Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Ο ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ (Ή Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ) ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ.



Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Ο ΣΚΕΠΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ (Ή Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ) ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (Ή ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ)

Αφετηριακά η πολιτιστική πολιτική ξεκίνησε σαν μια διάσταση της κοινωνικής πολιτικής των κρατών, και, μετά το 1945, της δημιουργίας του κράτους πρόνοιας. Πήρε μια μεγάλη διάσταση με τον Μαλρώ όταν ήταν υπουργός πολιτισμού στις κυβερνήσεις Ντε Γκωλ, και στη συνέχεια λίγο πολύ όλοι ακολουθούν αυτό το μοντέλο. Βέβαια το Γαλλικό είναι ένα μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως κρατικιστικό. Δεν υπάρχει μόνο το κρατικιστικό γιατί έχουν αναπτυχθεί και άλλα μοντέλα. Η προέλευση όμως σχεδόν όλων εντοπίζεται στον Μαρλώ.
Το ζητούμενο είναι, με τα υπάρχοντα δεδομένα, πως η πολιτιστική πολιτική θα μπορέσει να βασιστεί σε στέρεες βάσεις. Από τη μία μεριά, η ιστορία για παράδειγμα της πολιτιστικής πολιτικής στη Γαλλία, μας δίνει μια βάση, μια αφετηρία, αλλά δεν φτάνει. Και αυτό γιατί θα πρέπει να μελετηθούν και ενσωματωθούν οι νεώτερες θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές, και κυρίως θα πρέπει να ενσωματωθούν η κριτική προσέγγιση της τέχνης και της κουλτούρας που έχει επεξεργαστεί η Σχολή της Φρανκφούρτης. Κυρίως δε δεν θα πρέπει να διαφεύγουν τα συμπεράσματα της κριτικής αυτής της Σχολής στη βιομηχανία της κουλτούρας. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να ενσωματώσουμε δημιουργικά, φιλικά τα συμπεράσματα από την ανάλυση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης και των σχέσεών της με την τέχνη και τον πολιτισμό.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της θεωρητικοποίησης μπορούμε πολύ σχηματικά να διατυπώσουμε μερικές αρχές ή βάσεις που πρέπει να προσδιορίζουν μία σύγχρονη πολιτιστική πολιτική, θεωρημένη πάντοτε προς την κατεύθυνση της πριμοδότησης της κοινωνίας των πολιτών.
Πρώτη αρχή είναι ότι δεν νοείται πολιτιστική πολιτι­κή, αν δεν υπάρχει δεδηλωμένη θέληση για την υποστή­ριξη του γενικού συμφέροντος. Κατά δεύτερο λόγο, δεν υπάρχει περίπτωση να συγκροτηθεί πολιτιστική πολιτική, αν αναθεωρηθεί συστηματικά η κάθε έννοια του κράτους πρόνοιας ή του κοινωνικού κράτους. Αυτές είναι οι δύο βασικές προϋποθέσεις. Δεν έχει σημασία αν το μοντέλο που θα ακολουθεί θα είναι απόλυτα κρατικιστικό ή μη. Και αυτό γιατί υπάρχει η περίπτωση να δοθεί προτεραιό­τητα στην πολιτιστική ανάπτυξη μέσω των δήμων και των περιφερειών, όπως γίνεται στη Γερμανία, για παράδειγ­μα, χωρίς ουσιαστικά αυτή η μέθοδος πολιτιστικής δρά­σης να αλλάζει τα δεδομένα του προβλήματος.
