Β.ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΕΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Στη μνήμη του
Α. Χριστούλα
Ι
Η σύγχρονη αισθητική δεν παριστάνει τη σύγχρονη γιατί είναι σύγχρονη, εμπεριέχει τον καιρό της, τις χρονικότητές της (temporalités) με όλες τις αντινομίες τους. Ακριβώς μια τέτοια αντινομική σχέση θα εκθέσουμε εδώ, ίσως και διαδικασία, ακόμη βέβαια εν τω γίγνεσθαί της, δίνοντας πολύ συνοπτικά το στίγμα των ερευνών μας στην εποχή της μεταπαγκοσμιοποίησης (η οποία άρχισε με απόλυτα απάνθρωπο τρόπο). Συγχρόνως μια βαθειά, ακόμη και υπαρξιακής μορφής, αντινομία συνίσταται στο γεγονός ότι τολμά κανείς να μιλά για αισθητική μέσα ακριβώς σε αυτό το νεοβάρβαρο κόσμο που πλέον ζούμε σε όλο το αρνητικό, το τραγικό θα λέγαμε, «μεγαλείο» του. Παρόλα αυτά, επιμένουμε: Αν ξεφύγουμε από το νεοανθρωπιστικό σχέδιο του νεαρού Μαρξ, από το σχέδιο συνειδητής πολιτισμικής αναβάθμισης των Χέντερλιν, Νοβάλις, Γκράμσι, από το σχέδιο της αρνητικής διαλεκτικής και συνάμα αρνητικής αισθητικής της Σχολής της Φρανκφούρτης, τότε δεν θα κάνουμε τίποτα άλλο από το να αναπαράξουμε τη σύγχρονη αποτρόπαια μιζέρια και βαρβαρότητα. Αντίθετα, μέσα από την αισθητική αυτή προσέγγιση πρέπει να διαβλέψουμε, να διαγνώσουμε και εν τέλει ν’ αναδείξουμε τις δυναμικές ξεπεράσματος που περικλείει ακόμη με μια κρυμμένη μορφή το πραγματικό, το σύγχρονο άκρως αλλοτριωτικό και πραγμοποιημένο πραγματικό. Η ανθρωπότητα ή θ’ αποκτήσει αυτοσυνειδησία και μέσω της πρωτοπόρας ριζοσπαστικής τέχνης και αισθητικής οπότε και θα δράσει ανάλογα, κριτικά, δηλαδή και ριζοσπαστικά, ή δεν έχει καμία τύχη. Θα παραμείνει υποζύγιο στους νεοβάρβαρους επικυρίαρχους, τους νέους Seigners του χρήματος. Σε κάθε περίπτωση, όπως έλεγε και ο Revault d’ Allonnes, πρέπει να είμαστε ευαίσθητοι διανοητές, πάντοτε ανοιχτοί στα νέα μηνύματα των πρωτοποριών, με τη μοναδική και αμετάπτωτη κοινωνική προέλευσή τους, και οι οποίες πάντοτε υπάρχουν, ακόμα και στο νεοβάρβαρο σήμερα. Έτσι θα μπορέσουμε ν’ αρθρώσουμε έναν συνεκτικό και κριτικό λόγο στη συνέχεια. Αυτό που προέχει πάντοτε, κατά τον Revault d’ Allonnes, είναι η αμείωτη, η ασταμάτητη αντίσταση, η διαρκής τάση προς την εξέγερση. Αντίσταση κοινωνική, αισθητική, ιδεολογική: ολική, μέσα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες διαλεκτικά συνθήκες, υπό οποιεσδήποτε καταστάσεις. Από την άλλη βέβαια, η επερχόμενη επανάσταση θα είναι οπωσδήποτε «χωρίς μοντέλο»1. Αυτό που προέχει πάντοτε, σε μόνιμη βάση ως δίδαγμα-απόσταγμα των πρωτοποριών, ιστορικών και νεώτερων, είναι η στάση, η attitude διαρκούς κριτικής και άρνησης, ώστε να αποφευχθεί η ενσωμάτωση στο σύστημα και στον ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης του. Έτσι, η επερχόμενη επανάσταση χωρίς μοντέλο, απρόβλεπτη και απόλυτα ανατρεπτική καθώς θα είναι, καθόσον από τη φύση της μη ενσωματώσιμη, θα προσπαθήσει να ξεπεράσει συνειδητά κάθε παγιωμένη ιδέα, αντίληψη, αρχή, νόρμα, και θα ανοίξει πλέον το δρόμο στη ριζική αμφισβήτηση, ενώ συγχρόνως θα δημιουργήσει ένα ριζικά καινούριο πεδίο έρευνας, πρακτικής, ύπαρξης. Το ξεπέρασμα είναι προ των πυλών, απρόβλεπτο, ανατρεπτικό, δημιουργικό, ανοιχτό, απελευθερωτικό.
