Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

ΛΟΥΚΑΤΣ ΚΑΙ ΛΟΥΚΑΤΣΟΛΟΓΙΑ


Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΛΟΥΚΑΤΣ ΚΑΙ ΛΟΥΚΑΤΣΟΛΟΓΙΑ

Αλλά ας ασχοληθούμε/συστηματικότερα με τον Λούκατς και με μια «ανάγνωση» του. Σ' ένα από χα τεύχη1 της Επ. Κ. Ερ. δημοσιεύτηκε ένα άρθρο της Α. Χριστοδουλίδη- Μαζαράκη με τίτλο , «Η θεωρία της μυθιστορηματικής μορφής στον νεαρό Georg Lukas». Μελετώντας κάποιος σοβαρά αυτό το άρθρο, το οποίο εξάλλου μας έδωσε και την αφορμή κατά πρώτο λόγο για το γράψιμο αυτών των κριτικών παρατηρήσεων, θα διαπιστώσει πολύ εύκολα ότι η συγγραφέας του επεκτείνει την «προβληματική» της Επ. Κ. Ερ. από την ρεφορμιστική ισοπέδωση του Γκράμσι στην πιο απαράδεκτης μορφής που είναι δυνατό να υπάρξει γραφειοκρατική ανάγνωση-παραμόρφωση του Λούκατς. Πρόκειται δηλαδή για την επιλογή δύο καθόλου τυχαίων διανοούμενων που με το έργο τους συντάραξαν και σ' ένα πολύ σημαντικό βαθμό καθόρισαν πνευματικά και θεωρητι­κά όλον τον 20ο αι. Κατά συνέπεια τα συμπεράσματα είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξα για την ουσία και το νόημα των επιστημονικών ή θεωρητικών ερευνών2 όπως αυτές γίνονται, αντιμετωπίζονται και νοούνται από τους συντάκτες της υπό συζήτηση επιθεώρησης. Ο αναγνώστης του άρθρου της Αχ-Μ3 που γνωρίζει έστω και μέτρια το έργο του Γκράμσι, του Λούκατς και του Γκολντμάν, για να περιοριστούμε μόνο σ' αυτούς, θα πρέ­πει να διερωτηθεί έντονα για τον βαθύτερο λόγο συγγραφής αυτού του χυδαιολουκα-τσολογικού πονήματος, ποιές είναι οι ανάγκες στις οποίες απαντά, ποιοι είναι οι στόχοι της συγγραφέως του, τι θέλει ακριβώς να δείξει και κυρίως σε ποιόν αναγνώστη απευθύνεται- ίσως θα πρέπει να προβληματιστεί εάν πραγματικά απευθύνεται σε κάποιο ή μήπως έχει γραφεί χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον από την συγγραφέα για κανενός είδους αναγνώστη, (μ' άλλα λόγια γράψιμο για το γράψιμο ή το γράψιμο σαν αυτοσκο­πός και καριερισμός), οπότε όλοι οι άλλοι προβληματισμοί περιττεύουν. Διότι, εάν πρόκειται για μία απλή και επί πλέον δημοσίευση της συγγραφέως, η οποία στον αγώνα δρόμου που μάλλον έχει αποδυθεί μ' άλλους τσαρλατάνους, σύμφωνα με την αντορνική έννοια του όρου, πολιορκητές πανεπιστημιακών θέσεων και στο βαθμό που οι κριτές της μπορεί να είναι ανίδεοι από Λούκατς, Γκολντμάν και το έργο τους, ίσως καταφέρει να τους κοροϊδεύσει, πλασάροντας τους κλεμμένο και, το χειρότερο. Κακοχωνευμένο έτοιμο φαγητό συνοθυλευματικής μορφής από το έργο πολύ μεγάλων διανοουμένων, όπως οι παραπάνω. Μάλιστα ούτε καν τους αναφέρει άμεσα στο κείμενο και στις παραπομπές της όταν τους παραθέτει ολόκληρα κομμάτια, ακολουθώντας τα σύγχρονα κουλτουριάρικα πρότυπα της Ελλάδας, ενώ αντίθετα είναι γενικά και παγκόσμια επιβεβλημένο4. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Δυστυχώς αυτό το φαγητό το έχει μολύνει επικίνδυνα με ισχυρή δόση σταλινισμού, σε τέτοιο βαθμό που ένας κάπως σοβαρός διανοούμενος, έστω και μη σχετικός με τον Λούκατς και το έργο του, θα πρέπει να δυσανασχετήσει για την καθόλα προδιαγραφόμενη «λαμπρή» πορεία της συγγραφέως, διαβάζοντας διάφορα ευτράπελα για «αριστερή» ηθική και «δεξιά» επιστημολογία5 αναφορικά με τις θέσεις που χαρακτηρίζουν το έργο του νέου Λούκατς, σύμφωνα πάντα με την συγγραφέα. Άρπαξε από το σταλινικό πάνθεον αυτές τις φράσεις-φάρους της ιδεολογίας του και τις κόλλησε μ' ελαφριά την καρδιά όπως, πολύ πιθανόν, θα κολλούσε κάποτε αφίσες στους τοίχους, ακολουθώντας εντελώς άβουλα και πειθήνια στις σταλινικές ντιρεκτίβες στο έργο του θεμελιωτή της νεώτερης αισθητικής, που για το περιεχόμενο και την αξία του αναρίθμητοι διανοούμενοι επιπέδου συζητούν ακόμη και θα συζητούν για δεκαετίες και τουλάχιστον για όσο τα θεωρητικά προβλήματα που ο Λούκατς μέχρι το 1924 έβαλε δεν έχουν εκλείψει. Δηλαδή έχουν γράψει βιβλία μετά από μακρόχρονη μελέτη του έργου του Λούκατς, άρθρα, μελέτες, πολεμικές, κριτικές αναλύσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις6 κ.τ.λ., που η συνολική τους έκταση είναι τεράστια. Ίσως να μην υπάρχει κανείς που να έχει μελετήσει το σύνολο όλων αυτών των κειμένων και όλων των κειμένων του ίδιου του Λούκατς, που είναι τόμοι ολόκληροι, όπως και τις πάρα πολλές συζητήσεις στις οποίες είχε εμπλακεί για τον εξπρεσιονισμό, τον ρεαλισμό, τον υπαρξισμό, τον ορθολογισμό με άρθρα και λόγους του σε συνέδρια. Είναι φανερό ότι μία τέτοια αναφορά, μελέτη ή έρευνα δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια της λουκατσολογίας κατά τα πρότυπα της μαρξολογίας, η οποία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί σαν εντελώς καταδικαστέα και ν' απορριφθεί γενικά και απόλυτα. Όπως η μαρξολογία έχει συνεισφέρει στην διάδοση και μελέτη του έργου του Μαρξ, έτσι και η λουκατσολογία έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη γνώση, διάδοση και τη βαθύτερη κατανόηση του έργου του Λούκατς, που είναι αρκετά δύσκολο από την φύση του, παρά την παρα­μόρφωση που έχουν κάνει πολλές φορές και οι δύο τους του έργου αυτών των κολοσσιαίων συγγραφέων.
Μετά από το υπεραγαπημένο όμως έργο της μέχρι τώρα λουκατσολογίας υπάρχει χώρος για νέα ή συνεχή λουκατσολογία και μάλιστα του χειρίστου είδους και της κατώ­τερης ποιότητας; Ίσως για τους ανερχόμενους νέους «λύκους» των ελλ. πανεπιστημίων και αυτών της Επ. Κ. Ερ. ειδικότερα δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα.
