Φ.
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
το σουρρεαλιστικο κινημα, η επαναστατικότητα του, το «φαντασιακο»
και η προοπτικη της κοινωνικησ ανατροπησ
I
Το
Νόημα του Σουρρεαλιστικού Κινήματος ως Επαναστατικού Κινήματος
Ο σουρρεαλισμός (ή υπερρεαλισμός στην
εξελληνισμένη μορφή του όρου) δεν αποτελεί απλώς μια τεχνοτροπία ή μια «σχολή»
στο χώρο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Αποτελεί μια πνευματική κίνηση πολύ
ευρύτερη, μια ολόκληρη θεώρηση ζωής διαφορετική και επαναστατική σε σύγκριση με προηγούμενες «κατεστημένες» πνευματικές
και κοινωνικές καταστάσεις, μια στάση ζωής με τα δικά της προτάγματα, ένα νέο μεγάλο άνοιγμα σε καταστάσεις της ύπαρξης που
το ενιαίο και «καθιερωμένο» - μέχρι τότε – υποκείμενο του Διαφωτισμού δεν είχε
καν υποψιασθεί (πλην εξαιρέσεων βέβαια, ο εικονοκλάστης Ντε Σάντ, ορισμένοι
συμβολιστές, «αλχημιστές» και οραματικοί ποιητές, οι πνευματικοί κεραυνοί ενός
Φρειδερίκου Νίτσε, η αναζήτηση της «άλλης» μη συμβατικής γλώσσας ενός Μαλλαρμέ
πρέπει να συγκαταλεχθούν μέσα σ’ αυτές τις εξαιρέσεις)
Ξεκίνησε
ως πνευματικό και κοινωνικό κίνημα που πίστευε στη «μεταμόρφωση του κόσμου» σ’
όλα τα επίπεδα, συνειδητοποιώντας και κινητοποιώντας δυνάμεις που βρισκόντουσαν
«εν υπνώσει» μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο.
Έτσι, αν πει κανείς ότι σκόπευε την «ανακάλυψη» και τη διεύρυνση του ανθρώπου
σε τομείς που μέχρι τότε δεν είχαν διερευνηθεί, θα ήταν ακριβέστατος. Οι
σκοπεύσεις του διακρίνονται για ένα βαθύτερο ανθρωπολογικό χαρακτήρα, χαρακτήρα
εμπλουτισμένο με νέες διαστάσεις: το ανθρώπινο στοιχείο διαρκώς ανανεούμενο,
διαρκώς εσωτερικά επεκτεινόμενο και αναπτυσσόμενο, διαρκώς
«αυτοανακαλυπτόμενο».
Η
επανάστασή του δεν σκόπευε μόνο ν’ ανατρέψει τελματωμένες κοινωνικές και
πνευματικές καταστάσεις, αλλά αναφερόταν και στον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, στο «προς τα μέσα» και «προς τα έξω»
κοίταγμά του. Το επαναστατικό κοίταγμα έβρισκε νέου τύπου αντιστοιχίες μεταξύ
του «εσώτερου» και της εξωτερικής πραγματικότητας. Ένα «εσώτερο» που
εμπλουτίζει και αναπλάθει την εξωτερική πραγματικότητα, μια εξωτερική
πραγματικότητα που δεν αποτελεί απλώς το αντικείμενο για αναπαράσταση, αλλά την
αφορμή για έντονη, πρωτόγνωρη ή ακόμη και «αλλόκοτη» έκφραση του «εσώτερου»[1].
Και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο πραγματοποιήθηκε μια επαναστατική ρήξη μεταξύ
υποκειμένου και αντικειμένου. Έπαυσαν να συνδέονται, σ’ επίπεδο τέχνης,
τουλάχιστον με μια «αναπαραστατική» σχέση. Αντίθετα η σχέση έγινε εκφραστική,
τεμνόμενη, αλληλοδιεισδυτική, ολιστική και ολικά αναδιαμορφωνόμενη. Το
υποκείμενο «εισήλθε» μέσα στο αντικείμενο και το «γονιμοποίησε» με νέους
τρόπους. Το αντικείμενο έφυγε από την παθητική, αδρανή και ουδέτερη κατάστασή
του, προσέλαβε πολλές άλλες «υποστάσεις», χρωματίστηκε με αποχρώσεις, που οι
«ορθολογικές κεραίες» ή οι θετικιστικές εκτιμήσεις δεν μπορούσαν να υποψιαστούν
και προχώρησε ζωντανό, «ονειρικό» και παλλόμενο για να ενωθεί με το υποκείμενο,
αποκτώντας νέες εσωτερικές και φανταστικές προεκτάσεις, προεκτάσεις που
κατ’ανάδραση «εμπλούτιζαν» με τη σειρά τους το ίδιο το υποκείμενο
Μάλιστα
συναντάς το υποκείμενο σ’ έναν ιδιαίτερο νοητό χώρο, απόμακρο από τα βλέμματα
του ορθολογικού: στο χώρο του ασυνειδήτου, που ακουμπά μάλιστα και σε μια
διάσταση ομαδικού ασυνειδήτου,[2]
που συνδέει μυστικά το ξεχωριστό υποκείμενο με την ολότητα των υποκειμένων (το
ψυχαναλυτικό ιd
που προσδιορίζει το εgo
και παράλληλα σπάει τα καθαρά ατομικιστικά του στεγανά[3]).
Υποκείμενο και αντικείμενο έσπευσαν να ενωθούν μ’ ένα τρόπο που έπειθε για μια
βαθειά επιθυμία υπέρβασης τους ως αντιθετικών πόλων, σ’ ένα ενοποιημένο ανώτερο
επίπεδο (και μια τέτοια ενοποίηση, με τα δικά του εκφραστικά μέσα, δεν επεδίωκε
κι ο συμβολισμός ή ακόμη ευρύτερα μια τέτοια ενοποίηση κατά καιρούς δεν έχουν
επιδιώξει σημαντικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές κινήσεις, που δεν
στεκόντουσαν στα στεγανά των «λογοκρατούμενων» αντιλήψεων αλλά τα υπερέβαιναν[4];).
Για
την ουσία των επαναστατικών προθέσεων, κατευθύνσεων και οραμάτων του
σουρρεαλισμού ή ακόμη για την επαναστατική σημειολογία του μπορούμε να μιλάμε
δια μακρών. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη σημάδι της αξίας και σημαντικότητάς του.
Αποτελεί διαρκές πεδίο έμπνευσης, πεδίο διαρκούς ποιητικής ροής και πνοής, πηγή
αστείρευτη συλλήψεων(περιλαμβανομένου και του διαρκούς αναστοχασμού ακόμη και
πάνω στην ίδια του την ουσία), πολύπτυχο αυτοαναφορών.
Οι
παραπάνω ρηξικέλευθες προθέσεις και ριζικές τομές στον τρόπο θέασης του κόσμου
μέσα από το σουρρεαλιστικό κίνημα διαπιστώνονται αβίαστα από χαρακτηριστικά
χωρία των ίδιων των σουρρεαλιστικών μανιφέστων. Στα 1924 στο πρώτο του
Μανιφέστο ο Α. Breton
γράφει για το νόημα του παραπάνω κινήματος: «Ψυχικός αυτοματισμός καθαρός με
τον οποίο προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά, είτε με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της
σκέψης με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική έξω από κάθε προκατάληψη
αισθητική ή ηθική … Ο σουρρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη στην ανώτερη
πραγματικότητα ορισμένων τύπων συσχετισμών αγνοημένων ως τώρα, στην παντοδυναμία
του ονείρου, στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης.Τείνει να καταλύσει οριστικά
όλους τους άλλους ψυχικούς μηχανισμούς και να υποκατασταθεί στη θέση τους στη
λύση των κυριότερων προβλημάτων της ζωής»[5].
