Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ



B. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ


https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/736x/9f/a7/e8/9fa7e83c1e0b1f6f12bd12ee18246e39.jpg
A. Jorn
 
Η κριτική της πολιτικής οικονομίας* ιστορικά έχει ο­δηγηθεί στο τέλος της. Η κριτική της πολιτικής, κατά βά­ση μονομερής και αρκετά επιφανειακή, τείνει να απολι­θωθεί. Οι κυρίαρχες τάσεις της απορύθμισης και της παγκοσμιοποίησης με όπλα την ενιαία σκέψη και το νεοφιλελευθερισμό επιβάλλουν βαθιές αλλαγές στην κοινω­νία και την κουλτούρα, έτσι ώστε πολύ συχνά να προκα­λούν την εντύπωση της επιστροφής στην προ-μοντέρνα ε­ποχή. Η κουλτούρα βιώνει το στάδιο της παρατεταμένης αγωνίας.
Η κοινωνιολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία και όλες οι παραδοσιακές και μονοδιάστατες επιστήμες μονολογούν ουσιαστικά, αδυνατώντας να κατανοήσουν το μέγεθος, το βάθος, την έκταση και το σύνθετο χαρακτήρα των πραγματοποιούμενων και κυρίως των επερχόμενων αλ­λαγών.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία ο φωτι­σμός με τρόπο κριτικό της δομής της κυριάρχησης, η οποία είναι πλέον σύνθετη ή και πολύπλοκη. Να προκληθεί ένας διεπιστημονικός διάλογος, με στόχο την έξοδο από την κρί­ση και την επιστημολογική μονομέρεια της ειδίκευσης, την ανάπτυξη της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών επιστη­μονικών κλάδων. Να δημιουργηθούν τέλος, οι προϋποθέσεις, επιστημολογικές, μεθολογικές και θεωρητικές, για να ξεπεραστεί η βαθύτητα αλλοτριωτική ενιαία σκέψη.

 




* Οι οικονομολόγοι και άλλοι θεωρητικοί κάποτε μελετούσαν συστηματικά λίγο-πολύ τις αλλαγές του καπιταλισμού. Εδώ και αρκετά χρόνια όμως οι μεν πρώτοι απορροφούνται κυρίως με την καπιταλιστική λογιστική και αναπτυξιολογία (όπως για παράδειγμα ο Aglieta), οι δε δεύτεροι έχουν εκλείψει εντελώς, ενσωματωμένοι άλλοτε ως «ειδικοί» στα διάφορα υπουργικά γραφεία ή στους διάφορους οργανισμούς, κομματισμούς, κρατικούς και άλλους.

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΑΟΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ



Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

 

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΑΟΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ

 

https://panoplylab.files.wordpress.com/2010/12/cage.png 

J. Cage


Οι εργασίες μας βασίζονται σ’ ένα σημα­ντικό βαθμό στη θεωρητικοποίηση της έννοιας της αρνητικότητας, στη συνέχεια του ιστορικής σημασίας έργου του Th. Adorno, Dialectique négative31. Όμως, τόσο οι πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της επιστημολογίας προς τη θεωρητικοποίηση της έννοιας της συνθετότητας, όσο και η γε­νικότερη τάση προς τη συνθετοποίηση και την πολυπλοκό­τητα των σύγχρονων κοινωνιών (και συνακόλουθα των κοι­νωνικών και πολιτισμικών φαινομένων) υποχρεώνουν τη σκέψη και τη φιλοσοφία να εντάξει στην προβληματική της τις έννοιες ακριβώς της συνθετότητας και της πολυπλοκότητας, συνειδητοποιώντας συγχρόνως τις χαοτικές (με την επιστημολογική σημασία του όρου) διαστάσεις του όλου προβλήματος. Το ζητούμενο πλέον είναι κατά πόσο η αναπόφευκτη γενικότερη τάση της επιστημολογίας προς τη συνθετότητα και την πολυπλο­κότητα θα μπορέσει να ενσωματώσει την αντορνική αρνη­τική κριτική, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μίας νέ­ας διαλεκτικής και κριτικής σύνθεσης.

Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ



Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

Η σύγχρονη κριτική πολιτισμική θεωρία αφετηριακά στηρίζεται στις κατακτήσεις της αισθητικής της μοντέρ­νας τέχνης. Στη συνέχεια, επιδιώκει μια το ίδιο σύγχρονη προσέγγιση της κοινωνίας και της ιστορίας. Κατά τρίτο, τέλος, λόγο θεμελιώνεται στη διαλεκτική και κριτική φιλοσοφία και μεθοδολογία. Όμως η σύγχρονη κριτική σκέψη, εκτός από τη διερεύνηση θεμάτων αισθη­τικής και κοινωνικής θεωρίας ενταγμένων σε αυτή τη γενικότερη πολιτισμική προσέγγιση, θα πρέπει να ασχολη­θεί με έμφαση και με την κριτική ανάλυση και, ως εκ τού­του, με την κριτική τοποθέτηση απέναντι σε μερικά οπι­σθοδρομικά φαινόμενα που εμφανίστηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας 1990-90, τα περισσότερα από τα οποία διατηρούνται εξάλλου ακόμη σε κάποιο βαθμό. Αυτά κύρια εκδηλώθηκαν στο χώρο της τέχνης, της θεω­ρίας και της ιδεολογίας. Η κριτική προσέγγιση τους -που επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αποσύνθεσης των πρωτοποριών, κοινωνικών και καλλιτεχνικών- επέβαλε με τη σειρά της ακόμη και τη θυ­σία της αισθητικής μπροστά στην επείγουσα ανάγκη της κοινωνιολογικής -πάντοτε στη φρανκφουρτιανή εκδοχή της- πρώτιστα θεώρησης τους. Χωρίς την κοινωνιολογι­κή κατά βάση προσέγγιση του μεταμοντερνισμού θα ήταν αδύνατη η κατανόηση του «κοινωνικού περιεχομένου» και ακόμη λιγότερο του «περιεχομένου αλήθειας» του, προϋποθέσεις που αν δεν ισχύουν και οι δύο συγχρόνως, σύμφωνα με τον Αντόρνο, δεν νοείται η ύπαρξη της ό­ποιας αισθητικής. Και στο βαθμό που η φιλοσοφία δεν έ­χει νόημα αν δεν είναι κοινωνική φιλοσοφία, σύμφωνα με τον Χορκχάϊμερ17, κατά τρόπο ανάλογο, όπως θα έλεγε και ο Ρικέρ18, σήμερα δεν έχει νόημα η αισθητική, αν δεν είναι κοινωνική αισθητική. Και αυτό, παρά τη διδασκαλί­α της μνημειώδους Αισθητικής θεωρίας19 του Αντόρνο, σε αντίθεση μάλιστα με τις αισθητίζουσες20 -για να χρησιμοποι­ήσουμε ένα νεολογισμό- ερμηνείες (οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ακόμη και ως παρερμηνείες) της. Το κείμενο αυτό του Αντόρνο αποδίδει πράγματι μια προτεραιότητα στην αυτονομία του μοντέρνου έργου τέχνης, και γενικότερα του μοντέρνου αισθητικού φαινομένου, μεταθέτο­ντας την κοινωνική-(ολογική) ανάλυση σε ένα δεύτερο επίπεδο. Αλλά εδώ επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις:
α) Ο Αντόρνο όχι μόνο δεν αναθεώρησε ρητά ή υπόρρητα την κοινωνική φιλοσοφία της πρώιμης Σχολής της Φρανκφούρτης, αλλά και αντίθετα από ότι υποστηρίζεται από μερικούς αναλυτές του την ενσωμάτωσε διαλεκτικά και κριτικά στην αισθητική του θεώρηση, μετασχηματίζοντάς την έτσι σε μια άλλη και μάλιστα νέα ποιότητα, με κυρία αναφορά το πράγματι μοντέρνο, δηλαδή το υπάρχον τό­τε μοντέρνο και αυτόνομο έργο τέχνης. Από την άποψη αυτή, το τυπικό σύγχρονο του παράδειγμα που χρησιμο­ποιεί είναι το έργο του Μπέκετ (καθώς και το έργο των νεότερων αλλά και παλαιότερων πρωτοποριών).
β) Όταν πλέον αυτό το μοντέρνο και αυτόνομο αισθητικό-καλλιτεχνικό παράδειγμα έπαψε να υπάρχει, και μάλιστα, ακόμη χειρότερα, όταν εμφανίζεται και διαδί­δεται με εξαιρετική ευκολία ο μεταμοντερνισμός που θέ­τει μετωπικά σε αμφισβήτηση τις κατακτήσεις των πρω­τοποριών και της μοντέρνας γενικότερα τέχνης, το κρίσι­μο πρόβλημα που τίθεται είναι: τί είδους αισθητική μπο­ρεί να γίνει;
Βέβαια, στη συνέχεια του Μπέκετ δεν έλειψαν τα μο­ντέρνα παραδείγματα καλλιτεχνικού έργου, αν σκεφθού­με τον Μπέρνχαρντ, τον Σέρρα, τον Μάρντεν, τον Νουβέλ και ίσως αρκετούς άλλους μεγάλους μοντέρνους δη­μιουργούς. Αυτό που έγινε ήταν η υποχώρηση της μοντέρνας και κριτικής ιδεολογίας συνολικά, που σε στενή σύνδεση με την υποχώρηση και του κοινωνικού κινήμα­τος, δημιούργησε την εντύπωση της παντοδυναμίας του μεταμοντερνισμού. Όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει αισθητά τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό που το ρι­ζοσπαστικό πρόγραμμα συνολικής αλλαγής τείνει να ηγεμονεύσει και πάλι.                                                                                       
Η αισθητική στον 20ό αιώνα ήταν πάντοτε - και δεν μπορούσε να μην ήταν, αλλά και ούτε θα μπορέσει ποτέ να γίνει διαφορετικά- μια γενετική διαδικασία, μια δια­δικασία γένεσης, δημιουργίας της θεωρίας που άρμοζε και που συνδεόταν στενά με την αντίστοιχη διαδικασία δημιουργίας έργου τέχνης. Ο μεταμοντερνισμός, όμως, ό­χι μόνο δεν δημιούργησε ποτέ μια παρόμοια γενετική διαδικασία, αλλά και -ακόμη χειρότερα- ταυτίστηκε με τη συστηματική διαδικασία αποδόμησης του μοντερνι­σμού. Κι αυτή η διαδικασία, εμφανώς πλέον δεν οδήγησε στη δημιουργία κάποιου παρόμοιου ή άλλου ισάξιου έργου με το μοντέρνο, ούτε εξάλλου κάτι τέτοιο ήταν δυ­νατό, ούτε βέβαια καν πιθανό. Γενικότερα, ο μεταμοντερνισμός δεν είχε, ούτε περιέκλειε κάποιο στοιχείο θε­τικότητας. Όμως η δημιουργία μιας αισθητικής θεωρίας, και παρά τις αρνητικές συνιστώσες της, τη βασικά αρνη­τική κριτική της διάσταση, τις αρνητικές συνεπαγωγές της κ.