Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΠΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;



Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΠΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;
Ι

Μέχρι τώρα μελετήσαμε αρκετά θέματα της πολιτιστικής πολιτικής, προσδιορίσαμε μερικές επιστημονικές αρχές, επεξεργαστήκαμε κάποιες θεωρητικές βάσεις. Γενικότερα δηλαδή προσπαθήσαμε να θεματοποιήσουμε1 την πολιτιστική πολιτική και ν’ αναπτύξουμε μία προβληματική για αυτή και γύρω από αυτή. Μια τέτοια θεματοποίηση όμως δύσκολα συστηματοποιείται, ούτε εξάλλου είναι βέβαιο αν είναι αναγκαία μία απόπειρα αυτού του είδους και σε ποιο βαθμό, λαμβάνοντας υπόψη το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης. Δεν θα πρέπει να ξεχνιέται ότι η κριτική θεωρία είναι βασικά αντισυστηματική, πριμοδοτεί το απόσπασμα στην συνέχεια των Χέντερλιν, Ριμπώ κ.ά., όσο υπάρχει ακόμη ζωντανή κάποια θετικότητα, ως ένδειξη ακριβώς της βαθύτατα ανθρωπιστικής αντίληψής της, παρά τη φαινομενική αντιθετικότητα – ή ακόμη και αντινομία – μεταξύ αποσπάσματος και θετικότητας. Ακόμη περισσότερο δε η κριτική θεωρία έχει διαρθρωθεί γύρω από την επεξεργασία της αισθητικής του μη τελειώματος2, μία μοντέρνα αισθητική εξορισμού και σύμφωνη με την ιδιομορφία της μοντέρνας τέχνης.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρητικοποιήσουμε και στον χώρο της πολιτιστικής πολιτικής μία αντίληψη περί κουλτούρας επίσης του μη τελειώματος, και ακόμη καλύτερα να εργαστούμε συστηματικά προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μίας αντίστοιχης κουλτούρας. Το μη τελείωμα πρέπει να είναι δομικό στοιχείο της τέχνης, της κουλτούρας και της πολιτιστικής πολιτικής στο βαθμό που τις προφυλάσσει από την ενσωμάτωση, την αλλοτρίωση και την ορθολογικοποίηση. Έτσι οδηγούμαστε στη σύλληψη μιας πολιτιστικής πολιτικής η οποία θα στηρίζεται και στη θεωρητικοποίηση της έννοιας του συστήματος – μη συστήματος3, δεδομένου ότι αυτή θα πρέπει να είναι όπως και η μοντέρνα τέχνη και η αισθητική συστηματική και συγχρόνως μη συστηματική, θεωρώντας ότι ο αγώνας της πρωτοπορίας ενάντια στη σύνθεση οδήγησε και στη συνειδητοποίηση του τέλους του συστήματος στην τέχνη, στη σκέψη και την αισθητική.
 Η αποσπασματοποίηση, δηλαδή, το μη τελείωμα και το σύστημα – αντισύστημα είναι (ή πρέπει να είναι) οι βασικές συνιστώσες της πολιτιστικής πολιτικής, ειδικότερα σήμερα που οι συστηματικές ή τουλάχιστον οι συστημίζουσες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης είναι πολύ πιο ισχυρές από κάθε άλλη περίοδο.
Ακόμη πιο συγκεκριμένα η κουλτούρα και, ως εκ τούτου, η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να συλληφθεί ως ένα ανοιχτό σύστημα προς το άλλο, το κριτικό, το διαφορετικό. Δηλαδή θα πρέπει ν’ αποφευχθούν με κάθε τρόπο οι ταυτιστικές αντιλήψεις και λογικές. Ο ίδιος εξάλλου ο Αντόρνο έχει συλλάβει και επεξεργαστεί ολόκληρη την Αρνητική διαλεκτική4 ως μία φιλοσοφία που κριτικάρει την ταυτότητα, προσπαθώντας συγχρόνως να την ξεπεράσει, ενώ στην Αισθητική θεωρία5 του έχει συλλάβει την μοντέρνα τέχνη ως μία διαρκή προσπάθεια σύλληψης και επεξεργασίας του άλλου, του διαφορετικού, δηλαδή πάντοτε διαφορετικών και νέων μορφών, άρα και περιεχομένων.
Με βάση αυτή τη θεωρητικοποίηση η τέχνη και η κουλτούρα θα πρέπει να συλληφθούν ως κριτικές διαμεσολαβήσεις, οι οποίες τείνουν διαρκώς να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, την αναπαραγωγή του συστήματος κτλ. Έτσι οδηγούμαστε στην κουλτούρα των διαμεσολαβήσεων, ή στην κουλτούρα ως διαμεσολαβήσεις αντισυστηματικού-ανοιχτού χαρακτήρα. Άρα και η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να έχει τον ίδιο θεμελιώδη χαρακτήρα, υποβοηθώντας το διαρκές ξεπέρασμα και την αναζήτηση της πραγματοποίησης μη-ταυτοτήτων ή τουλάχιστον εναλλακτικών και αντι-αλλοτριωτικών μορφών τέχνης και κουλτούρας.
 Καταλήγουμε λοιπόν σε ένα ανοιχτό μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής, και συνάμα σε μια μεθοδολογική θεμελίωση της πολιτιστικής πολιτικής ως συστηματικά μη συστηματική, και η οποία έτσι θ’ αποτελέσει ένα ανοιχτό σύστημα. Η πολιτιστική πολιτική δηλαδή θα είναι ένα σύστημα-αντισύστημα, ενώ και η αντίληψη για την κουλτούρα ή περί κουλτούρας θα είναι και αυτή μη συστηματική, δεδομένων των συστημικών πλέον αντιθέσεων που έχουν αναδειχθεί σε κυρίαρχες στο εσωτερικό της κουλτούρας, έκφραση και συγκεκριμενοποίηση των συστημικών αντιθέσεων της κοινωνίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες επιβάλλεται κατ’ αρχήν η υποβοήθηση με κάθε τρόπο της γνήσιας και αυθεντικής δημιουργίας.
 Αυτές με τη σειρά τους μπορεί να δημιουργήσουν μικροδομές της τέχνης και της κουλτούρας, ακόμη και μικροδομές οργάνωσής τους. Στη συνέχεια μπορούμε να φθάσουμε σε μία μικροδομική6 αισθητική και πολιτισμική προσέγγιση της τέχνης και της κουλτούρας, η οποία είναι πάντοτε μία μοντέρνα εκδοχή σύλληψης, σκέψης και πράξης με σύγχρονους όρους, δεδομένου του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, των μεγάλων συστημάτων, των μεγάλων πλην όμως κατά κανόνα φορμαλιστικών ή ιστορικιστικών ιδεολογικών θεωρήσεων. Με τον τρόπο αυτό η μορφική, αισθητική και συνάμα πολιτιστική μικροδομή είναι το κέντρο του νέου ανοιχτού συστήματος της τέχνης και της κουλτούρας που συγκροτείται από τη βάση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Έτσι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε εκ νέου με έναν επίσης σύγχρονο τρόπο στο Διαφωτισμό για μία κριτική επαναδιατύπωση ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού και πολιτισμικού σχεδίου.
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, διατυπώνουμε εδώ με αποσπασματικό, παρατακτικό και ελλειπτικό τρόπο διάφορες σκέψεις για την πολιτιστική πολιτική, ακόμη και μερικές προτάσεις, τις οποίες εντάσσουμε σ’ ένα γενικότερο σχέδιο πολιτιστικής ανάπτυξης και πολιτισμικής αναβάθμισης, το οποίο ταιριάζει στις ανάγκες της σύγχρονης σύνθετης και αντιθετικής ανάπτυξης. Είμαστε όμως μακριά από ένα κείμενο, λιγότερο ή περισσότερο δομημένο, λόγω των εγγενών δυσκολιών του θέματος, και κυρίως λόγω της ουσιώδους διαφοράς που υπάρχει μεταξύ θεωρητικοποίησης και πολιτιστικής πρακτικής. Εξάλλου ίσως δεν είναι απόλυτα αναγκαίο κάτι τέτοιο, καθόσον η μοντέρνα εποχή εισήγαγε την αποσπασματοποίηση μ’ έναν αναπόδραστο τρόπο σε όλες τις μορφές σκέψης και δράσης. Όπως εξάλλου λέει και ο Αρτώ7, στη σύγχρονη εποχή δεν έχει νόημα όχι μόνο το έργο αλλά ούτε καν η έννοια του, άρα και του κειμένου. Πόσο μάλλον του ολοκληρωμένου έργου, και κατ’ επέκταση του ολοκληρωτικά συγκροτημένου και δομημένου κειμένου. Με άλλα λόγια στη σημερινή εποχή, εποχή βαθιάς κρίσης και δομικής αβεβαιότητας προέχει η σύλληψη και η δημιουργία ενός κειμένου-κινητού της σκέψης.
Έτσι η ηθελημένη αποσπασματική δομή των σκέψεων και των προτάσεων αυτών έχει στόχο τη μη-αναπαραγωγή του μοντέλου της κυριάρχησης, της αλλοτρίωσης και της χειραγώγησης του σύγχρονου ανθρώπου. Μέχρι τώρα βέβαια η ανάπτυξη μάλλον είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, με βάση τη συγκλονιστική κριτική της προόδου που αποπειράθηκε ο μεγάλος Β. Μπένζαμιν8, βλέποντας και βιώνοντας το γενικευμένο πολιτισμικό ξέπεσμα της εποχής του. Και τα πράγματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που έχουμε μπει είναι κατά πολύ χειρότερα. Η θετικότητα, η καταφατικότητα, ο ψευτο-ορθολογισμός, ο εργαλειακός λόγος, η αλλοτρίωση και η πραγμοποίηση είναι η σύγχρονη κυρίαρχη κατάσταση της παγκοσμιοποιημένης βιομηχανίας της κουλτούρας, και όχι μόνον. Έτσι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η πολιτισμική, ανθρωπιστική και διαφωτιστική παγκοσμιοποιημένη υποκειμενικότητα είναι ιστορικά ένα δύσκολο επίτευγμα να πραγματοποιηθεί, ενώ η αλλοτριωτική παγκοσμιοποίηση, η σύγχρονη «ολοκληρωμένη πραγμοποίηση», για να θυμηθούμε μία περίφημη φράση του Αντόρνο, είναι ήδη γεγονός … Οπότε το μόνο μέσο που μας απομένει είναι το απόσπασμα, και μάλιστα αυτό θεωρούμενο αντιμέτωπο με το σύστημα, σύστημα που πλέον ονομάζεται παγκοσμιοποίηση.