Σημασία έχει ότι αυτές οι δύο αρχές δεν πρέπει να αμ­φισβητηθούν. Δηλαδή δεν πρέπει ν’ αμφισβητηθεί η αρ­χή του γενικού ενδιαφέροντος, του γενικού καλού και η αρχή που πριμοδοτεί τη στενή σύνδεση της πολιτιστικής πολιτικής με την κοινωνική πολιτική. Βέβαια δεν φτάνει η πολιτιστική πολιτική να εί­ναι μια εκδήλωση, μια διάσταση της κοινωνικής πολιτι­κής, γιατί αυτή στην πορεία τείνει να υπερκαλύψει την κοινωνική πολιτική, ακόμη και την οικονομία και έτσι να αντιστραφεί το μοντέλο. Σήμερα δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι έχει νόημα η οποιαδήποτε ανάπτυξη, η οποιαδήπο­τε κοινωνική πολιτική μόνο στο βαθμό που είναι και πο­λιτιστική πολιτική, πολιτιστική ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ανάπτυξη συνδέεται πρώτιστα με την πολιτιστική πολιτική, με την έννοια ότι συνδέεται με ένα μοντέλο για την κοινωνία, και κατά δεύτερο λόγο συνδέεται με την οικονομία και έτσι ξεφεύγουμε από τον οικονομισμό. Σε αντίθετη περίπτωση οδηγούμαστε από διάφορες πολιτιστικές πολιτικές, σε πολιτικές γραφείων ειδικών συμβούλων. Όταν συνέβη αυτό αποτέλεσμα ήταν το γεγονός ότι η κουλτούρα προοδευτι­κά αποκόπηκε από τον κόσμο. Και κατά τον Γκράμσι, αυτό είναι εντελώς αρνητικό, στο βαθμό που αυτός ε­πιζητούσε πάντοτε τη σύνδεση της πολιτιστικής πολιτικής (ή στη γκραμσιανή ορολογία της κουλτούρας και της ορ­γάνωσης της) με την κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα με την κοινωνία των πολιτών, πάλι κατά τον Γκράμσι.
Υπάρχει ακόμη και η κοινωνιολογία της κουλτούρας που είχε αναπτυχθεί στη Γαλλία στη δεκαετία του ’50, του ’60 ακόμα και του 1970, με τον Γκολντμάν, τον Φρανκαστέλ, τον Λεφέρ κ.ά. είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της πολιτιστικής πολιτικής της ως προέκταση της. Χωρίς την προΰπαρξη αυτής της κοινωνιολογίας της κουλτούρας σε πα­νεπιστήμια, σε διάφορες σχολές, στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, η οποία είναι αυτόνομη και στην οποία ο Γκολντμάν και ο Φρανκαστέλ ήταν καθηγητές, δεν θα ήταν δυνατό να φανταστούμε την πολιτιστική πολιτική που ακολούθησε η Γαλλία τα τελευταία 20-30 χρόνια.
Θα πρέπει όμως να δούμε πιο σφαιρικά το θέμα. Δη­λαδή να δούμε τα άλλα μοντέλα εξέλιξης των κοινωνικών επιστημών και ειδικότερα αυτών που έχουν σχέση με την τέχνη και την κουλτούρα, όπως για παράδειγμα το κουλτουραλιστικό έργο στην Αγγλία που ξεκινάει από τον Ουίλλιαμς, και το οποίο στηρίζεται εν πολλοίς στον Γκράμσι. Σήμερα βέβαια συζητείται ευρέως το πρόβλημα της διαπολιτισμικότητας και της πολυπολιτισμικότητας, που επικεντρώνονται στη θεωρητικοποίηση της έννοιας της διαφοράς με έντονες τις μεταμο­ντέρνες σηματοδοτήσεις. Κύριος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος είναι ο Σ. Τέϋλορ.
Το τρίτο ρεύμα, που είναι και το πιο βασικό, είναι η Σχολή της Φρανκφούρτης και η αισθητική της σχολής αυ­τής, η οποία ξεκινά από τη θέση που δεν έχουν οι άλλες δύο σχολές, αν και έχουν ασχοληθεί με την κουλτούρα και την τέχνη, ότι δηλαδή από την τέχνη πάμε προς την κουλτούρα, όχι από την κοινωνία. Βέβαια, υπονοείται ότι η σχέση με την κοινωνία είναι υπόρρητη. Για αυτό προσεγγίζουμε την κοινωνία μέσα από την μελέτη της τέχνης. Όμως στο έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν υπάρχει επεξερ­γασμένη αντίληψη περί της πολιτιστικής πολιτικής.