Η λουκατσολογία όμως αποτελεί τη μία πλευρά του θέματος και όχι την σημαντικότε­ρη. Από μία γενική άποψη θεωρείται ότι είναι τμήμα της «σχολικής και πανεπιστημιακής φιλοσοφίας», όπως αποκαλούσε αυτού του είδους τις εργασίες ο Châtelet. Αυτή με τη σειρά της, μαζί με την παραδοσιακή θεωρία αποτελούν ειδικές μορφές της υπερανεπτυγμένης κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας στον ύστερο καπιταλισμό, θεσμοθετημένες, εμπεδωμένες στην κοινωνία και αναπαραγόμενες μέσα από τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα κατά ένα σημαντικό ποσοστό. Μόνο η κριτική θεωρία, σύμφωνα με τον Max Horkheimer (βλ. το κεφάλαιο «Theórie critique et theorie traditionnelle» στο Theórie critique εκδ. Payot) στο βαθμό που τις αρνείται και αντιτίθεται ριζικά σ' αυτές, όπως και σε κάθε μορφής κοινωνική διαίρεση της εργασίας και στον βαθμό που κατορθώνει να τις ξεπεράσει κριτικάροντάς τες και διαφωτίζοντας τα λάθη, τις ελλείψεις και το μερικό χαρακτήρα τους, επεξεργαζόμενη μια αντίληψη ή σύλληψη της ολότητας και διακλαδική (σύνθεση περισσότερων κλάδων της γνώσης) έχει νόημα και ουσιαστικό περιεχόμενο. Επειδή ακριβώς είναι αδύνατο ν' ακολουθήσει τη μέθοδο και να συμφωνήσει στον καθολικό και διαφωτιστικό σκοπό της κριτικής θεωρίας, η σχολική και πανεπιστημιακή φιλοσοφία, και στην προκειμένη περίπτωση η λουκατσολογία δεν ξεφεύγει (ούτε είναι δυνατό εξάλλου να ξεφύγει απ' αυτήν την κατάσταση όσο παραμένει τέτοια) από τα πλαίσια που η ίδια της η φύση της επιβάλλει, αν και σήμερα είναι πολύ ανεπτυγ­μένη και διαδεδομένη, σχεδόν μόδα: Αναλύοντας τις λεπτομέρειες, τις επιδράσεις κ.τ.λ. που δέχθηκε ο νέος Λούκατς και τις μετέπειρα επιπτώσεις του έργου του, όχι μόνο δεν μπορεί ν' αποτελέσει ούτε δέκα σελίδες του, Η ψυχή και οι μορφές7, για παράδειγμα, στο σύνολο της, αλλά και την ίδια την μέθοδο, απόλυτη σχεδόν αξία για τον νέο Λούκατς, αν δεν την παραμορφώνει, δεν μπορεί ν' ανασυστήσει, να ξαναζωντανεύει, όπως και την μεγαλειότητα των ίδιων των αναλύσεων του νέου Λούκατς. Αντίθετα, ακολουθώντας την μέθοδο του νέου Λούκατς, όπως την είχε επεξεργαστεί στα έργα του, Philosophie de l’ art8. Η ψυχή και οι μορφές, θεωρία του μυθιστορήματος9, Ιστορία και ταξική συνείδηση10 και με την αποδοχή της βασικής μέσης αντίληψης του για την ολότητα, χεγκελιανομαρξιστικής προέλευσης όπως είναι γνωστό, είναι δυνατή τόσο η μελέτη κοινωνικών φαινομένων, εκδηλώσεων, καλλιτεχνικών έργων, γενικότερης πνευματικής δημιουργίας κ.τ.λ., όσο και η εμβάθυνση πάνω στη σκέψη του ίδιου του Λούκατς, η επέκταση των συμπερασμάτων και των επιστημολογικών-μεθοδολογικών θέσεων του και, τέλος το προχώρημα της ίδιας της σκέψης γενικότερα. Και αυτό είναι το ουσιαστικότερο στοιχείο μιας σοβαρής μελέτης του έργου του Λούκατς, όπως και του έργου κάθε μεγάλου διανοούμενου, θέση του από την φύση της είναι κριτική. Έτσι φθάνουμε στον Λ. Γκολντμάν και στην Σχολή της Φρανκφούρτης, των οποίων όλο το έργο τους στηρίζεται στο έργο του Λόυκατς, στην μεθοδολογία και στις βασικές φιλοσοφικές θέσεις του. Οι διανοούμενοι αυτοί δεν σταμάτησαν ποτέ να συζητούν στις αναλύσεις τους το έργο του νέου Λούκατς, εμβαθύνοντας και επεκτείνοντας την προβληματική του και μάλιστα προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις: φιλοσοφία, κοινωνιολογία, αισθητική κ.τ.λ. Μετά το έργο του Λ. Γκολντμάν και της Σχολής της Φρανκφούρτης, είναι δυνατόν διάφοροι άσχετοι καριερίστες(-ριες) να διηγούνται διάφορες ασυναρτησίες; Στην σημερινή ελλάδα, που ανακαλύπτει τον Λούκατς μετά από περισσότερο από μισό αι. και στα «επιστημονικά» περιοδικά της, φαίνεται ότι δυστυχώς είναι δυνατό, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα την τέλεια άγνοια ενός από τα σημαντικότερα τμήματα της σύγχρονης φιλοσοφικής και θεωρητικής σκέψης11.
Εάν γίνει δεκτό ότι, με δοσμένη την άγνοια της Σχολής της Φρανκφούρτης από τη Α.Χ-Μ, διατηρεί ακόμη κάποιο νόημα η λουκατσολογία όπως την εκθέσαμε παραπάνω, το υπό συζήτηση άρθρο είναι αδύνατο να σταθεί ακόμη και σ' αυτό το επίπεδο. Διότι ενώ η Α.Χ-Μ γνωρίζει έστω και σχετικά το έργο του Γκολντμάν, θα έπρεπε να γνωρίζει επίσης ότι ήταν αλεργικός, και πολύ σωστά μάλιστα, για το έργο του Λούκατς της σταλινικής, όπως και για το έργο της τρίτης (μετασταλινικής) περιόδου, δηλαδή μετά από την περί­φημη αυτοκριτική που έκανε για το σταλινικό παρελθόν του. Αυτή η αυτοκριτική είναι πολύ αμφίβολο βέβαια για τον βαθμό που απομάκρυνε πραγματικά τον Λούκατς από τον σταλινισμό, τις μεθόδους και τις αντιλήψεις του, που είχαν ριζωθεί βαθειά είναι δε γνωστό ότι τον οδήγησε στην υιοθέτηση διαφόρων αντιλήψεων του άκρως αντιχεγκελιανού Χάιντεγκερ, γεγονός καθόλου τυχαίο12. Η Α.Χ-Μ όμως επιχειρεί μία προβληματική εντελώς αντίθετη απ' αυτήν του Γκολντμάν στον οποίο υποτείθεται ότι στηρίζεται ή τουλάχιστον αφήνει να ενοηθεί κάτι τέτοιο: επιχειρεί δηλαδή μία ανάγνωση του έργου της νεότητας του Λούκατς μέσα από την οπτική και τις θέσεις του άκρως σταλινικού βιβλίου του για το ρεαλισμό13. Μ' άλλα λόγια προβάλλει την θεωρία της αντανάκλασης που είναι εντελώς ανύπαρκτη στο έργο του νέου Λούκατς και που, όπως είναι γνω­στό, πρόκειται για θεωρία Ενγκελσιανής-σταλινικής προέλευσης και έμπνευσης, χωρίς να ξεχνιέται η πλεχανωφική-λενινιστική14 συνεισφορά σ' αυτήν, το έργο της νεότητας του Λούκατς και το χειρότερο την ανάγει ταυτόχρονα σ' απόλυτη αξία (ή σε θεω­ρία απόλυτης και γενικής ισχύος). Στηριζόμενη η Α.