ΙΙ.

Η οποιαδήποτε σύλληψη της πολιτιστικής πολιτικής σήμερα θα πρέπει να στηρίζεται στη σωστή διάγνωση της σύγχρονης πραγματικότητας των αναπτυγμένων και ακριβέστερα των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Έχει ιδιαίτερη δε αξία η γνώση του πώς φθάσαμε στην παγκοσμιοποίηση, μέσα από ποιες διαδικασίες κτλ., και κυρίως τι σημαίνει αυτή. Εδώ δεν θα επεκταθούμε9 σε λεπτομερείς συζητήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά αντίθετα θ’ ασχοληθούμε μόνο με μερικές πτυχές του όλου θέματος, τις οποίες αποφεύγουν να διερευνήσουν κριτικά οι σύγχρονες ενσωματωμένες κοινωνικές επιστήμες. Υπάρχουν βέβαια μερικά κείμενα στη διεθνή βιβλιογραφία που φωτίζουν σε κάποιο βαθμό το θέμα, με προεξάρχοντα πολλά άρθρα της μηνιαίας εφημερίδας, Le Monde diplomatique. Με βάση λοιπόν και αυτά τα κείμενα, χωρίς παρόλα αυτά να θεωρούμε ότι έχει δημιουργηθεί ακόμη μία κριτική θεωρία της παγκοσμιοποιήσης, θα προχωρήσουμε στη διατύπωση εδώ μερικών υποθέσεων, θέσεων, προτάσεων κτλ., θεωρώντας ότι το πολιτισμικό ή το σύγχρονο πολιτισμικό είναι (ή πρέπει να είναι) κεντρικό θέμα. Στη συνέχεια των εργασιών του Γκράμσι10, του Ουίλιαμς11 και της Σχολής της Φρανκφούρτης12, θεωρούμε ότι το πολιτισμικό είναι ολικό, είναι δηλαδή το κύριο, το ανθρωπολογικό θέμα σήμερα, αλλά βέβαια με νέους όρους. Το ξεπέρασμα, από την άλλη, των αδιέξοδων, των λαθών και της μερικότητας του εξελικτισμού και της γενικότερης θετικοκρατίας και καταφασιολογίας συνεπάγεται τη θεματοποίηση του πολιτισμικού και μάλιστα με μετακριτικό12 τρόπο.
Η παγκοσμιοποίηση σήμερα είναι πλέον μία σύνθετη, πολύπλοκη και σφαιρική (global) διαδικασία, η οποία εκτυλίσσεται σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Δεν υπάρχει ημέρα που να μην γίνει μία συγχώνευση εταιριών ή μία εξαγορά ή μία απόσχιση δραστηριοτήτων και στη συνέχεια πώληση κ.ο. Η κούρσα προς την γιγάντωση, την ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση των εταιριών είναι συνεχής, και μάλιστα δεν φαίνεται να σταματά. Αυτή η κατάσταση έχει μερικές πολύ αρνητικές συνέπειες, όπως η αύξηση της ανεργίας, η βίαια μεταφορά τεχνογνωσίας και παραγωγικής δυνατότητας σε χώρες χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου, η όλο και μεγαλύτερη κυριαρχία της νόρμας και του κεντρικού ελέγχου των επιχειρήσεων κολοσσών. Τα κράτη έχουν ελάχιστη σημασία πλέον και ουσιαστικά έχουν μετατραπεί σε εξαρτήματα των παγκοσμιοποιημένων οικονομικών κολοσσών, ενώ τα συνδικάτα έχουν αποδυναμωθεί πλήρως. Η παγκοσμιοποίηση τείνει συστηματικά να δημιουργήσει ένα παγκοσμιοποιημένο υποπρολεταριάτο υπό την ηγεμονία των παγκόσμιων γιάπηδων.
Η παγκοσμιοποίηση συνδέεται και με μερικές άλλες διαδικασίες ή είναι προϊόν τους, διαδικασίες οι οποίες για μεν τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους έχουν θετικές επιπτώσεις, αλλά για τους κριτικούς διανοούμενους και θεωρητικούς δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν ότι έχουν μόνον ή κυρίως αρνητικές. Αυτές είναι η απορρύθμιση, η αποθέσμιση, η ευελιξία και η κατάτμηση (parcelisation), η οποία είναι κατά κανόνα παράγωγη της διαδικασίας γιγάντωσης. Η απορρύθμιση οδήγησε στη διάλυση ολόκληρων τομέων οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας και στην απελευθέρωση της διαδικασίας γιγάντωσης. Έτσι διαλύθηκε ο κοινωνικός ιστός των αναπτυγμένων κυρίως χωρών, ενώ ζούμε συνέχεια με την απειλή νέων απορρυθμιστικών κυμάτων, και ως εκ τούτου νέων γιγαντώσεων. Οι συλλογικές συμβάσεις και η κοινωνική ασφάλιση γενικότερα αποδυναμώθηκαν, και η εργατική τάξη τέθηκε έτσι στο περιθώριο. Με άλλα λόγια η απορρύθμιση ήταν το μέσο που ανακάλυψε ο καπιταλισμός για να θέσει προοδευτικά υπό τον έλεγχό του την κοινωνία σε όλα τα επίπεδα, μετά την απελευθέρωση της τάσης για αυτονόμηση και αυτοθέσμιση της εργατικής τάξης τον Μάη του ’68. Η απορρύθμιση έτσι διέλυσε την κοινωνική συνείδηση, την δυνατότητα αντίστασης την κουλτούρα της αλλαγής. Και έτσι φθάσαμε στη γενικευμένη κατάσταση απόρριψης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων και τάξεων, στην περιθωριοποίηση, ακόμη και στην κουλτούρα της απόρριψης (βλ. Λε Πεν). Το ιδεολογικό εποικοδόμημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού άλλαξε, έπαψε να είναι ανεκτικό, φιλελεύθερο, με ψήγματα έστω ουμανισμού, ως κατάλοιπο του ουμανισμού της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού και μετατράπηκε σε στενά και στυγνά οικονομίστικο, εργαλειακό, τεχνοκρατικό, «αποδοτικό».
 Η εργασία σε επίπεδο κουλτούρας και ιδεολογίας μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, όπως είναι ευνόητο, έγινε πλέον μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Οι εναλλακτικές προοπτικές έχουν ατονίσει, ενώ σιγά-σιγά και η κοινωνία έχασε την θέση της για την όποια ριζοσπαστική αλλαγή. Είναι όμως απόλυτη ανάγκη η δημιουργία μιας άλλης ιδεολογίας και κουλτούρας, νεομοντέρνας επικεντρωμένης στις δυνατότητες και στη θέληση πάντοτε του ανθρώπου για αυτονόμηση και χειραφέτηση.