II
O αντορνικός πολιτισμικός πεσιμισμός είναι θεμελιακό δομικό στοιχείο της αρνητικής αισθητικής και της αρνητικής διαλεκτικής. Από εδώ απορρέει η διαλεκτική της άρνησης, η δυνατότητα μετατροπής της υποταγής, της παραίτησης σε αρνητική, βλέπε επαναστατική - απελευθερωτική πράξη.
Ο πολιτισμικός πεσιμισμός δεν είναι μια ιδεολογία, αλλά μια κατάσταση του πνεύματος που επιτρέπει σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο να δει καθαρά, χωρίς επανάπαυση και χωρίς αυταπάτες. Να βλέπει με καθαρότητα πνεύματος πέραν από τα επιφαινόμενα. Ιστορικά ανάγει την προέλευσή του στον ρομαντισμό και κυρίως στο γερμανικό και στη συνέχεια στον εξπρεσιονισμό, αλλά ουσιαστικά προέρχεται από την αρχαιοελληνική τραγωδία. Η διορθωμένη επί το θετικότερο εκδοχή του Γκράμσι, όταν η βόρεια Ιταλία συνταραζόνταν από την εργατική εξέγερση ακόμη και την επανάσταση του 1918-20, «η απαισιοδοξία της σκέψης, η αισιοδοξία της πράξης», είναι μια θετική ακριβώς εκδοχή της πρωταρχικής σύλληψης του Χαίντερλιν και του Νοβάλις, στους όποιους είχε εντρυφήσει ο Γκράμσι. Τότε εξάλλου υπήρχε πράξη και μάλιστα σε μαζική κλίμακα, σε γενικευμένη μορφή. Αντίθετα ο Γκράμσι, δεν ήταν απλοϊκά, επιφανειακά αισιόδοξος για την πράξη, διότι είχε αυτογνωσία, βαθιά γνώση των δυσκολιών του όλου επαναστατικού εγχειρήματος τότε.
Όταν όμως έπεσε ο επαναστατικός πυρετός σε όλη την Ευρώπη, όταν από το μικρό αρχικά, ίσως και αμελητέο αυγό του φιδιού ξεπήδησε και κυριάρχησε ο φασισμός και ο ναζισμός, με άμεσο επακόλουθο τον τραγικό Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν δυνατόν ένας διανοούμενος και φιλόσοφος του μεγέθους του Αντόρνο, να μην ξεκόψει από κάθε δυνατή θετικότητα, κάθε αισιοδοξία της σκέψης, αλλά κυρίως της πράξης, ακόμη και να μη δει κριτικά κάθε αυθεντικότητα της όποιας πράξης. Για το λόγο αυτό δεν πολύ κατάλαβε ούτε πολύ πίστεψε στον Μάη του ‘68, σε αντίθεση με τον Μαρκούζε, ο οποίος τον υποστήριξε ένθερμα. Αντίθετα έλεγε ότι το κίνημα αυτό θα το διαδεχθεί μια νέα και πολύ πιο αποτρόπαια (νεο) βαρβαρότητα, πρόβλεψη η οποία σήμερα με όλη τη νεοβαρβαρότητα του νεοφιλελευθερισμού, του ταξηφιλελευθερισμού και γενικότερα του συστήματος που γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να πούμε ότι δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε. Αντίθετα μάλιστα.
Βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος: χωρίς καμία πράξη, μήπως επιδιώκουμε τελικά να επιβεβαιώσουμε τον πολιτισμικό πεσιμισμό μας, ενύπαρκτο εξάλλου στο σύστημα; Πως θα μπορέσει ν’ αλλάξει ριζικά και η συγχρόνως απόλυτα αρνητική κατάσταση της ανθρωπότητας, χωρίς την πράξη; Δεν προσπαθούμε να αναθεωρήσουμε το μέγιστο έργο του Αντόρνο, Dialectique négative2, στο οποίο χρειάζεται να προστρέχουμε ασταμάτητα. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι οι κρυφοί συνομιλητές του Αντόρνο ήταν ο μέγας αντιδραστικός φιλόσοφος Χάϊντεγγερ και ο σταλινικός Λούκατς, ο οποίος είχε επηρεαστεί και από τον οντολογιστή Χάϊντεγγερ, που μέσα σε άλλες συνθήκες και συγκυρίες στις αρχές του 1920 είχε επηρεάσει καθοριστικά αυτή τη μεγαλειώδη θεωρητικοποίηση του νεαρού τότε Λούκατς για την πραγμοποίηση, στη συνέχεια του Μαρξ (ο νεαρός Μαρξ δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί), του Σορέλ, του Ντυρκέμ κ.α. Για όλα αυτά τα θέματα έχουμε γράψει δεκάδες σελίδες, ο Γκολντμάν έχει αφιερώσει βιβλία, έχοντας παραμείνει πάντοτε πιστός στο νεαρό Λούκατς, ο Λεφέβρ προσπαθεί μια νέα κριτική σύνθεση του νεαρού Λούκατς (αλλά και του ώριμου και αποσταλινοποιήμενου Λούκατς και του Χάϊντεγκερ), και βέβαια του Μαρκούζε και του Αντόρνο, προσπαθώντας ν’ ανοίξει νέους δρόμους στη σκέψη.
Το ζητούμενο σήμερα με τις νέες και επιβαλλόμενες ανασυγκροτήσεις του μοντέλου που επιβάλλει η μεταπαγκοσμιοποίηση, είναι πως θα επανασυνδεθούμε με τη φιλοσοφία της πράξης, όπως αποκαλεί τον μαρξισμό ο Γκράμσι, πως θα βασιστούμε μόνιμα σε μια αντιαλλοτριωτική αρνητική διαλεκτική, για να φθάσουμε σε μια ριζική διαλεκτική της άρνησης, στην άρνηση της παγκοσμιοποίησης και του συστήματος συνολικά. Διαφορετικά, δε θα μπορούμε να ελπίζουμε παρά μόνο στον πεσιμισμό ως καταφύγιο, ο οποίος αναπαράγει, ανακυκλώνει – πολύ φοβάμαι – το όλο πρόβλημα. Και σήμερα, λόγω της ριζοσπαστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και διαδικασιών, έχουν διαμορφωθεί οι διαδικασίες δημιουργίας ενός παγκόσμιου κοινωνικού κινήματος με νέους όρους, με όρους απόλυτης άρνησης για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία, τουλάχιστον με τέτοια ένταση, εμβέλεια, βάθος. Η ώρα της μετατρεπτικής πράξης, όπως έλεγε ο Μαρξ, εδώ και πάνω από ενάμισι αιώνα, μάλλον έφθασε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βαθύτερη συνειδητοποίηση χρειάζεται, χωρίς προφανώς την εφησυχαστική και έτσι αποπροσανατολιστική απαισιοδοξία, αλλά πάντοτε με τη σχετική απαισιοδοξία της σκέψης.
