Υπάρχει κισμέτ στα πραξικοπήματα;
του Άκη Γαβριηλίδη
Στο εκτενές Σχόλιο στο τέλος του πρώτου μέρους της Ηθικής, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της ευρωπαϊκής (με κάποιες ασιατικές δόσεις) φιλοσοφίας, ο Σπινόζα εντοπίζει –και διακριτικά διακωμωδεί- την κατ’ αυτόν βασικότερη αιτία πλάνης: την βουλησιαρχική/ τελεολογική αυταπάτη, όπως θα λέγαμε σήμερα, δηλαδή την πεποίθηση ότι όλα τα φαινόμενα είναι αποτελέσματα ενός τελικού αιτίου, ενός σχεδιασμού. Η πεποίθηση αυτή οδηγεί τους ανθρώπους να φαντάζονται κάποιους rectores naturae, κάποιους «πρυτάνεις της φύσης», και να τους βλέπουν παντού ως κρυμμένη αιτία κάθε συμβάντος.
Καθώς ο Σπινόζα έγραφε πριν από τρεισήμισι αιώνες, δεν είχε ακόμα υπόψη του ένα νέο πεδίο που έμελλε να αναπτυχθεί αργότερα, ιδίως στο πλαίσιο του γερμανικού ιδεαλισμού, και να εξελιχθεί σε πραγματικό παράδεισο της βουλησιαρχίας/ τελεολογίας: την ιστορία, και (δηλαδή) την πολιτική. Εάν έγραφε σήμερα, ίσως πρόσθετε στο Σχόλιό του μια αναφορά στους rectores historiae, μια νέα παραλλαγή εκείνης της φαντασίωσης που τείνει να καταλαμβάνει σήμερα τη φαντασία του πλήθους.
Κοιτώντας κανείς όσα γράφονται στον κυβερνοχώρο γύρω από την πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, βλέπει ότι σε αυτά είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η υπόνοια ότι «η ιστορία ήταν στημένη».
Όσοι το λεν αυτό, σπανίως εξηγούν με σαφήνεια τι ακριβώς εννοούν· ποιος δηλαδή θεωρούν ότι έστησε τι, και πώς. Συχνά, άμα ερωτηθούν, απαντούν ότι δεν είναι σίγουροι για τις λεπτομέρειες, αλλά «δεν τους βγάζει κανείς από το μυαλό» ότι υπήρξε στήσιμο (πράγμα που ήδη παραπέμπει σε μία ήδη εδραιωμένη δομή σκέψης, όχι σε κάποια παρατήρηση και ανάλυση εξωτερικών γεγονότων).
Η έννοια του «στησίματος» προέρχεται ως γνωστόν από το χώρο του αθλητισμού, και ιδίως του ποδοσφαίρου. Εκεί, στημένος χαρακτηρίζεται ένας αγώνας στον οποίο και οι δύο ομάδες, ή ορισμένοι παίκτες τους, ή/ και ο διαιτητής, έχουν προσυμφωνήσει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα και κάνουν ό,τι χρειάζεται προκειμένου στο τέλος να προκύψει ακριβώς αυτό. Η συμφωνία συχνά αφορά όχι μόνο το ποια από τις δυο ομάδες θα νικήσει, αλλά και πόσα γκολ θα βάλει η κάθε μια, ακόμα και πότε, ή και άλλα στοιχεία του αγώνα ακόμα πιο λεπτομερή.
Ένας πιο «επίσημος» νομικός-διοικητικός όρος για το στήσιμο αυτό είναι το χειραγώγηση αγώνων (ή στοιχήματος).