Χ-Μ στην εντελώς διαφορετική και από πολλές απόψεις ολοκληρωτικά αντίθετη θεωρία της αντανάκλασης από την θεωρία της έκφρασης, του περιεχομένου, της μορφής, της σημασίας κ.τ.λ., που ήταν στην βάση των βιβλίων του «ιδεαλιστή» Λούκατς, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην παραμορφωτική ανάγνωση του νέου Λούκατς μέσα από τον σταλινικό Λούκατς και την ιδεολογία του επικροτώντας ταυτόχρονα τον τελευταίο. Μ' αυτήν την έννοια όλη της η επιχείρηση αποκτά έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, ο Αλτουσέρ βοηθώντας την, αν και δεν τον αναφέρει πουθενά, δίνοντάς της τις ιδεολογικές και μεθοδολογικές βάσεις σ' αυτήν την επιχείρηση της, με την σχηματική-σταλινική αυθαίρετη θεωρία του περί ώριμου μαρξιστή Μαρξ, αντιπαρεβλημένου (από τον Αλτουσέρ) στον νέο χεγκελιανό και ιστορικιστή Μαρξ. Δηλαδή η Α.Χ-Μ αντιπαραβάλλει τον σταλινικό ή ώριμο Λούκατς στον ιδεαλιστή και χεγκελιανό Λούκατς. Απ' όπου και η ισοδυναμία: ο σταλινισμός ίσον μαρξισμός!15 Σ’ αυτό το εντελώς αυθαίρετο bricolage16, που αγγίζει τα όρια του νομιναλισμού του πιο χοντροκομένου όπως έδειξε εκπληκτικά ο Η. Lefebvre17 αναφορικά με τον Αλτουσέρ, θα πρέπει κανείς ν' αναρωτηθεί τι θέση έχει ο χεγκελιανό-μαρξιστής-νεολουκατσικός και ριζοσπαστικά αντισταλινικός και αντιαλτουσερικός Γκολντμάν, τον οποίο αναφέρει όχι και λίγες φορές η Α.Χ-Μ. Παρόλο που το collage ή το assemblage έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης, εκποιώντας διαφορετικά και πολλές φορές ανομοιογενή στοιχεία, δημιουργώντας έτσι αυτοτελείς και ενιαίες οντότητες (ολότητες) έστω και κομματιασμένες, στην φιλοσοφία και στην θεωρητική σκέψη γενικότερα, είναι πολύ αμφίβολα τ' αποτελέσματα τους και σχεδόν πάντα καταλήγουν σ' εντελώς αυθαίρετες και άνευ περιεχομένου κατασκευές. Επί πλέον, κρύβουν και μάλιστα συνειδητά πολλές φορές διάφορες ιδέες και αντιλήψεις, διότι από φόβο να εκτεθούν άμεσα και καθαρά, για προφανείς λόγους πλασάρονται κρυφά και συγκεχυμένα: Η με χωρίς ειρμό συσωρευτική πρόσθεση ή έκθεση ακόμη και εντελώς αντιτειθέμενων απόψεων προσπαθεί ν' αποτρέψει την σύλληψη της θεληματικά κρυμμένης και προκατα­σκευασμένης θέσης ή αφετηρίας και στην προκειμένη περίπτωση σταλινικής. Μία τέτοια εργασία ούτε λέγεται εργασία, αλλά ούτε είναι ανάλυση με την οποιαδήποτε έννοια της λέξης. Είναι ένα χαμηλοτάτου επιπέδου ιδεολογηματικό pamphlet με προφανείς σκοπούς. Εξάλλου είναι πασίγνωστο ότι η σωρευτική απάνθιση αποσπασμάτων διαφόρων συγγραφέων ακόμη και αντιτειθέμενων, είναι βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ανούσιας πανεπιστημιακής σκέψης και πολλές φορές, αν όχι πάντα, μία από τις προϋποθέσεις της επιτυχίας. Στην μεταμοντέρνα σκέψη που έχει πάρει τεράστια διάδοση, το παραπάνω φαινόμενο είναι εντελώς καθοριστικό, όπως και απόλυτα ενδεικτικό τόσο της ποιότητας της, όσο και της ανυπαρξίας βαθύτερων σκοπών και ουσιαστικών νοημάτων όπως θα ταίριαζε στις σε βάθος έρευνες και μελέτες, οι οποίες με την σειρά τους είναι ανύπαρκτες ή και ανεπιθύμητες από τους σύγχρονους μεταμοντέρνους μανταρίνους- διαχειριστές της γνώσης. Τι θέση όμως έχουν σε μια τέτοια αμαγαλματική και σ' ένα σημαντικό βαθμό αντιδραστική ερμηνεία ο νέος Λούκατς και ο Γκολντμάν; Απ' τον μεταμοντερνισμό που είναι της μόδας σήμερα δεν ξεφεύγουν ούτε ο νέος Λούκατς18 στη φτωχή πέννα της Α.Χ-Μ, ούτε ο Γκολντμάν, όιτως δεν ξέφυγε το έργο του Αντόρνο από τον νεοσυντηρικό J-F. Lyotard, καθώς και το έργο όλων των άλλων σημαντικών διανοουμένων και φιλοσόφων από τον μεσοπόλεμο και εδώ. Σύγκριση με το έργο του νέου Λούκατς, αν και το έργο του Αντόρνο βρίσκεται στην ιστορική συνέχεια του, όπως είναι ευνόητο είναι αδύνατο να γίνει, διότι απλούστατα διαφέρουν οι ιστορικές περίοδοι κατά πολύ και από την άποψη της χρονικής διαδοχής των γεγονότων και των έργων, αλλά και από την άποψη των προβλημάτων που έβαζε η κάθε μία ιστορική εποχή και των απαντήσεων που επιζητούσε ή και προκαλούσε γενικά το έργο του νέου Λούκατς, του Γκολντμάν και του Αντόρνο19, τριών από τους βασικότερους διανοούμενους του μοντερνισμού, ενώ δεν περιέχει απολύτως κανένα μεταμοντερνιστικό στοιχείο ή και υποψία ακόμη μεταμοντερνισμού, δεν μπορεί ν' αντισταθεί από μόνο του στην λαίλαπα της με κάθε θυσία κοινωνικής ανόδου διαφόρων ανανηψάντων σταλινικών, νεοσταλινικών και μετασταλινικών ιδεολόγων20. Τίποτε δεν μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτο ούτε να διατηρήσει την γνησιότητα και αυθεντικότητα του στις έντονα ενσωματωσικές τάσεις -κανένας μεγάλος διανοούμενος δεν μπορεί να γλυτώσει από τις επιθέσεις τις- παραμορφωτικής ισοπέδωσης του από τις σύγχρονες όσο και έξυπνες πανεπιστημιακές νορματιβιστικές (κανονιστικές) και ολοκληρωτικές μεθόδους που είναι παρόμοιες, αν όχι ίδιες, με τις ευρύτερες κρατικές, στις οποίες στηρίζεται η σύγχρονη απάνθρωπη και θεσμοθετημένη βαρβαρότητα.