λ.π., όπως αυτή μορφοποιήθηκε από τον Αντόρνο στην Αισθητική θεωρία22, στη συνέχεια της Αρνητικής δια­λεκτικής23 και σαφώς υπό τη βαθύτατη επίδραση της, είναι πρωταρχικά μια θετική πράξη. Είναι μια πράξη δη­μιουργίας, και ως τέτοια είναι πάντοτε θετική. Μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία μιας βασικά αρνητικής κριτικής της τέχνης, της κουλτούρας και της κοινωνίας και των με­ταξύ τους σχέσεων στην εποχή του ύστερου καπιταλι­σμού ή ακόμη και να βασίζεται σε μια αρνητική διαλεκτική· όμως όπως και η καλλιτεχνική δημιουργία γενικά και η μοντέρνα ειδικότερα ήταν μια δημιουργική-θετική πράξη, έτσι κι αυτή (δηλαδή η αντορνική αισθητική) ήταν το ίδιο δημιουργική, θετική. Από την άλλη, η αισθητική με την τρέχουσα σημασία της λέξης του μεταμοντερνισμού, είναι αντιδραστική με τριπλή έννοια: εκτός από απλό προϊόν άμεσης αντίδρασης απέναντι στο μο­ντερνισμό - και από την άποψη αυτή ήδη κατακριτέα και απορριπτέα - είναι συγχρόνως (και επομένως, ως αποτέλεσμα αυτής της στάσης σ' ένα μεγάλο βαθμό) δη­μιουργός της ανιστορικής ψευδαίσθησης περί υποτιθέμε­νης ύπαρξης της δυνατότητας διαγραφής μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου (: της μοντέρνας) και φαντασιακής και μόνο (ή κυρίως) παλινόρθωσης προμοντέρνων αι­σθητικών και μορφολογικών ιδιωμάτων. Ως εκ τούτου, είναι αντιδραστική, κατά τρίτο λόγο, και στο ιδεολογικό επίπεδο. Η συστηματική αισθητική του μεταμοντερνισμού (δηλαδή με τη φιλοσοφική σημασία της λέξης) είναι αδύνατη. Γιατί, σε τελική ανάλυση, τι είδους αισθητική ήταν δυνατή (και χρησιμοποιούμε ιστορικό χρόνο, γιατί ο μεταμοντερνισμός σαν ρεύμα δεν υφίσταται πλέον), όταν ένα καλλιτεχνικό ρεύμα είναι προϊόν μόνο και μόνο άμεσων-αδιαμεσολάβητων σχέσεων; Και εδώ η αμεσότη­τα, αν και χεγκελιανής προέλευσης, χάνει κάθε νόημα (δεδομένου ότι η αμεσότητα του εμπειρικού κόσμου, δη­λαδή των κοινωνικών σχέσεων είναι αλλοτριωμένη και πραγμοποιημένη και μάλιστα ολικά) είναι και αυτή  (η αμεσότητα) αλλοτριωμένη και πραγμοποιημένη και, σε κά­θε περίπτωση, από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει στη χειραφέτηση. Οπότε, τι νόημα έχει η αισθητική αμεσότη­τα της ολοκληρωμένης αλλοτρίωσης και πραγμοποίησης όπως έλεγε ο Αντόρνο; Μία τέτοια θεωρητικοποίηση άλλωστε δεν έχει εμφανιστεί από κανέναν, ούτε έχει εμφανιστεί από κανέναν κάποια τέτοια αισθητική. Και μονολεκτικά: δεν είναι δυνατή η αισθητική των καταστροφέων (μόνο και μόνο για την καταστροφή) της τέχνης και της κουλτούρας*.
Η αισθητική προϋποθέτει έργο τέχνης, το οποίο δεν υ­πήρξε από το μεταμοντερνισμό. Οπότε μ' αυτό το δεδομέ­νο - και η διαπίστωση πρέπει να είναι αυστηρή και ξεκά­θαρη, γιατί δεν επιτρέπονται σε καμία περίπτωση ερασι­τεχνισμοί και οπορτουνισμοί κάθε είδους - προείχε, και από μια άποψη προέχει ακόμη, η πριμοδότηση της κοινωνικής (-ολογικής) ανάλυσης. Διαφορετικά, δεν θα μπορού­σε ν’ αποκαλυφθεί το πρωτίστως κοινωνικά αλλά και ιδε­ολογικά αντιδραστικό περιεχόμενο του μεταμοντερνισμού. Έτσι, μόνο η κοινωνιολογική ανάλυση, με την έν­νοια που της προσδώσαμε πριν, μπορούσε να εργαστεί (και συνεχίζει να εργάζεται) συνειδητά κριτικά, ώστε να κατορθώσει να συλλάβει το παραπέρα δυνατό προχώρη­μα της σκέψης και της τέχνης, όσο ελάχιστο και αν θα ή­ταν αυτό. Και μόνιμο ζητούμενο είναι πάντοτε το ξεπέ­ρασμα. Διαφορετικά, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα ούτε η ανάλυση ούτε και η όποια κριτική. Στην αντίθετη περίπτωση η μεν ανάλυση γίνεται για την ανάλυση, και ο­δηγεί αναπόφευκτα στην ακαδημαϊκή φλυαρία και στην ακίνδυνη και απονευρωμένη επίσημη ανουσιολογία, η δε κριτική γίνεται μόνο για την κριτική και οδηγεί στην κριτικολογία άνευ αντικειμένου. Αντίθετα, μέσα σε συνθή­κες γενικευμένης καταστροφής, η ριζοσπαστική πεσιμι­στική σκέψη προσπαθεί από κάπου να πιαστεί, ν' ανοίξει ένα μικρό δρόμο, μια ρωγμή, μήπως τουλάχιστον σε μεθολογικό επίπεδο ανακαλύψει κάποια διέξοδο. Από την άποψη αυτή, η επιμονή σε μία κατά λέξη και μεμονωμέ­νη ανάγνωση της Αισθητικής θεωρίας24 του Αντόρνο θα ή­ταν ένας αθεράπευτος φορμαλισμός. Αλλά μήπως ο ίδιος ο Αντόρνο δεν έχει γράψει και μάλιστα κατ' επανάληψη στο ίδιο κείμενο του, ότι οι μορφές της τέχνης έχουν νόημα μόνο ως «κοινωνικά ιερογλυφικά»; Έτσι μπορεί να τεθεί το ερώτημα: από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του 1970, ποια αισθητική είναι δυνατή; Και γενικότερα: ποιο είναι ή μπορεί να είναι το νόημα της σύγχρονης αι­σθητικής; Χωρίς να μπαίνουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αυ­τό το πρόταγμα είναι το βασικότερο από κάθε άλλο και το επιτακτικότερο, συμφωνά με τον αριστερό χεγκελο-μαρξισμό. Δεν υπάρχει βιβλίο του Αντόρνο ή του Λεβέφρ που να μην έχει υπογραμμιστεί αυτή η υπέρτατη ανά­γκη, η οποία συγχρόνως αποτελούσε και τη βασικότερη κατευθυντήρια δύναμη της ίδιας της μοντέρνας δημιουρ­γίας. Το ίδιο ισχύει και στον Γκολντμάν, μόνο που εκεί το ξεπέρασμα συνδέεται στενά με τη θετικότητα25.