Σε έναν αγώνα στον οποίο συμμετέχουν 22 νέοι άντρες και ο οποίος έχει καθορισμένη διάρκεια, (μόλις 90 λεπτά), είναι προφανώς σχετικά εύκολο, ή πάντως εφικτό, για έναν rector να οργανώσει με επιτυχία αυτή τη χειραγώγηση μέσω υποσχέσεων ή εκβιασμών. Πώς όμως είναι δυνατό να σκηνοθετήσει κανείς μια εξέλιξη στην οποία εμπλέκονται άμεσα πολλές χιλιάδες –και έμμεσα εκατομμύρια- άνθρωποι, και να εξασφαλίσει ότι όλοι αυτοί θα ενεργήσουν κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο και ότι τίποτε απρόβλεπτο δεν θα συμβεί; Με ποια ανταλλάγματα ή απειλές μπορεί κανείς να οδηγήσει τόσο πολλούς διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους να ρισκάρουν και, μερικοί απ’ αυτούς, τελικά να χάσουν τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα;
Εγώ θα έλεγα επιπλέον ότι η χρήση της σκηνοθετικής μεταφοράς βασίζεται σε μία ιδεαλιστική-τελεολογική αντίληψη όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και της ίδιας της σκηνοθεσίας και του «θεάματος». Όποιος έχει έστω απόμακρα σχετιστεί με τη σκηνοθεσία, ξέρει πολύ καλά ότι αυτή δεν είναι μία πρακτική απολύτως ελέγξιμη και κατευθυνόμενη, αλλά ακριβώς το αντίθετο: είναι κατεξοχήν το βασίλειο του αστάθμητου και του απρόβλεπτου.
Απ’ όσο μπορώ να δω, η μόνη αιτιολογία –αν όχι το μόνο περιεχόμενο- του ισχυρισμού περί «στησίματος» είναι ότι «από την όλη αυτή εξέλιξη ωφελήθηκε μόνο ο Ερντογάν» (άρα κατά τεκμήριο αυτός είναι ο rector).
Αν το διατυπώσουμε έτσι, όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι παρά ένας συλλογισμός –επιπέδου νηπιαγωγείου- που συνίσταται απλώς στο να ρωτάμε «ποιος ωφελείται» από μια εξέλιξη. Αφού τον βρούμε, απλώς συνάγουμε ότι, αφού αυτός ωφελείται, αυτός είναι και ο δράστης.
Η καταγωγή αυτής της λογικής, στην οποία έχουν κατά καιρούς διαπρέψει πολλοί σχολιαστές με πρώτο τον Γιώργο Δελαστίκ, είναι επίσης εμφανής: είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Δεν χρειάζεται όμως να προστρέξουμε στον Ρανσιέρ για να θυμηθούμε ότι η πολιτική, και η ιστορία, είναι το αντίθετο της αστυνομίας.
Πρώτα απ’ όλα διότι σε αυτές, όπως είπαμε, δεν υπάρχει τέλος. Δεν υπάρχει κάποιο χρονόμετρο και κάποιος διαιτητής που να σφυρίζει τη λήξη. Και επιπλέον διότι, ακριβώς γι’ αυτό, το ερώτημα «ποιος κέρδισε» είναι αείποτε ανοικτό: δεν επιδέχεται μία μονοσήμαντη και τελειωτική απάντηση. Στο ποδόσφαιρο, ή σε ιδιωτικές συγκρούσεις στη μικροκλίμακα του ποινικού εγκλήματος, το κέρδος είναι λίγο-πολύ σαφές και μετρήσιμο. Ακόμη και εκεί δεν είναι πάντοτε: συχνά υπάρχουν αμφισβητήσεις για το αν η μπάλα πέρασε τη γραμμή, αν ο σκόρερ ήταν οφσάιντ κ.λπ. Υπάρχει όμως ένας κριτής που αποφασίζει ανέκκλητα, και στο τέλος είναι απλό να μετρήσουμε πόσα γκολ έβαλε κάθε ομάδα και να βρούμε το νικητή. Σε μία σύγκρουση όμως όπου δεν αντιπαρατίθενται δύο ευδιάκριτες ομάδες με ξεχωριστό χρώμα η κάθε μια στα φανελάκια της, παρά αφορά την πολιτική εξουσία σε μια χώρα αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων, η μόνη δυνατή απάντηση στο ερώτημα «ποιος ωφελείται» είναι: αυτός που θα καταφέρει να στρέψει την εξέλιξη προς όφελός του, αφού αυτή συμβεί. Μια πρόταση που το ρήμα της είναι σε χρόνο μέλλοντα, όχι αόριστο. Και που, γι’ αυτό ακριβώς, δεν έχει (συγκεκριμένο) υποκείμενο: μπορεί οι ωφελημένοι να είναι περισσότεροι του ενός, ο καθένας σε διαφορετικούς χρόνους και βαθμούς. Όπως εξάλλου και οι ωφέλειες.