Ο απαράμιλλος αντορνικός σκεπτικισμός για την ορθολογικότητα, που βγήκε από το Διαφωτισμό3, ως ένα σημαντικό βαθμό βέβαια δικαιολογημένα, αν δούμε τη μετέπειτα πορεία του λόγου προς την εργαλειοποίησή του, ξεπερνιέται όπως έκανε ο Μαρξ ξαναγυρνώντας στο Λόγο4 της αρχαίας Ελλάδας. Η επικούρεια ενάργεια για παράδειγμα, είναι πάντοτε αξεπέραστη, αμόλυντη από τον ξεπεσμένο δυτικό ορθολογισμό, όπως και η σωκρατική απορητική, η βάση κάθε φιλοσοφικού στοχασμού και αναστοχασμού με επίκεντρο πάντοτε τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο και πάντα επικεντρωμένη στον άνθρωπο χωρίς καμία απόκλιση. Το όλο θεωρητικό κριτικό μοντέλο είναι φιλοσοφικοκεντρικό και θα παραμείνει τέτοιο. Έτσι και η φιλοσοφία θα γίνει για πάντα κριτική. Και βέβαια σήμερα η κριτική φιλοσοφία πρέπει να επιστρέψει στον άνθρωπο και να φωτίσει τα προβλήματά του σε όλη τους την έκταση και εμβέλεια, αν θέλει να ξανα-υπάρξει ως τέτοια. Για εμάς, δε η ίδρυση νέων φιλοσοφικών σχολών μακριά και έξω από το σύστημα, αλλά και ενάντια, κριτικά στο σύστημα, όπως ήταν η Σχολή της Φρανκφούρτης, είναι η μόνη λύση, η μόνη διέξοδος μαζί με την αναγκαία και επιβαλλόμενη επανασύνδεση με τη νέα κοινωνική πράξη, που είναι σε εξέλιξη παγκόσμια πλέον σήμερα.
Ακόμη και η αρνητική διαλεκτική δεν αποκρύπτει, ακόμη και στην πιο απαισιόδοξη εκδοχή της Dialectique négative5, μια ενδόμυχη σχέση με την πράξη, η οποία είναι εμμενής, αξεπέραστη. Το ιστορικό αυτό βιβλίο εξάλλου του Αντόρνο, αρχίζει με την περίφημη πλέον φράση: «Η φιλοσοφία έχασε πολλές ευκαιρίες για να πραγματοποιηθεί». Συμπερασματικά για τον Αντόρνο (εν μέσω Β’ Παγκοσμίου πολέμου, του χιτλερισμού, του σταλινισμού κ.τ.λ.) η αρνητική θεωρητικοποίηση και μόνον αυτή, διαλύοντας το χεγκελιανό τρίπολο, ακόμη και στη διορθωμένη εκδοχή του που μας άφησε ο Μαρξ, και αποσυνθέτοντάς το (δεν θα λέγαμε αποδομώντας το ποτέ, σε αντίθεση με τους μεταμοντέρνους αποδομητές αργόσχολους υποφιλόσοφους της δεκαετίας του 1980), έχει σημασία, νόημα, ενδιαφέρον. Πίσω από τη διαπίστωση αυτή υποκρύπτεται ο καημός, η στεναχώρια του Αντόρνο για αυτήν τη μη πραγματοποίηση, ενώ συγχρόνως αφήνει ανοιχτό, έστω και υπόρρητα, το ενδεχόμενο κάποτε πραγματοποίησής του πάντοτε ιστορικά επιβεβλημένου ξεπεράσματος. Φαίνεται όμως και με βάση την εκπληκτική εμβάθυνση που ο Αντόρνο αποπειράται συστηματικά στο συγκεκριμένο έργο του (αλλά και σχεδόν σε όλα τα άλλα έργα του το θέμα αυτό είναι μια μόνιμη αναφορά, ενώ η αγωνία του υπέρτατη πάντοτε με σύγχρονες και ορθολογικές κριτικές βάσεις) για τους φιλοσοφικούς λόγους της εκτροπής του Λόγου από τους ιστορικούς σκοπούς του, ότι η στιγμή μάλλον πραγματοποίησης της φιλοσοφίας έφθασε. Η μεταπαγκοσμιοποίηση με τη βαθιά κρίση της, τα ανυπέρβλητα αδιέξοδά της, τις άλυτες διαφορετικά αντινομίες της, δημιουργεί προοδευτικά τις προϋποθέσεις της συνειδητοποίησης αυτής της ιστορικής ευκαιρίας, αυτής της μοναδικής δυνατότητας. Η ιστορία ξαναποκτά νόημα, κατεύθυνση, σημασία…, πάντοτε μέσω της σύγχρονης κοινωνικής και ιστορικής πράξης.
