να τις προετοιμάζει. Μόνον έτσι θ’ ανιχνεύονται νέοι δρόμοι στην έρευνα,
θ’ αναδεικνύονται νέα θεωρητικά προβλήματα και, σε τελική ανάλυση, η κριτική
διαδικασία διερεύνησης, δηλαδή αποφετιχικοποίησης, θα αποκτήσει όλη την αξία
της, θα γίνει μία μόνιμη κατάσταση, θ' αναδειχθεί στην αναγκαία και
επιβαλλόμενη κατάσταση της σκέψης σήμερα, στο βαθμό που θέλει ν’ αποφύγει την
αλλοτρίωση, την πραγμοποίηση, την ενσωμάτωση και τον υποβιβασμό της σε
απολογητική καταφασιολογία. Άλλη λύση, μεθοδολογικά τουλάχιστον, δεν υπάρχει,
εκτός από τον ξεπεσμό ή την επιστροφή -κρυφή ή φανερή- της σκέψης σε διάφορες
παραδοσιακές ή προμοντέρνες μορφές, και οι οποίες, λόγω ακριβώς του
προμοντερνισμού τους, είναι ακόμη πιο αντιδραστικές από τις διαδεδομένες
παραδοσιακές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Έχουμε δημοσιεύσει τα εξής
βιβλία: Ιδεολογική κριτική και αισθητική, Praxis, 1987
(Β' έκδοση Παρουσία 1993 μ’ ένα μικρό κείμενο του Μ.Ν. Ράπτη, Αντί επιλόγου), Εισαγωγή
στην αισθητική και την ιστορία της μοντέρνας τέχνης, Παρουσία, 1994, Μοντερνισμός
και κουλτούρα, Παπαζήσης, 1993, Κριτική θεωρία και άνθρωπος, Παπαζήσης,
1994, Γεράσιμος Σκλάβος, Παρουσία, 1994, Κωνσταντίνος Ξενάκης - Η
βίωση των ορίων της μοντέρνας δημιουργίας, Παρουσία, 1995. Στη συνέχεια το
εκδοτικό και συγχρόνως θεωρητικό μας σχέδιο συγκεκριμενοποιήθηκε με τα βιβλία, Κοινωνική
αισθητική και διαπολιτισμιμότητα, Ελλ. Γράμματα και Κριτικά πολιτισμικά
μοντέλα, Ελλ. Γράμματα, τη συγκέντρωση των δυο πρώτων στο Κοινωνική
θεωρία και αισθητική, Αρμός (1999), την επανέκδοση του Γ. Σκλάβος διορθωμένο
και συμπληρωμένο από τον Παπαζήση με τίτλο Αισθητική και σύγχρονη τραγική
συνείδηση (1999), καθώς και Α. Τζιακομέττι (Παπαζήσης, 2004) και
τέλος την έκδοση της μελέτης μας για τον Στέρη με τίτλο Στέρης, από τις
εκδόσεις Αρμός. Από τις εκδόσεις, τέλος, Ψηφίδα εκδόθηκε το 2004 το Θεωρία
πολιτισμού το οποίο περιλαμβάνει παλιά κείμενα από τις εκδόσεις Παπαζήσης
και Ελλ. Γράμματα, καθώς και ένα νέο κείμενο, με τίτλο «Παγκοσμιοποίηση και
πολιτισμός».
2.
Klincksieck
3.
Ρ. Ουίλιαμς, Κουλτούρα
και ιστορία, Γνώση, σ.337.
4.
Klincksieck
5.
Ιb.
6.
Παπαζήσης
7.
Klincksieck
8. Payot
9. Fayard, T.I και II
10. Klincksieck
11. Payot
12. Klincksieck
13. Παπαζήσης
14. Ύψιλον
15. Anthropos
16. Ib. σημ. 4
17. Galimard
18. Klincksieck
19. Ύψιλον
20.
Βλ. ib σημ. Ι
21.
Αρμός
22.