Αυτό είναι δυνατό να δειχθεί και εμπειρικά, όχι μόνο μεθοδολογικά: είναι χαρακτηριστικό –και σχεδόν διασκεδαστικό- ότι στην ίδια ακριβώς συλλογιστική κατέφυγε και ο ίδιος ο φερόμενος ως δράστης, δηλαδή ο Ερντογάν, ο οποίος κατηγόρησε με τη σειρά του τον Φετουλλάχ Γκιουλέν ως «πρύτανη» της απόπειρας.
Αυτό αποδεικνύει ότι η γνωμάτευση περί του νικητή είναι η ίδια μέρος του αγώνα· δεν γίνεται σε κάποιον εξωτερικό προς αυτόν χώρο και χρόνο, διότι τέτοιος χώρος και χρόνος δεν υπάρχει.
Μία επίδοξη ανάλυση των εξελίξεων η οποία δηλώνει από τον τίτλο της, και από την πρώτη της παράγραφο, ότι η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν προορισμένη να αποτύχει, είναι προφανές ότι εγγράφεται απολύτως σε αυτό το θεολογικό-μοιρολατρικό μοντέλο σκέψης, και ότι παραιτείται εκ προοιμίου από τη λογική του αστάθμητου υλισμού.
Η έννοια του προορισμού (τουρκ. κισμέτ) έχει και αυτή πολύ ευδιάκριτη καταγωγή και ρίζες στην παράδοση των μονοθεϊστικών θρησκειών· αλλά και η έννοια της αποτυχίας βασίζεται στην ίδια κανονιστική-ιδεαλιστική σύλληψη των ανθρώπινων πρακτικών ως αποπειρών να προσεγγιστεί ένας εκ των προτέρων καθορισμένος σκοπός.
Η απόφανση όμως αυτή περί προκαθορισμένης αποτυχίας είναι απορριπτέα όχι μόνο σε αναλυτική-επιστημολογική βάση, επειδή δηλαδή απλώς παίρνει το (υποτιθέμενο) τέλος μίας εξέλιξης και το προβάλλει αναδρομικά ως προεξοφλημένη αρχή της· αλλά επίσης –και κυρίως- διότι εξαλείφει την πραγματική δραστηριότητα των ανθρώπων και την ενδεχομενικότητά της.
Όταν, τη δεκαετία του 60 και του 70, ο Λουί Αλτουσέρ διατύπωσε τη γνωστή σπινοζικής έμπνευσης απόφανσή του ότι η ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και σκοπό, πολλοί, ακόμα και –αν όχι ιδίως- μαρξιστές, σκανδαλίστηκαν και έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για «στρουκτουραλισμό» (εάν το έλεγε σήμερα, σίγουρα θα τον κατηγορούσαν για «μεταμοντερνισμό») ο οποίος «καταργεί την ανθρώπινη αυτενέργεια». Μισόν αιώνα αργότερα, η ελληνική αριστερή διανόηση, η οποία φραστικά τιμά τον Αλτουσέρ όσο κανείς άλλος στον κόσμο και εκδίδει ή επανεκδίδει και έργα του το ένα μετά το άλλο, όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα να αναλύσει τη συγκυρία φαίνεται να ξεχνά τα λόγια του και να προτιμά άλλες προσεγγίσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να αφήνουν πολύ περισσότερο χώρο για την αυτενέργεια των ανθρώπων. Για να μην πούμε ότι τους χλευάζουν κιόλας και υποτιμούν τη νοημοσύνη τους. Διότι όταν απλώς αναπαράγουμε, με επιστημονικοφανή ορολογία, τη γνωστή κουβέντα καφενείου «έλα μωρέ, όλα μιλημένα ήταν απ’ την αρχή», όταν εμφανίζουμε μία τόσο απρόβλεπτη εξέλιξη ως προορισμένη προς την έκβασή της, τότε όλους αυτούς που βγήκαν στο δρόμο και συνέβαλαν σε αυτή την έκβαση διακινδυνεύοντας και χάνοντας τη ζωή τους τους εμφανίζουμε ως απλώς μαλάκες που παρασύρθηκαν σε ένα προσυνεννοημένο θέατρο σκιών, ως μαριονέτες κάποιου καραγκιοζοπαίκτη που κινεί τα νήματα πίσω από το σεντόνι. Αφού λοιπόν τα πάντα είναι γραμμένα, σε τυχόν ανάλογη εξέλιξη στο μέλλον δεν αξίζει τον κόπο να βγει κανείς στο δρόμο να αγωνιστεί.
