Β.
ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ
Η
ΜΙΚΡΟΔΟΜΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ1
Ι
Στις σημερινές συνθήκες που κυριαρχεί η πλήρης ιδεολογική και ως
ένα πολύ σημαντικό βαθμό και πολιτισμική αποσύνθεση, είναι αναγκαίο να γίνει
ένα βήμα παραπέρα2 στη συστηματική προσπάθεια για τη μελέτη των
σύγχρονων κοινωνικών, αισθητικών και πολιτισμικών συνθηκών από τη σκοπιά της
ολότητας και της διαλεκτικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το σύγχρονο κοινωνικό
και ανθρωπολογικό πρόβλημα
προσεγγίζεται με βάση τις ιστορικές αναλύσεις των
Αντόρνο, Μπένζαμιν, Λούκατς, Λεφέβρ, Γκολντμάν, κ.ά., με στόχο τη συγκρότηση
μιας νέας και μοντέρνας θεωρητικοποίησης. Οι αρνητικές επιπτώσεις του
μεταμοντερνισμού στη σκέψη και την τέχνη λαμβάνονται υπόψη υπό την οπτική της
ριζοσπαστικής κριτικής και της συνειδητοποίησης της ανάγκης ξεπεράσματος της
μεταμοντέρνας απαισιοδοξίας. Και αυτό το ξεπέρασμα σήμερα γίνεται ορατό,
διακριτό, αντιληπτό.
Τα κείμενα μας πλέον έχουν ένα μικροδομικό χαρακτήρα, στη συνέχεια
της θεωρητικοποίησης της έννοιας αυτής από τους Μπένζαμιν, Αντόρνο και Γκολντμάν,
έτσι ώστε να καταστεί δυνατό ν’ αντιταχθεί η μικροδομική μορφή στην απορύθμιση
της κουλτούρας, τη σημερινή δηλαδή κυρίαρχη ψευδή ολότητα, ιδεολογία και
πρακτική. Αυτή η νέα διαλυτική
κατάσταση των πολιτιστικών, κοινωνικών και γενικότερα πολιτισμικών -κάποτε
αυτόνομων- οντοτήτων απορρέει από τη διαδικασία απορύθμισης της οικονομίας και
της κοινωνίας, που με έναν έντεχνο τρόπο προωθεί και ενορχηστρώνει το σύστημα
από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και εδώ.
Η απορύθμιση της τέχνης, της κουλτούρας και γενικότερα της
πολιτιστικής πρακτικής, ως προϊόν της απορύθμισης της οικονομίας και της
κοινωνικής πρακτικής αντίστοιχα, είναι ίσως το κρισιμότερο θέμα για τη σκέψη
σήμερα. Και η σκέψη, αν θέλει να διατηρήσει κάτι από το ζωτικό και επίκαιρο
χαρακτήρα της, που την τροφοδοτεί εξάλλου με παραδείγματα, μοντέλα, μεθόδους
και αναφορές στην αναπόδραστα ανελικτική πορεία της προς μερικές τουλάχιστον
συνθετότερες θεωρητικοποιήσεις, οφείλει να εκληφθεί ως μια νέα ρυθμιστική-ορθολογιστική
(με τη διαφωτιστική σημασία της λέξης) και ανασυνθεσιακή πρακτική. Διαφορετικά,
θα ξεκόψει οριστικά τους συνδέσμους της από το πραγματικό, το μόνο που μπορεί
να την αναζωογονήσει και να τη βγάλει από το μεταμοντέρνο λήθαργο, τον
ακαδημαϊσμό, το σχολαστικισμό, το θετικισμό κ.λ.π. Το πραγματικό (δηλαδή οι
σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, όποιες και αν είναι αυτές) δεν έπαψε ποτέ να
έχει αντιθέσεις, κινητήριες δυνάμεις και να περικλείει δυναμικές βελτίωσης,
αλλαγής ή ακόμη και ανατροπής. Το μόνο που χρειάζεται είναι η αρνητική
θεωρητικοποίησή του, η μόνη που μπορεί να ανεύρει και να καταδείξει τις
δυνατότητες του (potentialités),
έστω και τις πιο ελάχιστες. Και αυτό είναι το βασικότερο καθήκον της κριτικής
σκέψης σήμερα, η οποία, εννοείται, θα πρέπει να αποφύγει τον εύκολο δρόμο της
ψευτο-ηθικολογίας, βασικά ιδεολογικής - φενακιστικής μορφής, της οντολογίας,
ακόμη και της κοινωνικής (ή της θεωρούμενης ως τέτοιας), εκλαμβάνοντας την ως
στατική και ως εκ τούτου πραγμοποιητική. Δεν θα πρέπει εξάλλου να ξεχνιέται
ποτέ η περίφημη φράση του Μ. Χορκχάιμερ, σύμφωνα με την οποία η μόνη οντολογία
που υπάρχει είναι αυτή του ταμείου ανεργίας. Μονολεκτικά, λοιπόν, το
ερευνητικό, θεωρητικό και ιδεολογικό πρόγραμμα της σύγχρονης κριτικής και
διαλεκτικής σκέψης μπορεί ν’ αποδοθεί απλά με την εξής φράση: απορυθμίστε
την απορύθμιση3.