Έχουμε κάνει ήδη αναφορά στον διαχωρισμό, υπαρκτά από την ίδια την φύση του έργου του Λούκατς, σε τρείς περιόδους: το έργο του νέου, του σταλινικού και του γέρου ή ώριμου Λούκατς. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτός ο διαχωρισμός επιβάλλεται και από την εξέλιξη της ίδιας της σκέψης, της πολιτικής πρακτικής και ιδεολογίας του που όπως είναι ευνόητο συνδέονται αναπόσπαστα μ' αυτό. Μ' αυτή την έννοια, υπάρ­χουν τεράστιες διαφορές κυρίως ανάμεσα στο ιστορικό έργο του νέου Λούκατς με το έργο των άλλων δύο περιόδων του και είναι προφανές ότι αυτή η διαίρεση δεν σχετίζεται με βιολογικά κριτήρια. Από την άποψη της ποιότητας, βάθους και επιπέδου το έργο του νέου Λούκατς είναι κατά πολύ ανώτερο από το έργο των άλλων δύο περιόδων του, μοναδικό ίσως στην ιστορία της νεώτερης σκέψης. Αλλά και από την άποψη των ιδεολογικών θέσεων και αναλύσεων του η διαφορά είναι τεράστια: Ο νεοκαντιανός Χεγκελιανός-μαρξιστής (ιστορία και ταξική συνείδηση, Λένιν) Λούκατς μετατρέπεται, υπό την επίδραση της ανόδου και της παγίωσης του σταλινισμού, σε σταλινικό με την πρόφαση της υποστήριξης των κεκτημένων της επανάστασης, παραβλέποντας ότι αυτή είχε οδηγηθεί στο ακριβώς αντίθετο της αποτέλεσμα. Ακολουθούσε κατά γράμμα τους διανοούμενους εκείνους που στην αρχή μετά την Μεγάλη Αστική επανάσταση η οποία είχε καταλήξει στην κυριαρχία του Βοναπάρτη και στον Βοναπαρτισμό γενικότερα (ο σταλινισμός είναι ο αντίστοιχος του Βοναπαρτισμός στον 20ο αι. τηρουμένων των αναλογιών) υποστήριξαν ακριβώς την παραμόρφωση της επανάστασης δικαιολογώντας αυτήν την θέση ισχυριζόμενοι ή ότι δεν είχαν άλλη εναλλακτική λύση ή ότι έτσι υποστή­ριζαν τις κατακτήσεις της ίδιας της επανάστασης21. Ο ρομαντικός, ο ιδεαλιστής, ο υπαρξιστής, ο επαναστάτης Λούκατς γίνεται ξαφνικά συντηρητικός, ρεαλιστής και απο­λογητής μιας ανθρώπινης κατεστημένης τάξης, αν και μερικές φορές μπορεί να πήρε μέτρια κριτική στάση για τις δίκες της Μόσχας κ.τ.λ. Αναζητούσε ταυτόχρονα την επιβεβαίωση των ανατριχιαστικών πολιτικών ιδεολογικών θέσεων του και την δικαιολόγηση τους, στηριζόμενος στην θεωρητικοποίηση διαφόρων παραδειγμάτων «ρεαλιστικής» τέχνης και λογοτεχνίας και σε μια επίθεση χωρίς προηγούμενο εναντίον των πρωτοποριών, τις οποίες αποκαλούσε κομματιαστές ή αποσπασματικές, μη ολικές και κατά συνέπεια παρακμιακές, ταυτιζόμενος απόλυτα σ' αυτό το πολύ σοβαρό θέμα με τη θέση του σταλινισμού, η οποία δεν διέφερε απολύτως από την ναζιστική προπαγάνδα εναντίον της μοντέρνας τέχνης που την θεωρούσε και αυτός παρακμιακή. Η συνέπεια αυτών των θέσεων τόσο στου σταλινισμού, που στο πρόσωπο του Λούκατς βρήκε στον θεωρητικό του στον τομέα της τέχνης όσο και του ναζισμούς, ήταν ο διωγμός των μοντερνιστών καλλιτεχνών και η απαγόρευση κάθε καλλιτεχνικής δραστηριότητας τέτοιου είδους, μ' αποτέλεσμα τραγικό την αυτοκτονία πολλών εξπρεσιονιστών και πρωτοποριακών καλλιτεχνών όπως και του Μαγιακόφσκι κ.ά. Η ρήξη του Λούκατς με τον Ε. Bloch και άλλους μεγάλους μαρξιστές διανοούμενους για τον εξπρεσσιονισμό (μιά πρωτοπορια­κή και ριζοσπαστική τάση ανεξάρτητα από την τελική κατάληξη πολλών από τους καλλι­τέχνες της και που εκδηλώνει ή εκφράζει εντονότατα, πολύ πιο έντονα από κάθε άλλη καλλιτεχνική τάση, την κρίση του υποκειμένου, είναι παρακμιακή και προδρομιακή του φασισμού, σύμφωνα πάντα με τον σταλινικό Λούκατς), εμφανίζεται στην δεκαετία του '30 και δεν θα επανορθωθεί ποτέ παρά τις τεράστιες συζητήσεις και πολεμικές που επακολούθησαν22. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Κάφκα, ο Τζόϋς και άλλοι λογοτέχνες της πρωτοπορίας δεν αντανακλούν μία πραγματικότητα ή την πραγματικότητα ρεαλιστικά, ξεχνώντας ότι αυτή η πραγματικότητα είναι πραγμοποιημένη, όπως ο ίδιος μεγαλοφυέστατα ανέλυσε το 1923 στο Ιστορία και ταξική συνείδηση, οπότε δεν έχει πλέον νόημα η ρεαλιστική αναπαράσταση ή αντανάκλαση της σαν τέτοια. Αντίθετα, όντας και παρα­μένοντας πραγμοποιημένη και διότι δεν εμφανίζονται στον ορίζοντα δυνατότητες πραγματικής αλλαγής της, προκαλεί στον καλλιτέχνη, αν όχι μία επαναστατική τάση και την ανάγκη έκφρασης επαναστατικών δυνατοτήτων που ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν ή έχουν εξαφανιστεί, τη ρήξη, τη φυγή και τέλος την άρνηση της, την ολική άρνηση. Η κρίση του υποκειμένου είχε αρχίσει να φθάνει σ' οριακές πλέον διαστάσεις, βλέπε στο τέλος αυτού του ίδιου. Δεν είναι δυνατό ν' αναφερθούμε λεπτομερειακά σ' όλες τις συζητήσεις αναφορικά με την πρωτοπορεία, ούτε ο στόχος μας είναι αυτός. Απλά και πολύ σχηματικά διαγράφουμε μερικές από τις πλευρές της διανοητικής πορείας του Λούκατς, θέλοντας να δείξουμε ότι η ρήξη που προκλήθηκε στη σκέψη και στην πρακτι­κή του μετά το 1924-5, θεωρημένες στην ενότητα τους και παρά τις διάφορες αντιθέσεις τους, τις κριτικές και αυτοκριτικές του, ήταν πολύ βαθειά και ανεπανόρθωτη. Το γεγονός αυτό φαίνεται ακόμη καλύτερα όταν μετά το '56 ξαναγύρισε στον Χέγκελ για να θεωρητικοποιήσει την θεωρία της γνώσης του τελευταίου (θεωρία της αντανάκλασης και της αμεσότητας), ώστε να δώσει χεγκελιανό επίχρισμα στην προηγούμενη ούλτρα σταλινική θεώρηση του της τέχνης. Παραγνώρισε βέβαια ότι, ενώ στην εποχή του Χέγκελ αυτή η θεωρία στην προσπάθειά της να ξεπεράσει τους καντιανούς δυαδισμούς αντιπροσώπευε μία τεράστια κατάκτηση της σκέψης, στην σύγχρονη εποχή κατέληξε, παραμένει εξάλλου μέχρι σήμερα, ξεπερασμένη, λαμβάνοντας υπόψη την μετέπειτα του Χέγκελ εξέλιξη της σκέψης και κυρίως την θεωρία της πραγμοποίησης του ίδιου του Λούκατς του 1923. Επί πλέον ο Λούκατς, υπό την επίδραση του αντιχεγκελιανού Χάιντεγκερ και της γερμανικής σχολής της ιστορίας της τέχνης, θεωρητικοποίησε μία ρεαλίζουσα αντίληψη για όλη την ιστορία της τέχνης πάρα πολύ συζητήσιμη, και σε κάθε περίπτωση εντελώς διαφορετική αν όχι εντελώς αντίθετη από την αισθητική θεωρία της νεότητας του.