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρει ποιητές και λογοτέχνες ευρύτερα, που έκαναν
«χρήση του ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ», όπως χαρακτηριστικά λέγει: Aragon, Baron, Boiffard, Breton, Carrive, Grevel, Desnos, Eluard, Gerard, Souppault, Vitrac, Isidore Ducasse[6]
κ.ά. Ακόμη πιο κάτω αναφέρει και άλλους γνωστούς ποιητές «που θα μπορούσαν να
θεωρηθούν σουρρεαλιστές κι έζησαν σε παλιότερες εποχές και ανήκαν σε άλλα
λογοτεχνικά ρεύματα, π.χ. του Ρομαντισμού. Έτσι δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τον Young, τον Novalis, τον Sade, τον Chateaubriand, τον Baudelaire, τον Rimbaud, τον Mallarmé, τον Apollinaire, αλλά και αυτούς ακόμη
τους Hugo, Shakespeare, και Dante[7]
(κάτω από ειδική γωνία θέασης).
Στα
1930 στο Δεύτερο Μανιφέστο του υπεραμύνεται της «απόλυτης ακεραιότητας της ζωής
και της σκέψης του Sade»
και ερωτά παραπέρα: «Θέλετε, ναι ή όχι, να διακινδυνεύσετε τα πάντα για μόνη τη
χαρά να διακρίνετε μακριά στο βάθος του γκρεμού, στον οποίο προτείνουμε να
πετάξουμε τις φτωχές σας ανέσεις … τη ριζική ιδέα αδυναμίας και την
μηδαμινότητα των δήθεν καθηκόντων μας, το
φως που θα παύσει να λιγοστεύει»[8].
Και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος είναι ακόμα ελεύθερος να πιστεύει στην ελευθερία
του. Είναι κυρίαρχος του εαυτού του… το κλειδί της αγάπης, που ο ποιητής έλεγε
ότι είχε βρει, ας ψάξει καλά:το έχει»[9].
Επίσης
στα 1930 οι Aragon, Bunuel, Dali, Eluard, Ernst, Tzara κ.ά. υπογράφουν μια διακήρυξη στην
οποία εκφράζουν «την αλληλεγγύη τους σ’
όλα τα σημεία με τον André Breton, δηλώνουν αποφασισμένοι να θέσουν σ’
εφαρμογή τα συμπεράσματα που επιβάλλονται μετά την ανάγνωση του ΔΕΥΤΕΡΟΥ
ΜΑΝΙΦΕΣΤΟΥ ΤΟΥ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ και προχωρούν στην έκδοση ενός περιοδικού που με
τον τίτλο «Ο ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», «όχι μόνο θα τους
επιτρέψει ν’ ανταποκριθούν μ’ ένα τρόπο σύγχρονο στο συρφετό που έχει επάγγελμα
να στοχάζεται, αλλά και θα παρασκευάσει την οριστική υπεξαίρεση των ζωντανών
σήμερα πνευματικών δυνάμεων σε όφελος του επαναστατικού πεπρωμένου»[10].
Στα
1942, στα «Προλεγόμενα σ’ Ενα Τρίτο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού ή όχι» ο André Breton, αναστοχαζόμενος τη μέχρι τότε πορεία
του Σουρρεαλισμού και ρίχνοντας τα βέλη της κριτικής του προς κάθε κατεύθυνση
γράφει: «ένα υποδειγματικό όργανο απελευθέρωσης – εννοεί την ψυχανάλυση –
απειλείται να γίνει όργανο καταπίεσης». Παραπέρα συνεχίζει μ’ ένα ύφος, που δεν
ενδιαφέρεται ν’ αποκρύψει μια σαφή νότα απαισιοδοξίας.: «Όσο οι άνθρωποι δεν θα
έχουν αποκτήσει συνείδηση της κατάστασής τους … και της άκρας προσωρινότητάς
της … όσο οι άνθρωποι θα επιμένουν να λένε ψέμματα στον εαυτό τους, όσο δεν θα
συνειδητοποιούν το αισθητό τμήμα του εφήμερου και του αιώνιου … όσο δεν θα
ξέρουν τίποτε προσποιούμενοι ότι ξέρουν τα πάντα, με τη Βίβλο στο ένα χέρι και
τον Λένιν στο άλλο … όσο κυλά η μαύρη νύχτα … δεν αξίζει τον κόπο να μιλά
κανείς, αξίζει ακόμη λιγότερο ν’ αγαπάς χωρίς ν’ αντιλέγεις σ’ ό,τι δεν είναι
έρωτας, αξίζει ακόμη λιγότερο να πεθαίνει και αξίζει ακόμη λιγότερο τον κόπο να
ζει κανείς»[11].
Ήδη
στην πρώτη σελίδα αυτού του κειμένου προβληματίζεται κι ανησυχεί για τα
αποτελέσματα των επαφών μεγάλων ιδεών μέσα στις πλατιές μάζες των ανθρώπων,
πράγμα που τον κάνει ν’ αναστοχάζεται και τις τελικές επιδράσεις του
σουρρεαλιστικού κινήματος στις συνειδήσεις των πολλών ανθρώπων: «… Απομένει ότι
κάθε μεγάλη ιδέα ίσως υπόκειται στο ν’ αλλάξει σοβαρά από τη στιγμή όπου
έρχεται σ’ επαφή με την ανθρώπινη μάζα, όπου αναγκάζεται να συντεθεί με πνεύματα
μέτρου τελείως διαφορετικού απ’ αυτά από τα οποία προέκυψε. Το μαρτυρούν αρκετά
στη σύγχρονη εποχή …»[12].
Ο
Α. Breton
ποτέ δεν ενδιαφερόταν για «λονσάρισμα» ακριβώς ιδεών που θα γινόντουσαν
«συρμός»,με όρους επιφανειακής επιτυχίας. Πιστεύει σ’ ένα βάθος ανατροπής
αντιλήψεων κι επιδιώκει διαρκή επαναστατική ανανέωση: «Απομένει ,εξάλλου, να
βλέπω σε είκοσι χρόνια τον εαυτό μου υποχρεωμένο, όπως στην εποχή της νιότης
μου, να εκφρασθεί ενάντια σε κάθε κονφορμισμό και να πλήττει, λέγοντας αυτό,
ακόμη και ένα πολύ βέβαιο σουρρεαλιστικό
κονφορμισμό …. Περισσότερο παρά
ποτέ, στα 1942, η αντιπολίτευση απαιτείται να οχυρωθεί στις αρχές της
…»[13].
Στα
1953 ο Α. Breton
στο έργο του «Από τον Σουρρεαλισμό στα Ζωντανά του Έργα» επιμένει: «Όπως μπόρεσα
με τον καιρό να επαληθεύσω, ο ορισμός του σουρρεαλισμού που δίνεται στο «Πρώτο
Μανιφέστο», συνοπτικά «αποκόβει» ένα από τα μεγάλα παραδοσιακά συνθήματα,
ζητώντας να τρυπήσει το ταμπούρλο της λογικής, που κάνει συλλογισμούς και να
θαυμάζει την τρύπα» πράγμα που θα φωτίσει τα ως τότε σκοτεινά σύμβολα[14]…
Η στάση του σουρρεαλισμού προς τη φύση διέπεται πάνω από όλα από την αρχική
ιδέα που σχημάτισε για την ποιητική
εικόνα. Γνωρίζουμε ότι είδε σ’ αυτήν το μέσο να αποκτήσει μέσα σε συνθήκες
απόλυτης χαλάρωσης του πνεύματος σπίθες φωτιάς που συνδέουν δύο στοιχεία
πραγματικότητα που ανήκουν σε κατηγορίες τόσο μακρινές η μια απ’ την άλλη που η
λογική δεν θα επιχειρούσε να συσχετίσει[15]
… Το μεγάλο μέσο που διαθέτει για να το επιτύχει – να κατανοήσει δηλαδή ο
άνθρωπος το περιβάλλον του – είναι η ποιητική
ενόραση που αποδεσμευμένη επιτέλους στον σουρρεαλισμό θέλει όχι μόνο ν’
αφομοιώνει όλες τις γνωστές μορφές, αλλά να δημιουργεί παράτολμα καινούριες,
δηλαδή να είναι σε θέση ν’ αγκαλιάζει όλους τους τρόπους δομής του κόσμου,
φανερού και μη»[16].