Με άλλους όρους, τίθεται επιτακτικά η ανάγκη του στοχασμού και του αναστοχασμού σχετικά με τη δυνατό­τητα ακόμη και της ίδιας της ύπαρξης της αισθητικής σή­μερα, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των τεχνών γε­νικά, και ειδικότερα των πλαστικών τεχνών. Οι πλαστικές τέχνες υπερείχαν σαφώς έναντι των άλλων τεχνών στη διάρκεια όλου του μοντέρνου κινήματος, αναφορικά με τη διαμόρφωση νέων, κριτικών και ριζοσπαστικών α­ντιλήψεων, τόσο στο επίπεδο της μορφής όσο και σ' αυτό, του υλικού. Εξάλλου ήταν στενά αυτά τα δύο επίπεδα, διαλεκτικά συνδεδεμένα. Η υπεροχή μάλιστα αυτή, που έφτανε ακόμη και σε ηγεμονία26 και προσδιόριζε πάντοτε αποφασιστικά τη στάση και των άλλων τεχνών (αν κανείς σκεφτεί για παράδειγμα την αναλυτική του επιπέδου που εισήγαγε ο Σεζάν, τις επιρρο­ές της, τις επιδράσεις και τις συνεπαγωγές της, και που ήταν υπαρκές όλες αυτές στο μοντέρνο κίνημα) με το μεταμοντερνισμό τέθηκε σε πλήρη αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί ο μεταμοντερνισμός πριμοδότησε το συγκυριακό, το ανορθόλογο, το θρυμματισμένο, το συνονθυλευματικό. Οπότε, τι αισθητική μπορεί να υπάρξει δεδομένων όλων αυτών των αρνητικών καταστάσεων, οι οποίες στήριξαν την κυριαρχία τους επί μια δεκαετία σ' αυταπάτες, στην επιφανειακότητα, στην ευτέλεια, στο λαμπερό αλλά συγ­χρόνως κίβδηλο και, τέλος σε ιδεολογήματα τα οποία ο μεταμοντερνισμός προσπάθησε να μετατρέψει σε ιδεο­λογία - ευτυχώς βέβαια χωρίς επιτυχία.
Επειδή συνειδητοποιήσαμε την κρίσιμη σημασία του θέματος απ' όταν άρχισε να διαδίδεται ο μεταμοντερνι­σμός (αρχές της δεκαετίας του 1980), έχουμε ήδη εργα­στεί πάνω σ' αυτό το θέμα και καταλήξαμε στο συμπέρα­σμα, ότι είναι ανάγκη να αναπτυχθεί μια νέα μοντέρνα τέχνη, ένα νέο μοντέρνο πρόγραμμα γενικότερα, ή ακό­μη η νεο-ανθρωπιστική τέχνη27. Επιπρόσθετα, και λόγω της σοβαρότητας του θέματος, επισημαίνουμε την ανά­γκη ανασυγκρότησης του μοντέρνου και ριζοσπαστικού προγράμματος (νεο-μοντερνισμού) σε νέες βάσεις. Σήμερα πλέον είναι ξεκάθαρο: Ο μεταμοντερνισμός στοιχειο­θετήθηκε πάνω στις βάσεις ενός ολοκληρωτικού αντιμοντερνισμού και στην ιδανικοποίηση της κατάργησης, της διαγραφής κάθε μοντερνιστικής προοπτικής και τέλος, της άρνησης, της πολεμικής ενάντια σε κάθε πρωτοπο­ριακή στάση. Και η διάλυση από τα μέσα και από τα έξω κάθε πρωτοποριακής και σύγχρονης καινοτόμας αντίλη­ψης για την πλαστικότητα του υλικού, της μορφής ή της γλώσσας (λογοτεχνικής, μουσικής κ.ά.) είχε - και συνεχί­ζει εξάλλου να έχει ακόμη - ασύλληπτες επιπτώσεις στη σύγχρονη τέχνη, η οποία σήμερα, μετά το σοκ του μετα-μοντερνισμού, αναζητά απεγνωσμένα και εναγώνια να αυτοπροσδιοριστεί και πάλι. Αυτός μάλιστα ο αυτοπροσδιορισμός δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από την κριτική επανεξέταση της αντίληψης για τη μοντέρνα και­νοτομία, η οποία είχε κυριαρχήσει κατά το πρώτο μισό του αιώνα στις εικαστικές τέχνες. Δεν υπάρχει μάλιστα αμφιβολία ότι η καινοτομία αυτή προσέλαβε ακόμη και ι­στορικές διαστάσεις -μια ιστορική μοναδικότητα- στο βαθμό που ανέδειξε, σύμφωνα με την Cauquelin, τη μο­ντέρνα πλαστικότητα, σε στενή σύνδεση με τη ριζοσπα­στική θώρηση του κόσμου των πρωτοποριών, σε κεντρική όχι μόνο στον εικαστικό χώρο αλλά και ευρύτερα28. Προσδιόρισε δηλαδή και μάλιστα μερικές φορές αποφασιστικά όλη τη σύγχρονη προβληματική για την τέχνη, έ­τσι ώστε το μοντέλο των πλαστικών τεχνών ιδίως μετά το μινιμαλισμό, να έχει γίνει βασικό για όλες τις μορφές τέ­χνης· να έχει γίνει δηλαδή σημείο αναφοράς, έτσι ώστε να είναι αδύνατο να παρακαμφθεί. Μ’ αυτή την έννοια, έχει προσδιορίσει και τη σύγχρονη προβληματική για την κουλτούρα (ή της κουλτούρας)29.
Μπορεί όμως το πρόβλημα να τεθεί και διαφορετικά ως εξής: Στη σημερινή εποχή που είναι μια εποχή παρα­γωγής και κυριαρχίας ειδικευμένων (και τεχνικών) γνώ­σεων, μπορεί να υπάρξει μια αισθητική συνθετική και ορθολογική, η οποία ακριβώς θ' αρνηθεί το μεταμοντέρ­νο κερματισμό; Αυτή η πάντοτε μοντέρνα - τουλάχιστον μοντέρνων προθέσεων, με τη χαμπερσιανή30 έννοια της λέξης - αισθητική σε ποια σύγχρονα πρωτοπόρα καλλιτε­χνικά παραδείγματα θα μπορούσε να στηριχθεί; Μια τέ­τοια προοπτική μπορεί να υπάρξει χωρίς στενή σύνδεση με τη διαδικασία σύλληψης και συγκρότησης (ή και ανα­συγκρότησης) ενός νέου μοντέρνου σχεδίου, με ιστορι­κές μάλιστα προθέσεις; Η ανασυγκρότηση όμως του γενικότερου μοντέρνου σχεδίου, στο βαθμό που επιτυγχά­νεται, δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα και τη συνακόλουθη, ολική ή μερική δεν έχει σημασία, ανασυ­γκρότηση της αισθητικής. Αλλά και η αισθητική αυτή ανασυγκρότηση δεν πρέπει να λάβει υπόψη της τα νεότερα κοινωνικά και ιδεολογικά δεδομένα και προβλήματα, τα νέα θέματα που αναδεικνύει και θ' αναδεικνύει η τέχνη με αυτόνομο τρόπο, τις νέες κατακτήσεις της, τα καινούργια και καινοτόμα στοιχεία που δημιουργεί και εισάγει διαρκώς. Η αισθητική, τέλος, αυτή ανασυ­γκρότηση περνά αναγκαστικά μέσα από την επαναδιαλεκτικοποίηση των σχέσεων της τέχνης με την κοινωνία, με­τά τη μεταφυσική νύχτα του μεταμοντερνισμού.