ΙΙΙ.

Η πολιτιστική πολιτική είναι μία σύγχρονη φιλοσοφία της πράξης14, εντοπιζόμενη κύρια στο χώρο της κουλτούρας ή πρώτιστα μία πολιτισμική πράξη, η οποία προϋποθέτει τη βίωση της κουλτούρας ως χειραφέτηση, καθώς και την εσωτερίκευση αυτής της βίωσης. Συγχρόνως, η πολιτιστική πολιτική πρέπει να συλληφθεί ως ειδική μορφή της φιλοσοφίας της πράξης, ή ως μορφή της φιλοσοφίας της πράξης στο παρόν, ή ακόμη και ως μορφή πράξης tout court. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι ανάγκη να λάβει υπόψη της τη συνθετότητα (complexité) των διαφόρων θεμάτων. Άρα πρέπει να είναι το ίδιο σύνθετη. Υπό το πρίσμα δε των γενικότερων αλλαγών που συντελούνται σήμερα πολιτισμικών προτύπων και μοντέλων, προέχει η ανάδειξη του προτάγματος της αυτονομίας (αυτονόμησης) και της χειραφέτησης – απελευθέρωσης ως κεντρικό, καθοριστικό, σε συνδυασμό με το πρόταγμα της ορθολογικότητας. Το πολιτιστικό και ακόμη καλύτερα το πολιτισμικό είναι συγχρόνως και ορθολογικό. Σύμφωνα με τον Χάμπερμας15, μόνο στο εσωτερικό μιας πολύ γενικής πολιτισμικής-επικοινωνησιακής δομής είναι δυνατή η πραγματοποίηση της απαραίτητης ανασυγκρότησης του λόγου. Χωρίς δε την αναφορά στον Λόγο, και γενικότερα στην ορθολογικότητα16, κάθε άλλη απόπειρα θα ξεπέφτει εύκολα σ’ ανορθολογισμό. Η κριτική του λόγου γίνεται για να καταλήξουμε σε μία νέα, ευρύτερη και συνεκτική σύλληψη του Λόγου, και όχι να τον εγκαταλείψουμε στους μεταμοντέρνους αντιδραστικούς. Άρα και η πολιτιστική πολιτική πρέπει να προσδιορίζεται από την απαίτηση στην ορθολογικότητα (prétention à la rationalité). Και σύμφωνα με τον Χάμπερμας17, η κουλτούρα πρέπει να συνδεθεί αναπόσπαστα με την ανάδειξη του πλαισίου δράσης της φωτεισμένης δια-υποκειμενικότητας, με επίκεντρο την επικοινωνία. Με άλλα λόγια, η πολιτιστική πολιτική συλλαμβάνεται από τον Χάμπερμας, ως μία επικοινωνιακή πολιτική, η οποία εκτός των άλλων στοχεύει και στην ανάδειξη του δημόσιου χώρου18, ως χώρου δι-υποκειμενικής επικοινωνίας ποιότητας.

IV.