ΙΙ
Η Επαναστατικότητα του Σουρρεαλισμού , η
Ψυχανάλυση και οι Επιδράσεις γενικά των Επιστημονικών Εξελίξεων
Ως
προς την καθολικότητα της επαναστατικότητας του σουρρεαλιστικού κινήματος
(εστίαση όχι μόνο στην τέχνη αλλά συνολικά στο κοινωνικό πεδίο) μπορεί να βρει
κανείς αντιστοιχία με αυτήν την ίδια την επιστημονική επανάσταση της
ψυχανάλυσης (και είναι γνωστό από πλευράς θεωρίας και ιστορίας της τέχνης πόση
συσχέτιση υπάρχει μεταξύ ψυχανάλυσης και σουρρεαλισμού ή ακόμη περισσότερο πόσο
επηρέασε η πρώτη τον δεύτερο ή πόσο συνέβαλε στην «επαναστατική νομιμοποίησή»[17]
του). Η ψυχανάλυση δεν ξεκίνησε απλώς ως μία νέα μέθοδος ψυχοθεραπείας ανάμεσα
σε άλλες, αλλά ως ένα σύνολο νέων θεωρητικών αντιλήψεων – μετά πρακτικών
εφαρμογών φυσικά – γύρω από τη συγκρότηση της ανθρώπινης προσωπικότητας, με
στροφέα γενικά τη συστηματική μελέτη του ασυνείδητου τμήματος της ψυχικής του
υπόστασης, ως τμήματος μάλιστα πιο σημαντικού από το συνειδητό. Και υποσχόταν
μια νέα συνολική θεώρηση του ανθρώπου που θα μπορούσε να συμβάλει στην καθολική
του απελευθέρωση.
Βέβαια
πρέπει να λεχθεί ότι η ειδική επίδραση της επιστημονικής εξέλιξης και της προόδου των επιστημονικών γνώσεων επί της
τέχνης και της λογοτεχνίας αποτελούσε μια ευρύτερη διαπίστωση ήδη από τον 18ον
και 19ον αιώνα, παράλληλα με την σημαντική επίδραση του ίδιου του
κοινωνικού γίγνεσθαι και των κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων. Ο νατουραλισμός, για παράδειγμα, σαφώς και
ενισχύθηκε από το πνεύμα των θετικών επιστημών που υποσχόντουσαν «ξεμάγεμα» και
«ξεγύμνωμα» της πραγματικότητας[18].
Ο ιμπρεσσιονισμός
στη συνέχεια, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και ο αναλυτικός κυβισμός (1909 – 1911 ) συνδέονται κοινωνιολογικά με ένα είδος
κρίσης του θετικισμού[19],
που φάνηκε ότι δεν είναι τόσο ικανός να ελέγξει την πραγματικότητα και ν’
αποτελέσει τον αδιαμφισβήτητο εγγυητή της ανθρώπινης προόδου. Η αίσθηση του
«φευγαλέου» του «ανεπανάληπτα στιγμιαίου» στο παιχνίδι των χρωμάτων και στη ροή
των πραγμάτων, που μπορεί να παρομοιασθεί με το γνωστό «Ηρακλείτειο ποτάμι» στο
οποίο «δις ουκ αν εμβαίης», συμπυκνώνουν μεταφορικά το πνεύμα του
ιμπρεσσιονισμού. Και επ’ αυτού του πνεύματος, εξελίξεις στο χώρο της επιστήμης
σαφώς και είχαν τις επιδράσεις τους
(κυρίως η έννοια της εξελικτικότητας, που ξεκίνησε περισσότερο από το πεδίο
της βιολογικής επιστήμης, όπως και η έννοια της προόδου, που αγκαλιάστηκε, ενισχύθηκε, και προωθήθηκε από τον
Διαφωτισμό κι ευρύτερα απ’ το πνεύμα της νεωτερικότητας, έννοια που
αντιπαρατάχθηκε στην στατικότητα και το αμετάβλητο των κοινωνικών δομών και
σχέσεων εξουσίας).
Από
τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά και κυρίως με τον λεγόμενο
συνθετικό κυβισμό (1912-1914)[20]
στο χώρο της ζωγραφικής διαπιστώνεται μια τάση αποδέσμευσης από την
αναπαραστατική τέχνη, την τέχνη δηλαδή, που σε γενικές γραμμές, ανεξάρτητα από
επί μέρους τεχνοτροπίες και τρόπους σύλληψης της καλλιτεχνικής έκφρασης, δεν
απομακρύνεται απ’ την εικόνα του φυσικού αντικειμένου, όπως το δίνουν grosso molto οι αισθήσεις μας. Μέχρι τότε το
νατουραλιστικό στοιχείο (στην γενικότατη εκδοχή του) δεν εγκαταλείπετο,
ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εκδοχές έκφρασής του (κλασικισμός, ρεαλισμός, νατουραλισμός, ιμπρεσσιονισμός, νεοϊμπρεσσιονιονισμός,
εξπρεσσιονισμός, αναλυτικός κυβισμός κλπ.).
Με
τον συνθετικό κυβισμό, τον σουρρεαλισμό (με την συνεχή αναφορά του στον κόσμο
του ονείρου και κατά προέκταση του ασυνειδήτου, του οποίου τις πηγές υπόσχεται
ν’ ανοίξει η νέα επιστήμη της ψυχανάλυσης) και την αφηρημένη τέχνη ο
καλλιτέχνης αποδεσμεύεται απ’ το εξωτερικό φυσικό περιβάλλον όπως μας το δίνουν
grosso modo οι αισθήσεις μας μακροσκοπικά. Κι αυτό
αποτέλεσε σταθμό στη ιστορία της τέχνης. Μετά απ’ αυτή τη στροφή ο καλλιτέχνης
ανοίγεται σ’ έναν εσωτερικό κόσμο ανεξερεύνητου βάθους, βάθους που μπορεί να αναφέρεται
τόσο στο ίδιο το ανθρώπινο όν, όσο κι ευρύτερα στον κόσμο που τον περιβάλλει,
βάθος όμως που δεν γίνεται αντιληπτό απλά με τις αισθήσεις μας, στην καθημερινή
μας ζωή.
Αλλά
και σ’ αυτό το σημείο θα επισημάνουμε ότι επιστημονικές εξελίξεις του 20ού αιώνα, που αποκάλυψαν ένα
ολόκληρο σύμπαν που δεν φαίνεται με γυμνούς οφθαλμούς, (π.χ. ατομική θεωρία,
υποατομικός κόσμος, κβαντική θεωρία με αμφισβήτηση της αρχής της αιτιότητας,
θεωρία της σχετικότητας, μοριακή βιολογία) προχωρούσαν παράλληλα προς την
κατεύθυνση κόσμων, που είναι μεν υπαρκτοί αλλά μακροσκοπικά «αόρατοι» και μη
προσεγγίσιμοι με τις απλές αισθήσεις μας, όπως τις βιώνουμε καθημερινά. Κι
αυτές οι εξελίξεις με τα ερωτηματικά, τον προβληματισμό και τα «ανοίγματα», που
προκάλεσαν ευρύτερα στον πνευματικό κόσμο (και στις αλληλεπιδράσεις του με το
κοινωνικό), είναι πολύ πιθανό ότι είχαν σημαντικές επιδράσεις στο πεδίο της
τέχνης, στον τρόπο που ο καλλιτέχνης σκεφτόταν και συνελάμβανε τα επί μέρους
θέματα που ήθελε να εκφράσει.
