Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Rain & Tears

Εξιλαστήριες τελετές


ispanikos_emfylios_ernest_hemingway.jpg

Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ στο μέτωπο. Φωτογραφία του Ρόμπερτ Κάπα
17.07.2016, 14:00 | Ετικέτες:  ΙστορίαΙσπανία, εμφύλιοςπόλεμοςλογοτεχνία
Συντάκτης: 
«Οποιος έζησε στην κόλαση της Μαδρίτης με τα μάτια, τα νεύρα και το στομάχι του, κι ύστερα ισχυρίζεται πως είναι αντικειμενικός, είναι απλώς ψεύτης»
Αρθουρ Κέσλερ
 
«Αύριο για τους νέους, οι ποιητές ξεσπώντας σαν τις μπόμπες,
οι περίπατοι γύρω στη λίμνη και οι βδομάδες τέλειας επικοινωνίας·
Αύριο οι ποδηλατοδρομίες
Τα καλοκαιρινά βράδια στα περίχωρα. Αλλά σήμερα ο Αγώνας...
...Σήμερα οι ψευτοπαρηγοριές: το μοιρασμένο τσιγάρο,
τα τραπουλόχαρτα στον μισοφώτιστο αχερώνα, η ξεγδαρμένη μουσική
Κι οι βωμολοχίες· σήμερα το
Ψηλάφισμα για το άχαρο αγκάλιασμα προτού βγεις να χτυπήσεις.
Πέθαναν τα άστρα. Τα ζώα δεν κοιτάζουν.
Μονάχοι με το μεροκάματό μας, κι είναι ο καιρός μετρημένος,
Και η Ιστορία στους νικημένους
Μπορεί να λέει Ουαί, αλλά μήτε βοηθά, μήτε σχωρνάει»
W.H. Auden, «Ισπανία 1937» (μτφρ. Γιώργος Σεφέρης)

Βαρκελώνη, Αύγουστος 1936. Αναχώρηση εθελοντών του αντιφασιστικού στρατού για το μέτωπο της Αραγονίας |
Εχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τον Ισπανικό Εμφύλιο (17 Ιουλίου 1936 - 1 Απριλίου 1939).
Ανάμεσα στα ιστορικά, δημοσιογραφικά και πολιτικά κείμενα, διεκδικεί τη δική της θέση και η λογοτεχνία, είτε με τη μορφή της μυθοπλασίας είτε με εκείνην του συνδυασμού μύθου και πραγματικότητας, όπου το έργο βασίζεται ή, καλύτερα, εμπνέεται από ένα συγκεκριμένο ιστορικοπολιτικό γεγονός.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η μαρτυρία, γραμμένη με δημοσιογραφικούς ή λογοτεχνικούς όρους -πολλές φορές με δυσδιάκριτα όρια-, όπου η μνήμη συναντά την Ιστορία, αφήνοντας τον αναγνώστη να επιλέξει ανάμεσα στο συναίσθημα και την κυνική αποτίμηση των γεγονότων.
Λένε πως η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, στην περίπτωση όμως του Ισπανικού Εμφυλίου φαίνεται πως η λογοτεχνία γράφτηκε από τους ηττημένους.
Το παρόν αφιέρωμα έχει στόχο να συγκεντρώσει και να καταγράψει τη μεταφρασμένη στα ελληνικά ισπανική λογοτεχνία που ασχολήθηκε με το θέμα του Εμφυλίου.

Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τόσο το Ινστιτούτο Θερβάντες, που βοήθησε με πληροφορίες, όσο και τους Ελληνες εκδότες που έχουν εκδώσει τα εν λόγω βιβλία.
Πρόκειται για περίπου 30 βιβλία που είτε έχουν αντικείμενο τον Εμφύλιο είτε εμπεριέχουν στοιχεία απ’ αυτόν και έχουν μεταφραστεί στην Ελλάδα.
Σε αυτά εντάσσουμε και εκείνα που δεν γράφτηκαν από Ισπανούς, όπως για παράδειγμα το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» του Ερνεστ Χέμινγουεϊ ή το «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» του Κουβανού Λεονάρδο Παδούρα ή ακόμα κι εκείνα που έχουν εξαντληθεί πλέον και θα είναι τυχερός ο αναγνώστης που θα βρει αντίτυπό τους σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα «Μέρες και Νύχτες» του Αντρές Τραπιέγιο, «Τα 13 τριαντάφυλλα» του Χεσούς Φερέρο, «Θα λέω πάντα τ’ όνομά σου» του Αντόνιο Σολέρ.

«Συμφιλίωση» και αμνησ(τ)ία


Ο θάνατος του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο Μπααμόντε, στις 20 Νοεμβρίου του 1975, θα κλείσει ένα ιδιαίτερα σκοτεινό κεφάλαιο στην Ιστορία της Ισπανίας.
Σιγά σιγά, όλο και περισσότεροι συγγραφείς της χώρας, απαλλαγμένοι από τον εφιάλτη της λογοκρισίας, θα αρχίσουν να ασχολούνται με τη μεγάλη πληγή του Εμφυλίου, με την περίφημη γενιά του '80 (Γιαμαθάρες, Τσίρμπες, Τραπιέγιο, Θέρκας, Kαμπρέ κ.ά.) να πρωτοστατεί σ' αυτήν την προσπάθεια.
Εως τότε, τα περισσότερα κείμενα προέρχονταν από εξόριστους Ισπανούς συγγραφείς και είχαν εκδοθεί στο εξωτερικό.
Το στίγμα της κατάστασης που επικρατούσε το δίνει έξοχα ο Ισαάκ Ρόσα στο βιβλίο του «Το μάταιο χθες», το οποίο διαδραματίζεται στην Ισπανία της δεκαετίας του 1960 και καταλήγει λίγο μετά τον θάνατο του Φράνκο:
«Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί στην Ισπανία δεν γυρίζονται ταινίες με θέμα την κατάχρηση εξουσίας, τη διαφθορά στις τάξεις της αστυνομίας ή τη ζωή στις φυλακές, την ώρα που σε άλλες χώρες αποτελούν ολόκληρο είδος; Μήπως επειδή η κινηματογραφική μας βιομηχανία είναι λιγότερο ανεπτυγμένη; Η απάντηση δεν μοιάζει σωστή, αφού το ισπανικό σινεμά -με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία- στεγάζει όλα τα είδη.
»Ωστόσο σπάνια συναντάμε μια ταινία που το σενάριό της να βασίζεται στον βίο και στην πολιτεία κάποιου οργάνου της τάξεως που κακομεταχειρίζεται ατιμώρητα τους κρατούμενους χρησιμοποιώντας βάρβαρες ανακριτικές μεθόδους ή στην καθημερινότητα μιας φυλακής που μετατρέπεται από ορισμένους σωφρονιστικούς υπαλλήλους σε καγκελόφραχτη κόλαση...
»Ισως οι Ισπανοί κινηματογραφιστές, αλλά και οι παραγωγοί τηλεοπτικών σειρών και οι συγγραφείς, να παραμελούν αυτό το είδος εξαιτίας ενός ιστορικού κόμπλεξ, ενός υποκριτικού φόβου που μας κάνει να προβάλλουμε την πιο ευχάριστη όψη του συστήματός μας και να κρύβουμε την άσχημη, για να δείξουμε πως η δημοκρατία μας είναι αλάνθαστη, από το γεγονός και μόνο ότι είναι δημοκρατία».
Και καταλήγει:
«Είναι γνωστό ότι η πολιτεία μας χαίρεται να επιβραβεύει τους άξιους υπαλλήλους της, όπως -για παράδειγμα- τον πασίγνωστο Μελιτόν Μανθάνας, που τόσο άδικα συκοφαντήθηκε, και το Χρυσό Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων που του απονεμήθηκε αμφισβητήθηκε έντονα από μια ομάδα μοχθηρών ανθρώπων που διόλου δεν εξετίμησαν τις εξαίρετες πράξεις του (“φορούσε στο χέρι ένα πέτσινο γάντι και με χτυπούσε με αυτό, ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά του πετσιού”, “σκόρπισε χαλίκια στο πάτωμα και με ανάγκασε να συρθώ με τα γόνατα”, “προσπαθούσε μ' ένα καλοξυσμένο μολύβι να μου ξεριζώσει τα νύχια”). Είναι σωστό να καταδικάζουμε την αστυνομική βαναυσότητα κατά τη διάρκεια της φρανκικής περιόδου. Συμφωνούμε στο ότι το μάταιο χθες μπορεί να γεννήσει ένα κενό αύριο, τίποτα όμως δεν αποδεικνύει ότι το βίαιο χθες συνεχίζεται μ' ένα βίαιο σήμερα».
Ο πικρός σαρκασμός του Ισαάκ Ρόσα επισημαίνει απλώς το προφανές: στην Ισπανία ουδέποτε καταδιώχθηκαν ή καταδικάστηκαν οι υπηρέτες του καθεστώτος Φράνκο.
Ο νόμος περί γενικής αμνηστίας του 1977 τους απάλλαξε όλους από τις όποιες ευθύνες, από κάθε έγκλημα που συνέβη στα 35 χρόνια της φρανκικής δικτατορίας, και «επέβαλε» τη συμφιλίωση.
Μάλιστα, όταν ο εισαγγελέας Μπαλτάσαρ Γκαρθόν επιχείρησε να ανακινήσει έρευνα για την τύχη περισσότερων από 150.000 Ισπανών που «εξαφανίστηκαν» στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, δέχτηκε την πολεμική της ισπανικής Δεξιάς με την αγαστή συνεργασία της Εκκλησίας.
Κάτι αντίστοιχο με όσα έγιναν στη Χιλή, δηλαδή, όταν τελείωσε το καθεστώς του Πινοσέτ.