Η πολιτιστική πολιτική (ή καλύτερα η πολιτική κουλτούρας) σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν προβληματισμού, απόληξη της επιβαλλόμενης θεματοποίησής της. Σήμερα ειδικά σε συνθήκες προχωρημένης παγκοσμιοποίησης η θεματοποίηση αυτή πρέπει να στηρίζεται στις:
α) πολιτισμική ανυπακοή,
β) πολιτισμική εξαίρεση
και να πριμοδοτεί την πολιτισμική πολυμορφία ως αντίδοτο στη μονοδιάστατη κουλτούρα που παράγει η globalisation. Γενικότερα δε η παγκοσμιοποιητική νόρμα δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο παρά μόνο μέσα από την υποβοήθηση με κάθε μέσο της πολιτισμικής πολυμορφίας.
Μέσα στις γενικότερα αρνητικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης σήμερα προέχει η πριμοδότηση της ανάδειξης της κουλτούρας του άλλου. Δηλαδή θα πρέπει να γενικευτούν οι μορφές εναλλακτικής κουλτούρας καθώς και η πολιτισμική ανυπακοή (dissidence culturelle), ως απάντηση στη γενικευμένη κρίση της κουλτούρας την οποία βιώνουμε εναγωνίως. Η ετερότητα αντιτίθεται στο ίδιο, την ταυτότητα, την παγίωση, στις κατεστημένες λογικές, και αποτελεί τη βάση του ξεπεράσματος της αλλοτριωτικής ομοιομορφίας που έχει επιβάλλει το σύστημα με την σιδερένια οικονομική – και όχι μόνο – λογική του. Η ετερότητα, ακόμη καλύτερα, σε συδνυασμό με τη διαφορά ως προϊόν ετεροπροσδιορισμού, αναζήτησης της αυτονόμησης και της χειραφέτησης, ή τουλάχιστον ως προσπάθεια διαφύλαξης της αυτονομίας της σκεπτόμενης και δρώσας αντικειμενικότητας, χωρίς να οδηγούν στο μεταμοντέρνο διαφορισμό (: τη θεωρητικοποίηση της διαφοράς ως διαφοράς ή για τη διαφορά) μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση σύλληψης εναλλακτικών λύσεων, θεωρήσεων και πρακτικών τόσο στο χώρο της τέχνης όσο και σ’ αυτό της κουλτούρας (άρα και της πολιτιστικής πολιτικής) και γενικότερα της σκέψης. Στην εποχή της πολυπλοκότητας που είναι η σημερινή, η ετερότητα και η διαφορά προσλαμβάνουν πλέον μία κύρια επιστημολογική σημασία, είναι φορείς ανατροπών του συστήματος, δημιουργούν τις προϋποθέσεις νέων και κριτικών συλλήψεων.
Το ιδανικό της πολιτιστικής πολιτικής τουλάχιστον από το Διαφωτισμό και εδώ (αν και ο όρος είναι νεώτερος) ήταν και παραμένει η εκπαιδευτική-πολιτισμική αναβάθμιση, η ανάπτυξη του ανθρώπου, η πνευματική καλλιέργεια του, η ανάδειξη –τέλος- της αυτονομίας του. Το πνεματιστικό-ανθρωπιστικό πρώτιστα μοντέλο του Novalis19 προσβλέπει στη βαθιά καλλιέργεια του ανθρώπου, χωρίς να υπολογίζει αντιξοότητες και δυσκολίες. Μετά το ρομαντισμό και στη συνέχεια του ο νέος ή επονομαζόμενος και ανθρωπιστής Μαρξ συλλαμβάνει την πράξη ως κατά βάση και πρωταρχικά αντιαλλωτρική20. Έτσι ο άνθρωπος-εργαζόμενος σε αντίξοες συνθήκες θα φθάσει στη γνώση του είναι του και της αποστολής του· στην αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και της κρυμμένης πνευματικότητας. Στη συνέχεια ο Γκράμσι21 εκλαμβάνει το ρόλο του επαναστατικού κόμματος ως πρωταρχικά παιδαγωγικό, πνευματιστικό, με την έννοια της συστηματικής καλλιέργειας του πνεύματος: της τέχνης και της κουλτούρας της πρωτοπορίας. Ο Μαρκούζε22 τέλος, επανακάμπτοντας στον νεαρό Μαρξ, ξανατονίζει στις δεκαετίες 50 και 60 τη σημασία της αντι-αλλοτριωτικής πράξης, ως κύρια στρεφόμενη ενάντια στη χειραγώγηση. Συγχρόνως οι νεώτερες πρωτοπορίες, στη συνέχεια των ιστορικών, δίνουν έμφαση στο ολικό σχέδιο πνευματικής και πολιτισμικής ανασυγκρότησης της σύγχρονης καταπιεστικής κοινωνίας, ανιχνεύοντας ταυτόχρονα μορφές ξεπεράσματος του συστήματος23. Η κοινωνία των πολιτών, η αυτονόμηση της οποίας ήταν πρωταρχική, σύμφωνα με τον Γκράμσι, για την όποια πνευματική και ιδεολογική χειραφέτηση· υπό την επερχόμενη όμως, κυριάρχηση της παγκοσμιοποίησης, αποσυντίθεται και διαλύεται, υποτασσόμενη στον κορποριτισμό, επαληθεύοντας δυστυχώς το φόβο του Γκράμσι.
Η ανάγκη βέβαια αποδόμησης και ξεπεράσματος του συστήματος παραμένει. Και η ανάδειξη ακριβώς αυτής της συνειδητοποίησης είναι από τα βασικά καθήκοντα της πρωτοπορίας από την εμφάνισή της μέχρι τα τέλη του ΧΧου αιώνα. Το ίδιο καθήκον παραμένει και σήμερα, αν και η πραγματοποίηση του πρέπει να γίνει σε ριζικά νέες και δυσχερέστερες συνθήκες, δεδομένης της προϊούσας αποδόμησης κάθε μορφής κοινωνικής συλλογικότητας και συνείδησης που έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποίηση. Ως εκ τούτου, η πολιτιστική πολιτική σήμερα δεν μπορεί παρά να στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την εμφάνιση ενός νέου διαφωτισμού, ως αντίπαλο δέος στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση. Και η κοινωνία των πολιτών πρέπει, υπ’ αυτή την προοπτική, ν’ ανασυγκροτηθεί, ώστε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορικά επιβαλλόμενη ανασυγκρότηση.

V.