Η κοινωνία έχει ήδη μπει στην περίοδο της κυριαρχίας των
συστημάτων και των υποσυστημάτων, των ορθολογιστικά (και όχι ορθολογικά)
δομημένων συστημάτων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε έχει διαμορφωθεί μια νέα
πρωτόγνωρη κατάσταση. Και αυτή είναι απόρροια του προχωρήματος της διαδικασίας
κοινωνικής ορθολογικοποίησης, η οποία συνεπάγεται συστηματοποίηση της
αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης, οι οποίες με τη σειρά τους αποκτούν κι αυτές
μία συστηματική (ή συστημική, με την έννοια των αναλύσεων των Λιούμαν-Χάμπερμας4)
συγκρότηση.
Η απορύθμιση της οικονομίας, της κοινωνίας και της κουλτούρας όχι
μόνο δεν αντιβαίνει στη δημιουργία των συστημάτων και των υποσυστημάτων, αλλά
αντίθετα επιτείνει τη διαδικασία εμφάνισης και δομικής συγκρότησης τους στο
βαθμό που ώθησε τη διαδικασία αποσύνθεσης του ενιαίου διαφωτιστικού προτύπου σε
ακραίες μορφές, το οποίο παρά τις αντινομίες του είχε κατορθώσει να παραμείνει
κυρίαρχο, να είναι το σύστημα αναφοράς μέχρι στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Με αυτό το δεδομένο, επιβάλλεται η συστηματική (ή, καλύτερα, συστημική) προσέγγιση
της κουλτούρας: η κουλτούρα δομείται συστημικά. Δηλαδή, μέσα στη γενικότερη
ιδεολογική αποδόμηση και αποσύνθεση η κουλτούρα δομείται, από λειτουργικής5
-κυρίως- άποψης, από και σε συστήματα και υποσυστήματα λιγότερο ή περισσότερο
αυτόνομα. Όμως, αυτή η προσέγγιση της κουλτούρας δεν μπορεί παρά να είναι
συγχρόνως και αντισυστηματική ή αντισυστηματικά συστημική6. Εδώ
υπονοείται η ανάγκη μετατροπής του αισθητικού μοντέλου σε πολιτισμικό (culturel), η οποία διατηρεί και αναπαράγει τη μη συστηματικότητα ή ακόμη
και την αντισυστηματικότητα της μοντέρνας κυρίως τέχνης. Όμως αυτή η μετατροπή
δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, όπως φαινομενικά μπορεί να θεωρηθεί, ούτε και
προφανής. Σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει μια συστηματική μετακριτική
θεωρητικοποίηση, όπως την έχουμε επεξεργαστεί στα διάφορα κείμενα μας. Όμως,
όπως λέει και η Αρέντ η αφετηρία για κάθε παραπέρα επέκταση ή μετατροπή του
μοντέλου είναι η τέχνη ή, με άλλα λόγια, το μοντέλο είναι κατά βάση και
πρωταρχικά αισθητικό7.