III
Το Ντανταιιστικό Κίνημα ως Κίνημα Προδρομικό
του Σουρρεαλισμού
Παραπέρα αξίζει να αναφερθεί ότι κίνημα
προδρομικό του σουρρεαλιστικού ήταν το ντανταϊστικό[21],
που είχε κι αυτό καθολικές επιδιώξεις και επέμεινε στο γκρέμισμα «του
κατεστημένου της λογικής, που δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει τις αιματηρές και
καταστροφικές συγκρούσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και κατά συνέπεια
αποδείχτηκε ανίκανη να προστατεύσει τις ουμανιστικές
ορίζουσες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Δεν
θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το Dada
ήταν ένα μηδενιστικό κίνημα καθολικής άρνησης, του οποίου οι θέσεις –αν
μπορούμε να μιλήσουμε για θέσεις–
βρίσκονται βυθισμένες συνειδητά σ’ ένα κυκεώνα αντιφάσεων και παρωδιών,
πράγμα που συνιστά τελικά και το μήνυμα που θέλει να εκπέμψει. Άρνηση και
κατάλυση κάθε αξίας, αποδόμηση κάθε θετικής πρότασης για τα ανθρώπινα,
εκμηδενισμός και σαρκασμός για κάθε «πιστεύω» και πνευματική κίνηση, ακόμη και
του ίδιου του Dada! Ο
Tristan Tzara στο «Dada Μανιφέστο» το 1918 γράφει
χαρακτηριστικά[22]: «Γράφω
ένα μανιφέστο και δεν ζητάω τίποτε κι ωστόσο λέω μερικά πράγματα, αν και είμαι
για λόγους αρχής ενάντια στα μανιφέστα, όπως επίσης και ενάντια στις αρχές …
Γράφω αυτό το μανιφέστο για να δείξω ότι μπορεί κανείς να κάνει ταυτόχρονα
αντίθετες ενέργειες … Είμαι κατά των ενεργειών όσο για τη διαρκή αντίφαση, όπως
και για την κατάφαση, δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά … DADA ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ…»
Και
παρακάτω[23]: «Η
προσπάθεια του Ιησού και της Βίβλου κρύβει κάτω από τις πλατιές και ευεργετικές
φτερούγες της τα σκατά, τα κτήνη και τις μέρες. Πώς θέλει κανείς να βάλει σε
τάξη το χάος που συνθέτει αυτή την άπειρη, άμορφη παραλλαγή, τον άνθρωπο; Η
αρχή «αγάπα τον πλησίον σου» είναι υποκρισία. Το «γνώθι σαυτόν» είναι ουτοπία,
αλλά πιο αποδεκτό γιατί περιλαμβάνει την κακία, την έλλειψη οίκτου. Μετά το
μακελειό θα απομείνει με την ελπίδα μιας εξαγνισμένης ανθρωπότητας …
Μπουμ-μπουμ, μπουμ-μπουμ, μπουμ-μπουμ, έχω καταγράψει με αρκετή ακρίβεια την
πρόοδο, το νόμο, την ηθική και όλες τις άλλες υπέροχες ιδιότητες με τις οποίες
διάφοροι πανέξυπνοι έχουν ασχοληθεί σε τόσα βιβλία, για να φθάσουν τελικά στο
συμπέρασμα ότι παρ’όλα αυτά ο καθένας έχει χορέψει στο ρυθμό του προσωπικού του
μπουμ-μπουμ …» Για να καταλήξει[24]:
«Κάθε άνθρωπος πρέπει να φτιάξει: Υπάρχει ένα τεράστιο καταστροφικό κι αρνητικό
έργο, που πρέπει να επιτελεστεί. Σαρώστε, ξεκαθαρίστε. Η καθαρότητα του ατόμου
θα πραγματωθεί,αφού προηγηθεί μια κατάσταση τρέλας, μιας επιθετικής,
ολοκληρωτικής τρέλας, ενός κόσμου παραδομένου στα χέρια ληστών που έχουν
ξεσκίσει και καταστρέψει τους αιώνες … Η ελευθερία: DADA, DADA, DADA - το ουρλιαχτό των συρρικνωμένων
οδυνών, ο συνυφασμός των αντιθέσεων και όλων των αντιφάσεων, των γελοιοτήτων
και των ασυνεπειών: Η ΖΩΗ».
Τα
κείμενα ομιλούν μόνα τους και εύκολα παρατηρεί κανείς ότι το σύνολο της
απόρριψης και η προβολή κάθε αρνητικότητας είναι εκφρασμένα με πνεύμα
εκρηκτικότητας, επιθετικότητας και πλήρους δυσπιστίας προς την κοινότητα. Απ’
την άλλη επισημαίνει την ύπαρξη ακριβώς στοιχείων, που μπορούν να θεωρηθούν
προδρομικά του σουρρεαλιστικού οράματος: πλήρης αμφισβήτηση της «κατεστημένης»
λογικής αρμονίας και της «καθώς πρέπει» ένδυσης της «επίσημης πολιτείας» ή των
«καθαγιασμένων» σοφών, αναμόχλευση των βαθύτερων αντιφάσεων της ανθρώπινης
ψυχής και ευρύτερα της ανθρώπινης περιπέτειας (ας θυμηθούμε πως η ψυχανάλυση
ανέδειξε την «αμφιθυμική» διάσταση των βαθύτερων, «κεκρυμμένων» ροπών του
ασυνειδήτου), εκφραστικές εικόνες του «πραγματικού» της ανθρώπινης περίπτωσης
προχωρημένα εικονοκλαστικές, που σαφώς μπορούν να συσχετισθούν με εφιαλτικά
όνειρα και με τολμηρότατη ερμηνεία του συμβολισμού τους!
Από
πλευράς κοινωνιολογικής ερμηνείας το Dada μπορεί να θεωρηθεί ένα κίνημα (εάν μπορεί να
χαρακτηρισθεί έτσι) βγαλμένο κυριολεκτικά από τις οδύνες, το αίμα και τις στάχτες
του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Είναι αρνητική απάντηση χωρίς περιστροφές στην
αποτυχία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στα αδιέξοδα της νεωτερικότητας, στην
αδυναμία προστασίας της ουμανιστικής διάστασης του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που
κυριολεκτικά συνετρίβη μέσα στη σύγκρουση ανταγωνιστικών εθνικισμών και πεζών
οικονομικοπολιτικών συμφερόντων και αφέθηκε «ματωμένη κι εγκαταλελειμμένη» μέσα
στα πνιγηρά χαρακώματα του πολέμου.
IV
Εμβάθυνση
στην Επαναστατκότητα του Σουρρεαλισμού και η
Κοινωνιογενετική της Προσέγγιση
Ο
σουρρεαλισμός ΤΟΛΜΗΣΕ και ΕΙΔΕ μέσα σπ’ το αόρατο. ΕΙΔΕ το ορατό διευρυμένο και
το μη ορατό ικανό να ανοίξει παράθυρα για κόσμους πρωτοφανέρωτους κι
ανεξιχνίαστους. Συνομίλησε με αγνοημένα «υπόγεια» του εσωτερικού κόσμου που
αναδείχθηκαν τελικά σε απροσδόκητα παράξενα παλάτια! Επικοινώνησε με μυστικές
γωνιές του πνευματικού μας ουρανού, των οποίων οι άγγελοι αγνοούσαμε πόσο
ποιητές μπορούσαν να εξελιχθούν! Κι ακόμη περισσότερο «ξετρύπωσε» μέσα από τις
πρωτότυπες αυτές ουράνιες γωνιές «σατανικές μορφές», που ήταν πρωτάκουστο κι
ανίερο να βρίσκονται εκεί, ενώ αντίθετα μέσα σε σκοτεινές καταπαχτές του
ασυνείδητου κόσμου συναπαντήθηκε και χαιρέτισε θερμά «ανεπίσημους αγγέλους»,
που ροβόλησαν προς τα εκεί ενάντια σε κάθε απαγόρευση!
Την
ανιούσα ή κατιούσα κατεύθυνση τη συζήτησε όχι ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ως μέρος
ενός παιχνιδιού που έχει πολλές παραλλαγές κι αλλάζει απροκατάληπτα τους όρους
του «πάνω» και του «κάτω». Έτσι
δικαιολογημένα μπορεί να του αποδώσει κανείς την αρετή ότι ήξερε και μπορούσε
να αντιστρέψει, να αποκαλύψει για να
αντιστρέψει και να αντιστρέψει για να αποκαλύψει.
Δικαιωματικά,
λοιπόν, με τέτοιες ιδιότητες ως πνευματικό κίνημα έχει χαρακτήρα επαναστατικό
(μην ξεχνούμε ότι και ο Μαρξ υποστήριζε ότι αντέστρεψε
τη Χεγκελιανή διαλεκτική, θέτοντάς την σωστά «με τα πόδια προς τα κάτω»,
ακριβώς γιατί ήταν επαναστατικός στη σκέψη. Εξάλλου πώς μπορούσε κανείς να
επέμβει στο σύστημα του μεγάλου φιλοσόφου, αν νόμιζε ότι δεν είχε την ορθοφροσύνη ενός δημιουργικού
επαναστάτη;). Επιπλέον, όπως και στη μαρξιστική σκέψη, αυτή η αντιστροφή είχε διορθωτικό χαρακτήρα στον τρόπο θέασης του ανθρώπου, στον τρόπο που
συνελάμβανε την πραγματικότητα και τη σχέση του προς αυτήν, όσο και να φαίνεται
κάτι τέτοιο παντελώς παράξενο για τη φύση του σουρρεαλισμού!