* Θα πρέπει να γίνουμε πιο σαφείς, όδον αφορά τα μοντέρνα «αριστουργή­ματα» της συλλογής Ιωάννου. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, α­φού ο ακραίος αισθητικός και καλλιτεχνικός μεταμοντερνισμός συνδέεται με την κουλτούρα (για την ακρίβεια, υποκουλτούρα) Νίτρο, σε στενή μάλι­στα σύνδεση με ιμπεριαλιστικά ιδρύματα, όπως το Γκουνγκεχάιμ. Αλλά, ποια άλλη σχέση εκτός από αυτή της αρνητικής κριτικής μπορεί να έχει με το πάνθεον του φαλλοκρατισμού, της υποκουλτούρας, της λάιτ-γιάπι τέχνης κ.λ.π. ο Αντόρνο και ο Μπένζαμιν;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ



Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Η ΜΙΚΡΟΔΟΜΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ1
Ι
Στις σημερινές συνθήκες που κυριαρχεί η πλήρης ιδεολογική και ως ένα πολύ σημαντικό βαθμό και πολιτισμική αποσύνθεση, είναι αναγκαίο να γίνει ένα βήμα παραπέρα2 στη συστηματική προσπάθεια για τη μελέτη των σύγχρονων κοινωνικών, αισθητικών και πολιτισμικών συνθηκών από τη σκοπιά της ολότητας και της διαλεκτικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το σύγχρονο κοινωνικό και ανθρωπολογικό πρόβλημα προσεγγίζεται με βάση τις ιστορικές αναλύσεις των Αντόρνο, Μπένζαμιν, Λούκατς, Λεφέβρ, Γκολντμάν, κ.ά., με στόχο τη συγκρότηση μιας νέας και μοντέρνας θεωρητικοποίησης. Οι αρνητικές επιπτώσεις του μεταμοντερνισμού στη σκέψη και την τέχνη λαμβάνονται υπόψη υπό την οπτική της ριζοσπαστικής κριτικής και της συνει­δητοποίησης της ανάγκης ξεπεράσματος της μεταμοντέρ­νας απαισιοδοξίας. Και αυτό το ξεπέρασμα σήμερα γίνεται ορατό, διακριτό, αντιληπτό.
Τα κείμενα μας πλέον έχουν ένα μικροδομικό χαρακτήρα, στη συνέχεια της θεωρητικοποίη­σης της έννοιας αυτής από τους Μπένζαμιν, Αντόρνο και Γκολντμάν, έτσι ώστε να καταστεί δυνατό ν’ αντιταχθεί η μικροδομική μορφή στην απορύθμιση της κουλτούρας, τη σημερινή δηλα­δή κυρίαρχη ψευδή ολότητα, ιδεολογία και πρακτική. Αυτή η νέα διαλυτική κατάσταση των πολιτιστικών, κοι­νωνικών και γενικότερα πολιτισμικών -κάποτε αυτόνο­μων- οντοτήτων απορρέει από τη διαδικασία απορύθμισης της οικονομίας και της κοινωνίας, που με έναν έντε­χνο τρόπο προωθεί και ενορχηστρώνει το σύστημα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και εδώ.
Η απορύθμιση της τέχνης, της κουλτούρας και γενι­κότερα της πολιτιστικής πρακτικής, ως προϊόν της απορύθμισης της οικονομίας και της κοινωνικής πρακτικής αντίστοιχα, είναι ίσως το κρισιμότερο θέμα για τη σκέψη σήμερα. Και η σκέψη, αν θέλει να διατηρήσει κάτι από το ζωτικό και επίκαιρο χαρακτήρα της, που την τροφοδοτεί εξάλλου με παραδείγματα, μοντέλα, μεθόδους και ανα­φορές στην αναπόδραστα ανελικτική πορεία της προς μερικές τουλάχιστον συνθετότερες θεωρητικοποιήσεις, οφείλει να εκληφθεί ως μια νέα ρυθμιστική-ορθολογιστική (με τη διαφωτιστική σημασία της λέξης) και ανασυνθεσιακή πρακτική. Διαφορετικά, θα ξεκόψει ορι­στικά τους συνδέσμους της από το πραγματικό, το μόνο που μπορεί να την αναζωογονήσει και να τη βγάλει από το μεταμοντέρνο λήθαργο, τον ακαδημαϊσμό, το σχολα­στικισμό, το θετικισμό κ.λ.π. Το πραγματικό (δηλαδή οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, όποιες και αν είναι αυ­τές) δεν έπαψε ποτέ να έχει αντιθέσεις, κινητήριες δυ­νάμεις και να περικλείει δυναμικές βελτίωσης, αλλαγής ή ακόμη και ανατροπής. Το μόνο που χρειάζεται είναι η αρνητική θεωρητικοποίησή του, η μόνη που μπορεί να ανεύρει και να καταδείξει τις δυνατότητες του (potentialités), έστω και τις πιο ελάχιστες. Και αυτό είναι το βασικότερο καθήκον της κριτικής σκέψης σήμερα, η οποία, εννοείται, θα πρέπει να αποφύγει τον εύκολο δρόμο της ψευτο-ηθικολογίας, βασικά ιδεολογικής - φενακιστικής μορφής, της οντολογίας, ακόμη και της κοινω­νικής (ή της θεωρούμενης ως τέτοιας), εκλαμβάνοντας την ως στατική και ως εκ τούτου πραγμοποιητική. Δεν θα πρέπει εξάλλου να ξεχνιέται ποτέ η περίφημη φράση του Μ. Χορκχάιμερ, σύμφωνα με την οποία η μόνη οντολογί­α που υπάρχει είναι αυτή του ταμείου ανεργίας. Μονολεκτικά, λοιπόν, το ερευνητικό, θεωρητικό και ιδε­ολογικό πρόγραμμα της σύγχρονης κριτικής και διαλε­κτικής σκέψης μπορεί ν’ αποδοθεί απλά με την εξής φράση: απορυθμίστε την απορύθμιση3.
Η κοινωνία έχει ήδη μπει στην περίοδο της κυριαρχί­ας των συστημάτων και των υποσυστημάτων, των ορθο­λογιστικά (και όχι ορθολογικά) δομημένων συστημάτων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε έχει διαμορφωθεί μια νέα πρωτόγνωρη κατάσταση. Και αυτή είναι απόρροια του προχωρήματος της διαδικασίας κοινωνικής ορθολογικοποίησης, η οποία συνεπάγεται συστηματοποίηση της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης, οι οποίες με τη σειρά τους αποκτούν κι αυτές μία συστηματική (ή συστημική, με την έννοια των αναλύσεων των Λιούμαν-Χάμπερμας4) συγκρότηση.