του Άκη Γαβριηλίδη
Στο εκτενές Σχόλιο στο τέλος του πρώτου μέρους της Ηθικής, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της ευρωπαϊκής (με κάποιες ασιατικές δόσεις) φιλοσοφίας, ο Σπινόζα εντοπίζει –και διακριτικά διακωμωδεί- την κατ’ αυτόν βασικότερη αιτία πλάνης: την βουλησιαρχική/ τελεολογική αυταπάτη, όπως θα λέγαμε σήμερα, δηλαδή την πεποίθηση ότι όλα τα φαινόμενα είναι αποτελέσματα ενός τελικού αιτίου, ενός σχεδιασμού. Η πεποίθηση αυτή οδηγεί τους ανθρώπους να φαντάζονται κάποιους rectores naturae, κάποιους «πρυτάνεις της φύσης», και να τους βλέπουν παντού ως κρυμμένη αιτία κάθε συμβάντος.
Καθώς ο Σπινόζα έγραφε πριν από τρεισήμισι αιώνες, δεν είχε ακόμα υπόψη του ένα νέο πεδίο που έμελλε να αναπτυχθεί αργότερα, ιδίως στο πλαίσιο του γερμανικού ιδεαλισμού, και να εξελιχθεί σε πραγματικό παράδεισο της βουλησιαρχίας/ τελεολογίας: την ιστορία, και (δηλαδή) την πολιτική. Εάν έγραφε σήμερα, ίσως πρόσθετε στο Σχόλιό του μια αναφορά στους rectores historiae, μια νέα παραλλαγή εκείνης της φαντασίωσης που τείνει να καταλαμβάνει σήμερα τη φαντασία του πλήθους.
Κοιτώντας κανείς όσα γράφονται στον κυβερνοχώρο γύρω από την πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, βλέπει ότι σε αυτά είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η υπόνοια ότι «η ιστορία ήταν στημένη».
Όσοι το λεν αυτό, σπανίως εξηγούν με σαφήνεια τι ακριβώς εννοούν· ποιος δηλαδή θεωρούν ότι έστησε τι, και πώς. Συχνά, άμα ερωτηθούν, απαντούν ότι δεν είναι σίγουροι για τις λεπτομέρειες, αλλά «δεν τους βγάζει κανείς από το μυαλό» ότι υπήρξε στήσιμο (πράγμα που ήδη παραπέμπει σε μία ήδη εδραιωμένη δομή σκέψης, όχι σε κάποια παρατήρηση και ανάλυση εξωτερικών γεγονότων).
Η έννοια του «στησίματος» προέρχεται ως γνωστόν από το χώρο του αθλητισμού, και ιδίως του ποδοσφαίρου. Εκεί, στημένος χαρακτηρίζεται ένας αγώνας στον οποίο και οι δύο ομάδες, ή ορισμένοι παίκτες τους, ή/ και ο διαιτητής, έχουν προσυμφωνήσει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα και κάνουν ό,τι χρειάζεται προκειμένου στο τέλος να προκύψει ακριβώς αυτό. Η συμφωνία συχνά αφορά όχι μόνο το ποια από τις δυο ομάδες θα νικήσει, αλλά και πόσα γκολ θα βάλει η κάθε μια, ακόμα και πότε, ή και άλλα στοιχεία του αγώνα ακόμα πιο λεπτομερή.
Ένας πιο «επίσημος» νομικός-διοικητικός όρος για το στήσιμο αυτό είναι το χειραγώγηση αγώνων (ή στοιχήματος).