Ύψιλον
*
Αναφέρουμε μόνον ότι, αν δεν είχαμε υποχρεωθεί σε διάλογο με τη σχολική και
πανεπιστημιακή σκέψη (όπως την αποκαλούσε ο δάσκαλος μας ο Châtelet), ίδιον
μερικών ελλήνων βυζαντινιστών, ίσως ποτέ να μην γράφαμε αυτή την εισαγωγή.
Οπότε, θεωρήσαμε χρήσιμο να μετατρέψουμε τον καταναγκασμό σε υποχρέωση και
ευχαρίστηση, εκθέτοντας εδώ μερικά στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση του
έργου μας. Και απευθυνόμαστε κυρίως στους αναγνώστες που έχουν καλή πίστη, αν
και σήμερα αυτή είναι είδος σε ανεπάρκεια, σε σπάνη (rareté), όπως θα έλεγε και
ο Σαρτρ, και όχι σε παλαιοσταλινικούς κάθε απόχρωσης, ακροδεξιούς και τους
ακόλουθούς τους δογματικούς κάθε τάσης.
*
Στη β’ έκδοση, για λόγους που δεν έχει νόημα ν’ αναφέρουμε εδώ, δεν κάναμε
βέβαια ουσιώδεις αλλαγές ή συμπληρώσεις, που ενδεχομένως θα δυσκόλευαν τη
μελέτη του συγκεκριμένου βιβλίου, αν και ίσως σε μερικά σημεία θα έπρεπε.
Εξάλλου, η έρευνα έχει προχωρήσει από το 1987 που πρωτοδημοσιεύτηκε το κείμενο
αυτό, και μ’ αυτήν την έννοια επιβάλλεται η συμπλήρωση και η αναθεώρησή του.
Επιπλέον στην πορεία προέκυψε η προβληματική για την παγκοσμιοποίηση, η
οποία πρέπει ν’ αναπτυχθεί με ένα συνθετικό τρόπο, και κυρίως πρέπει να διερευνηθούν
οι διαδικασίες που μας οδήγησαν από τον τεϋλορισμό σε αυτή. (Βλ. τα τελευταία
κεφάλαια αυτού του τόμου και το βιβλίο μας, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα,
τελ. μέρος). Για το λόγο αυτό από το 1992-3 έχουμε μπει σε μία νέα προβληματική,
της οποίας η μετακριτική συνιστά το βασικό πυρήνα. Βλέπε τον πρόλογο του Κοινωνική
θεωρία και αισθητική (Αρμός).
*
Από την άποψη αυτή, αξίζει κανείς να δει την αξιόλογη εργασία για την Ιδεολογική
κριτική και αισθητική, που δημοσίευσε η Στ. Φρυδά στη Ν. Κοινωνιολογία, Τ.
20. 1995, σσ. 110-121, στην οποία επισημαίνει την υπαρξιακή ή ακόμη και
υπαρξιστική διάσταση της κριτικής, όπως την εννοούμε στο συγκεκριμένο βιβλίο.
*
Για τη σημασία της προβληματικής μας του Εισαγωγή στην αισθητική..., βλέπε
την κριτική παρουσίαση του από το Γ. Διζικιρίκη, στη Ν.
Κοινωνιολογία, Τ. 19. σσ. 109-113.