Η απορύθμιση της οικονομίας, της κοινωνίας και της κουλτούρας όχι μόνο δεν αντιβαίνει στη δημιουργία των συστημάτων και των υποσυστημάτων, αλλά αντίθετα επι­τείνει τη διαδικασία εμφάνισης και δομικής συγκρότησης τους στο βαθμό που ώθησε τη διαδικασία αποσύνθεσης του ενιαίου διαφωτιστικού προτύπου σε ακραίες μορφές, το οποίο παρά τις αντινομίες του είχε κατορθώσει να παραμείνει κυρίαρχο, να είναι το σύστημα αναφοράς μέχρι στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Με αυτό το δεδομένο, επιβάλλεται η συστηματική (ή, καλύτερα, συστημική) προ­σέγγιση της κουλτούρας: η κουλτούρα δομείται συστημικά. Δηλαδή, μέσα στη γενι­κότερη ιδεολογική αποδόμηση και αποσύνθεση η κουλτούρα δομείται, από λειτουργικής5 -κυρίως- άποψης, από και σε συστήματα και υποσυστήματα λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομα. Όμως, αυτή η προσέγγιση της κουλτούρας δεν μπορεί παρά να είναι συγχρόνως και αντισυστηματική ή αντισυστηματικά συστημική6. Εδώ υπονοείται η ανάγκη μετατροπής του αισθητικού μοντέλου σε πολιτισμικό (culturel), η οποία διατηρεί και αναπαράγει τη μη συστη­ματικότητα ή ακόμη και την αντισυστηματικότητα της μο­ντέρνας κυρίως τέχνης. Όμως αυτή η μετατροπή δεν εί­ναι μια εύκολη υπόθεση, όπως φαινομενικά μπορεί να θεωρηθεί, ούτε και προφανής. Σε κάθε περίπτωση, προ­ϋποθέτει μια συστηματική μετακριτική θεωρητικοποίηση, όπως την έχουμε επεξεργαστεί στα διάφορα κείμενα μας. Όμως, όπως λέει και η Αρέντ η αφετηρία για κάθε παραπέρα επέκταση ή μετατροπή του μοντέλου είναι η τέχνη ή, με άλλα λόγια, το μοντέλο είναι κατά βάση και πρωταρχικά αισθητικό7.
Μέσα στο γενικότερο σύγχρονο πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται στα νεώτερα χρόνια υπό την επίδραση των αρνητικών επιπτώσεων της αποδόμησης και της απορύθμισης του κοινωνικού, οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι και πολιτισμικές. Ή, διαφορετικά, οι αντιθέσεις εί­ναι κυριαρχικά πλέον πολιτισμικές. Κατά συνέπεια, η ανάλυση και κυρίως η κριτική πρέπει να μεταφερθούν στην καρδιά του συστήματος, να εκμεταλλευτούν τις ενδοσυστημικές αντιθέσεις και αντινομίες και να προσδώ­σουν σταθερά έμφαση στην αρνητική στάση, στην αρνη­τική διαλεκτική, αν δεν θέλουν να ενσωματωθούν· να υπογραμμίσουν τη σημασία της αρνητικής και, ακριβέ­στερα, της συστηματικά αρνητικής πράξης στο πολιτισμι­κό επίπεδο, όπως την προσδιορίσαμε παραπάνω, αλλά πάντοτε από την άποψη της διερεύνησης των δυνατοτήτων του επιβαλλόμενου εμμενούς ξεπεράσμα­τος. Αυτό είναι πολύ σχηματικά το μοντέρνο θεωρητικό σχέδιο, και προϋποθέτει την ανάπτυξη μίας δραστηριό­τητας λιγότερο ή περισσότερο συνειδητής σε όλα τα επίπεδα: Ανάλυση και κριτική των κοινωνικών δεδομένων και πρακτικών, μελέτη της σύγχρονης καλλι­τεχνικής δημιουργίας, πολιτισμική (εννοείται και κοινωνική) πράξη κλπ. Διαφορετικά, η έννοια της ολότητας, καθώς και η αντίληψη περί ενότητας θεωρίας και πράξης χάνουν κάθε νόημα.
Πρόκειται για μια κοινωνική πράξη όπως παραδοσια­κά είχε θεωρητικοποιηθεί από τον αριστερό χεγκελο-μαρξισμό, που συνεχίζει ακόμη να θεωρητικοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο. Όμως η θεωρητικοποίηση αυτή σή­μερα δεν είναι αρκετή. Η πράξη έχει προσλάβει και πολιτισμικές διαστάσεις. Και ακόμη καλύτερα: Κατά τη σύγχρονη κριτική θεώρηση, η πράξη είναι - και, αν δεν είναι, επιβάλλεται να γίνει -πρωταρχικά, κεντρικά πολι­τισμική. Ακόμη περισσότερο είναι κοινωνική στο βαθμό που θα είναι (και) πολιτισμική. Δηλαδή, η πολιτισμική πράξη συμπυκνώνει και μια αντίστοιχη κοινωνική, και έ­τσι συνενώνονται οι δύο σε μία. Ή με άλλα λόγια: Η πρά­ξη (κοινωνική, ιδεολογική, πολιτική, κλπ.) έχει νόημα σήμερα, στο βαθμό που αναφέρεται ή ανάγεται σε μία γενικότερη και σφαιρικότερη δομή, όπως έλεγε ο Γκολντμάν, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι η πολι­τισμική. Εν ολίγοις, πρέπει να γίνει μια πλήρης αντιστροφή του μοντέλου. Διαφορετικά, θα παραμένου­με δέσμιοι παραδοσιακών αντιλήψεων.
Το ίδιο ισχύει και για τη σύγχρονη τέχνη (: καλλιτεχνική πράξη). Δηλαδή, η θεώρηση και αυτής (: σύγχρονη αισθητι­κή), παρά το γεγονός της υποχρεωτικής ή ακόμη της εγγενούς σχετικής αυτονομίας της, πρέπει να συνδεθεί ή να αναχθεί σε μια γενικότερη θεωρητικοποίηση του σύγχρονου πολιτισμικού γίγνεσθαι συνολικά. Η αισθητική, και γε­νικότερα η αισθητική της μοντέρνας τέχνης, είχε -και συ­νεχίζει να έχει- την τάση να υπογραμμίζει την αυτονομία αυτής της τέχνης. Σήμερα όμως, λόγω των γενικότερων αναθεωρήσεων που γίνονται σε διεθνές επίπεδο και που οφεί­λονται κατά βάση στην ανάδειξη πολιτισμικών προβλημά­των και θεωρητικοποιήσεων σε πρωτεύοντα, επιβάλλεται και σ’ αυτόν τον τομέα η επανασύνδεση της αισθητικής και καλλιτεχνικής πράξης με τη γενικότερη πολιτισμική διαδι­κασία, υπό το πρίσμα της διαπολιτισμικότητας και της πολυπολιτισμικότητας. Και αυτή η μεθοδολογική διαφοροποίη­ση πρέπει να φτάσει στην παραδοχή: δεν μπορεί να υπάρ­ξει αισθητική θεωρητικοποίηση χωρίς μια γενικότερη κριτι­κή πολιτισμική θεωρία, η οποία βέβαια δεν υποχρεούται να υιοθετήσει τον όποιον μεταμοντέρνο διαφορετισμό (differentialisme).