Σε έναν αγώνα στον οποίο συμμετέχουν 22 νέοι άντρες και ο οποίος έχει καθορισμένη διάρκεια, (μόλις 90 λεπτά), είναι προφανώς σχετικά εύκολο, ή πάντως εφικτό, για έναν rector να οργανώσει με επιτυχία αυτή τη χειραγώγηση μέσω υποσχέσεων ή εκβιασμών. Πώς όμως είναι δυνατό να σκηνοθετήσει κανείς μια εξέλιξη στην οποία εμπλέκονται άμεσα πολλές χιλιάδες –και έμμεσα εκατομμύρια- άνθρωποι, και να εξασφαλίσει ότι όλοι αυτοί θα ενεργήσουν κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο και ότι τίποτε απρόβλεπτο δεν θα συμβεί; Με ποια ανταλλάγματα ή απειλές μπορεί κανείς να οδηγήσει τόσο πολλούς διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους να ρισκάρουν και, μερικοί απ’ αυτούς, τελικά να χάσουν τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα;
Εγώ θα έλεγα επιπλέον ότι η χρήση της σκηνοθετικής μεταφοράς βασίζεται σε μία ιδεαλιστική-τελεολογική αντίληψη όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και της ίδιας της σκηνοθεσίας και του «θεάματος». Όποιος έχει έστω απόμακρα σχετιστεί με τη σκηνοθεσία, ξέρει πολύ καλά ότι αυτή δεν είναι μία πρακτική απολύτως ελέγξιμη και κατευθυνόμενη, αλλά ακριβώς το αντίθετο: είναι κατεξοχήν το βασίλειο του αστάθμητου και του απρόβλεπτου.
Απ’ όσο μπορώ να δω, η μόνη αιτιολογία –αν όχι το μόνο περιεχόμενο- του ισχυρισμού περί «στησίματος» είναι ότι «από την όλη αυτή εξέλιξη ωφελήθηκε μόνο ο Ερντογάν» (άρα κατά τεκμήριο αυτός είναι ο rector).
Αν το διατυπώσουμε έτσι, όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι παρά ένας συλλογισμός –επιπέδου νηπιαγωγείου- που συνίσταται απλώς στο να ρωτάμε «ποιος ωφελείται» από μια εξέλιξη. Αφού τον βρούμε, απλώς συνάγουμε ότι, αφού αυτός ωφελείται, αυτός είναι και ο δράστης.
Η καταγωγή αυτής της λογικής, στην οποία έχουν κατά καιρούς διαπρέψει πολλοί σχολιαστές με πρώτο τον Γιώργο Δελαστίκ, είναι επίσης εμφανής: είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Δεν χρειάζεται όμως να προστρέξουμε στον Ρανσιέρ για να θυμηθούμε ότι η πολιτική, και η ιστορία, είναι το αντίθετο της αστυνομίας.
Πρώτα απ’ όλα διότι σε αυτές, όπως είπαμε, δεν υπάρχει τέλος. Δεν υπάρχει κάποιο χρονόμετρο και κάποιος διαιτητής που να σφυρίζει τη λήξη. Και επιπλέον διότι, ακριβώς γι’ αυτό, το ερώτημα «ποιος κέρδισε» είναι αείποτε ανοικτό: δεν επιδέχεται μία μονοσήμαντη και τελειωτική απάντηση. Στο ποδόσφαιρο, ή σε ιδιωτικές συγκρούσεις στη μικροκλίμακα του ποινικού εγκλήματος, το κέρδος είναι λίγο-πολύ σαφές και μετρήσιμο. Ακόμη και εκεί δεν είναι πάντοτε: συχνά υπάρχουν αμφισβητήσεις για το αν η μπάλα πέρασε τη γραμμή, αν ο σκόρερ ήταν οφσάιντ κ.λπ. Υπάρχει όμως ένας κριτής που αποφασίζει ανέκκλητα, και στο τέλος είναι απλό να μετρήσουμε πόσα γκολ έβαλε κάθε ομάδα και να βρούμε το νικητή. Σε μία σύγκρουση όμως όπου δεν αντιπαρατίθενται δύο ευδιάκριτες ομάδες με ξεχωριστό χρώμα η κάθε μια στα φανελάκια της, παρά αφορά την πολιτική εξουσία σε μια χώρα αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων, η μόνη δυνατή απάντηση στο ερώτημα «ποιος ωφελείται» είναι: αυτός που θα καταφέρει να στρέψει την εξέλιξη προς όφελός του, αφού αυτή συμβεί. Μια πρόταση που το ρήμα της είναι σε χρόνο μέλλοντα, όχι αόριστο. Και που, γι’ αυτό ακριβώς, δεν έχει (συγκεκριμένο) υποκείμενο: μπορεί οι ωφελημένοι να είναι περισσότεροι του ενός, ο καθένας σε διαφορετικούς χρόνους και βαθμούς. Όπως εξάλλου και οι ωφέλειες.