Μέσα στο γενικότερο σύγχρονο πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται στα
νεώτερα χρόνια υπό την επίδραση των αρνητικών επιπτώσεων της αποδόμησης και της
απορύθμισης του κοινωνικού, οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι και πολιτισμικές. Ή,
διαφορετικά, οι αντιθέσεις είναι κυριαρχικά πλέον πολιτισμικές. Κατά συνέπεια,
η ανάλυση και κυρίως η κριτική πρέπει να μεταφερθούν στην
καρδιά του συστήματος, να εκμεταλλευτούν τις ενδοσυστημικές αντιθέσεις και
αντινομίες και να προσδώσουν σταθερά έμφαση στην αρνητική στάση, στην αρνητική
διαλεκτική, αν δεν θέλουν να ενσωματωθούν· να υπογραμμίσουν τη σημασία της
αρνητικής και, ακριβέστερα, της συστηματικά αρνητικής πράξης στο πολιτισμικό
επίπεδο, όπως την προσδιορίσαμε παραπάνω, αλλά πάντοτε από την άποψη της
διερεύνησης των δυνατοτήτων του επιβαλλόμενου εμμενούς ξεπεράσματος. Αυτό
είναι πολύ σχηματικά το μοντέρνο θεωρητικό σχέδιο, και προϋποθέτει την ανάπτυξη
μίας δραστηριότητας λιγότερο ή περισσότερο συνειδητής σε όλα τα επίπεδα:
Ανάλυση και κριτική των κοινωνικών δεδομένων και πρακτικών, μελέτη της
σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, πολιτισμική (εννοείται και κοινωνική)
πράξη κλπ. Διαφορετικά, η έννοια της ολότητας, καθώς και η αντίληψη περί
ενότητας θεωρίας και πράξης χάνουν κάθε νόημα.
Πρόκειται για μια κοινωνική πράξη όπως παραδοσιακά είχε
θεωρητικοποιηθεί από τον αριστερό χεγκελο-μαρξισμό, που συνεχίζει ακόμη να
θεωρητικοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο. Όμως η θεωρητικοποίηση αυτή σήμερα δεν
είναι αρκετή. Η πράξη έχει προσλάβει και πολιτισμικές διαστάσεις. Και ακόμη
καλύτερα: Κατά τη σύγχρονη κριτική θεώρηση, η πράξη είναι - και, αν δεν είναι,
επιβάλλεται να γίνει -πρωταρχικά, κεντρικά πολιτισμική. Ακόμη περισσότερο
είναι κοινωνική στο βαθμό που θα είναι (και) πολιτισμική. Δηλαδή, η πολιτισμική
πράξη συμπυκνώνει και μια αντίστοιχη κοινωνική, και έτσι συνενώνονται οι δύο
σε μία. Ή με άλλα λόγια: Η πράξη (κοινωνική, ιδεολογική, πολιτική, κλπ.) έχει
νόημα σήμερα, στο βαθμό που αναφέρεται ή ανάγεται σε μία γενικότερη
και σφαιρικότερη δομή, όπως έλεγε ο Γκολντμάν, η οποία στην προκειμένη
περίπτωση είναι η πολιτισμική. Εν ολίγοις, πρέπει να γίνει μια πλήρης
αντιστροφή του μοντέλου. Διαφορετικά, θα παραμένουμε δέσμιοι παραδοσιακών
αντιλήψεων.
Το ίδιο ισχύει και για τη σύγχρονη τέχνη (: καλλιτεχνική πράξη).
Δηλαδή, η θεώρηση και αυτής (: σύγχρονη αισθητική), παρά το γεγονός της
υποχρεωτικής ή ακόμη της εγγενούς σχετικής αυτονομίας της, πρέπει να συνδεθεί ή
να αναχθεί σε μια γενικότερη θεωρητικοποίηση του σύγχρονου πολιτισμικού
γίγνεσθαι συνολικά. Η αισθητική, και γενικότερα η αισθητική της μοντέρνας
τέχνης, είχε -και συνεχίζει να έχει- την τάση να υπογραμμίζει την αυτονομία
αυτής της τέχνης. Σήμερα όμως, λόγω των γενικότερων αναθεωρήσεων που γίνονται
σε διεθνές επίπεδο και που οφείλονται κατά βάση στην ανάδειξη πολιτισμικών
προβλημάτων και θεωρητικοποιήσεων σε πρωτεύοντα, επιβάλλεται και σ’ αυτόν
τον τομέα η επανασύνδεση της αισθητικής και καλλιτεχνικής πράξης με τη
γενικότερη πολιτισμική διαδικασία, υπό το πρίσμα της διαπολιτισμικότητας και
της πολυπολιτισμικότητας. Και αυτή η μεθοδολογική διαφοροποίηση πρέπει να
φτάσει στην παραδοχή: δεν μπορεί να υπάρξει αισθητική θεωρητικοποίηση χωρίς
μια γενικότερη κριτική πολιτισμική θεωρία, η οποία βέβαια δεν
υποχρεούται να υιοθετήσει τον όποιον μεταμοντέρνο διαφορετισμό (differentialisme).