**
Το γεγονός ότι κατορθώσαμε να ολοκληρώσουμε το Μοντερνισμός και κουλτούρα στη
συγκεκριμένη του μορφή οφείλεται και στο ότι ακολουθούμε έναν αντιπαραδοσιακό
τρόπο διδασκαλίας, έτσι ώστε να μην υφίστανται στεγανά μεταξύ αυτής και της
έρευνας. Δηλαδή ο στόχος μας είναι πάντοτε να χάνονται τα όρια μεταξύ έρευνας
και διδασκαλίας· διδασκαλία και έρευνα να αλληλοσυμπλέκονται. Έτσι τα οφέλη
είναι πολλαπλά: τα μαθήματα αποκτούν άμεσο ενδιαφέρον για τους φοιτητές, οι
οποίοι ενημερώνονται και έρχονται σε επαφή με τις τελευταίες κατακτήσεις της
σκέψης, οπότε εισάγονται στη μεθοδολογία της έρευνας μ’ έναν ήπιο όσο και
αποτελεσματικό τρόπο. Από την άλλη, οι συχνές αναφορές που κάνουμε στους
κλασικούς, στην ιστορία της σκέψης και σε παραδείγματα βοηθούν τους φοιτητές
για την απόκτηση και εμπέδωση γνώσεων και για τη συστηματική επαφή τους με τη
βιβλιογραφία κ.τ.λ. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της διδακτικής μεθοδολογίας μας
είναι ότι προσδίδουμε δοκιμιακή μορφή ακόμη και στα μαθήματα και συγχρόνως
προσπαθούμε να τοποθετήσουμε την όλη προβληματική μας πάντοτε σε σχέση με το
συγκεκριμένο, αλλά και με τις μεγάλες θεωρητικές και ιδεολογικές συζητήσεις
της εποχής μας. Μη διαχωρίζοντας βέβαια «ακαδημαϊκά» τη διδακτέα ύλη από τις
προσωπικές μας θεωρητικές και ερευνητικές ενασχολήσεις, διαμορφώνουμε μία
μεθοδολογία αποτελεσματική και για εμάς, αλλά και για τους φοιτητές.
Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή την τάξη ως εργαστήριο ιδεών, όπως έλεγε ο Châtelet, και όχι ως μηχανισμό
αποθήκευσης ξερών, ανούσιων και άχρηστων γνώσεων, σύμφωνα με τα νεκρά πρότυπα
των διάφορων βυζαντινιστών, παραδοσιακών ή ακόμη και αντιδραστικών.
*
Βλέπε το εμπνευσμένο κείμενο του Μ.Ν. Ράπτη «Αντί επιλόγου» στην Ιδεολογική
κριτική και αισθητική (β’ έκδοση, Παρουσία), το οποίο απετέλεσε την
εισήγηση του στην εκδήλωση, «Σύγχρονα κινήματα κριτικής» στο Σπίτι της Κύπρου
(Νοέμβρης 1987), η οποία έγινε με αφορμή την πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου. Με
την ευκαιρία, θα θέλαμε να εκφράσουμε και δημόσια τις ευχαριστίες μας στον
ακούραστο αγωνιστή Πάμπλο για το ενδιαφέρον που εκδήλωσε έμπρακτα, συντάσσοντας
αυτό το κείμενο μετά από μία πολύ προσεκτική ανάγνωση που έκανε του βιβλίου
μας. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις του -καθόλα θεμιτές άλλωστε και τεκμηριωμένες
όπως θα διαπιστώσει και ο προσεκτικός αναγνώστης- τα συμπεράσματα που βγάζει
συμφωνούν απόλυτα με το πνεύμα και το θεωρητικό προσανατολισμό του
συγκεκριμένου βιβλίου, και ως ένα βαθμό προλέγει όλη τη θεωρητική εργασία μας
που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια (ένα μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε ήδη σε
περιοδικά και σε βιβλία) και η οποία αναφέρεται κυρίως σε θέματα φιλοσοφίας της
τέχνης και της κουλτούρας. Και μ’ αυτή την έννοια, είναι ουσιοδέστερη -
τουλάχιστον για εμάς - η συζήτηση με τον Ράπτη, τον Διζικιρίκη και άλλους
φίλους διανοούμενους, παρά με διαμεσολαβημένους βυζαντινιστές καθηγητές, και
με τους παρατρεχάμενούς τους.
*
Ως γνωστόν, ο Αντόρνο πέθανε ξαφνικά το 1969 από καρδιακή προσβολή. Οπότε, η
υπόθεση που κάνουμε εδώ δεν είναι εξωπραγματική.