Υποχρέωσή μας λοιπόν είναι να συλλάβουμε σήμερα μοντέρνα, δυναμικά πλέον την πολιτιστική πολιτική, και με βάση αυτά τα ρεύματα της θεωρητικής σκέψης να κάνουμε μια σύνθεση. Βέβαια αυτές οι συνθέσεις δε γίνονται εύκολα. Εξαρτώνται από τα θέματα, τους θεματι­κούς άξονες, τις εμπειρικές έρευνες που πρέπει να κάνουμε και οι ίδιοι. Από την άποψη αυτή προέχει η δημιουργία ενός ινστιτούτου  όπως έχουμε επισημάνει και αλλού, το οποίο θα ασχολείται με όλα αυτά τα αντικείμενα, ακολουθώντας ή τη σχολή του Γκολντμάν ή τη σχολή του Ουίλλιαμς ή τη σχολή της Φρανκφούρτης, ή παίρνοντας δάνεια και όπως τις τρεις αυτές σχολές. Ακόμη καλύτερα βέβαια θα ήταν να προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε μια νέα σχολή, ως σύνθεση των αναλύσεων, των επεξεργασιών και των θέ­σεων των προηγούμενων σχολών, και καρπός της διαδικασίας ανάλυση των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτιστικών δεδομένων.
Αυτή η προσπάθεια θα είναι προφανώς πολύ δύ­σκολη, και απαιτεί πολύ σκληρή δουλειά. Μόνο μέσα από ένα ινστιτούτο θα μπορέσει να γίνει κατορθω­τή μία σύνθεση αυτών των τριών σχολών προς μία τέταρ­τη νεώτερη, πιο σύγχρονη και η οποία θα ξεπεράσει τις μερικότητες των προηγουμένων σχολών, μερικές μονό­πλευρες αντιλήψεις που είναι ευρύτερα διαδεδομένες, αλλά και αυτές τις ίδιες τις σχολές ως τέτοιες. Με άλλα λόγια η κατεύθυνση προς συνθετό­τερες και ολικότερες, αν όχι ολικές, προσεγγίσεις επιβάλλεται.
Αυτές οι θεωρητικές παραδοχές είναι η βάση όχι μόνο να γλι­τώσουμε από την οποία τεχνοκρατική αντίληψη, αλλά και να θεμελιώσουμε μια πολιτική πολιτιστική, αντιτεχνοκρατική, να ξεφύγουμε δηλαδή από την κουλτούρα των ειδικών, όπως την αποκαλούν ο Αντόρνο και ο Χορκχάϊμερ1 ή των μεγάλων στελεχών. Μάλιστα οι φιλόσοφοι αυτοί της Σχολής της Φρανκφούρτης τονίζουν ότι τα μεγάλα γκρουπ εταιρειών κουλτούρας και επικοινωνίας παράγουν τόσο πολιτισμικό προϊόν και τέτοιας ποιότητας και έκτασης αντίστροφα από όσο μεγάλα είναι. Με αυτή την έννοια, η πολιτισμική πολιτική θα πρέπει να συλληφθεί ως αυτόνομη από τη βιομηχανί­α της κουλτούρας, να συγκεκριμενοποιείται ως τέτοια (αυτόνομη), και να είναι πολύ κοντά στην κοινωνία ως έκφραση ακριβώς των υψηλών πολιτιστικών αναγκών της.
Η έννοια της αυτονομίας είναι ασυμβίβαστη με κάθε έννοια τεχνοκρατικής αντίληψης, με κάθε έννοια προ­σάρτησης της πολιτιστικής πολιτικής στη βιομηχανία της κουλτούρας ή στο όποιο συγκρότημα λειτουργεί στο χοί­ρο της πολιτιστικής πολιτικής. Εδώ οι Χορκχάιμερ - Α­ντόρνο επισημαίνουν κάτι άλλο, για το οποίο από μια ά­ποψη ήταν προφητικοί. Δεδομένου ότι ήταν πολύ σοβαροί κοινωνιολόγοι και είχαν γερές γνώσεις της οικονομίας, διαπίστωσαν τότε, δηλαδή το 1947 που έγραψαν το ι­στορικό τους κείμενο για τη «Βιομηχανία της Κουλτού­ρας», τα εξής: τα γκρουπ της τέχνης, της επικοινωνίας και της κουλτούρας, τα οποία στην Αμερική ήταν μεικτά, δεν είναι οικονομικά πάρα πολύ δυνατά σε σχέση με τα άλλα καπιταλιστικά γκρουπ, ο κοινός δε παρανομαστής σε ότι παράγεται είναι καπιταλιστοποίηση.