Ένας
αμύητος θα έλεγε ότι όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται διορθωτική παρέμβαση, αλλ’
αντίθετα επισημαίνει «συσκότιση» και «σύγχυση». Είναι γνωστή η απλοϊκή αντίληψη
ότι ο σουρρεαλιστικός κόσμος αποτελείται από ακατανόητες εικόνες και νοήματα,
μέσα στα οποία κανείς χάνεται χωρίς διέξοδο και επιστροφή! Κι όμως το ζήτημα
είναι αν και κατά πόσο έχεις αρχίσει να ασκείσαι στο κοίταγμα του κόσμου και
του ανθρώπου με ΑΛΛΑ ΜΑΤΙΑ και όχι με εκείνα της «κατεστημένης» «γεροντοκόρης»
λογικής.
Αν
έχεις ασκηθεί σ’ αυτό το κοίταγμα, τότε σου αποκαλύπτονται νέες διαστάσεις
πραγματικότητας, που σε εμπλουτίζουν, σε βαθαίνουν, σου προκαλούν ασυνήθιστη
ανάταση. Κι εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία της «διορθωτικής» παρέμβασης. Εκεί
που νόμιζες ότι ο κόσμος είχε τα σαφή όριά του, που σου καθόριζαν η λογική και
η αδιαμφισβήτητη παράδοσή της (που βέβαια σ’ έκαναν να αισθάνεσαι ότι
«βρίσκεσαι σε κλουβί», αλλά δεν τολμούσες να προβάλεις τις ενστάσεις σου
απέναντι στο «καθαγιασμένο ιερατείο της»), τα πράγματα αλλάζουν, ο κόσμος
προεκτείνεται, διευρύνεται, γίνεται «πολλοί, νέοι κι απροσδόκητοι κόσμοι». Τα όρια
μετατίθενται, τα όρια αμφισβητούνται, τα συρματοπλέγματα και οι φράκτες
πέφτουν, νέα πεδίο ανεξερεύνητα αναδύονται μπροστά σου.
Η
λογική με τις σχηματοποιήσεις της και τις απολιθώσεις της κλονίζεται απ’ το
βάθρο της (και κατά κάποιο τρόπο αυτός ο κλονισμός χτυπά αμετάκλητα την ουσία
του δυτικού πολιτισμικού οικοδομήματος, φαρμακερά βέλη ρίχνονται ανελέητα πάνω
στη φαινομενική σοφία του!) Μαζί κλονίζεται και όλη η σοφία και η επισημότητα
κάθε είδους νομιμοποιημένου κονφορμισμού. Ο André Breton το διακηρύσσει ευθέως ήδη από το πρώτο
του Μανιφέστο το 1924[25].
Υπάρχουν κοινωνικές αντιστοιχίες σ’ αυτόν τον κλονισμό ή ακριβέστερα
διαπιστώνεται ήδη από τότε ότι κοινωνικά γεγονότα και καταστάσεις (στην
ευρύτατη έννοιά τους) συνηγορούν υπέρ αυτού του κλονισμού; Σαφέστατα ναι.
Η σαρωτική και καταστρεπτική λαίλαπα του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εκεί που νομίσαμε ότι η νέα επιστήμη και τεχνολογία
θα μας εξασφάλιζε εσαεί την ευτυχία (κι επακολούθησαν φυσικά και άλλα πιο
εξωφρενικά δεινά: δεύτερος πιο φονικός παγκόσμιος πόλεμος, ολοκληρωτικές
ιδεολογίες που «έσταζαν κυριολεκτικά αίμα» στο όνομα της σωτηριολογίας και του
μεσσιανισμού τους, ανταγωνισμός πυρηνικού τρόμου, μια «εξόχως ορθολογική(;)»
αντιστοιχία ενός πλούσιου βερμπαλισμού περί ειρήνης, ανθρωπισμού, σοσιαλισμού
και άλλων «ισμών» και μιας παραδειγματικής αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή στα
στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα θέατρα του πολέμου, στο πεδίο των πάσης φύσεως
εξουσιαστικών ανταγωνισμών).
Περνώντας
ο καπιταλισμός, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού απώθησε ακόμη περισσότερο τη
δυνατότητα σταθερής ειρήνης ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς, αντίθετα απ’ ό,τι,ο
Spencer
είχε προβλέψει ,λανθασμένα βέβαια, για τη βιομηχανική κοινωνία. Οι αντιθέσεις
μεταξύ των επιμέρους εθνικών οικονομιών και κρατών στο μεσοπόλεμο οξύνθηκαν,
ενώ γενικότερα το ανταγωνιστικό πνεύμα με επίκεντρο την πολιτική εξουσία
ενισχύθηκε με την εμφάνιση ολοκληρωτικών τάσεων και απίσχναση των δημοκρατικών
πολιτικών δομών. Το φασιστικό και ναζιστικό κίνημα-γέννημα του καπιταλισμού,(
ένα φαινόμενο εν είδει «τέρατος του Φρανκεστάϊν», που δεν μπορούσε από ένα
σημείο και μετά να ελεγχθεί από τον δημιουργό του, και που αρχικά έγινε δεκτό
από το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο του καπιταλισμού με την προοπτική να
παίξει το ρόλο του «εξοντωτικού αντίδοτου» στο κομμουνιστικό κίνημα και τη
Σοβιετική Ένωση ) κλόνισε τις δημοκρατικές δομές στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα το
φαινόμενο του σταλινισμού ακύρωσε τις ουμανιστικές
ορίζουσες του μαρξισμού, όπως παραμορφωμένα εφαρμόστηκε στη Ρωσία.
Μεταπολεμικά
ο ψυχρός πόλεμος και οι παρεμβάσεις ή ακόμη και οι ωμές επεμβάσεις των δύο
υπερδυνάμεων στα εσωτερικά μικρότερων χωρών, ανάλογα με τις ζώνες επιρροής,
κάθε άλλο παρά έπεισε ότι μετά την νίκη κατά του Άξονα διαμορφώθηκε ένας κόσμος
σε παγκόσμιο επίπεδο, στον οποίο θα κυριαρχούσε η ελευθερία και η κατίσχυση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μακριά από τον φόβο και την ανάγκη, όπως τα
οραματίστηκε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ.
Πολύ
σωστά ο αντιφασίστας συγγραφέας Άρθουρ Καίστλερ έλεγε κατά τη διάρκεια του 2ου
παγκοσμίου πολέμου ότι «πολεμάμε ενάντια σ’ ένα ολοκληρωτικό ψέμα για μισή
αλήθεια!» Ευρύτερα οι κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές αντιθέσεις και
ανταγωνισμοί, νέου τύπου και περιεχομένου, τόσο μεσοπολεμικά όσο και
μεταπολεμικά αυξήθηκαν παρά μειώθηκαν και η ορθολογικότητα της νεωτερικότητας
κάθε άλλο παρά επαληθευόταν, σε τομείς μη εργαλειακούς. Αρκεί να θυμηθούμε τις
διασπάσεις του αριστερού στρατοπέδου, το πόσοι άνθρωποι εκτελέσθηκαν ως δήθεν
«εχθροί του λαού» από εξουσιάζουσες αριστερές ηγεσίες, το ότι εκτελέστηκαν ως
«τρομοκράτες» εξέχοντα στελέχη του Κ.Κ.Σ.Ε. ύστερα από τις περίφημες δίκες της
Μόσχας στη δεκαετία του 1930, τις επώδυνες συνέπειες (π.χ. την οικονομική κρίση
στις ΗΠΑ μετά το Κραχ του 1920) των λεγομένων κυκλικών κρίσεων του
καπιταλισμού, τις γενοκτονίες κ.ά. Σε πολλές περιπτώσεις η ορθολογική
ασυμμετρία ή νοηματική ασυναρτησία σ’ επίπεδο στάσης και δράσης συλλογικοτήτων
(οι αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού εχρησιμοποιούντο
απλώς ως προσχήματα για δράσεις αντίθετου περιεχομένου) ήταν εμφανής χωρίς
ιδιαίτερες αναλύσεις .