Η αναπαραγωγή της ενοχής


«Εδώ στους γυμνούς λόφους της Αραγονίας αυτό το μήνα ξεκινά η δοκιμασία μας», έγραφε ο εικοσάχρονος Αγγλος Τζον Κόρνφορντ, λυρικός ποιητής και κομμουνιστής, από το μέτωπο του Εμφυλίου.
Ηταν ο πρώτος Βρετανός που πήγε στην Ισπανία κι ένας από τους πρώτους που έπεσαν στη μάχη για την κατάληψη του μικρού χωριού Λοπέρα, στα περίχωρα της Μαδρίτης. Κι ήταν τότε μόλις είκοσι ενός ετών και μιας μέρας.
«Είκοσι χρόνια και μια μέρα» τιτλοφορείται το βιβλίο του Χόρχε Σεμπρούν, που αναμοχλεύει τις πληγές του Εμφυλίου, 20 χρόνια μετά την έναρξή του. Βρισκόμαστε στα 1956 και μια οικογένεια γαιοκτημόνων επί 19 χρόνια πραγματοποιεί μια εξιλαστήρια τελετή κατά την οποία αναπαριστάνεται ο φόνος του μικρού αδελφού από τους εξεγερμένους αγρότες. Σκοπός της είναι να «διαιωνίσει την ανάμνηση του φόνου του 1936, για να απαθανατίσει εκείνο τον παράλογο θάνατο και να κληροδοτήσει, από γενιά σε γενιά, ένα αίσθημα ενοχής στους καματάρηδες του κτήματος».
Κάθε χρόνο, κατά τη διάρκειά της, ξεθάβονται τόσο ο νεκρός όσο και ο δολοφόνος του και μεταφέρονται ωσάν μακάβρια τρόπαια έως το αγρόκτημα, όπου τοποθετούνται σε κρύπτη μέχρι την επόμενη μέρα που θα επιστρέψουν πάλι στον τάφο.
Μόνο που αυτή τη φορά, την εικοστή επέτειο, κατά την οποία έχει κληθεί να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα κι ένας Αμερικανός ιστορικός, οι αγρότες αρνούνται να συμμετάσχουν σ' αυτήν την τελετή.
«Είκοσι χρόνια, φτάνει πια. Δεν μπορεί να τους ζητάμε να κουβαλούν ακόμη στις πλάτες τους το παλιό λάθος», λέει η χήρα του νεκρού.
«Είκοσι χρόνια δεν είναι τίποτα, κυρία. Θα έπρεπε να επαναλαμβάνουν αυτήν την τελετή ή κάποια παραπλήσια έως το τέλος του αιώνα. Κι αυτοί και οι απόγονοί τους», της απαντά ο εκπρόσωπος του φασιστικού καθεστώτος.
Σαν οικογενειακό έπος, μια saga, είναι και το βιβλίο του Καταλανού Ζάουμε Καμπρέ «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο».
Στο τέλος του Εμφυλίου, κι ενώ μαίνεται ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη, παρακολουθούμε την ιστορία μιας ζάπλουτης οικογένειας μέσα στα χρόνια· ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται όμως ότι, πολλές φορές, οι πραγματικοί ήρωες είναι εκείνοι που η Ιστορία τούς μεταχειρίστηκε σαν προδότες.