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το σύγχρονο πολιτισμικό πρόβλημα, θα πρέπει να γνωρίζουμε σε βάθος το κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο έχει πάρει ακραίες μορφές και με την παγκοσμιοποίηση οξύνεται. Από το 1980 και εδώ, όταν άρχισαν να εισάγονται και να εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες του ύστερου καπιταλισμού εκσυγχρονιστικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εμφανίστηκαν πλήθος κοινωνικών προβλημάτων, με εντονότερο αυτό της απόρριψης, σε τέτοιο δε βαθμό που μπορούμε να πούμε ακόμη ότι ο καπιταλισμός δημιούργησε μία ολόκληρη κουλτούρα της απόρριψης.
Πιο συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά των οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών του ύστερου καπιταλισμού έγιναν πλέον η απορρύθμιση, η αποθέσμιση, η ευελιξία, ο «αναγκαίος» εκσυγχρονισμός των δομών και των θεσμών του (mutation) και η αποσπασματοποίηση (parcelisation). Η αποσπασματοποίηση εκδηλώνεται στο οικονομικό, το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα των προηγούμενων διαδικασιών. Συγχρόνως πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η παγκοσμιοποίηση σήμερα είναι αποτέλεσμα των τεράστιων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων που απελευθέρωσε σε παγκόσμιο επίπεδο η απορρύθμιση. Η διάλυση του κοινωνικού ιστού και η διαρκής ανασυγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος του απορρυθμισμένου (δηλαδή απελευθερωμένου από κάθε έλεγχο) κεφαλαίου είναι πλέον μία μόνιμη κατάσταση στην εποχή του απορρυθμισμένου παγκόσμιου τοπίου. Οι παγκόσμιοι παίχτες μέσω της συνεχούς απορρύθμισης επαναδιαπραγματεύονται συνεχώς τις θέσεις και την ισχύ τους. Το δεύτερο σημαντικό παράγωγο φαινόμενο είναι η διαρκής κοινωνική απόρριψη και η μεταφορά παραγωγικών δυνάμεων σε υπανάπτυκτες ή σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα κοινωνικά δικαιώματα και το επίπεδο των μισθών είναι πολύ χαμηλά. Έτσι η σύλληψη των προϊόντων και των μηχανών παραμένει προνόμιο των παγκόσμιων μητροπολιτικών παιχτών, ενώ η εκτέλεση εξωθείται στο υποταγμένο υπανάπτυκτο προλεταριάτο και υποπρολεταριάτο.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες που οι παγκοσμιοποιητικές νόρμες παράγονται, διαδίδονται και επιβάλλονται χωρίς κανένα φραγμό· που η παγκοσμιοποίηση πριμοδοτεί την εκπαίδευση και τη διαρκή ανάπτυξη «δεξιοτήτων»· που η κουλτούρα έχει χάσει τις βασικές και τις γενικές, δηλαδή τις διαφωτιστικές και ανθρωπιστικές αναφορές της, η παιδεία και η κουλτούρα έχουν μετατραπεί σε ακριβό προνόμιο ελάχιστων. Έτσι, η κουλτούρα τείνει να μετατραπεί σε μία υπόθεση φωτισμένων μυημένων (για να θυμηθούμε και τον Σικελιανό) ή επαϊόντων, ενώ η ενιαία κουλτούρα πλέον ανήκει στο παρελθόν. Συγχρόνως το κυρίαρχο εμπειρίστικο και ατομικοκρατικό μοντέλο αντιβαίνει στην κουλτούρα. Αν δεν θέλουμε η κουλτούρα να καταλήξει να γίνει ενασχόληση μόνο μερικών μυημένων, όπως στην εποχή του Νοβάλις, είναι απόλυτη ανάγκη ο εξανθρωπισμός της παγκοσμιοποίησης, η σύλληψη και η δημιουργία ενός νέου διαφωτιστικού-ουμανιστικού μοντέλου σκέψης και δράσης. Διαφορετικά το πολυδιασπασμένο (éclaté) πολιτισμικό μοντέλο, το κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, θ’ αναπαράγει την πολιτισμική και συνάμα την κοινωνική ανισότητα σε όλα τα επίπεδα σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα.

VI.

 Σε όλες τις μεγάλες στιγμές πολιτισμικής δημιουργίας της ανθρωπότητας, εμφανίζεται μία μοναδική αύρα24, μία εξαιρετική ορμή25, ένα μεγάλο κύμα26 προς τα εμπρός, το οποίο παρασύρει κατεστημένες ιδέες, αντιλήψεις και πρακτικές. Αυτό συνέβη στην Αναγέννηση, όπως συνέβη στην αρχαία Ελλάδα στην εποχή της ακμής της. Το ίδιο συνέβη και στα νεώτερα χρόνια με το Διαφωτισμό και στη συνέχεια με τη Μοντέρνα τέχνη. Η αύρα και η ορμή δημιουργούν τις προϋποθέσεις εμφάνισης αρχικά, και στη συνέχεια της ηγεμονίας του νέου, του καινούργιου, του ριζοσπαστικού, του καινοτόμου. Και πάντοτε όταν εμφανίζεται η δημιουργική ορμή της κοινωνίας, αυτή συμβαδίζει με τις γενικότερες ανησυχίες της, με τη συνολική κινητοποίησή της. Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι ίδιοι οι δημιουργοί κινητοποιούνται με κείμενα, μανιφέστα, ενώσεις, ομάδες κτλ., ενώ η πολιτισμική συζήτηση γίνεται συζήτηση ολόκληρης της κοινωνίας, και τουλάχιστον του φωτισμένου τμήματός της. Έτσι η πολιτιστική πολιτική αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, παύει να είναι θέμα μόνο λίγων και μυημένων και γίνεται γενικό θέμα της κοινωνίας. Ας έχουμε κατά νου πάντοτε τις παθιασμένες συζητήσεις που έγιναν στη μετεπαναστατική Ρωσία, όταν το κίνημα του ΛΕΦ27 ήταν στην ακμή του. Όταν όμως οι πολιτισμικές συζητήσεις υποχωρούν, οπότε παύουν να είναι θέμα της κοινωνίας, τότε εμφανίζεται η τεχνοκρατικοποίηση της πολιτιστικής ζωής, η στεγανοποίηση των πολιτισμικών και καλλιτεχνικών πρακτικών, η κυριαρχία του γραφειοκράτη και του πολιτικάντη.
Η ορμή εμφανίζεται ακόμη και σε περιόδους κρίσης, οπότε εμφανίζεται και μία σύστοιχη τάση προς τη μεταφυσικοποίηση, την απολυτοποίηση και την ιδεαλιστικοποίηση. Σ’ αυτή την περίπτωση το μοναχικό καλλιτεχνικό υποκείμενο, υποκαθιστώντας ακόμη την κοινωνία, περιπλανώμενο στους μαιάνδρους της μεταφυσικής δίνει έναν άνισο και ως ένα βαθμό χαμένο από πριν αγώνα, χωρίς όμως υποχωρήσεις και συνθηκολογήσεις. Ας έχουμε εδώ κατά νου τον Χέντερλιν, τον Νοβάλις, τον Κάφκα, τον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους μεγάλους καλλιτέχνες οι οποίοι, ενώ έφθασαν σε μορφές πρωτόγνωρες ριζοσπαστισμού και άρνησης, η κοινωνία ήταν απούσα ή ακόμη αδιάφορη ή και αντίθετη στο δράμα τους. Το δράμα όμως αυτό ήταν και το δράμα της κοινωνίας. Δηλαδή ήταν κοινωνικό, πολιτισμικό ακόμη και ιστορικό. Δράμα το οποίο ανάγει την προέλευσή του στην ορμή (élan) δημιουργίας (ή στη δημιουργική ορμή) που τους διακατείχε, στο άσβεστο πάθος τους για πολιτισμική αναβάθμιση και ανόρθωση, το οποίο ήταν σε αναντιστοιχία με τις βαθύτερες εμπνεύσεις της κοινωνίας, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ κατώτερες των περιστάσεων. Σήμερα, όταν η ορμή αυτής της μορφής έχει υποχωρήσει ή ακόμη και διαλυθεί από την παγκοσμιοποίηση, το πρόβλημα είναι πώς θα εμφυσηθεί πάλι μιας κάποιας μορφής ορμή σε όλο το χώρο της κουλτούρας, της τέχνης και της δημιουργίας, και πρώτιστα στο χώρο της πολιτιστικής πολιτικής, με την έννοια ότι και αυτή με τη σειρά της θα βοηθήσει στην εμφάνιση και προώθηση της πρωτοπόρας δημιουργίας και της δημιουργίας ποιότητας. Αντ’ αυτού προωθείται ένα νεοφιλελεύθερο και απορρυθμισμένο μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής. Η απορρύθμιση όμως της πολιτιστικής πολιτικής, αντί να τραβήξει την κουλτούρα από τον κρατισμό, θα την υποβαθμίσει σ’ ένα εξάρτημα της αγοράς και της καπιταλιστικής ζούγκλας γενικότερα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, και υπό την προϋπόθεση της κινητοποίησης των ίδιων των δημιουργών-υποκειμένων και αντικειμένων της πολιτιστικής πολιτικής, θα πρέπει οπωσδήποτε να συλληφθεί ένα κατά το δυνατό ολοκληρωμένο και γενικό πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής και δραστηριότητας, και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα πρέπει ακόμη ο πολιτισμός να γίνει απόλυτη προτεραιότητα της Ευρώπης, και όχι αυτή να περιορίζεται σε προϋπολογισμούς ψιχίων για τον πολιτισμό. Η τελευταία γενιά όμως των νεοφιλελεύθερων αντ’ αυτού προωθούν ένα σχέδιο (ενώ οι προηγούμενοι δεν είχαν τίποτα), το οποίο όμως δεν είναι ένα σχέδιο κουλτούρας, αν και είναι εμποτισμένο βαθιά στη νεοφιλελεύθερη κουλτούρα, αλλά ένα σχέδιο δημιουργίας της αγοράς της κουλτούρας, θέλοντας να την μετατρέψουν έτσι σε σούπερ μάρκετ: Η κουλτούρα υπό τη δικτατορία των Μ.Β.Α.
Αντί να καταβληθεί προσπάθεια να συλληφθεί ένα σύγχρονο σχέδιο κουλτούρας και πολιτιστικής πολιτικής, με όραμα και θέληση δημιουργίας ενός μοντέρνου πολιτισμικού κύματος, όλες οι προσπάθειες των κάθε λογής κρατούντων – και πρώτιστα των ευρωτεχνοκρατών – κατατείνουν στη μετατροπή της κουλτούρας σε καπιταλιστική αρένα. Υπάρχουν όμως ακόμη ζωντανές και αδιαμεσολάβητες δυνάμεις, οι οποίες στηριζόμενες σε όλες τις νεώτερες δημιουργικές28 παραδόσεις της κουλτούρας: Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Μοντερνισμός, να δώσουν ώθηση στα πράγματα προς μία άλλη κατεύθυνση, να προτάξουν την πολιτισμική απείθεια στην παγκοσμιοποίηση και στις επιταγές του νέο-φιλελευθερισμού;