Εξάλλου
η έννοια του μετα-μοντέρνου
μεταπολεμικά διαμορφώθηκε πάνω στη συντριβή της αρχικής συμπαγούς ενότητας του
ορθολογικού στοιχείου της νεωτερικότητας ή τουλάχιστον περιελάμβανε ως
θεμελιακό της στοιχείο τη συνύπαρξη αντιθέτων θεωρητικών ή κοινωνικών ρευμάτων,
χωρίς να υπάρχει ορθολογική δυνατότητα κατανόησης αυτής της συνύπαρξης.
Η
κυριολεκτικά «καημένη» λογική δεν ξέρει πώς να μαζέψει τα συντρίμμια της (τώρα
μάλιστα με την εκτεταμένη περιβαλλοντική κρίση που θέτει επιτακτικά το ζήτημα
της ποιότητας ζωής κι ακόμη περισσότερο της επιβίωσης του πλανήτη, το πρόβλημά
της μεγαλώνει ακόμη περισσότερο). Είναι έτοιμη, η ατυχής, να εισέλθει σε
φρενοκομείο! Κρίνουμε ότι δεν είναι τυχαίο ότι ο Breton ξεκινά το Δεύτερο Μανιφέστο του (1930)
με αποσπάσματα από το περιοδικό Ιατροψυχολογικά
Χρονικά, που ήταν περιοδικό της «Διανοητικής Παραφροσύνης και της
Ιατροδικαστικής των Παραφρόνων»[26].
Δεν ξέρω αν η άποψη του Spengler
περί παρακμής της Δύσης θα έπρεπε να
συμπληρωθεί και με την έννοια της «άρρωστης Δύσης».
Γι’
αυτό και υποστηρίζουμε ότι ο σουρρεαλισμός πραγματοποίησε σωτήρια παρέμβαση την
εποχή της εκκίνησής του, αλλά και αργότερα. Άνοιξε μονοπάτια που οδήγησαν σε
νέους ορίζοντες (όχι μόνο για τους τομείς της λογοτεχνίας και των άλλων τεχνών).
Εκεί που η δόξα της «γηραιάς βασίλισσας"» της «επίσημης λογικής» θεωρείτο
αναμφισβήτητη, οι όροι αντεστράφησαν. Στο προσκήνιο ήρθε ο κόσμος του ονείρου,
του φανταστικού, του παράξενου και θαυμαστού και διεκδίκησε, τουλάχιστον την
εποχή της πρώτης ορμής του, τη θέση της παλαιάς βασίλισσας. Το ασυνείδητο και
τ’ ανεξιχνίαστα βάθη που περικλείει, βοηθούσης πάντα της ψυχανάλυσης και των
θεωρητικών τομών του Freud,
αμφισβήτησαν τη μονοκρατορία του «λογικού συνειδητού» ή του «συνειδητού
λογικού».
Οι δομές και τα σύμβολά του διεκδίκησαν
προνομιακό πεδίο αναγνώρισης και δημιουργικότητας. Αίφνης ανακαλύφθηκε ότι ο
άνθρωπος είχε συλληφθεί κατά τρόπο «μισό και μίζερο» (γι’ αυτό και έγραψα παραπάνω για την τόλμη του
σουρρεαλισμού: Απέδωσε ευθέως «μιζέρια» στη θεά του δυτικού πολιτισμικού
οικοδομήματος, την ορθολογικότητα. Θα
συμπλήρωνα τώρα: τόλμη, περηφάνια κι ανεξαρτησία, είνναι απαραίτητες προϋποθέσεις για κάθε
εγχείρημα πνευματικής και κοινωνικής ανατροπής). Ο άνθρωπος έπρεπε να
ολοκληρωθεί, να συνειδητοποιήσει ότι ο παραμερισμένος κόσμος του ονείρου, του
«μη στενά λογικού» αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμά του που του δίνει νέες
δημιουργικές δυνατότητες, νέα «φίλτρα» όρασης που τον αφήνουν να διεισδύσει σε
πεδία ύπαρξης, που η «παλιά του μιζέρια» δεν επέτρεπε.
V
Το «Ονειρικό»του Σουρρεαλισμού και το
«Φαντασιακό»του Κ. Καστοριάδη
Προσοχή
όμως:Όπως σωστά από πολλούς μελετητές επισημαίνεται, ο σουρρεαλισμός δεν ήρθε
τελικά (άσχετα από τις πρώτες υπερβολικές απαιτήσεις του) για να προτείνει και
να ωθήσει προς μια υποκατάσταση του πραγματικού από το φανταστικό[27].
Αυτό που επεδίωξε ήταν να διευρύνει και να εμπλουτίσει την πραγματικότητα, τόσο
εκείνη του ίδιου του ανθρώπου, όσο κι εκείνη που τον περιβάλλει. Ο ίδιος ο Breton το λέγει καθαρά στο Πρώτο Μανιφέστο του, όταν δηλώνει ότι επιδιώκει ακριβώς το πάντρεμα αυτών των δύο
καταστάσεων, του ονείρου και της πραγματικότητας («κατ’ επίφαση τόσο
αντιφατικών») ώστε να φθάσει σε μία νέα «απόλυτη
υπερπραγματικότητα (surrealite)[28]. Στο Δεύτερο επίσης Μανιφέστο του ομολογεί την πίστη του «σ’ ένα σημείο του πνεύματος,
όπου ζωή και θάνατος, φανταστικό και πραγματικό παύουν να λογίζονται
αντιφατικά»[29]. Ο
σουρρεαλισμός ακριβώς πασχίζει να πλησιάσει και να κατανοήσει αυτό το σημείο.
Δεν
ξέρω αν ήταν ανακριβές να λέγαμε ότι το πάντρεμα του «φαντασιακού» με το πραγματικό, όπως το συλλαμβάνει ο Κορνήλιος
Καστοριάδης, πλησιάζει τη σύλληψη των σουρρεαλιστών. Ο Καστοριάδης, όπως ρητά
λέγει, δεν συλλαμβάνει το «φαντασιακό» (imaginaire) ως αντανάκλαση κάποιου
πράγματος «επί κατόπτρου», αλλά ως «ακατάπαυστη δημιουργία ακαθόριστη μορφών
και εικόνων» με βάση και μόνο τις οποίες μπορούμε να μιλήσουμε για το α ή β
θέμα ή οντότητα στο πεδίο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ή και σ’ ολόκληρο τον
κόσμο, όπως γίνεται αντιληπτός απ’ τον άνθρωπο[30].
Και αυτή η δημιουργία «μορφών και εικόνων» έχει σαφώς κοινωνικο-ιστορική και
ψυχική διάσταση και αποτελεί όρο συγκρότησης του λεγομένου «πραγματικού» και
«ορθολογικού».
Με
άλλα λόγια, κατ’αυτόν το πραγματικό συγκροτείται κι επανασυγκροτείται διαρκώς
με συμβολή του «φαντασιακού» πάνω σε ένα
συνεχές ροών και διακυμάνσεων, που δεν είναι ακριβώς δεκτικό νομοτελειακών προκαθορισμών[31].
Από την άλλη το πραγματικό «εμπλουτίζεται» και δεν νοείται ότι εξαντλείται μόνο
στις καθημερινές κοινές εμπειρίες των συνηθισμένων πεζών ανφορών πράγμα που
αποτελούσε και βασική αντίληψη των σουρρεαλιστών. Η όποια σύσταση του
«φαντασιακού» δεν βρίσκεται τελικά έξω από το συγκεκριμένο περιεχόμενο του
ιστορικο-κοινωνικού γίγνεσθαι και κατ’ επέκταση η όποια θεωρητική κατασκευή δεν
αποτελεί «παρά τρόπο και μορφή του ιστορικο-κοινωνικού ποιείν και πράττειν»[32].
Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο συλλαβάνεται η «θεσμίζουσα και θεσμισμένη» κοινωνία»[33].