ΙΙ
Η σύγχρονη θεώρηση δεν μπορεί παρά να είναι μια συνειδητά
ριζοσπαστική στάση, μια πράξη αντίστασης απέναντι στην πολιτισμικό-διαφημιστική
ατσαλένια αράχνη που μας περιβάλλει ήδη, χωρίς μάλιστα να το έχουμε καταλάβει
ή υποπτευθεί, και που συνεχίζει σταθερά να διαβρώνει κάθε γνήσιο πολιτισμικό,
αισθητικό, καλλιτεχνικό κλπ. φαινόμενο ή δρώμενο. «Όταν τα πράγματα ακολουθούν
την πορεία τους, πρόκειται για καταστροφή», έγραφε ο Μπένζαμιν. Θα πρέπει,
λοιπόν, οπωσδήποτε κάτι να παρεμβληθεί σ' αυτήν την πορεία, ώστε να αντιστραφεί
η τελεσίδικη - ίσως - διαδικασία εκφυλισμού της τέχνης και της κουλτούρας σε
διαφημιστικό εξάρτημα, σε ιδεολόγημα κυριαρχίας, αλλοτρίωσης και υποταγής. Σε
κάθε περίπτωση, η κοινωνία βιώνει το τέλος κάθε θετικότητας και ποιότητας. Και
η ποιότητα αποκτά μια άλλη, ουσιαστική διάσταση, εφόσον έχει περιέλθει σε μια
φάση σαφούς υποχώρησης ο ιστορικός και ο νεότερος μοντερνισμός, ο οποίος, όπως
πολύ σωστά το είχε υπογραμμίσει ο Αντόρνο8, είχε συνδεθεί πολύ
στενά με την ποιότητα, με ο,τι ποιοτικό γινόταν, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που το
ποιοτικό προϋπέθετε το μοντέρνο. Αντιστρέφοντας μάλιστα το συλλογισμό του
Αντόρνο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτό που προέχει σήμερα (στην εποχή
δηλαδή του βιομηχανικά και συστηματικά παραγόμενου μη-ποιοτικού, το οποίο έχει
πλέον κατακλύσει κάθε κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα, ακόμη και στην
ελάχιστη εκδήλωση της) είναι ακριβώς και εκ νέου το ποιοτικό, η δημιουργία του
ποιοτικού, ακόμη και αν δεν συνδέεται αναγκαστικά σε μορφολογικό ή ίσως και σε
άλλο επίπεδο με το μοντέρνο.
Η συνειδητή αναζήτηση του ποιοτικού9 εκ μέρους της
τέχνης, της σκέψης και της κουλτούρας στην εποχή της γενικευμένης
βαρβαρότητας που είναι η σημερινή, προσλαμβάνει διαστάσεις συνειδητής
αντίστασης και άρνησης. Το ποιοτικό δηλαδή και οι απαιτήσεις για το ποιοτικό
αντιπαλεύουν συνειδητά την αποσύνθεση της κουλτούρας, που συστηματικά παράγει
ή ακόμη και προωθεί οργανωμένα το σύστημα, και μάλιστα σε κάθε περίπτωση
σθεναρά την υποταγή και την αλλοτρίωση της. Και το θέμα αυτό, δηλαδή την
ανάγκη ανάδειξης της ποιότητας, του ποιοτικού ως βασικής συνιστώσας όχι μόνο
της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής πράξης, αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης
υπογραμμίζει με έμφαση η σύγχρονη ριζοσπαστική θεωρητικοποίηση. Αλλά πρέπει να
πάμε ακόμη παραπέρα: η αναζήτηση σήμερα και η δημιουργία του ποιοτικού είναι
δυνατό να οδηγήσει στην ανασυγκρότηση του μοντέρνου σχεδίου που έχει ανάγκη εκ
νέου η τέχνη, η σκέψη, η κουλτούρα και η κοινωνία. Από την άποψη αυτή, πρέπει
να επισημανθεί η μεθοδολογική και η επιστημολογική σημασία της έννοιας της
ποιότητας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε στην διαδικασία σύλληψης του
σύγχρονου αισθητικού ή κουλτουραλιστικού μοντέλου επιβάλλεται να αποδοθεί μια
προτεραιότητα σε αυτήν. Και όχι μόνον αυτό: η επιβαλλόμενη από τα ίδια τα
πράγματα μετατροπή της παλιάς κοινωνικής ουτοπίας σε πολιτισμική δεν μπορεί
παρά να έχει ως σημείο αναφοράς την ποιότητα, και μάλιστα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
παρά μέσω αυτής.