Στην συνέχεια των μελετών και αναλύσεων του Λ. Γκολντμάν και των μαθητών του Μ. Löwy και R. Rochlitz κ.ά. και λαμβάνοντας υπόψη τις πάρα πολύ βίαιες πολεμικές του Αντόρνο ενάντια στον σταλινικό Λούκατς, νομίζουμε ότι είναι αδύνατο να θεωρηθεί η σκέψη του Λούκατς σαν συνολικά ενιαία, όπως υποστηρίζουν ή τουλάχιστον το αφήνουν να εννοηθεί ο κρυφοσταλινικός Ν. Τερτυλιάλ23, ο αντορνολόγος και24 ως ένα βαθμό οπαδός του Jimenez κ.ά. Η περίπτωση του Λούκατς δεν μπορεί να ταυτιστεί μ' αυτήν του Μαρξ, στον οποίο η θεωρία της αλλοτρίωσης (ενός Μαρξ) μετεξελίχθηκε στην θεωρία της πραγμοποίησης μετά από μία νέα επιστροφή του στον Χέγκελ (Λογική25) (ώριμος Μάρξ σύμφωνα με την αλτουσεριανή τερμινολογία), συνθέτοντας έτσι μία πολύπλοκη αλλά ομογενή θεωρία που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε σαν θεωρία της πραγμοποίησης-αλλοτρίωσης, εάν δεχθούμε ότι η σημασία αυτών των δύο εννοιών δεν ταυτίζεται, θέση που δεχόμαστε σαν σωστή24. Δεν θα πρέπει να βγει το συμπέρασμα από τα παραπάνω ότι ταυτίζουμε αυτές τις δύο θεωρίες, που η μία είναι μετεξέλιξη της άλλης, αλλά που σε καμιά περίπτωση δεν είναι αντίθετες, αν και τα συμπεράσματα που ο Μαρξ έβγαζε μπορεί να ήταν διαφορετικά, όπως διαφορετικές ήταν και οι οπτικές γωνίες με τις οποίες προσέγγιζε τα θέματα του, τα οποία και αυτά ήταν διαφορετικά, αποτέλεσμα της γενικότερης ανάπτυξης της κοινωνίας, των κοινωνι- κο-ιστορικών συνθηκών και της σκέψης του. Αντίθετα στον Λούκατς με την πρόσδεση του στο άρμα του σταλινισμού η αισθητική θεωρία του που στηρίζονταν στην θεωρητικοποίηση της μορφής κατά βάση, μετατράπηκε ως δια μαγείας σε μία θεωρητικοποίηση της αντανάκλασης που είναι εντελώς διαφορετικής μορφής και περιεχομένου, έχει μια διαφορετική αφετηρία, διαφορετική ακόμη και αντίθετη ιδεολογική διάσταση. Μ’ άλλα λόγια πρόκειται για μια εντελώς άλλη, διαφορετική ή και αντίθετη θεωρία η οποία παρέμεινε στα βασικά της σημεία αναλλοίωτη μέχρι τον θάνατο του. Εκτός και αν παραδεχθούμε ότι ποιοτικά δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών των δύο θεωριών ή ότι η μία είναι γραμμική προέκταση της άλλης ή και τέλος ότι η σταλινική προσέγγιση εμπεριέχοταν σπερματικά στα βιβλία του νέου Λούκατς, υποθέσεις που μας φαίνονται εντελώς αστήρικτες και υπερβολικές. Οι υποστηρικτές της ενιαίας αντίληψης περί Λούκατς στηριζόμενοι σε αντιαλτουσερικές θέσεις πιθανόν αναφορικά με την ρήξη, δεν ξεφεύγουν από γραμμικές και εξελικτιστικές αντιλήψεις. Στο όνομα ενός αντισταλινισμού φιλελεύθερης απόχρωσης και υπό την επίδραση ενός χαϊντεγκεριανίζοντος υπαρξισμού πολλές φορές ο Τερτυλιά και ο Πρεβέ συγχέουν Μαρξ και Λούκατς, που κατά την γνώμη μας δεν είναι καθόλου το ίδιο. Επιπλέον ο σταλινισμός είναι φαινόμενο καθαρά του 20ου αι. και μ' αυτήν την έννοια η μη ειδική αναφορά σ' αυτόν αποφεύγει το πρόβλημα καλυπτόμενη πίσω από ένα υποτιθέμενο αντιαλτουσερισμό, που όμως δεν είναι τίποτε άλλο από στρουθοκαμιλισμό. Δεν θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να θεωρητικοποιηθεί σ' απόλυτο βαθμό μία θεωρία της ρήξης και να εφαρμόζεται παντού και πάντα, αν και στην περίπτωση του σταλινισμού έχει καθολική ισχύ, διότι και η ρήξη του σταλινισμού με την επανάσταση, το εργατικό κίνημα, και την πολιτικοκοινωνική και καλλιτεχνική πρωτοπορία ήταν και παραμένει καθολική, ολική. Κάθε συγκατάβαση απέναντι του οδήγησε αναπόφευκτα και στην ιδανικοποίηση του. Στην περίπτωση του Τερτυλιάν τουλάχιστον, ο οποίος αποφεύγει κάθε άμεση και καθαρή σταλινική επικρότηση, που πλην όμως όλα του τα επιχειρήματα είναι παρμένα από το σταλινικό οπλοστάσιο και όλο του το βιβλίο διαχέεται από την σταλινική ιδεολογία, πρόκειται για κρυφοσταλινισμό.
Σ' όλη αυτή την συζήτηση δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά από την Α-Χ, διότι ή δεν την γνωρίζει και είναι το πιθανότερο, ή θέλει να κάνει τον αναγνώστη να πιστεύσει ότι την ενδιαφέρει μόνο Η θεωρία του μυθιστορήματος και ειδικότερα της μυθιστορηματικής γραφής. Είναι όμως δυνατό να συζητηθεί ή ν αναλυθεί ένα βιβλίο τόσο σημαντικό ξεκομμένα απ' όλο το έργο του συγγραφέα του και από την συνολική διανοητική πορεία του; Μία τέτοια απόπειρα μεθοδολογικά είναι αστήρικτη και κατά συνέπεια λαθεμένη. Επί πλέον, είναι αντιλουκατσική σύμφωνα με τις θέσεις του ίδιου του Λούκατς αναφορικά με την ολότητα, την διαλεκτική και την μέθοδο του Ιστορία και ταξική συνείδηση και πρακτικά αδύνατη*. Όταν δε επιχειρείται, παρόλα αυτά, δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε παραμορφώσεις. Με αυτήν δυστυχώς την κατεύθυνση εργάστηκε και η Α.Χ-Μ χωρίς ίσως να το καταλάβει και η ίδια. Αυτό αποδείχνεται θαυμάσια από το γεγονός ότι το άρθρο της είναι ένα προκατασκευασμένο συνονθύλευμα, που ξεκινά αντιγράφοντας τον Γκολτνμάν μ' απαράδεκτο μάλιστα τρόπο, του οποίου εξάλλου δεν γνωρίζει όλο το έργο ή τουλάχιστον όλα όσα έχει γράψει για τον Λούκατς, ξεχνώντας ή και αγνοώντας ότι ο Γκολντμάν είχε σταθερά αντιρεαλιστική και αντιαντανάκλαση θέση25, περνά στην συνέχεια από την προβολή αλά Αλτουσέρ του σταλινικού Λούκατς στο νέο για να καταλήξει στο συμπέρασμα(!) ότι ο νέος Λούκατς δεν ήταν σταλινικός, μην έχοντας δεξιά ηθική και αριστερή επιστημολογία, για να την παραφράσουμε. Αυτή δε η περιπλάνησή της είναι διαστολισμένη και με λίγο χαϊντεγκεριανισμό (sic!), παρακάμπτοντας τα τεράστια προβλήματα που μπαίνουν από το έργο του ίδιου του Χάιντεγκερ όπως και από τις συζητήσεις του με τον Λούκατς, τον Αντόρνο κ.ά. Για την ακρίβεια, ξεκινά με δοσμένη την θέση του περί αριστεροδεξιάς επιστημολογίας και ηθικής, που είναι σύμφωνη με τα σταλινικά-αλτουσεριανά πρότυπα και ιδεολογήματα του γκρουπούσκουλου υπό τον κ. καθηγητή που εκδίδει την Επ. Κ. Ερ., προσπαθεί στην συνέχεια εντελώς τεχνητά και επιφανειακά να «ντύσει» αυτή την πάμπτωχη θέση με διάφορα ψευτοεπιχειρήματα, τα οποία εξάλλου είναι κλεμμένα, χωρίς ν' αναλύει απολύτως τίποτα (αυτή η μέθοδος στην κουλτουριάρικη γλώσσα ονομάζεται περιοδολόγηση26), δεν αναφέρεται στην λουκατσολογία, την οποία ουσιαστικά αγνοεί και χωρίς να έχει απολύτως καμία ιδέα από Λούκατς και από την θεωρία του μυθιστορήματος, μην έχοντας κατανοήσει την ιστορική αξία αυτού του βιβλίου, φτιάχνει ένα μυθιστόρημα στα μέτρα της, την ιδεολογία και τα κριτήριά της, το οποίο απευθύνεται σ' ανίδεους από Λούκατς και το έργο του. Είναι όμως σ' αρμονική σχέση με την «ιδεολογία» της Επ. Κ. Ερ. και στο γενικότερο σχέδιο της πραγμοποίησης της «ηγεμονίας» των «διανοούμενων» της, χρησιμοποιώντας τέτοιου είδους ψευτοδημοσιεύσεις και της κατάκτησης της διανοητικής εξουσίας για όσους από τους συντάκτες της δεν την έχουν ακόμη. Κυνισμός;
Μελετώντας από πιο κοντά τα άρθρα της Α. Χ-Μ, εκτός από την παραμόρφωση του νέου Λούκατς και την ανυπαρξία της οποιασδήποτε σοβαρής ανάλυσης της θεωρίας του μυθιστορήματος, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η Α.Χ-Μ δεν προσθέτει απολύτως τίπο­τε ούτε στην υπεραναπτυγμένη ήδη λουκατσολογία ούτε στην μελέτη σε βάθος του ίδιου του Λούκατς. Για δυνατότητα καλύτερης και βαθύτερης κατανόησης του έργου του Λούκατς από τον αναγνώστη του άρθρου της, ούτε συζήτηση να γίνεται υπό την καθοριστική κυριαρχία της συγγραφέως από τα παραμορφωτικά γυαλιά της σταλινοαλτουσερικής ιδεολογίας. Αλλά ποιό μπορεί να είναι το νόημα της παράφρασης μερι­κών τμημάτων και αποσπασμάτων της Θεωρίας του μυθιστορήματος, όπως και του έργου άλλων μεγάλων διανοουμένων του επιπέδου του Γκολντμάν; Μήπως μία αναφορά διδακτικού περιεχομένου και χαρακτήρα: Αν ληφθεί αυτή η υπόθεση για σωστή, πάλι ελλιπής και φοβερά επιφανειακή είναι, μη ασχολούμενη με διάφορα πολύ σημαντικά προβλήματα που έβαζε ο Λούκατς το 1916. Για παράδειγμα: η θεωρία της σχετικής αυτονομίας, το νόημα της ιστορικοκοινωνικής μεθόδου ανάλυσης του μυθιστορήματος και γενικότερα της τέχνης, ανακάλυψη των σημαντικών δομών, απ' όπου και η πρώτη εμφάνιση του γενετικού στρουκτουραλισμού, σύμφωνα με τον Γκολντμάν, όπως και το νόημα και οι πιθανές επιπτώσεις στην σκέψη από την παραδοχή τους. η θέση του αφη­γητή στο σύγχρονο μυθιστόρημα και οι συνέπειες των μορφών που παίρνει, η αρχή του μοντερνισμού στην αισθητική του 20ου αι. αλλά και γενικότερα και τέλος, η διαλεκτική της έννοιας και της μη-έννοιας καθοριστικής αξίας για τον Αντόρνο, η πρώτη αξιόλογη προσπάθεια συγκρότησης μιας ορθολογικής αισθητικής θεωρίας κ.ά.