Αφού το «φαντασιακό» δεν ταυτίζεται με την εικόνα του κατόπτρου, που αντανακλά
«κάτι» που υπάρχει κάπου αλλού, έξω από το γίγνεσθαι του «ποείν και πράττειν»,
έτσι δεν νομιμοποιούμαστε να συλλάβουμε «ένα κεντρικό οφθαλμό», που ατενίζει
τις ανθρώπινες διαδικασίες αντικειμενικά και να δώσουμε έναυσμα στην αποδοχή
θεωρήσεων που ανακαλύπτουν «νόμους», που βρίσκονται πάνω από κάθε ανθρώπινη-κοινωνική ενεργοποίηση
και δραστηριότητα ατομικών και
συλλογικών φορέων δράσης, ενώ παράλληλα
την καθορίζουν ντετερμινιστικά Παντού
σε κάθε σύλληψη, τα επιμέρους αποτυπώματα των κοινωνικών και ψυχικών διεργασιών υφίστανται , διεργασιών που
συντελούνται ( όχι ακριβώς ντετερμινιστικά ) από ατομικούς και συλλογικούς φορείς δράσης.
Απ’
την άλλη είναι γνωστό πόσο η επιστημονική σκέψη του Καστοριάδη είναι επηρεασμένη
από την ψυχαναλυτική θεωρία, την οποία φυσικά προσεγγίζει κριτικά, όπως και τον
μαρξισμό. Επίσης στην προσπάθειά του για μια ευρύτερη συνθετική θεώρηση τολμά
να συνδυάζει σημεία και στοιχεία των παραπάνω θεωριών, χωρίς όμως ν’ αποδέχεται
γραμμές προκαθορισμού. Πάντα αφήνει περιθώρια για σύλληψη δημιουργικής
ιστορικοκοινωνικής διαδικασίας σ’ επίπεδο «ποιείν – πράττειν» και «παριστάνειν
– λέγειν».
Βέβαια
δεν θα λέγαμε ότι το «φαντασιακό» του Κορνήλιου Καστοριάδη, με το οποίο διαρκώς
επανασυγκροτείται το «πραγματικό» και διαμορφώνεται η θεσμισμένη κοινωνία, ταυτίζεται ακριβώς με το «ονειρικό» του
σουρρεαλισμού, αλλά ο τρόπος που συλλαμβάνεται η σύσταση του πρώτου βρίσκεται
πολύ κοντά στο περιεχόμενο του δεύτερου. Κατά τον παραπάνω φιλόσοφο το όνειρο
δεν είναι κάτι απόλυτα καθορισμένο και ερμηνεύσιμο, δεδομένου ότι το θεωρεί
πάντα γέφυρα με την «ψυχή ως ριζική
φαντασία, δηλαδή ως ανάδυση παραστάσεων ή σαν παραστασιακή ροή που δεν
υποτάσσεται στην καθοριστικότητα»[34].
Συνακόλουθα και το όνειρο, ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, δεν συλλαμβάνεται
ακριβώς ως «κάτοπτρο ή αντανάκλαση» τινός (αποκλεισμός και ως προς αυτό της πλατωνικής
παράδοσης, που ξεκινά από τον περίφημο «μύθο του σπηλαίου» και της αντίληψης
«του κόσμου ως εικόνος» κάποιων άλλων όντων, που δεν είναι προσεγγίσιμα
εμπειρικά)[35].
Επίσης
σημείο σύγκλισης αποτελεί το πώς και ο σουρρεαλισμός και ο Καστοριάδης
παντρεύουν ο μεν πρώτος το «ονειρικό» ή ευρύτερα το αναδυόμενο από το
ακαθόριστο ασυνείδητο, ο δε δεύτερος το «φαντασιακό»
με την ίδια την πραγματικότητα. Δεν εξοβελίζουν ή υποκαθιστούν τη δεύτερη από
τα προηγούμενα, ούτε δίνουν μια απόλυτη προτεραιότητα σ’ αυτά έναντι εκείνης,
ενώ από την άλλη δεν θεωρούν ότι αυτά βρίσκονται «κάπου αλλού» ξεκομμένα απ’
αυτήν και συνεπώς πρέπει ν’ αναζητηθούν ανεξάρτητα απ’ αυτήν ή ότι αυτή πρέπει
να μπορεί να προσεγγιστεί ξεκομμένη από αυτά. Αυτό το πνεύμα της διαλεκτικής
συνύπαρξης και αλληλοδιείσδυσης το εκφράζει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος όταν
λέγει: «το φαντασιακό – ως κοινωνικό
φαντασιακό και ως φαντασία της ψυχής – είναι λογική και οντολογική
προϋπόθεση του πραγματικού»[36]
ή η «ψυχογενετική ή ιδιογενετική και η
κοινωνιογενετική προοπτική είναι μη αναγώγιμες η μία στην άλλη και συνάμα
αξεχώριστες μεταξύ τους, παραπέμπουν συνεχώς η μία στην άλλη…»[37]
VI
Το Ποιητικά Εμπλουτισμένο Νόημα της
Ανατρεπτικής( σε Κοινωνικούς Όρους ) Προοπτικής του Σουρρεαλισμού
Στον
τομέα της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης (του κατ’ εξοχήν «ανοίκειου»
λόγου) ο σουρρεαλισμός εισήλθε δυναμικά,
ακριβώς γιατί βρήκε το κατάλληλο έδαφος για να πραγματοποιήσει τους σκοπούς
του: δηλαδή, σπάζοντας τα δεσμά της «παλιάς φόρμας», διευρύνοντας σχεδόν
απεριόριστα τα εκφραστικά μέσα κατάφερε να
επικοινωνήσει με την «πραγματική
λειτουργία της σκέψης» και να την εκφράσει μέσω «ψυχικών αυτοματισμών», «έξω
από κάθε έλεγχο της λογικής ή άλλης πνευματικής, αισθητικής και ηθικής προκατάληψης»[38](ή τουλάχιστον πίστευε λοτι τα κατάφερε).
Με άλλα λόγια τόλμησε να αφήσει ξέφρενα τα πιο γρήγορα φτερωτά άλογα της
φαντασίας, αντλώντας ενέργεια και νέες μορφές από τις απύθμενες δεξαμενές του
ονείρου!
Οι
σκοποί του όμως δεν περιοριζόντουσαν μόνον εκεί. Δεν απευθύνονταν μόνο στα
πεδία των γραμμάτων και των τεχνών, άσχετα αν ο περισσότερος κόσμος εκεί τον
πρωτοσυνάντησε. Την παραπάνω έκφραση της «πραγματικής λειτουργίας της σκέψης»
δεν την περιορίζει μόνο στα γραπτά ή προφορικά μέσα[39].
Δέχεται κάθε τρόπο ή μέσα. Επιδιώκει
ευρύτερα να υποκαταστήσει κάθε άλλο ψυχικό μηχανισμό και να καλλιεργήσει
εκείνους που τον οδηγούν σε μια ανώτερη πραγματικότητα (surrealité) μέσα από τα «σκοτεινά-φωτεινά»
μονοπάτια του ονείρου. Με αυτόν τον τρόπο πρότεινε να λύσει βασικά προβλήματα
ζωής, υποστήριξε ότι «κατέχει κλειδιά» και για το σύνολο της πρακτικής ζωής[40]
(αντιστοιχία σαφώς με τους οραματισμούς και τις πεποιθήσεις του Α. Rimbaud).
Έτσι
δικαιωματικά μπορεί να του αποδοθεί η συνειδητή τάση να μεταμορφώσει τον ανθρώπινο κόσμο, να οικοδομήσει στη θέση του παλιού «σκονισμένου και
μουχλιασμένου, ρηχού και πεζού» (κι όχι απλώς άδικου) κάποιον νέο με στοιχεία
αυτής της αναζητούμενης υπερπραγματικότητας. Σαφώς και δεν είναι τυχαίο ότι ο André Breton ανήκε στο αριστερό πολιτικό στρατόπεδο
με το δικό του βέβαια ιδιόρρυθμο κι αναρχικό τρόπο (στα 1926 μάλιστα προσχώρησε
στο Κομμουνιστικό Κόμμα). Επίσης έτσι εξηγείτο το ενδιαφέρον του για τον L. Trotsky και τις ιδέες του. Επίσης
είναι γνωστό ότι σημαντικοί εκπρόσωποι του σουρρεαλιστικού ρεύματος στη γαλλική
λογοτεχνία (Aragon, Eluard, Tzara, Vailland κ.ά.) ανήκαν είτε στο
Κομμουνιστικό Κόμμα είτε γενικότερα στην Αριστερά.