Όλα εξάλλου ανάγονται στα κεφάλαια που διέθεταν τα γκρουπ και στη θέση που κατείχαν την αγορά. Ως ένα βαθμό προέβλεψαν δηλαδή ότι θα έρθουν και στην Ευρώπη αλλαγές προς την κατεύθυνση της λίγο πολύ αναπόφευκτης καρτελοποίησης μεταξύ εντελώς δια­φορετικών γκρουπ ως προς τη δραστηριότητα τους. Πά­ντοτε η κοινωνία και η οικονομία αναπτύσσεται αρχικά κατά τομείς. Δηλαδή ανακαλύπτεται, διαμορφώνεται ένα προϊόν, για παράδειγμα ο δίσκος, και αμέσως μετά φτιά­χτηκαν οι βιομηχανίες του δίσκου, 5 βιομηχανίες σ’ όλο τον κόσμο, οι οποίες δεν είχαν καμιά σχέση με τη βιομη­χανία για παράδειγμα, του χάλυβα. Σιγά - σιγά όμως, ε­πειδή άρχισαν οι μεν να βρίσκουν νέες αγορές, οι δε άλλες να μην έχουν νέα κεφάλαια για να επεκτείνονται και να επενδύουν, άρχισαν να συγχρονίζονται. Στη συνέχεια φτάνουμε στην καρτελοποίηση. Στα νεώτερα χρόνια αυτή η διαδικασία πήρε σοβαρές διαστάσεις από τη στιγμή που έγινε η απελευθέρωση της αγοράς των mass media, κύρια στην Ευρώπη (γιατί ο νό­μος στην Αμερική είναι πιο αυστηρός δεδομένου ότι επιτρέπει τις συγχωνεύσεις όπως στην Ευρώπη, μεταξύ εταιρειών της κουλτούρας και των μίντια με εκροές άλλων τομέων.) Και η  απελευθέρωση αυτή πήρε, για λόγους που δεν είναι του παρόντος ν’ αναπτύξουμε, ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Η κατάληξη λοιπόν ή­ταν να ανακατευτούν τα μπετά, τα σίδερα, τα μάρμαρα, οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις και να γίνουν ένα πασπαρτού. Αυτό είναι πλέον ένα συνονθύ­λευμα, απόλυτα ετερόκλητων στοιχείων, και το μόνο στοιχείο που τα συνενώνει είναι η αναζήτηση του κέρ­δους.
Έτσι έχουμε το καρτέλ της τέχνης και της κουλτούρας δίπλα ή μέσα στα άλλα καρτέλ. Δηλαδή ζούμε στη γενικότερη καρτελοποίηση της οικονομίας, σε διαδικασία παγκοσμιοποίησης, που η τέχνη και η κουλτούρα απο­τελούν έναν ελάχιστο παράγοντα, ένα μικρό υποτομέα. Συνήθως η καρτελοποίηση της τέχνης και της κουλτού­ρας κυρίως στην Ελλάδα, αποτελεί πρόφαση γενικό­τερων οικονομικών κινήσεων και διαπλοκών. Ή, διαφορετικά, η καρτελοποίηση της οικονομίας και η διαπλοκή χρησιμοποιούν την τέχνη και την κουλτούρα ως αλλαγή.