ΙΙΙ
Ο πολιτισμικός πεσιμισμός του Αντόρνο τον οδηγεί σε ένα θεμελειώδη, αξεπέραστο θα λέγαμε, σκεπτικισμό, αν και οι βαθύτερες σχέσεις μεταξύ τους πρέπει πάντοτε να δειχθούν επακριβώς, να διερευνηθούν συστηματικά, να αποσαφηνιστούν όσο καλύτερα γίνεται (να γίνουν explicites , όπως θα έλεγε ο Γκολντμάν). Ο Γκολντμάν βέβαια, άριστος γνώστης των έργων του Αντόρνο, δεν έδινε έμφαση στον σκεπτικισμό του (ή τον υποτιθέμενο τέτοιο), αλλά στην κριτική προσέγγισή του, στην αρνητική θεωρητικοποίηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, και αυτό του αρκούσε, χωρίς ενδεχομένως να έχει αντιληφθεί ότι αυτή η συστηματική αρνητική διάσταση του έργου του Αντόρνο (όπως έχουμε εξηγήσει λεπτομερώς σε άλλα κείμενά μας), προφυλάσσει τον Αντόρνο από το σύστημα, από τον κίνδυνο δημιουργίας του όποιου συστήματος. Βέβαια πάντοτε μένει να αιωρείται η διερώτηση μήπως και έτσι δημιουργείται, ένα άλλο σύστημα, διαρθρωμένο γύρω από την άρνηση (η οποία ήταν συστηματική, καθολική, καθορισμένη), το απόσπασμα και την παράταξη.. Και με ένα γενικότερο τρόπο, αναδύεται το ερώτημα, η φιλοσοφία ακόμη και η αρνητική, είναι τελικά και αυτή δέσμια του συστήματος; Και πως μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το φοβερό και καταστροφικό ομολογουμένως σύστημα; Ερωτήματα που εκτός από τη διερεύνησή του από τις καθαρές θεωρητικές έρευνες, λύνονται και στην πράξη: Κριτική διεπιστημονική6 συνάντηση της τέχνης με την κοινωνία, της ιδεολογίας με την κουλτούρα, της φιλοσοφίας με την επικοινωνία. Δημιουργία συνεχώς νέων και κριτικών μοντέλων, διερεύνηση σε βάθος του μοντέλου της μοντέρνας και πρωτοπόρας δημιουργίας, των μοντέλων που αυτή δημιουργεί πάντοτε κριτικά και αυτο-αναιρετικά, ειδικά από τη ριζοσπαστική πτέρυγά της, όπως επεσήμανε σε κάθε ευκαιρία ο Αντόρνο7. Και κυρίως, πράξη, κριτική, αρνητική, αντιστασιακή, εναλλακτική, ριζοσπαστική, ανατρεπτική.