Μήπως έχει νόημα το γεγονός ότι η Α.Χ-Μ προσπαθεί ν' αναλύσει ένα τμήμα του βιβλίου του Λούκατς ή μήπως προσπαθεί να προκαλέσει μια σχετική συζήτηση; Αδύνατο. Οφείλει να γνωρίζει και να έχει μελετήσει τουλάχιστον την πολύ λεπτομερειακή μελέτη του R. Rochlitz, Le jeun Lukás. η οποία δεν αφήνει περιθώρια σχεδόν καθόλου για επί πλέον ανάλυση-επεξήγηση, διότι δεν υπάρχει στοιχείο το οποίο να μην έχει διερευνήσει σ' ότι αφορά τις επιδράσεις του νέου Λούκατς, το πνευματικό κλίμα της εποχής κ.τ.λ.· η ανάλυση της θεωρίας του μυθιστορήματος από τον R.R. είναι δε άκρως λεπτομερειακή. Επί πλέον είναι γνωστό ότι ο Γκολντμάν έχει γράψει για το νέο Λούκατς και το έργο του δεκάδες σελίδες για να το επεξηγήσει, να το αναλύσει, να τονίσει τη μοναδική αξία του και τέλος μέσα από την προσωπική γενικότερα εργασία και ανάγνωση του νέου Λούκατς ν' αποσαφηνίσει το δικό του, του οποίου όχι μόνο οι βασικές θεωρητικές του θέσεις και κατευθύνσεις βρίσκονταν μέσα στο πνεύμα του έργου του νέου Λούκατς, αλλά και στην συνέχεια του. Ύστερα απ' αυτόν το τεράστιας έκτασης έργο για τον νέο Λούκατς έχει νόημα να γραφτεί μόνο κάτι το καινούργιο, το πρωτότυπο, το προσωπικό. Κατά συνέπεια καταρρέει όλη της η προσπάθεια, διότι δεν προχωρεί η συζήτηση μ' ανούσιες και κουραστικές επαναλήψεις χιλιοειπωμένων πραγμάτων, αλλά μάλλον πηγαίνει προς τα πίσω, αποπροσανατολίζοντας έτσι τον αναγνώστη.
Τίθεται όμως ένα γενικότερο πρόβλημα: Ποιά είναι η αξία των διδακτικών και μόνο αναλύσεων; Η απάντηση του δάσκαλου Γκολντμάν ήταν ότι είναι τεράστια, αλλά δεν περιοριζόταν σ' αυτές, διότι σχεδόν πάντα όταν έγραφε ένα κείμενο για κάποιο έργο του νέου Λούκατς αυτονομούνταν απ' αυτό και την προβληματική του με στόχο την παραπέρα επεξεργασία. Τα καθαρά επεξηγηματικά και διδακτικά κείμενα, όταν κανείς δεν είναι φιλόσοφος επιπέδου Γκολντμάν ή Chatelet για παράδειγμα, που την διδακτικότητα την είχαν κάνει πάθος, τέχνη, μέθοδο, επιστήμη, φιλοσοφία παράλληλα με την δική τους διανοητική και φιλοσοφική αυτονομία, αυτοτέλεια και οντότητα, εάν δεν παραμορφώνουν το υπό συζήτηση κείμενο ή διανοούμενο, καταφέρνουν πολύ ελάχιστα πράγματα. Και το γεγονός αυτό είναι αποτέλεσμα της ίδιας της διδακτικής μεθόδου, όπως και μεθοδολογικά πρόβλημα από μόνο του ή καθεαυτό επιβάλλεται ν' αντιμετωπίζεται σαν τέτοιο και δεν είναι δυνατή καμία αυταπάτη οποιουδήποτε χαρακτήρα (ποπουλίστικου εκπολιτισμού, καθηγητήστικου ελιτισμού κ.ά.). Καταπληκτική επιβεβαίωση της παραπάνω διαπίστωσης-θέσης είναι το άρθρο της Α.Χ-Μ, μοντέλο αντιπαιδαγωγικού κειμένου, που η σύλληψη όσο και η όλη προβληματική του είναι στενά συνδεδεμένη με μια τέτοια μέθοδο ή και άμεσο αποτέλεσμα της" ίσως είναι το αποτέλεσμα και της ανορεξίας οποιαδήποτε σοβαρά τεκμηριωμένης μεθόδου. Σε τελική ανάλυση, εάν υποτεθεί ότι έχει κάποια αξία ένα διδακτικό κείμενο και ανεξάρτητα από τ' αποτελέσματα του θεωρητικά και πρακτικά, νομίζουμε ότι στον ελληνικό χώρο μόνο ο Γ. Καλλιόρης μαθητής του Γκολντμάν και ο οποίος έχει διδάξει επί χρόνια Λούκατς θα μπορούσε, εάν ήθελε ή ενδιαφερόταν, να έγραφε ένα τέτοιο κείμενο ώστε να μορφώσει, να διαφωτίσει το ανα­γνωστικό κοινό. Η εισαγωγή στο βιβλίο του Παρεμβάσεις27, όπου αναφέρεται στην θεωρία και στην πρακτική του δοκιμίου στην συνέχεια του Ψυχή και οι μορφές, του Λούκατς, είναι από κάθε άποψη σωστή και εξαιρετική, αν και δεν είναι διδακτική αυστηρά κρίνοντας την. Μάλλον θα πρέπει να την θεωρήσουμε σαν δοκίμιο για το δικίμιο, που στηρίζεται στην θεωρία του δοκιμίου του νέου Λούκατς. Αλλά δεν ήταν η διδακτικότητα ο σκοπός της Α.Χ-Μ. Και αν παρόλα αυτά ήταν, θα πρέπει να «ξαναεκπαιδευτεί» για να θυμηθούμε μια από τις κ.τ.λ., τι απομένει; Απομένει η συγκρότηση ενός προβληματισμού, ή προσωπικά μιας εμβάθυνσης, η επεξεργασία μιας κριτικής προσέγγισης αναφορικά μ' έναν συγγραφέ­ας ή μ' ένα έργο του. ακολουθώντας μια σωστή μεθοδολογία, όπως ήδη έχουμε αναφέρει' κυρίως όμως ξεκινώντας από ένα δεδομένο κείμενο το οποίο μπορεί να θεω­ρηθεί σαν αυτόνομο από όλο το άλλο έργο ενός συγγραφέα ή από την μελέτη όλου του έργου, εξαρτάται από την περιπλάνηση και τοποθετώντας το πάντα ιστορικά ν' αποπει­ραθεί ένα προχώρημα της σκέψης προς νέες κατευθύνσεις σε συνδυασμό πάντα με τις προσωπικές απασχολήσεις, ανησυχίες, προβληματισμούς, ενδιαφέροντα κ.τ.λ. Μ' αυτήν την έννοια γίνεται δυνατή η παραπέρα θεωρητικοποίηση και το προχώρημα της σκέψης, με μια παράλληλη μελέτη ενός διαφορετικού, κατά κανόνα έστω και σχετικά, εμπειρικού υλικού. Παραδείγματα: το έργο του Λ. Γκολντμάν28, το έργο του Αντόρνο (Notes sur la litteralune, Theorie esthetique, κ.ά.). Σ' αυτήν την περίπτωση όμως ο αποπειρόμενος μια τέτοια επιχείρηση, εκτός από το γεγονός ότι πρέπει να διαθέτει μία τεράστια κουλτούρα και μόρφωση, μία ευρύτητα πνεύματος και οξυδέρκεια' θα πρέπει να είναι επί πλέον και οπωσδήποτε φιλόσοφος, όπως έλεγε ο Chateler. Η Α.Χ-Μ όμως είναι απλούστατα μία πολύ συνηθισμένη τσαρλατάνος, όπως αποκαλούσε ασταμάτητα τέτοιους τύπους ο Αντόρνο, που είναι κατά κύριο λόγο κατειλημμένη από την εναγώνια αναζήτηση της κοινωνικής ανόδου, ταιριάζοντας έτσι τέλεια στα πρότυπα των αντίστοιχων ιστορικών αναλύσεων του κοινωνιολόγου Γκολντμάν, κύρια συμπτώματα δηλαδή της πλειοψηφίας των σύγχρονων «διανοουμένων» à la Επ. Κ. Ερ. κ. ά., γενικότερη απόρροια των βαθύτερων κοιωνικών-πολιτικών συνθηκών που αναφέραμε στην αρχή αυτού του άρθρου. Σήμερα οι διανοούμενοι, «είτε το δέχονται είτε όχι, και, σαν τέτοιοι, είναι αυτοί που η κοινωνική θεωρία αποκαλεί τριτογενείς: ζουν από την εκτροπή του κέρδους29. Η κουλτούρα της Α.Χ.-Μ δεν πηγαίνει μακρύτερα από τα ηθικά διδάγματα του Ζντανωβικού σοσιαλιστικού, ρεαλισμού, της αλτουσερικής στεγνότητας και του αντίστοι­χου ιδεολογικού του αδιεξόδου.