Ο πολιτισμός είναι διαρκής διαδικασία καταστροφής και δημιουργίας.
Υπάρχει πάντοτε κάτι που πεθαίνει και κάτι που επιζεί. Και, προφανώς, έχει
σημασία το μέρος εκείνο του πολιτισμού που επιβιώνει και αναπτύσσεται. Στην
προκείμενη περίπτωση, η απορύθμιση έχει σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν ολόκληρα
κοινωνικά στρώματα, πολιτιστικά και κοινωνικά κινήματα, πολλές κατακτήσεις
του πνεύματος και της κουλτούρας. Από την άλλη, και ως απάντηση σ' αυτήν την
αποσυνθετική κατάσταση και διαδικασία εμφανίστηκε η διαπολιτισμικότητα, αν και
ακόμη δεν είναι πολύ ισχυρή. Στο βαθμό όμως που η πολιτισμική διαδικασία
επανασυνδεθεί με την κοινωνική ουτοπία, η καθολικότητα αυτής της
διαπολιτισμικότητας - και τουλάχιστον η τάση προς αυτήν - θα κατορθώσει να
παύσει να είναι αφηρημένη. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα το δημιουργικό, το ενεργό
τμήμα του πολιτισμού είναι αυτό που συνδέεται στενά με την πολυπολιτισμικότητα10
και τη διαπολιτισμικότητα, ως έκφραση των νέων αναγκών για επικοινωνία που
έχει δημιουργήσει, μάλλον άθελα της η απορύθμιση.
Βέβαια, η κοινωνία συνεχίζει να βιώνει το τέλος κάθε θετικότητας
και ποιότητας. Και το μέγα ζητούμενο είναι, αν σε και ποιόν βαθμό είναι
αντιστρέψιμη ή και ανατρέψιμη αυτή η κατάσταση, η πορεία δηλαδή προς την
γενικευμένη αποκουλτουροποίηση.
Η αποσπασματοποίηση του κοινωνικού αντανακλάται και αναπαράγεται
στο ιδεολογικό. Αυτή η διαδικασία γίνεται σήμερα μέσα από αναρχοφιλελεύθερα
πρότυπα και αντίστοιχες πρακτικές, με στόχο τον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας
τμημάτων της οικονομίας, της κοινωνίας και της κουλτούρας από ιδιώτες
μεγαλοκαπιταλιστές, καθώς και από μεγάλους οργανισμούς, ιδιωτικούς ή και
κρατικούς έχει ελάχιστη σημασία από την στιγμή που βρίσκονται υπό φιλελεύθερο
έλεγχο. Από την άλλη, ο
σύγχρονος καπιταλισμός μετασχηματίζεται σε μια νέα
οντότητα μέσα από τη συστηματική καρτελοποίηση νέου τύπου, η οποία στα
τελευταία χρόνια βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη: συνένωση του εναπομένοντος, μετά
τις συνεχείς ιδιωτικοποιήσεις, κρατικού με το ιδιωτικό, υπό την ηγεμονία
προφανώς του ιδιωτικού· συνένωση του παραδοσιακού με το «μοντέρνο», του
«παραγωγικού» και του επικοινωνιακού, συνένωση τμημάτων της βιομηχανίας, της
κουλτούρας, του θεάματος και των show business· συνένωση του κάθετου με το κάθετο
και του οριζόντιου με το οριζόντιο, με σαφείς τις τάσεις κυριαρχίας του
δεύτερου· συνένωση, τέλος, κάθε μορφής με χρηματιστηριακά μόνο κριτήρια.