Η αλληλοδιαπλοκή των μοντέλων, η σύζευξη των καταστάσεων (ή των αποκρυσταλλώσεων), το κριτικό πέρασμα, το οποίο δημιουργεί πάντοτε νέες και κριτικές καταστάσεις, το διαλεκτικό πέρασμα από το ένα μοντέλο στο άλλο, από τη μια μορφή στην άλλη, από την τέχνη στην κοινωνία και αντίστροφα, πάντοτε υπό την οπτική της ολότητας και της αποκάλυψης της βαθύτατα αλλοτρωτικής και πραγματοποιητικής υπόστασης του είναι στον ύστερο καπιταλισμό, η αποκάλυψη με κριτικό πάντοτε τρόπο της αποξένωσης του ανθρώπου, όπως έκανε συστηματικά ο αντορνικός Αντονιόνι, υπάρχει σε κάθε βήμα, σε κάθε φράση, σε κάθε έργο του Αντόρνο: συνιστά ακριβέστερα την ενότητα της κριτικής σκέψης του. Και αυτή η σκέψη μέσα ακριβώς στην ενότητά της, ενώ πάσχιζε να αποκαλύψει τον απίστευτο ανθρώπινο πόνο και να προβληματιστεί πάνω σε αυτόν μέσα στις κοινωνίες του ύστερου και του προχωρημένου καπιταλισμού, απαλλαγμένος αυτός ο πόνος από κάθε ψευδο-ιδεολογία περί ανιστορικής και δια-ιστορικής αυθεντικότητας (όπως έδειξε ο Αντόρνο στο ιστορικό κειμενό του, Jargon de l’ authenticité8), σε στενή συνάρτηση και αναφορά πάντοτε με την ολότητα του ανθρώπινου και κοινωνικού γίγνεσθαι, όπως πολύ σωστά τονίζει και ο Γκολντμάν όταν αναφέρεται στον Αντόρνο, με το πέρασμα του χρόνου και μέσα από μια αδιάκοπη εντατική χωρίς προηγούμενο έρευνα με αναφορά και επίκεντρο όλα τα επίπεδα και τα πεδία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, στη μοντέρνα τέχνη και ιδίως στη μοντέρνα μουσική και τη μουσικολογία, θεμελιακά καταλήγει στο ιστορικό συμπέρασμα περί τέλους των μοντέλων και των παραδειγμάτων9. Το ιστορικό Σεμινάριο του Ντάρμσταντ που συμμετέχει κάθε χρόνο με τους τότε μεγάλους μουσικούς της πρωτοπορίας: Στοκχάουζεν, Λίγγετι, Νόνο, Μπουλέζ κ.α. καταλήγει στο ιστορικό συμπέρασμα ότι πρέπει να ξεφύγουμε από ρεύματα, τάσεις, Σχολές τέχνης, παραδείγματα αγγλοσαξονικής έμπνευσης κ.α. Εξάλλου ο Αντόρνο αποστρεφόταν απόλυτα κάθε παράδειγμα10, και ιδίως αγγλοσαξονικής προέλευσης. Λίγα χρόνια πριν είχε γράψει το εκπληκτικό βιβλίο Διαλεκτικά μοντέλα11, προσπαθώντας να ξεπεράσει όπως πάντα το σύστημα. Όμως ο αγώνας μετατίθεται πέραν και από το μοντέλο και το παράδειγμα. Δε συζητάμε πλέον για το σύστημα. Και λίγο μετά ο Αντόρνο πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας μας στη μέση του δρόμου της όλης προσπάθειάς του, με ένα ήδη συγκλονιστικό όσο και εκτεταμένο, πλην όμως πολύ δύσκολο έργο. Το τέλος των παραδειγμάτων ως κατάσταση που βιώνουμε ήδη τα τελευταία χρόνια στη μεταπαγκοσμιοποίηση, μας οδηγεί στη μετακριτική, στη μεταφιλοσοφία και στη μετα-αισθητική, έχοντας πάντοτε κατά νου τη σύλληψη και δημιουργία περισσότερων μοντέλων, τη διαλεκτική των μοντέλων, την συνθετική εν τω γίγνεσθαι διαλεκτική.