Η αντίληψη που έχει για την επιστημονική έρευνα βρίσκεται σ' απόλυτη αρμονία με την «ιδεολογία» της. Το περιεχόμενο του άρθρου της όπως και γενικότερα αυτών της Επ. Κ. Ερ. αντί να εισφέρουν έστω και ελάχιστα στην εξέλιξη της γνώσης, αντανακλούν άριστα το γενικότερο πολιτιστικό κλίμα και την κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης που επικρατεί σήμερα. Αδυνατώντας να τις ξεφύγουν - η οποιαδήποτε υπόθεση για άρνηση ή αντίσταση σ' αυτήν φαίνεται ότι έχει αποκλειστεί από την σκέψη και την πρακτική των «διανοουμένων» εκ των πραγμάτων) αναπαράγουν τον εαυτόν τους και στρέφονται γύρω απ' αυτόν. Η εσωτερική κατανάλωση, συνοδευόμενη από την κοινωνική άνοδο έχουν μετατραπεί σε ύστατες αξίες. Αλλοτρίωση ή αντικειμενοποίηση;
Παρατήρηση: Επειδή δυστυχώς είναι αδύνατο να γίνει μία σε βάθος αναφορά σε θέματα ουσίας σε κείμενα πολεμικής για παράδειγμα σε τί είδους έρευνας μπορεί να χρησιμεύσει η θεωρία του μυθιστορήματος, σε τι συνίσταται ακριβώς η σπουδαιότητα ή και μοναδικότητα της κ.ά., παραπέμπουμε τον αναγνώστη στα έργα κυρίως του Γκολντμάν και του Αντόρνο που ήδη έχουμε αναφέρει. Ταυτόχρονα τονίζουμε την αξία της μελέτης του ίδιου του βιβλίου του Λούκατς από κάθε ενδιαφερόμενο, μελέτη που πρέπει να γίνει χωρίς από τους παραμορφωτικούς φακούς του σταλινισμού. Είναι προφανές ότι χρειάζεται ένα άλλο κείμενο αναφορικά με τον νέο Λούκατς που να ερευνά, εκτός από την εισφορά των έργων της νεότητας των στην μοντέρνα σκέψη, τις επιδράσεις του στον Αντόρνο, στον Γκολντμάν στον Χάμπερμας κ.τ.λ., όπως και το προχώρημα της σκέψης που έγινε από τους παραπάνω διανοούμενους, κυρίως τις δυνατότητες που παρέχονται στην μοντερνιστική σκέψη σήμερα από την γνώση και μελέτη των έργων του νέου Λούκατς, όσο και την ανίχνευση δυνατών προσανατολισμών.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.        No 61, 1986, σελ. 80-96.
2.        Αυτή η αρνητική κρίση επιβεβαιώνεται και από το πλήθος των χυδαίο εμπιρειστικών κοινωνιολογικών ερευνών και τις διάφορες περιοδολογήσεις (sic!) μαρίζοντος περιεχομένου που έχει δημοσιεύσει η Επ. Κ. Ερ., για τις οποίες η οποιαδήποτε συζήτη­ση δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Ο μόνος λόγος που τις δημιούργησε ήταν απλά και μόνο ότι αποτελούν «δημοσιεύσεις» για τους εκκολαπτόμενους πανεπιστημιακούς μανδαρίνους. Μήπως θα έπρεπε οι συντάκτες της Επ. Κ. Ερ. να γνωρίσουν τις δημοσι­εύσεις της Επιθεώρησης του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών για να τις συγκρίνουν με τις δικές τους; Η μήπως η παραγωγή γνώσης σήμερα είναι τόσο αστεία όπως αυτή της Επ. Κ. Ερ.;
3.        Στο εξής η Α. Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη θα γράφεται Α.Χ.-Μ.
4.        Είναι αδύνατο να διαψευθεί ότι για παράδειγμα ένα πάρα πολύ σημαντικό τμήμα του άρθρου της Α.Χ.-Μ είναι μετάφραση-παράφραση διαφόρων κειμένων του Γκολντμάν. Αν κανείς αμφιβάλλει δεν έχει παρά να κάνει την αντιπαραβολή.
5.        Βλ. R. Rochlilf, Le jeune Lukács, εκδ. Payot, M. Löwy, Marxisme et romantisme revolutionnaire, εκδ. Le Sycomore, Pour une sociologie des intelechuels revolutionnarairs, εκδ. P.U.F., N. Tertulian, «Lukacs», in Universalis, L. Goldmann, «lntroduction, aux premiers critics de G. Lukács», στο Les Temps Modernes, αρ. 195, Lukács et Heidegger, ed. Denoël, «Reflexions sur Histore et conscience de classe», in Epistemologie et philosophie politique, 86-111, εκδ. Denöel, L' esthetique du jeune Lukacs L' essayiste, in Rechereves dialectiques, p.p. 227-241, ed. Gallimard, κ.τ.λ. Τζ. Λιχτχάϊμ, Λούκατς, εκδ. Μ.Ε.Τ., Th. Adorno, Une reconciliation ex????, L' essai comme forme, La maivete epique. La situation du marateur dans le roman contemporain, in Notes sur la litterature, ed. Flammarion, p.p. 171-200, 5- 37, J-M. Lachaud, Brecht-Lukacs, questions sur le realisme, ed. Anthropos, κ.ά.
6.        Εκδ. Θεμέλιο.
7.        Ed. Klincksieck.
8.        Εκδ. Ακμών.
9.        Εκδ. Οδυδδέας.