Ωστόσο,
για το σουρρεαλιστικό κίνημα η ανατροπή δεν έχει μια κοινωνικοοικονομική
έννοια, όπως θα νοείτο με καθαρά μαρξιστικούς όρους, δηλαδή ανατροπή των
ξεπερασμένων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και οικοδόμηση νέων
σοσιαλιστικών. Οντολογικά και αξιακά οι ενστάσεις και οι προτάσεις του είναι
πολύ πιο βαθιές και ριζικές, θα έλεγε κανείς ουτοπικές. Και υπ’ αυτή την έννοια
έχουν κάποιες διαφορές από την μαρξιστική έννοια της κοινωνικής μεταβολής. Ο
μαρξισμός και η Αριστερά δουλεύουν και αγωνίζονται μέσα σε μια υποτιθέμενη
αντικειμενική κι εμπειρικά διαπιστούμενη πραγματικότητα. Δεν αναζητούν ποιητικές μεταμορφώσεις, δεν προσανατολίζονται
σε «σημεία» και «κλειδιά» υπερπραγματικότητας. Λειτουργούν κυρίως με
ορθολογικότητα, με επιστημονικές αναλύσεις και προτάσεις ή τουλάχιστον
υποτίθεται ότι λειτουργούν έτσι.
Η
προοπτική της κοινωνικής ανατροπής δεν εντάσσεται μέσα σέ ένα πρόγραμμα
μεταβολών, που στηρίζονται σε υποτιθέμενους αντικειμενικούς
ιστορικοκοινωνικούς νόμους, αλλά που μπορούν να επιταχυνθούν ανάλογα με τις
πολιτικές επιλογές, τις τακτικές και τις έκτακτες προσαρμοστικές κινήσεις των
ηγεσιών και ευρύτερα των συλλογικοτήτων που πιέζουν γι’ αυτές τις μεταβολές.
Από αυτή την οπτική η δυναμική της ανατροπής αντλεί κι εμπλουτίζεται
ακατάπαυστα, αλλά έως ένα βαθμό και ακαθόριστα από τον λεγόμενο «εσωτερικό
άνθρωπο», στην ευρύτερη έννοια του όρου. Δεν προσδιορίζεται ούτε επαναπαύεται
σε μια ντετερμινιστική βεβαιότητα σχετιζόμενη κυρίως με αλλαγές εξωτερικών
συνθηκών. Τον πρώτο ρόλο τον έχουν τα «εσωτερικά βάθη» του ανθρώπου και οι
δυνάμεις που αναδύονται απ’ αυτά, καθώς βέβαια συνειδητοποιούνται και ωθούνται
να διευρύνουν τις δημιουργικές δυνατότητές του μέσω στο «εδώ και τώρα»
(συγχρονικά) ή σε συνδυασμό με υπάρχουσες ιστορικοκοινωνικές τάσεις που
κατατείνουν σε αλλαγές (διαχρονικά).
Επί
του προκειμένου το νόημα της ανατροπής προχωρεί σε μεγαλύτερο βάθος και σαφώς περιέχει
πιο δημιουργικές διαστάσεις. Ο «Γιόγκι» που συμμετέχει – για να θυμηθούμε
το γνωστό έργο του Άρθουρ Καίστλερ «Ο
Κομμισάριος και ο Γιόγκι» – είναι πιο αποφασισμένος και οργανωμένος στη «μελέτη
του ασυνειδήτου» και ξέρει ποιητικότερα ν’ ανοίγει τα φτερά του προς τους
ανεξερεύνητους ουρανούς των «ονειρόκοσμων»! Πρόκειται για μια ανατροπή
μπολιασμένη με το στοιχεία της «ποιητικής επανάστασης» και με την ανεξάντλητη
ροή των «ονειρικών συλλήψεων»! Πρόκειται για μια διαδικασία που περικλείει στη
δυναμική της αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμασε «φαντασιακό» και στο
οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω.
Η
ανατρεπτική αναζήτηση του σουρρεαλισμού περιέχει άλμα πέρα από την
ορθολογικότητα και τη συγκεκριμένη πεζή πραγματικότητα. Άλμα εκπλήξεων, απρόσμενων
συναντήσεων, ονειρικών πίστεων σ’ ένα άλλο τρόπο θέασης, αντίληψης και
κατασκευής του κόσμου. Ο A. Breton το συμπυκνώνει ποιητικά σε μια φράση
«Το να ζεις και να παύεις να ζεις είναι λύσεις φανταστικές. Η ύπαρξη βρίσκεται
αλλού» (τελευταία φράση του Πρώτου
Μανιφέστου του).
[2].
Βλ. Κάρλ Γιουγκ, Αναλυτική Ψυχολογία, εκδ.
Γκοβόστης , σσ. 63-77.
[3].
Βλ. αυτόθι, σσ. 119-129, 147-167.
[4].
Βλ. Ντ. Τ. Σουζούκι, Ζεν ή Εσωτερικός
Βουδδισμός, Αθήνα, 1975, σσ. 90-94.
(Βλ. και τον πρόλογο του Κάρλ Γιούγκ, σσ. 17-41). Έρνεστ Γουντ, Εισαγωγή και Ανάλυση στην Επιστήμη της
Γιόγκα, Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1977, σσ. 280-295.
[5].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν, «Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» (1924), σε Αντρέ Μπρετόν, Τα Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Αθήνα,
Δωδώνη.Maurice Nadeau,
Η Ιστορία του Σουρρεαλισμού, Αθήνα,
Πλέθρον, σσ. 17-73.
[6].
Αντρέ Μπρετόν, «Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού», όπ. παραπ. σελ. 29.
[7].
Αυτόθι, σσ. 29-30.
[8].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Το Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» (1930), σε Αντρέ Μπρετόν, όπ. παραπ. σσ.
123-124.
[9].
Αυτόθι, σελ. 124.
[10].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν, όπ. παραπ. σελ. 130.
[11].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Προλεγόμενα σ’ ένα Τρίτο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού ή
όχι» (1942), σε Αντρέ Μπρετόν, όπ.
παραπ. σσ. 134-135.
[12].
Αυτόθι, σελ. 133.
[13].
Αυτόθι, σελ. 140.
[14].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Από τον Σουρρεαλισμό στα Ζωντανά του Έργα», σε Αντρέ
Μπρετόν, όπ. παραπ. σελ. 151.
[15].
Αυτόθι, σελ. 154.
[16].
Αυτόθι, σσ. 155-156.
[17].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού, 1924», σε Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Αθήνα,
Δωδώνη, 1972, σελ. 14.
[18].
Βλ. Arnold Hauser,
Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, Τόμος 4ος,
Αθήνα, Κάλβος 1970, σσ. 216-229, Έρνστ Φίσερ, Η Αναγκαιότητα της Τέχνης, Αθήνα, Εκδ. Μπουκουμάνη, σσ. 99-104.
[21].
Βλ. Τριστάν Τζαρά, Μανιφέστα του
Ντανταϊσμού, Αθήνα, Αιγόκερως, 1922, σσ. 7-9.
[23].
Αυτόθι σσ. 20-21.
[24].
Αυτόθι σσ. 33-36.
[25].
Αυτόθι σελ. 51.
[26].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν, «Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» (1930) σε Αντρέ
Μπρετόν ,όπ. παραπ. σσ. 59-63.
[27].
Βλ. Ελένη Μοσχονά, «Εισαγωγή: André
Breton» στο Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, όπ. παραπ. σελ. ιβ’.
[28].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Μανιφέστο του
Σουρρεαλισμού»( 1924), όπ. παραπ. σσ. 17-18.
[29].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» (1930) όπ. παραπ. σελ.
64.
[30].
Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή
Θέσμιση της Κοινωνίας, Αθήνα, εκδ. Ράππα, 1985, σσ. 13-14.
[31].
Αυτόθι σελ. 14 σε συνδυασμό με σσ. 47-58.
[32].
Αυτόθι, σσ. 14-53.
[33].
Αυτόθι, σσ. 511-517.
[34].
Αυτόθι, σσ. 287-288, 397, 413.
[35].
Αυτόθι, σελ. 13.
[36].
Αυτόθι, σσ. 470-471.
[37].
Αυτόθι, σελ. 472.
[38].
Βλ. Αντρέ Μπρετόν «Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού 1930» όπ. παραπ. σελ.
29.
[39].
Αυτόθι, σελ. 29.
[40].
Αυτόθι, σελ. 29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.