Η διαχείριση της ήττας


Πρόσφυγες στη Γαλλία μετά την ήττα (Μάρτιος 1939) |
Αβάσταχτο πράγμα η ήττα, τόσο αυτή του πολέμου όσο κι εκείνη που ακολούθησε μετά. Μία ήττα που κράτησε 36 ολόκληρα χρόνια.
«Ο θάνατος δεν είναι μεταδοτικός, η ήττα, ναι», ομολογεί ένας από τους ήρωες του βιβλίου «Τα τυφλά ηλιοτρόπια», του Αλμπέρτο Μέντεθ.
Τέσσερις συγκλονιστικές αφηγήσεις από τον εμφύλιο πόλεμο, μία για κάθε χρονιά, από το 1939 έως το 1942.
Σε μία από αυτές, παρακολουθούμε την πορεία ενός λοχαγού του φρανκικού στρατού, ο οποίος πήγε στον πόλεμο για να «προστατέψει όσα ήταν δικά του».
Θα επιλέξει να παραδοθεί στους δημοκρατικούς, ελάχιστες ώρες πριν η Μαδρίτη πέσει στα χέρια του Φράνκο.
Αυτή και μόνο η τεράστια αντίθεση (ποιος παραδίδεται όταν η πλευρά στην οποία ανήκει κερδίζει τον πόλεμο;) γίνεται ο σπόρος για να ανθίσει μια κορυφαία αντιπολεμική ιστορία, με άπειρες προεκτάσεις.
Στις ατέλειωτες ώρες της φυλακής σκέφτεται πως η μεγαλύτερη ήττα των φρανκικών θα ήταν να μη γίνει ποτέ αυτός ο πόλεμος, εξαρχής, να παραδοθούν οι δημοκρατικοί, γιατί τότε δεν θα υπήρχε πόλεμος και δίχως πόλεμο δεν υπάρχει δόξα, δίχως δόξα δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
Την ίδια ήττα ομολογούν και οι ήρωες του βιβλίου «Το φεγγάρι των λύκων» τουΧούλιο Γιαμαθάρες.
Είναι η ιστορία τεσσάρων ανδρών του Δημοκρατικού Στρατού που μετά την ήττα στις Αστούριες έχουν καταφύγει στα βουνά και προσπαθούν μέσα από τα περάσματα να βγουν στην άλλη πλευρά, να ξεφύγουν από τους φασίστες του Φράνκο που βρίσκονται στο κατόπι τους.
Η αφήγηση γίνεται από τον Ανχελ, έναν πρώην δάσκαλο που μαζί με τον Ραμίρο (εργάτη σε ορυχεία), τον Χίλντο (αγρότη) και τον Χουάν (μαθητούδι ακόμα) άφησαν τις ζωές τους για να πολεμήσουν για τα ιδανικά τους.
«Οταν ήμουν παλικαρόπουλο, πριν να πιάσω δουλειά στο ορυχείο, έμεινα κάνα δυο μήνες με τον Οβίδιο, αυτόν απ' τη Σιέρα. Κόβαμε ξύλα στην κοιλάδα του Βαλντεόν, εκεί πέρα -δείχνει με το χέρι του μακριά- κατά τη μεριά του Ριάνιο.
»Εκεί κυνηγάνε τους λύκους ακόμα όπως οι πρωτόγονοι: σφυρίζουν μ' ένα κυνηγετικό κόρνο όταν βλέπουν τον λύκο και τότε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, τρέχουν να πάρουν μέρος στο κυνήγι... Τον πιάνουν ζωντανό και για κάμποσες μέρες τον γυρίζουν στα χωριά για να τον περιλούζει ο κόσμος με βρισιές και να τον φτύνει, προτού τελικά τον σκοτώσουν».
Μιλάει για τους λύκους ο ήρωας ή μήπως για τους ανθρώπους που έγιναν λύκοι οι ίδιοι;
Σ' αυτό απαντάει στις τελευταίες σελίδες ο Ανχελ, ο αφηγητής: «Ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο χειρότερος από λύκος, είναι άνθρωπος ενάντια σε άνθρωπο».
Το πέρασμα από τον παραλογισμό του εμφυλίου στον παραλογισμό της μακρόχρονης δικτατορίας καταγράφει και το μυθιστόρημα «Μαύρο Ψωμί» του Εμίλι Τεϊσιδόρ, όταν η χώρα έχει ήδη χωριστεί σε νικητές και ηττημένους και κανείς δεν έχει δικαίωμα ν’ ανήκει «ενδιάμεσα».