Ο ανθρώπινος και κοινωνικός πόνος που έψαχνε εναγώνια ο Αντόρνο να διερευνήσει, ν’ αποκαλύψει, να βρει τρόπους και μεθόδους αντιμετώπισής του, σήμερα βέβαια έχει γενικευτεί, έγινε δυσβάστακτος, και με την καταστροφή που έχει επιφέρει ο ολοκληρωτικός νεοφιλελευθερισμός έχει διαφοροποιηθεί, έχει αλλάξει δομή, αφετηρία, προέλευση, υπόσταση. Για το λόγο αυτό έχουμε ανάγκη από νέες και εκτεταμένε διεπιστημονικές και κριτικές έρευνες, με επίκεντρο πάντοτε τον άνθρωπο και με αναφορά επίσης πάντα την ολότητα στο γίγνεσθαί της.
Ας κρατήσουμε ως μπούσουλα τη διαπίστωση – θέση (στη συνέχεια του Χέγκελ, του Μαρξ, του Αντόρνοκ.α.), σύμφωνα με την οποία «ένα υποκείμενο που υποφέρει είναι μια συνείδηση που έχει δει επιπόλαια, και αντιμετωπίζει ανεπαρκώς την ολότητα μέσα στην οποία ο πόνος του τείνει ν’ αποκτήσει νόημα» (Αντόρνο). Αυτή η γενικότερη σκέψη πρέπει να ανασυγκροτηθεί μέσα σε όλη της τη ριζοσπαστικότητα. Έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ριζοσπαστικότητα του σύγχρονου ανθρώπου έχει ακριβώς ως αφετηρία αυτή τη συνειδητοποίηση. Επόμενο βήμα είναι η πράξη.
Η κριτική σκέψη για τον Αντόρνο πρέπει θεμελειακά να είναι αποσπασματική για να γλυτώσουμε από το σύστημα, για να εκφράσουμε «την κρίση της γλώσσας (του langage) στην εποχή του θριάμβου του εμπορεύματος» (Αντόρνο). Κατά τον ίδιο τρόπο και η αντίδραση στη σκέψη του Αντόρνο της κλασικής αντίθεσης μεταξύ του θέματος και της κλίμακας στη μουσική, στη συνέχεια του Σαίνμπεργκ, οδηγεί τον Αντόρνο στην απόρριψη της ιεραρχίας μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, της ιεραρχίας των αξιών γενικότερα, και ίσως κάθε ιεραρχίας12. Για το λόγο αυτό τα κείμενα του Αντόρνο δεν έχουν αρχή, μέσον, τέλος. Είναι απόλυτα αντιπαραδοσιακά, έξω από κάθε νόρμα, προσπαθούν συγκεκριμένα, πρακτικά, να ξεπεράσουν κάθε συγκατάβαση, κάθε συμβατικότητα. Έτσι ο Αντόρνο κατορθώνει να δημιουργήσει μία συνταρακτική καθαρότητα, η οποία μακριά από το να είναι ψυχρή, προετοιμάζει την απαιτούμενη καθαρότητα του μέλλοντος. Όμως το μέλλον που περίμενε ο Αντόρνο ότι θα ήταν ίσως καλύτερο μέσα από την εγκατάλειψη των παραδειγμάτων και την κριτική των μοντέλων, καθώς και μέσα από το άνοιγμα σε κάθε τι καινοτόμο και ριζοσπαστικό που πίστευε ότι ήδη εμφανίστηκε με τους μεγάλους τότε πρωτοπόρους μουσικούς του Ντάρμσταντ (δεκαετία 60-70, η δεκαετία της αμφισβήτησης των πάντων τότε παγκόσμια), το μέλλον λοιπόν που έγινε στη συνέχεια παρόν ήταν τραγικό. Επρόκειτο για απίθανο φενακισμό του γίγνεσθαι τότε και πίσω από