ΙΙ

Η σύγχρονη θεώρηση δεν μπορεί παρά να είναι μια συνειδητά ριζοσπαστική στάση, μια πράξη αντίστασης απέναντι στην πολιτισμικό-διαφημιστική ατσαλένια αρά­χνη που μας περιβάλλει ήδη, χωρίς μάλιστα να το έχουμε καταλάβει ή υποπτευθεί, και που συνεχίζει σταθερά να διαβρώνει κάθε γνήσιο πολιτισμικό, αισθητικό, καλλιτε­χνικό κλπ. φαινόμενο ή δρώμενο. «Όταν τα πράγματα α­κολουθούν την πορεία τους, πρόκειται για καταστροφή», έγραφε ο Μπένζαμιν. Θα πρέπει, λοιπόν, οπωσδήποτε κάτι να παρεμβληθεί σ' αυτήν την πορεία, ώστε να αντι­στραφεί η τελεσίδικη - ίσως - διαδικασία εκφυλισμού της τέχνης και της κουλτούρας σε διαφημιστικό εξάρτημα, σε ιδεολόγημα κυριαρχίας, αλλοτρίωσης και υποταγής. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνία βιώνει το τέλος κάθε θετικό­τητας και ποιότητας. Και η ποιότητα αποκτά μια άλλη, ουσιαστική διάσταση, εφόσον έχει περιέλθει σε μια φά­ση σαφούς υποχώρησης ο ιστορικός και ο νεότερος μοντερνισμός, ο οποίος, όπως πολύ σωστά το είχε υπογραμ­μίσει ο Αντόρνο8, είχε συνδεθεί πολύ στενά με την ποιότητα, με ο,τι ποιοτικό γινόταν, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που το ποιοτικό προϋπέθετε το μοντέρνο. Αντιστρέφο­ντας μάλιστα το συλλογισμό του Αντόρνο, μπορούμε να ι­σχυριστούμε ότι αυτό που προέχει σήμερα (στην εποχή δηλαδή του βιομηχανικά και συστηματικά παραγόμενου μη-ποιοτικού, το οποίο έχει πλέον κατακλύσει κάθε κοι­νωνική και πολιτισμική δραστηριότητα, ακόμη και στην ελάχιστη εκδήλωση της) είναι ακριβώς και εκ νέου το ποιοτικό, η δημιουργία του ποιοτικού, ακόμη και αν δεν συνδέεται αναγκαστικά σε μορφολογικό ή ίσως και σε άλλο επίπεδο με το μοντέρνο.
Η συνειδητή αναζήτηση του ποιοτικού9 εκ μέρους της τέχνης, της σκέψης και της κουλτούρας στην εποχή της γενικευμένης βαρβαρότητας που είναι η σημερινή, προσλαμβάνει διαστάσεις συνειδητής αντίστασης και άρνη­σης. Το ποιοτικό δηλαδή και οι απαιτήσεις για το ποιοτι­κό αντιπαλεύουν συνειδητά την αποσύνθεση της κουλ­τούρας, που συστηματικά παράγει ή ακόμη και προωθεί οργανωμένα το σύστημα, και μάλιστα σε κάθε περίπτωση σθεναρά την υποταγή και την αλλοτρίωση της. Και το θέ­μα αυτό, δηλαδή την ανάγκη ανάδειξης της ποιότητας, του ποιοτικού ως βασικής συνιστώσας όχι μόνο της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής πράξης, αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης υπογραμμίζει με έμφαση η σύγχρονη ρι­ζοσπαστική θεωρητικοποίηση. Αλλά πρέπει να πάμε α­κόμη παραπέρα: η αναζήτηση σήμερα και η δημιουργία του ποιοτικού είναι δυνατό να οδηγήσει στην ανασυ­γκρότηση του μοντέρνου σχεδίου που έχει ανάγκη εκ νέ­ου η τέχνη, η σκέψη, η κουλτούρα και η κοινωνία. Από την άποψη αυτή, πρέπει να επισημανθεί η μεθοδολογική και η επιστημολογική σημασία της έννοιας της ποιότητας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε στην διαδικασία σύλλη­ψης του σύγχρονου αισθητικού ή κουλτουραλιστικού μο­ντέλου επιβάλλεται να αποδοθεί μια προτεραιότητα σε αυτήν. Και όχι μόνον αυτό: η επιβαλλόμενη από τα ίδια τα πράγματα μετατροπή της παλιάς κοινωνικής ουτοπίας σε πολιτισμική δεν μπορεί παρά να έχει ως σημείο α­ναφοράς την ποιότητα, και μάλιστα δεν μπορεί να πραγ­ματοποιηθεί παρά μέσω αυτής.
Ο πολιτισμός είναι διαρκής διαδικασία καταστροφής και δημιουργίας. Υπάρχει πάντοτε κάτι που πεθαίνει και κάτι που επιζεί. Και, προφανώς, έχει σημασία το μέρος ε­κείνο του πολιτισμού που επιβιώνει και αναπτύσσεται. Στην προκείμενη περίπτωση, η απορύθμιση έχει σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν ολόκληρα κοινωνικά στρώ­ματα, πολιτιστικά και κοινωνικά κινήματα, πολλές κατα­κτήσεις του πνεύματος και της κουλτούρας. Από την άλ­λη, και ως απάντηση σ' αυτήν την αποσυνθετική κατάστα­ση και διαδικασία εμφανίστηκε η διαπολιτισμικότητα, αν και ακόμη δεν είναι πολύ ισχυρή. Στο βαθμό όμως που η πολιτισμική διαδικασία επανασυνδεθεί με την κοινωνική ουτοπία, η καθολικότητα αυτής της διαπολιτισμικότητας - και τουλάχιστον η τάση προς αυτήν - θα κατορθώσει να παύσει να είναι αφηρημένη. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα το δημιουργικό, το ενεργό τμήμα του πολιτισμού είναι αυτό που συνδέεται στενά με την πολυπολιτισμικότητα10 και τη διαπολιτισμικότητα, ως έκφραση των νέων ανα­γκών για επικοινωνία που έχει δημιουργήσει, μάλλον άθελα της η απορύθμιση.
Βέβαια, η κοινωνία συνεχίζει να βιώνει το τέλος κάθε θετικότητας και ποιότητας. Και το μέγα ζητούμενο είναι, αν σε και ποιόν βαθμό είναι αντιστρέψιμη ή και ανατρέ­ψιμη αυτή η κατάσταση, η πορεία δηλαδή προς την γενικευμένη αποκουλτουροποίηση.