Ιστορίες από το μέτωπο


Κατά κύριο λόγο, τις αφηγήσεις από το μέτωπο τις έκαναν εκείνοι που τις έζησαν.
Ο Χέμινγουεϊ απ' τη μια («Κανείς άνθρωπος δεν είναι μόνος του ένα νησί ακέραιο και ξεχωριστό. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της ηπείρου. Ο θάνατος του κάθε ανθρώπου μάς λιγοστεύει γιατί ανήκουμε στην Ανθρωπότητα. Γι’ αυτό, μη στέλνεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιον χτυπάει η καμπάνα, για σένα χτυπά») καταγράφει την εμπειρία του από το μέτωπο της Σεγκόβια, ο Τζορτζ Οργουελ από την άλλη, ο Αρθουρ Κέστλερ επίσης, με την περίφημη «Ισπανική Διαθήκη».
Ο Οργουελ, στο «Πεθαίνοντας στην Καταλωνία» παραθέτει ανταποκρίσεις από το μέτωπο με λογοτεχνική χροιά.
Αναφέρεται στην αλήθεια του πολέμου, στα πιτσιρίκια 10-12 ετών που δήλωναν εθελοντές προκειμένου να έχουν ένα πιάτο φαΐ για να μην πεθάνουν της πείνας, στην έλλειψη σύγχρονων όπλων και στα ντουφέκια που πάθαιναν εμπλοκή ύστερα από 4-5 βολές, στις ψείρες, στο απίστευτο κρύο των βουνών, στις κραυγές των τραυματισμένων, στην εκνευριστική αναμονή των χαρακωμάτων, στον ψυχολογικό πόλεμο των αντιπάλων που με φωνές προσπαθούσαν να σπάσουν ο ένας το ηθικό του άλλου, στις πολιτικές διαφωνίες μεταξύ αναρχικών και κομμουνιστών.
Ενα από τα πιο τρυφερά όσο και σκληρά βιβλία που γράφτηκαν για το μέτωπο είναι «Η Μούλα» του Χουάν Ενσάλβα Γκαλάν, όπου στο προσκήνιο έρχεται η σχέση ενός ημιονηγού του δημοκρατικού στρατού με το μουλάρι του.
Ο ήρωας, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, θα βρεθεί πίσω από τις γραμμές των φρανκικών προκειμένου να το αναζητήσει και να το σώσει.
Η γραφή είναι γλυκόπικρη, ενίοτε και χιουμοριστική, αναδεικνύοντας ένα βαθιά αντιπολεμικό κείμενο, που μένει χαραγμένο στη μνήμη του αναγνώστη.
Μια ιστορία από το μέτωπο -και όχι μόνο- καταγράφει το τρομερό παιδί της ισπανικής λογοτεχνίας, ο Χαβιέρ Θέρκας, στους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας», όπου ξεθάβει την ιστορία του Ραφαέλ Σάντσεθ Μάθας, λογοτέχνη και θεωρητικού του φασισμού, ιδεολογικού ηγήτορα των φαλαγγιτών, ο οποίος γλιτώνει την εκτέλεση κατά τύχη και περιπλανιέται κυνηγημένος στα δάση της Ισπανίας, για να βρει τελικά βοήθεια από 3 νεαρούς χωρικούς -στρατιώτες των Δημοκρατικών.