Αυτό είναι δυνατό να δειχθεί και εμπειρικά, όχι μόνο μεθοδολογικά: είναι χαρακτηριστικό –και σχεδόν διασκεδαστικό- ότι στην ίδια ακριβώς συλλογιστική κατέφυγε και ο ίδιος ο φερόμενος ως δράστης, δηλαδή ο Ερντογάν, ο οποίος κατηγόρησε με τη σειρά του τον Φετουλλάχ Γκιουλέν ως «πρύτανη» της απόπειρας.
Αυτό αποδεικνύει ότι η γνωμάτευση περί του νικητή είναι η ίδια μέρος του αγώνα· δεν γίνεται σε κάποιον εξωτερικό προς αυτόν χώρο και χρόνο, διότι τέτοιος χώρος και χρόνος δεν υπάρχει.
Μία επίδοξη ανάλυση των εξελίξεων η οποία δηλώνει από τον τίτλο της, και από την πρώτη της παράγραφο, ότι η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν προορισμένη να αποτύχει, είναι προφανές ότι εγγράφεται απολύτως σε αυτό το θεολογικό-μοιρολατρικό μοντέλο σκέψης, και ότι παραιτείται εκ προοιμίου από τη λογική του αστάθμητου υλισμού.
Η έννοια του προορισμού (τουρκ. κισμέτ) έχει και αυτή πολύ ευδιάκριτη καταγωγή και ρίζες στην παράδοση των μονοθεϊστικών θρησκειών· αλλά και η έννοια της αποτυχίας βασίζεται στην ίδια κανονιστική-ιδεαλιστική σύλληψη των ανθρώπινων πρακτικών ως αποπειρών να προσεγγιστεί ένας εκ των προτέρων καθορισμένος σκοπός.
Η απόφανση όμως αυτή περί προκαθορισμένης αποτυχίας είναι απορριπτέα όχι μόνο σε αναλυτική-επιστημολογική βάση, επειδή δηλαδή απλώς παίρνει το (υποτιθέμενο) τέλος μίας εξέλιξης και το προβάλλει αναδρομικά ως προεξοφλημένη αρχή της· αλλά επίσης –και κυρίως- διότι εξαλείφει την πραγματική δραστηριότητα των ανθρώπων και την ενδεχομενικότητά της.
Όταν, τη δεκαετία του 60 και του 70, ο Λουί Αλτουσέρ διατύπωσε τη γνωστή σπινοζικής έμπνευσης απόφανσή του ότι η ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και σκοπό, πολλοί, ακόμα και –αν όχι ιδίως- μαρξιστές, σκανδαλίστηκαν και έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για «στρουκτουραλισμό» (εάν το έλεγε σήμερα, σίγουρα θα τον κατηγορούσαν για «μεταμοντερνισμό») ο οποίος «καταργεί την ανθρώπινη αυτενέργεια». Μισόν αιώνα αργότερα, η ελληνική αριστερή διανόηση, η οποία φραστικά τιμά τον Αλτουσέρ όσο κανείς άλλος στον κόσμο και εκδίδει ή επανεκδίδει και έργα του το ένα μετά το άλλο, όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα να αναλύσει τη συγκυρία φαίνεται να ξεχνά τα λόγια του και να προτιμά άλλες προσεγγίσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να αφήνουν πολύ περισσότερο χώρο για την αυτενέργεια των ανθρώπων. Για να μην πούμε ότι τους χλευάζουν κιόλας και υποτιμούν τη νοημοσύνη τους. Διότι όταν απλώς αναπαράγουμε, με επιστημονικοφανή ορολογία, τη γνωστή κουβέντα καφενείου «έλα μωρέ, όλα μιλημένα ήταν απ’ την αρχή», όταν εμφανίζουμε μία τόσο απρόβλεπτη εξέλιξη ως προορισμένη προς την έκβασή της, τότε όλους αυτούς που βγήκαν στο δρόμο και συνέβαλαν σε αυτή την έκβαση διακινδυνεύοντας και χάνοντας τη ζωή τους τους εμφανίζουμε ως απλώς μαλάκες που παρασύρθηκαν σε ένα προσυνεννοημένο θέατρο σκιών, ως μαριονέτες κάποιου καραγκιοζοπαίκτη που κινεί τα νήματα πίσω από το σεντόνι. Αφού λοιπόν τα πάντα είναι γραμμένα, σε τυχόν ανάλογη εξέλιξη στο μέλλον δεν αξίζει τον κόπο να βγει κανείς στο δρόμο να αγωνιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.