*
Χωρίς να θέλουμε να παραγνωρίσουμε την ιστορικής σημασίας εισφορά του Καντ για
τη θεμελίωση της μοντέρνας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, αλλά και του Χέγκελ
κ.τ.λ. υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι δεν έχει καμία αξία σήμερα η
θεωρητικοποίηση μιας προμαρξικής ανθρωπολογίας, όπως γίνεται πολύ συχνά, και
κυρίως από νεοκαντιανούς, μεταμοντέρνους ή από διάφορους παραδοσιακούς
γενικότερα φιλόσοφους.
*
Το υπόλοιπο μέρος της διατριβής, στο οποίο ασχολούμαστε με γενικότερα αισθητικά
προβλήματα είναι ακόμη αδημοσίευτο. Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει ν’ αναφέρουμε
ακόμη ότι το δημοσιευμένο σε βιβλίο κείμενο για τον Σκλάβο έχει μερικές αλλαγές
σε σχέση με το αρχικό, και οι οποίες μερικές φορές είναι σημαντικές, ενώ η
μετάφραση από τα γαλλικά είναι δίκη μας.
**
Με την ευκαιρία θα πρέπει ν' αναφέρουμε ότι η ακραία τραγικότητα και η ολική
επανάσταση που ήταν δυο από τις κύριες και καθοριστικές συνιστώσες της
προσωπικότητας και του έργου του Σκλάβου, καθώς και ο συγκινητικός θάνατος του,
μας έχουν επηρεάσει βαθύτατα, αν και κατά κανόνα δεν είναι έκδηλη αυτή η
επίδραση, αλλά και μας βοήθησαν να δούμε στις πραγματικές τους διαστάσεις
αρκετά πράγματα, ακόμη και να συνειδητοποιήσουμε ορισμένα άλλα. Από μία
ορισμένη άποψη μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι το έργο μας συνολικά έχει επηρεαστεί
από το συνεχή διάλογο στον οποίο είμαστε με τον Σκλάβο και το έργο του εδώ και
περίπου δύο δεκαετίες. Μ’ αυτή την έννοια, η όλη εργασία μας για τον Σκλάβο
ξεπερνά τα στενά όρια του διδακτορικού, του βιβλίου, της μελέτης κ.τ.λ. και
προσλαμβάνει πλέον μια μόνιμη μορφή, ακόμη και υπαρξιακές συνιστώσες,
συνεπαγωγές ή επιπτώσεις. Και, τέλος, ο Σκλάβος μας βοήθησε να καταλάβουμε το
βαθύτερο νόημα της δημιουργίας, τον απόλυτο χαρακτήρα της, την αξία της
συνεχούς -ακόμη και της άνισης, λόγω των αντικειμενικών ή των εξωτερικών
δυσκολιών που πολλές φορές είναι ίσως και αξεπέραστες- προσπάθειας κατάκτησης
της γνώσης, της μορφής, της τελειότητας.
*
Σύμφωνα με τον καθηγητής μας, Ο. Revault d’ Allonnes, η προσέγγιση μας
του υλικού στο Σκλάβο συνιστά εισφορά στην αισθητική της μοντέρνας γλυπτικής,
και μάλιστα έκανε δημόσια αναφορά σ’ αυτήν στο σεμινάριο αισθητικής στη
Σορβόννη. Φαίνεται όμως ότι μερικοί έλληνες «ειδικοί» έχουν καλύτερη γνώση από
τον Ο. Revault
d'
Allonnes.
Τι κρίμα που δεν τους έχει ανακαλύψει ακόμη η Σορβόννη, για να τους καλέσει να
διδάξουν το ευτράπελο, ότι ο Πόλλοκ, μάλιστα ο Πόλλοκ, δεν ήταν και κανένας
μεγάλος καλλιτέχνης, αφού δεν έκανε συστηματικό έργο, το έργο του δηλαδή δε
δημιουργεί σύστημα... Ή ακόμη χειρότερα: ο Πόλλοκ δεν συγκρότησε κάποιο
σύστημα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.