Το πού αρχίζει ο μύθος και πού τελειώνει η ιστορία -ή και το αντίστροφο- μόνο ο Θέρκας το γνωρίζει.
Στο ιστορικό του αφήγημα, που άλλοτε έχει χαρακτηριστικά δημοσιογραφικού ρεπορτάζ άλλοτε χρονικού και άλλοτε μυθιστορήματος, μπλέκονται φανταστικοί και πραγματικοί ήρωες.
Εντυπωσιακή είναι πάντως η συνύπαρξη, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, του συγγραφέα-αφηγητή με τον φημισμένο Χιλιανό συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ισπανία το 1977 καταγγέλλοντας το καθεστώς του Πινοσέτ.
Ισως τον καλύτερο επίλογο μας τον δίνει και πάλι ο Ισαάκ Ρόσα, στις τελευταίες σελίδες του «Μάταιου Χθες»:
«Η λήθη που καλύπτει ορισμένους θανάτους μπορεί να γίνει πραγματικά ένας δεύτερος θάνατος, μια έσχατη επίδειξη βαρβαρότητας σε βάρος εκείνου που τουφεκίστηκε, βασανίστηκε, εκπαραθυρώθηκε ή δολοφονήθηκε σε μια διαδήλωση και που, εξαιτίας του ασήμαντου ρόλου που παίζει στη μνήμη μας (τη συλλογική, λόγω του αποκλεισμού του από τα ιστορικά κείμενα και της έλλειψης αναγνώρισης· την ατομική, λόγω της αναπόφευκτης, κάποια στιγμή, εις Κύριον αποδημίας όλων των συγγενών και φίλων του, στη θνητή μνήμη των οποίων καταλήγει· και τη φυσική, λόγω της ανυπαρξίας μιας ταφόπλακας, ενός γνωστού μέρους κάτω από τη γη)μετατρέπεται σ' ένα περιφρονημένο πτώμα, που κάθε μέρα βασανίζεται, τουφεκίζεται, εκπαραθυρώνεται και δολοφονείται ξανά, στον παραμελημένο χώρο της αξιοπρέπειας.
Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις, η απουσία μνήμης μπορεί να δώσει στους νεκρούς ζωή ή, μάλλον, να τους αρνηθεί τον θάνατο. Κι αυτό δεν είναι βέβαια παρηγοριά, αλλά ακόμη μεγαλύτερη ταπείνωση, αφού αμφισβητεί το μόνο τελικά που τους απομένει: τον θάνατό τους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.

Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com

Σας ευχαριστούμε

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.