Πρόκειται για συνένωση γιγαντιαίων διαστάσεων σε εθνικό και συγχρόνως σε
διεθνές επίπεδο, αλλά όχι συγχώνευση, όπως γινόταν παλαιότερα, που ως κατάσταση
είχε συνδεθεί με την εμφάνιση του πρώιμου ιμπεριαλισμού. Πρόκειται για
συνενώσεις αποσπασματικών και ετερόκλητων στοιχείων, μορφών και δομών που
συνεχίζουν να παραμένουν έτσι. Και όχι μόνον αυτό: η νέα οικονομικο-κοινωνικο-πολιτισμική
κατάσταση, όπως πολύ επιγραμματικά την περιγράψαμε πριν, έχει οδηγήσει την
σκέψη στη θεωρητικοποίηση με απόλυτους όρους της αποσπασματοποίησης, η ακόμη
και στην ιδανικοποίησή της. Έτσι η σκέψη έχει ξεπέσει σε μια πρωτόγονη
κατάσταση με κύριο χαρακτηριστικό το τέλος των διαμεσολαβήσεων. Σήμερα
κυριαρχεί ένας λόγος άμεσος, απλοϊκός, σχηματικός, δημαγωγικός, αβασάνιστος:
χωρίς καμία προβληματική11, κριτική και αυτοκριτική διάσταση.
Αντίθετα, για την σύγχρονη κριτική σκέψη, προέχουν σήμερα το ανασυγκροτησιακό,
το μοντέρνο και ορθολογικό σχέδιο, κατά τα χαμπερμασιανά πρότυπα12
και η συνειδητοποίηση της αναντικατάστατης σημασίας της αρνητικότητας, κατά τα
αντορνικά πρότυπα της Αρνητικής διαλεκτικής13.
Η αρνητικότητα (ή η αρνητική πράξη) πρέπει σήμερα να αναπτυχθεί
πρώτιστα στο χώρο της κουλτούρας. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται η επαναφορά της
θεώρησης της αντορνικής αρνητικότητας στο κέντρο της σύγχρονης (ή και της
μοντέρνας) προβληματικής της πολιτισμικής θεωρίας, αν ποτέ θεωρηθεί ότι αυτή
δεν ήταν κεντρική και επίκαιρη. Από την άλλη, επιβάλλεται η θεωρητικοποίηση και
η συστηματικοποίηση των πρακτικών άρνησης που αναδεικνύονται ήδη στον
πολιτισμικό χώρο, ως σύνθετο προϊόν των εσωτερικών του αντιθέσεων. Χρειάζεται
δηλαδή να εντοπισθούν και να αναδειχθούν οι διαδικασίες αρνητικής πολιτισμικής
πράξης, που ήδη παράγονται με έναν αυθόρμητο, λιγότερο ή περισσότερο, τρόπο: μικροδομικά.
Κι αυτό γιατί το σύστημα έχει μετατραπεί ήδη σε
οικονομικο-επικοινωνησιακο-πολιτισμικό, με όλες τις επιπτώσεις που έχει αυτή η
ιστορικού χαρακτήρα και περιεχομένου μετατροπή. Έτσι, μόνο μια σταθερά
αρνητική στάση απέναντι σε όλες τις εκδηλώσεις και τους αντίστοιχους φορείς του
συστήματος (και στην προκειμένη περίπτωση τους υπαλλήλους του επικοινωνίας,
βλέπε προπαγάνδας14) μπορεί να οδηγήσει σε μορφές και πρακτικές
χειραφέτησης.
Ως εκ τούτου, και επειδή η κουλτούρα είναι από τη φύση της η πιο
συνθέτη οντότητα που υπάρχει, η δομή δηλαδή που περιβάλλει όλες τις άλλες, κι
έτσι είναι πολύ πιο συνθέτη από την τέχνη την οποία σε κάθε περίπτωση
εμπεριέχει (η το υποσύστημα τέχνη), δεν έχουμε ανάγκη πλέον μόνο αισθητικά αλλά
και πολιτισμικά μοντέλα, καθώς και τη σύνθεση τους σε μια νέα ορθολογική,
καθολική και δυναμική (διαλεκτική) θεώρηση: την κριτική πολιτισμική
θεωρία.
Σύμφωνα όμως με το πνεύμα της αντορνικής αρνητικής διαλεκτικής,
και λαμβάνοντας υπόψη τις ασύλληπτες, ακόμη και για τον Αντόρνο της δεκαετίας
1960-70, ενσωματωσιακές ικανότητες που έχει αναπτύξει εν τω μεταξύ το σύστημα,
αλλά και τη σύμφυτη με αυτές δύναμη καταφατικοποίησης, με την έννοια των
αναλύσεων του Μαρκούζε15, έμβλημα της σύγχρονης κριτικής σκέψης
πρέπει να γίνει16 η εξής θέση: καμία θετικότητα.