Η αποσπασματοποίηση του κοινωνικού αντανακλάται και αναπαράγεται στο ιδεολογικό. Αυτή η διαδικασία γί­νεται σήμερα μέσα από αναρχοφιλελεύθερα πρότυπα και αντίστοιχες πρακτικές, με στόχο τον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας τμημάτων της οικονομίας, της κοινωνίας και της κουλτούρας από ιδιώτες μεγαλοκαπιταλιστές, καθώς και από μεγάλους οργανισμούς, ιδιωτικούς ή και κρατικούς έχει ελάχιστη σημασία από την στιγμή που βρίσκονται υπό φιλελεύθερο έλεγχο. Από την άλλη, ο σύγχρονος καπιταλισμός μετασχηματίζεται σε μια νέα οντότητα μέσα από τη συστηματική καρτελοποίηση νέου τύπου, η οποία στα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη: συνένωση του εναπομένοντος, μετά τις συνεχείς ιδιωτικοποιήσεις, κρατικού με το ιδιωτικό, υπό την ηγε­μονία προφανώς του ιδιωτικού· συνένωση του παραδο­σιακού με το «μοντέρνο», του «παραγωγικού» και του επικοινωνιακού, συνένωση τμημάτων της βιομηχανίας, της κουλτούρας, του θεάματος και των show business· συνέ­νωση του κάθετου με το κάθετο και του οριζόντιου με το οριζόντιο, με σαφείς τις τάσεις κυριαρχίας του δεύτερου· συνένωση, τέλος, κάθε μορφής με χρηματιστηριακά μόνο κριτήρια. Πρόκειται για συνένωση γιγαντιαίων διαστά­σεων σε εθνικό και συγχρόνως σε διεθνές επίπεδο, αλλά όχι συγχώνευση, όπως γινόταν παλαιότερα, που ως κατά­σταση είχε συνδεθεί με την εμφάνιση του πρώιμου ι­μπεριαλισμού. Πρόκειται για συνενώσεις αποσπασματι­κών και ετερόκλητων στοιχείων, μορφών και δομών που συνεχίζουν να παραμένουν έτσι. Και όχι μόνον αυτό: η νέα οικονομικο-κοινωνικο-πολιτισμική κατάσταση, όπως πολύ επιγραμματικά την περιγράψαμε πριν, έχει οδηγή­σει την σκέψη στη θεωρητικοποίηση με απόλυτους όρους της αποσπασματοποίησης, η ακόμη και στην ιδανικοποίησή της. Έτσι η σκέψη έχει ξεπέσει σε μια πρωτόγονη κατάσταση με κύριο χαρακτηριστικό το τέλος των διαμε­σολαβήσεων. Σήμερα κυριαρχεί ένας λόγος άμεσος, α­πλοϊκός, σχηματικός, δημαγωγικός, αβασάνιστος: χωρίς καμία προβληματική11, κριτική και αυτοκριτική διάσταση. Αντίθετα, για την σύγχρονη κριτική σκέψη, προέχουν σή­μερα το ανασυγκροτησιακό, το μοντέρνο και ορθολογικό σχέδιο, κατά τα χαμπερμασιανά πρότυπα12 και η συνειδητοποίηση της αναντικατάστατης σημασίας της αρνητικότητας, κατά τα αντορνικά πρότυπα της Αρνητικής διαλεκτι­κής13.
Η αρνητικότητα (ή η αρνητική πράξη) πρέπει σήμε­ρα να αναπτυχθεί πρώτιστα στο χώρο της κουλτούρας. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται η επαναφορά της θεώρησης της αντορνικής αρνητικότητας στο κέντρο της σύγχρονης (ή και της μοντέρνας) προβληματικής της πολιτισμικής θεωρίας, αν ποτέ θεωρηθεί ότι αυτή δεν ήταν κεντρική και επίκαιρη. Από την άλλη, επιβάλλεται η θεωρητικοποίηση και η συστηματικοποίηση των πρακτικών άρ­νησης που αναδεικνύονται ήδη στον πολιτισμικό χώρο, ως σύνθετο προϊόν των εσωτερικών του αντιθέσεων. Χρειάζεται δηλαδή να εντοπισθούν και να αναδειχθούν οι διαδικασίες αρνητικής πολιτισμικής πράξης, που ήδη παράγονται με έναν αυθόρμητο, λιγότερο ή περισσότερο, τρόπο: μικροδομικά. Κι αυτό γιατί το σύστημα έχει μετα­τραπεί ήδη σε οικονομικο-επικοινωνησιακο-πολιτισμικό, με όλες τις επιπτώσεις που έχει αυτή η ιστορικού χαρα­κτήρα και περιεχομένου μετατροπή. Έτσι, μόνο μια στα­θερά αρνητική στάση απέναντι σε όλες τις εκδηλώσεις και τους αντίστοιχους φορείς του συστήματος (και στην προκειμένη περίπτωση τους υπαλλήλους του επικοινωνίας, βλέπε προπαγάνδας14) μπορεί να οδηγήσει σε μορφές και πρακτικές χειραφέτησης.
Ως εκ τούτου, και επειδή η κουλτούρα είναι από τη φύ­ση της η πιο συνθέτη οντότητα που υπάρχει, η δομή δηλα­δή που περιβάλλει όλες τις άλλες, κι έτσι είναι πολύ πιο συνθέτη από την τέχνη την οποία σε κάθε περίπτωση εμπεριέχει (η το υποσύστημα τέχνη), δεν έχουμε ανάγκη πλέον μόνο αισθητικά αλλά και πολιτισμικά μοντέλα, κα­θώς και τη σύνθεση τους σε μια νέα ορθολογική, καθολι­κή και δυναμική (διαλεκτική) θεώρηση: την κριτική πο­λιτισμική θεωρία.
Σύμφωνα όμως με το πνεύμα της αντορνικής αρνητι­κής διαλεκτικής, και λαμβάνοντας υπόψη τις ασύλληπτες, ακόμη και για τον Αντόρνο της δεκαετίας 1960-70, ενσωματωσιακές ικανότητες που έχει αναπτύξει εν τω μεταξύ το σύστημα, αλλά και τη σύμφυτη με αυτές δύναμη καταφατικοποίησης, με την έννοια των αναλύσεων του Μαρκούζε15, έμβλημα της σύγχρονης κριτικής σκέψης πρέπει να γίνει16 η εξής θέση: καμία θετικότητα.