10.     Απ' αυτήν την γενικά μίζερη κατάσταση ξεφεύγει καλή βιβλιοπαρουσίαση του Philosophie de Γ art, της Γ. Αποστολοπούλου η αρκετά με τίτλο G. Lukacs et Heidegger, Denöel, όπου αναλύεται κυρίως το έργο του νέου Λούκατς σε σχέση με τον Χάιντεγγερ, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιλήψεις του Αντόρνο, τις οποίες μερικές φορές κριτικάρει. Για την πιθανή επίδραση της ιστορίας και ταξικής συνείδησης στο Είναι και Χρόνος, όπως υποστήριξε ο Γκολντμάν, βλ. το συλλογικό βιβλίο Structuralisme génétique, Denöel. Ο ώριμος ή γερο-Λούκατς φαίνεται ότι είχε επηρεαστεί στην Οντολογία του κοινωνικού είναι, από τον Χαϊντεγγερ. Πρόκειται όμως για μία εντελώς διαφορετικού είδους συζήτηση και επίδραση από την πιθανή επίδραση του στα χρόνια 20-30 στον Χάιντεγγερ. Αυτά τα θέματα η Α.Χ.-Μ δεν τ' αναφέρει, μη γνωρίζοντας πιθανόν την ύπαρξη όλων αυτών των συζητήσεων. Αντίθετα και μάλλον αντιγράφοντας τον Γκολντμάν πετάει δύο αναφορές στην σελ. 81, σημ. ζ σελ. 82, σημ. 9 και στην σελ. 94, σημ. 46, χωρίς να έχουν άμεση σχέση μ' όσα γράφει στο κυρίως κείμενο της, απλά για επίδειξη πολυμάθειας. Επειδή ξεφεύγει κατά πολύ μία συστηματική αναφορά στις σχέσεις Λούκατς-Χάιντεγγερ κ.τ.λ. βλ. την βιβλιογραφία της σημ. 14.
11.     Α.Χ.-Μ, ib. σελ. 87. Βλ. G. Lucacs, Proble??? dy realisme, ed L' arche.
12.     Βλ. Γ. Πλεχάνωφ, Αισθητική, Αναγνωσίδης. Αναφορικά με τον Λένιν είναι γνωστό από διάφορα έργα και λόγους του σε συνέδρια ότι ήταν οπαδός της θεωρίας της αντανάκλασης, όπως πάρα πολύ καθορισμένος από τον μεγάλο ρώσικο ρεαλισμό. Αυτό ήταν και ο σημαντικός λόγος που δεν κατάλαβε ποτέ το νόημα των πρωτοποριών, που άρχισαν να εμφανίζονται από το 1905 και μετά στην τέχνη όπως δείχνουν οι πολε­μικές του με τον Μαγιακόβσκι, το Μάλεβιτς και τον Μπογκτάνφ, κ.τ.λ. Βλ. J-M Lachaud, B???-Luckas..., ed. ???? κ.ά.
13.      Η Α.Χ.-Μ δεν αναφέρει τίποτε περί τομής κ.τ.λ., αλλά την τομή αφενός την κάνει και την θεωρητικοποιεί, αφετέρου όλο της το κείμενο διαπερνάται απ' την ιδεολογία και μεθοδολογία της τομής, δίνοντας ταυτόχρονα την προτεραιότητα στον σταλινικό Λούκατς όπως φαίνεται σαφέστατα στην τελευταία σελίδα του άρθρου της. Η τομή είναι κρυμένη αλλά όχι και η ιδεολογία της κατά τα πρότυπα του κρυφοσταλινισμού.
14.       Bricolage = μερεμέτισμα, μαστόρεμα.
15.       L' ideologie structarlliste, ed. Seuil, coll. Points.
16.       Η απόπειρα παραμόρφωσης του νέου Λούκατς από την Α.Χ.-Μ γίνεται ακόμη πιο αποκρουστική, αν σκεφθεί κανείς ότι ούτε ο J. Clair δεν αποτόλμησε να τον εντάξει στο μεταμοντερνισμό του μανιφέστο, Considerations sur la situation de Baux - Arts, εκδ. Gallimard, περιοριζόμενος σε μία ρεαλίζουσα επιχειρηματολογία στηριζόμενη στον Λούκατς του Ρεαλισμού. Ο J. Clair δεν είναι τυχαίος αλλά ένα από τους βασικότερους συντηριτικούς ή νεοσυνστηριτικούς σύγχρονους ιδεολόγους του συντηρητικού ή και αντιδραστικού ακόμη μεταμοντερνισμού.
17.       Απ' αυτόν τον κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε το έργο του Benjamin, της τραγικότερης δηλαδή φιγούρες του μοντερνισμού, αλλά δεν μπορούσε να επεκταθούμε στα πλαίσια αυτού του άρθρου. Απλά σημειώνουμε ότι αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο στις τελευ­ταίες μπαροκικές ενασχωλήσεις της πρώην αριστεροαλτουσερικής Cr. Buci-Cluksmann.
18.       Σ' αυτήν την κατηγορία εντάσσονται και οι σύγχρονοι νεοκαντιανοί επίσης του ????????? αλλά μία λεπτομερειακή αναφορά σ' αυτούς θα ξέφευγε από το θέμα μας.
19.       Κλασσική περίπτωση όπως είναι γνωστό ήταν ο Χέγκελ. Στον 20ο αι. παρουσιάστηκε το ίδιο φαινόμενο από τους δεξιούς χεγκελιανούς Kojeve, Bataille, σταλινικός Lukács κ.ά., αναφορικά με τον σταλινισμό. Δηλαδή πίστευαν ότι έτσι θα περισωζόταν έστω και ελάχιστα κεκτημένα στοιχεία επό την επανάσταση και την εξουσία των σοβιέτ.
20.       Βλ. J.-Μ Lachaud, Brecht-Lukács, εκδ. Anthropos, J.-Μ Paliier, L' espressionnisme comme revolte, εκδ. Payot.
21.       N. Tertuliam, G. Lukács, ed. Le Sycomore.
22.       Ο M. Jiminez αναφέρεται στον Λούκατς και στις πολεμικές του με τον Αντόρνο στο βιβλίο του, Vers une esthetique de la modernite, ed. Sycomora, χωρίς να διαφωνεί ουσιαστικά με τις βασικές θέσεις του Tertulian.
* Βλ. Β. Φιοραβάντες Ιδεολογική κριτική και αισθητική. Praxis.
23.       Βλ. Ε. Bloch, Marx-Xegel, εκδ. Έρασμος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νέος Μαρξ είχε επηρεαστεί κυρίως από τα κείμενα του νέου Χέγκελ ή κείμενα της Ιέανας όπως ονομάζονται διαφορετικά, από την Φαινομενολογία του πνεύματος, την Ιστορία των θρησκειών και από την φιλοσοφία του κράτους, κείμενα στα οποία ξαναγύρισε ο γέρο Λούκατς για να ξανασυνδεθεί με τη Χεγκελιανή διαλεκτική, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα όμως, διότι ο σταλινισμός του ήταν αξεπέραστος.
24.       Βλ. μεταξύ άλλων Β. Φιοραβάντες Ιδ. Κρ. Και Αισθ.
*Βλ. για τα προβλήματα μεθοδολογίας στο Λούκατς ib. 34.
25.       Για να ξεπεραστεί η διάσταση ανάμεσα στην βάση και στο εποικοδόμημα, ο Γκολντμάν είχε επεξεργαστεί την θεωρία της ομολογίας ανάμεσα στις θεωρήσεις του κόσμου και στην προκειμένη περίπτωση αυτές που εκφράζονται μ’ ένα ολικό χαρακτήρα μέσα από τα μεγάλα έργα τέχνης και τις κοινωνικές τάξεις. Σαν τέτοια αυτή η θεωρία βρισκόταν στους αντίποδες των θεωριών της αντανάκλασης της πραγματικότητας, αρκετά σχηματικές στο σύνολό τους. Βλ. Λ. Γκολντμάν, Dieu cache, marxisme et s?????
Structures mentales et creation culturelle, ed. Antropos, Epistemologie et pholo???? Lucáks ?????? Deuël, coll. Meditations.
26.       Τα τελευταία τεύχη του Ιδεοδρομίου περιέχουν πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες που αναλύουν το φαινόμενο της εμφάνισης των σύγχρονων κουλτουριάριδων.
27.       Εκδ. Κέδρος. Για να μην γίνει καμιά παρανόηση αποσαφηνίζουμε ότι είμαστε αντίθετοι με τις γλωσσικές θεωρίες του Γ. Καλιόρη όπως τις ανέπτυξε μετά από το παραπάνω βιβλίο του συντασσόμενος δυσδτυχώς με τους ιδεολόγους του νέο????? Νεορθόδοξους. Ράμφος.
28.       Εκδ. Κέδρος.
29.       Βλ. σημ. 35.
30.       Th. Adorno, Notes sur la literature, ed Flammarion, ??? 115.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.

Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com

Σας ευχαριστούμε

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.