VII.

Η μοντέρνα πολιτιστική πολιτική είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα μεθόδου: Ανάλυση των κοινωνικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών, πολιτισμικών κτλ. δεδομένων της σύγχρονης κοινωνίας, και η επεξεργασία στη συνέχεια της αρμόζουσας πολιτικής. Από την άλλη θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παραδείγματα μερικών μεγάλων μοντέρνων καλλιτεχνών, τα οποία, αν δεν διαμόρφωσαν εντελώς, καθόρισαν αποφασιστικά τα μοντέλα της πολιτιστικής πολιτικής. Ας σκεφτούμε τους Μάλεβιτς (και το ΛΕΦ γενικότερα), τον Ντυσάν, τον Μπόϋς κ.ά. Σήμερα βέβαια ισχύει γενικότερα η θέση ότι η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε μία έννοια (concept). Ειδικότερα δε στα τελευταία χρόνια κυρίαρχη ήταν η τάση της μοντέρνας τέχνης προς το μινιμαλισμό και τη νοηματική τέχνη. Από ένα δε σημείο και μετά ζούμε τη μονοκρατορία του concept29 (έννοια), τάση που στη μοντέρνα τέχνη ξεκίνησε από τον Πικάσο (Οι δεσποινίδες της Αβινιόν) και έφθασε στο απόγειο της με τη Νοηματική τέχνη (Art conceptuel). Η έννοια συνυπάρχει με ένα ανοιχτό σύστημα παρέμβασης (ακόμα και μη παρέμβασης σε θέματα κυρίως αισθητικής) που έχουν εισηγηθεί οι Πάϊκ, Βαϊόλα, Κουνέλλης κ.ά. Έτσι το πρόταγμα της πρωτοπορίας για την αυτονομία και την κριτική λειτουργία της τέχνης και της κουλτούρας, καθώς και η ανάδειξη της αυτο-αναφορικότητας της τέχνης, στην σημασία της οποίας είχε επικεντρώσει όλη του τη θεωρητικοποίηση ο Γκρίνμπεργκ30, συμβαδίζει με την τάση αυτονόμησης της έννοιας, ή και ανάδειξή της σ’ αυτόνομη, ακόμη και αυτοθεσμιζόμενη οντότητα31. Η έννοια είναι πλέον ο τόπος αλλά και το μέσο πραγματοποίησης της όποιας καινοτομίας, της όποιας πρωτοπόρας δράσης. Ως εκ τούτου, και η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να συνδυαστεί με την κυρίαρχη αυτή κατάσταση της τέχνης και να προσπαθήσει να βοηθήσει και ν’ αναδείξει προγράμματα και πρακτικές ανοιχτές, εννοιολογικές, κριτικές. Διαφορετικά θα λειτουργήσει λογοκριτικά, καταπιεστικά, κατασταλτικά. Ο στόχος όμως του νεο-νεοφιλελευθερισμού είναι η ρύθμιση στο χώρο της τέχνης και της κουλτούρας να γίνεται μόνο μέσω της αγοράς και του χρήματος, και έτσι να εξουδετερώσουν τις όποιες δημιουργικές δυνατότητες έχουν εναπομείνει στη σύγχρονη αποδυναμωμένη πρωτοπορία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειές της για παραπέρα αυτονόμηση της έννοιας. Το σύστημα δηλαδή χρήμα σήμερα, τείνει να καταστείλει όλες τις δημιουργικές προσπάθειες της τέχνης, ενώ μέχρι πρόσφατα τις ανεχόταν, αν δεν τις υποβοηθούσε έστω και υποτυπωδώς, για επενδυτικούς κυρίως σκοπούς. Οι επιπτώσεις της αντεπανάστασης των νεοφιλελεύθερων μεθοδιστών και εδώ είναι ασύλληπτες. Η κοινωνία όμως θα συνεχίσει να δέχεται παθητικά τα κελεύσματά τους;

VIII.