την έντονη αμφισβήτηση κρυβόταν η μεθοδικά προετοιμαζόμενη αντεπίθεση του συστήματος, ο νεοσυντηριτισμός, η νεοαντίδραση, η αντεπανάσταση και η νεοβαρβαρότητα που ζούμε σήμερα. Στη συνέχεια δυστυχώς στις δεκαετίες των 1970-90 αναδύθηκε σχεδόν από το πουθενά ένας απίστευτος νεοσυντηρητισμός, με την υποχώρηση του κοινωνικού κινήματος παγκόσμια και την εμφάνιση του αντιδραστικού μεταμοντερνισμού. Από το 1990 και εδώ ευτυχώς εμφανίζεται το κίνημα κριτικής της παγκοσμιοποίησης, και γενικότερα της altermodialisation, ξεκινώντας από το Σιάτλ της Αμερικής, όπως το αντι-αυταρχικό κίνημα ξεκίνησε το 1966 από το Πανεπιστήμιο του Μπέρλεϋ το 1966 και διαδόθηκε στη συνέχεια παγκόσμια, με απόγειο το Μάη του ’68. Από το 2008 όμως μπήκαμε σε μια νέα περίοδο, στη μετα-παγκοσμιοποίηση, η οποία βέβαια δεν είχε προβλεφθεί από κανέναν, αλλά είναι μια νέα οδυνηρή κατάσταση, συστημικά αβέβαιη, ακόμη και τραγική.
Το μοντέλο θέλει πλέον πλήρη, συστηματική, ολική ανασυγκρότηση. Τα πάντα αρχίζουν από την κατανόηση του σύγχρονου είναι: η χρηματο-οικονομία, η κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, η δομή της παγκοσμιοποίησης, οι επιπτώσεις της μετα-παγκοσμιοποίησης, η νέα οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ήδη σε διαδικασία επώδυνης μετεξέλιξης, μετασχηματισμού, καταστρέφοντας ακόμη και ένα μέρος του κεφαλαίου, όπως έλεγε ο Μαρξ, αλλά κυρίως ανθρώπους, πολλούς δυστυχώς ανθρώπους, είναι επώδυνη για την ανθρωπότητα. Συνάμα, και με βάση την αρνητική διαλεκτική του Αντόρνο, έφθασε η ώρα του ξεπεράσματος του συστήματος, κάθε συστήματος, αυτού δηλαδή που ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του Αντόρνο, προς την πραγματοποίηση του προτάγματος της απελευθέρωσης το οποίο ανέδειξε η νέα ριζοσπαστική ανθρωπολογία στις δεκαετίες του 1950 και 60.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. O. Revault d’ Allonnes - Fr. Chatelet- S. Laponge, La Révolution sans modèle, Mouton, 1974.
2. Εκδ. Payot.
3. Βλ. M. Horkheimer- Th. Adorno, Dialectique de le raison, Payot.
4. Βλ. Η. Marcuse, Raison et révolution, Minuit, H. Lefebvre, Métaphilophie, Syllepse.
5. Th. Adorno, Dialectique négative, Payot.
6. Βλ. Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού, Τ. Ι., Ψηφίδα, κεφ. «Μετακριτική ή φιλοσοφία της πράξης;».
7. Ib. σημ. 5.
8. Εκτ. Payot.
9. Βλ. Th. Adorno, L’art et les arts, D. Le Browers.
10. Βλ. σημ. 9.
11. Εκδ. Payot.
12. Τα θέματα αυτά τα έχουμε αναλύσει λεπτομερώς στην Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.