Από το 1980 και εδώ ζούμε μία διαρκή αποσάρθρωση των κοινωνικών ιστών σε όλες τις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού. Η άκριτη και η χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και πολλές φορές άκρως φιλελεύθερων πολιτικών έχει οδηγήσει σε μορφές ακραίας έλλειψης κοινωνικής συνείδησης, διάλυσης όλων των μορφών κοινωνικής οντότητας, σε ατομικοκεντρικά μοντέλα κοινωνικής υπόστασης, σκέψης και συμπεριφοράς. Είναι δε δύσκολο έως και αδύνατο, αν όχι παράδοξο, να μιλούμε για μοντέλα ατομικοκεντρικής δράσης. Και αυτό γιατί η δράση ή είναι κοινωνική, ή δεν είναι δράση, πράξη. Το άτομο μέσα στις νέες συνθήκες που προοδευτικά επέβαλε η απορρύθμιση και η παγκοσμιοποίηση συνθλίβεται, περιθωριοποιείται, αλλοτριώνεται, εξουθενώνεται, υποτάσσεται. Ως εκ τούτου η πολιτιστική πολιτική, με την έννοια ότι αυτή θα εκφράζει και θα συγκεκριμενοποιεί ένα συνεκτικό συλλογικό σχέδιο για την κοινωνία και τη κουλτούρα, σε συνδυασμό με ένα αντίστοιχο εναλλακτικό κοινωνικό σχέδιο γίνεται μία δύσκολη έως και αδύνατη υπόθεση. Παραμένει όμως η ανάγκη ενός πολιτιστικού σχεδίου, το οποίο θα προσπαθεί τουλάχιστον να ενοποιεί τη πολυδιάσπαστη κοινωνία, που θα βάλει φρένο στην ατομικοποίηση, που θα λειτουργεί αφυπνιστικά, διαφωτιστικά.

IX.
Η κουλτούρα προοδευτικά έχει γίνει σύστημα, το σύστημα της βιομηχανίας της κουλτούρας, το οποίο στις ημέρες μας, σε στενή σύνδεση με τη νέα τεχνολογία, έχει γίνει κυρίαρχο πλέον. Σε όλες τις χώρες του ύστερου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού η βιομηχανία της κουλτούρας, της επικοινωνίας, του internet κτλ. έχει γίνει η νέα κυρίαρχη «ψευδής ολότητα», για να θυμηθούμε τον Αντόρνο. Είμαστε πολύ πέρα από την αρχική βιομηχανία της κουλτούρας που γνώρισαν οι Χορκχάϊμερ και Αντόρνο, και η ποσότητα της αλλοτριωτικής καταφατικής κουλτούρας που παράγεται και διαχέεται από τη βιομηχανία της κουλτούρας σήμερα είναι σίγουρο ότι θα προκαλούσε στον Μαρκούζε εφιάλτες. Ας μη μιλήσουμε δε για την reality υποκουλτούρα των ΜΜΕ. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Έτσι το σύγχρονο σύστημα της βιομηχανίας της κουλτούρας, μέσω της συνεχούς και ομογενούς (ή ακόμη και ομοιόμορφης, μονοδιάστατης) καταφατικής κουλτούρας που παράγει, υπνωτίζει τον κόσμο, εκτρέποντάς τον έτσι από την αφύπνιση και την βαθύτερη κατανόηση των βαθιών αντινομιών του συστήματος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Η κυριαρχία της βιομηχανίας της κουλτούρας και οι γενικότερες συνθήκες, κοινωνικές και ιδεολογικές που ανέδειξε και επέβαλε ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός οδήγησαν στην παρακμή της έννοιας της καθολικότητας, και κυρίως την καθολικότητα της κουλτούρας. Λόγω και της εμφάνισης πολλών μερικότερων, κοινωνικών συνθηκών, ομάδων, καστών κ.ά. στο εσωτερικό της σύγχρονης κοινωνίας, εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν ταυτιστικές κουλτούρες, ή μερικές, αποσπασματικές ακόμη και μικροκουλτούρες. Το γκραμσιανό, όμως, μοντέλο της κουλτούρας, ως παιδαγωγική και πολιτισμική αναβάθμιση των εξαρτημένων τάξεων με ηγεμονικούς όρους και καθολικότητας της κουλτούρας, παραμένει επίκαιρο. Είναι εξάλλου και το μόνο που έχει ουμανιστικό περιεχόμενο στη συνέχεια της Αναγέννησης και του διαφωτισμού και συλλαμβάνει θετικά την κριτική των μερικότερων κουλτούρων, της αλλοτρίωσης και της καταφατικότητας της μαζικής και της κυρίαρχης κουλτούρας. Έτσι η κουλτούρα παύει να είναι μόνο ένας χώρος κριτικής του ορθολογισμού και της εργαλειοποίησης του λόγου, και προσφέρει μία δυνατότητα πραγματοποίησης της χειραφέτησης, της αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού32.
Επειδή όμως αυτός ο γενικός στόχος είναι πολύ δύσκολα πραγματοποιήσιμος, δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται η ανάγκη κριτικής, άρνησης και αντίστασης με πολιτισμικούς όρους σήμερα. Έτσι είναι πάντοτε αναγκαία η αντιτεχνοκρατική σύλληψη και θεμελίωση της πολιτιστικής πολιτικής, ή τουλάχιστον η μη τεχνοκρατική ή (και) η μη διαχειριστική. Θα πρέπει ακόμη να εφευρεθούν και να οργανωθούν πολιτισμικές αντιστάσεις στην τεχνοκρατική ολοκληρωτική αντίληψη και πρώτιστα στον τεχνοκρατικό πολιτισμό, ο οποίος είναι ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός. Θα πρέπει ακόμη να κριτικαριστούν οι ατομικιστικές αντιλήψεις για την κουλτούρα, ενώ θα πρέπει να πριμοδοτηθεί το μοντέλο της κουλτούρας ως διαφωνία, αντιπολίτευση, εξέγερση, απείθεια (rebellon-dissidence). Ειδικά σήμερα που το μεταμοντέρνο εφησυχαστικό ιδεολόγημα βρίσκεται σε υποχώρηση, μπορεί να γίνει πάλι ευρύτερα κατανοητή η ιστορικής σημασίας κληρονομιά της μοντέρνας τέχνης και του μοντερνισμού ως κινήματος γενικότερα. Και μ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατός ο εμπλουτισμός της σύγχρονης κριτικής της κουλτούρας με στοιχεία από τα ιστορικά παραδείγματα του μοντέρνου.
Από την άποψη αυτή η κουλτούρα, και ως εκ τούτου η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να συλληφθούν ως ανοιχτό σύστημα προς το άλλο, το κριτικό, το διαφορετικό. Συγχρόνως η τέχνη και η κουλτούρα πρέπει να συλληφθούν ως διαμεσολαβήσεις, ως τόπος ανάπτυξης του πνεύματος, της προβληματικής, της σκέψης, του στοχασμού. Η πολιτιστική πολιτική έτσι θα πάψει να είναι υπόθεση μερικών γραφειοκρατών και θα γίνει υπόθεση της κοινωνίας, όπως έγινε στη Ρωσία στα χρόνια 1917-25. Από την άλλη, μέσα από αυτή τη δυναμική και δημιουργική διαδικασία μπορούν ν’ αναπτυχθούν διαδικασίες κοινωνικοποίησης του ατόμου και γενικότερα ο άνθρωπος μπορεί ν’ αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή, σε υποκείμενο της ιστορίας.
Θα πρέπει τέλος ν’ αντιταχθούμε στην εμπορευματοποίηση της τέχνης και της κουλτούρας όπως είναι η τάση σήμερα, ώστε ν’ αποφύγουμε τη δημιουργία απλών παθητικών δεχτών-καταναλωτών τέχνης και κουλτούρας. Θα πρέπει ακόμη ν’ αντιταχθούμε στο κυρίαρχο μοντέλο της παθητικοποίησης του ανθρώπου, που επιβάλλει η κυρίαρχη μαζική, καταναλωτική και αλλοτριωτική κουλτούρα. Η κυριαρχία, όμως, του συστήματος της πολιτιστικής βιομηχανίας και επικοινωνίας, αποικιοποιεί το βιωμένο κόσμο, εξαφανίζει το ατομικό και αποσυνθέτει το συλλογικό υποκείμενο. Στο χώρο της τέχνης πιο συγκεκριμένα, οι ενσωματωσιακές διαδικασίες της βιομηχανίας της κουλτούρας αποσύνθεσαν τις κριτικές δυνάμεις του μοντερνισμού, και έτσι ανέδειξαν τις πραγμοποιητικές συνιστώσες της (ψευδο)τέχνης και της κουλτούρας. Ακριβέστερα μετέτρεψαν την τέχνη και την κουλτούρα σ’ εξάρτημα της αγοράς και της βιομηχανίας της κουλτούρας, μ’ αποτέλεσμα την απώλεια της αυτονομίας τους κτλ. Τις μετέτρεψαν δηλαδή σε parties presentes της πραγμοποίησης και της ορθολογικοποίησης του συστήματος.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι αναγκαία η δημιουργία διαδικασιών κοινωνικοποίησης του ατόμου (του ανθρώπου) μέσω της κουλτούρας. Άρα έχουμε ανάγκη και την αντίστοιχη πολιτιστική πολιτική, η οποία θα πρέπει να στοχεύει και στη συγκόλληση, κατά κάποιο τρόπο, του κοινωνικού ιστού, ο οποίος, λόγω της απορρύθμισης, βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης.
Και ως συμπέρασμα: θέλουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι μέσα από την κριτική της κοινωνίας, της ιδεολογίας, της τέχνης και της κουλτούρας μπορούμε να οδηγηθούμε σε μία θετική – ολιστική – ουμανιστική σύλληψη για την κουλτούρα, η οποία θα αντιβαίνει θεμελιωδώς στις «διαφορές» που παράγει σήμερα συστηματικά η παγκοσμιοποίηση, αλλά και τη βαθύτατα αλλοτριωτική ομοιομορφία που γεννά και επιβάλλει παντού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.       Βλ. Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. ΙΙ, «Η ανάγκη ενός νέου αισθητικού και πολιτισμικού σχεδίου», «Πολιτιστική πολιτική …» σσ. 313-380, «Προς ένα μετακριτικό σχέδιο κουλτούρας», σ.σ. 285-310, «Ε.Ε.: Ποιά πολιτική για την κουλτούρα;», 429-58, «Πολιτισμικές δυναμικές», σσ. 381-426, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. Ι, κεφ. «Παγκοσμιοποίηση και σύγχρονη πολιτισμική θεωρία (θεωρία του πολιτισμού)», «Η πολιτική του πολιτισμού», σσ. 536-40.
2.       Βλ. C. Ruby, “Remarques sur le gout de autres”, Raison Presente, τ. 107, σ. 168.
3.       Βλ. Th. Adorno, Théorie esthétique, Klincksieck, Β. Φιοραβάντες, Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, μέρος δεύτερο, σσ. 177-233.
4.       Payot.
5.       Klincsksieck.
6.       Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Η μικροδομική επανάσταση» και «Το ολικό μικροδομικό μοντέλο», στο Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα τ. ΙΙ, σσ. 43-49 και 61-98.
7.       Βλ. το αφιέρωμα του Magazine littéraire (No 434, S. 2004) για τον Αρτώ.
8.       Βλ. W. Benjamin, Essais I και ΙΙ, Dénoël-Gonthier, μ.σ. Médiations.
9.       Βλ. ib. σημ. 29. 
10.   Βλ. Α. Γκράμσι, Η οργάνωση της κουλτούρας, Οι διανοούμενοι, Στοχαστής.
11.    Βλ. Ρ. Ουίλιαμς, Ιστορία και Κουλτούρα, Γνώση.
12.   Βλ. Th. Adorno, Théorie esthetique, Klincksieck.
13.   Βλ. Th. Adorno ib. σημ. 36 και Dialectique négative, Payot, Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού Ι και ΙΙ, εκδ. Ψηφίδα.
14.   Βλ. J. Habermas, Théorie et praxis, τ. Ι και ΙΙ, Payot.
15.   Βλ. J. Habermas, Théorie de l’ agir communnicationel, τ. Ι και ΙΙ, Fayard.
16.   Βλ. J. Habermas, Le discours philosophique de la modernité, Gallimard.
17.   Ib. σημ. 44.
18.   Βλ. J. Habermas, L’ espape public, Payot.
19.   Βλ. Novalis, Fragments, J. Corti.
20.   Βλ. κυρίως Κ. Μαρξ, Χειρόγραφα του 1844, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Η γερμανική ιδεολογία τ. Ι και ΙΙ, Gutemberg.
21.   Βλ. Α. Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, Στοχαστής, Η οργάνωση της κουλτούρας, Στοχαστής.
22.   Βλ. Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Παπαζήσης, Αντεπανάσταση και εξέγερση, Παπαζήσης, Théorie esthétique, Seuil.
23.   Βλ. Th. Adorno, Théorie esthétique, Klincksieck.
24.   Βλ. W. Benjamin, “L’ oeuvre d’ art et sa reproduction technique”, Oeuvres, τ. 1. Denoël-Gonthier, μ.σ. Médiations.
25.   Βλ. τη θεωρητικοποίηση του M. Horkheimer της έννοιας της ορμής, την οποία δανείζεται από τον Μπερξόν, στο Παραδοσιακή και κριτική φιλοσοφία, Έρασμος.
26.   Βλ. I. Wallerstein, Sortir du monde états-unien, L. Levi.
27.   Βλ. Στ. Δρομάζου, Σοσιαλισμός και Άνθρωπος, τ. Ι και ΙΙ, Θεμέλιο.
28.   βλ. Γ. Κουνέλλης, Λιμναία Οδύσσεια, Άγρα.
29.   Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Μορφές, έννοια, παγκοσμιοποίηση», υπό δημοσίευση.
30.   Βλ. Cl. Greenberg, Art et Culture, Macula.
31.   Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Δομή και νόρμα στο μοντερνισμό», Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, σσ. 370-372.
32.   Βλ. R. Vaneigem, Banalites de base, Verticales, L’ Ére des créateurs, Ed. Complexe, Pour une internationale du genre humain, Gallimard, σ. Folio, H. Lefebvre, Critique de la vie quotidienne, L’ arc, International situationiste, Lebovicci.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.

Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com

Σας ευχαριστούμε

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.