Μία σοβαρή πολιτιστική πολιτική, θα πρέπει να λάβει υπόψη αυτή τη διαπίστωση, ειδικά αν θεωρητικοποιήσει, δύο άλλους σημαντικούς παράγοντες: α) Η πολιτιστική πολιτική πρέπει να έχει πάντοτε μια κοινωνική διάσταση, και ειδικά υπό το πρίσμα των νέων κοινωνικών δεδομέ­νων. Το καρτέλ των τραστ δεν έχει καμιά κοινωνική πο­λιτική στο βαθμό που ποτέ δε παράγει το παραμικρό μόνο για κοινωνική πολιτική, αλλά για το κέρδος. Και β) η πολιτιστική πολιτική που δεν θα αφορά άμεσα την κοινωνία, που δε θα συνδέεται οργανικά με την κοινωνία, δεν έχει κανένα νόημα. (Αυτή η θέση είναι μί­α παλιά υπόθεση, αλλά στις ημέρες μας έχει αποκτήσει μία επικαιρότητα, μία νέα ένταση).
Άρα συνειδητοποιείται η επιτακτική ανάγκη για την απελευθέρωση της κοινωνίας των πολιτών, τη χειραφέτηση, τον προσδιο­ρισμό της κοινωνικής και πολιτιστικής πολιτικής σε σχέ­ση με τη χειραφέτηση της κοινωνίας των πολιτών.
Στο σημείο αυτό υπογραμμίζουμε τη σημασία μερικών πολύ σημαντικών γεγονότων που στρέφουν το ενδιαφέρον προς γενικότερη τάση προς την αναβάθμιση της σημασίας της αρκετά ξεχα­σμένης κοινωνίας των πολιτών και της αυτονομίας της. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Γαλλίας, που η κοινωνία των πολιτών εξεγέρθηκε ενάντια στα κόμμα­τα, ακόμα και της αριστεράς, με την ευκαιρία του νόμου Ντεμπρέ (επί κυβέρνησης Ζυπέ) για τους μετανάστες και την ταυτότητα, έτσι ώστε υποχρέωσε τα αριστερά κόμμα­τα να αλλάξουν πολιτική. Συγχρόνως στη Γαλλία έχουν εμφανιστεί στα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης κατά πρώτο λόγο του κομματοκρατικού συστήματος, δεκάδες σύλλογοι, σωματεία, σύλλογοι, τοπικά,            κλαδικά, περιφερειακά, εθνικά, συντονιστικές επιτροπές. Στη πρώτη γραμμή βρίσκονται πάντοτε οι διανοούμενοι που διαδήλωσαν εναντίον του νόμου Ντεμπρέ και ακολούθησε το Σοσιαλιστικό κόμμα στο τέλος.
Στη Γαλλία υπάρχουν γκρουπ που παί­ζουν για να παίζουν, χωρίς κανένα ωφελιστικό σκοπό. Ο­μάδες νέων που ασχολούνται με την τέχνη και το arfisanat για να γλιτώσουν από τα ναρκωτικά. Και εδώ α­νακύπτει μία άλλη διάσταση της αυτόνομης πολιτιστικής πολιτική, δεδομένου ότι το κράτος είναι απόν από τα προάστια, από τον αγώνα ενάντια στη σύγχρονη μιζέρια και εξαθλίωση. Το κράτος έχει φτιάξει ωραία προγράμ­ματα με προϋπολογισμό εκατομμυρίων, με τρομακτική γραφειοκρατία, αλλά εντελώς ξεκομμένα από τον κό­σμο. Και η κουλτούρα όταν είναι ξεκομμένη από τον κό­σμο, δεν έχει καμία υποστήριξη, καμία λειτουργικότητα, οργανικότητα ή ακόμη και αποτελεσματικότητα. Απόδει­ξη είναι για παράδειγμα, οι σημαντικές εκθέσεις: Γίνο­νται ουρές έξω από τα μουσεία, γίνονται ημερίδες και α­φιερώματα για διάφορους καλλιτέχνες και τη σύγχρονη τέχνη, με αξιόλογη μάλιστα συμμετοχή του κοινού έχουν επιτυχία όλες αυτές οι εκθέσεις, αλλά ο κόσμος πηγαίνει σαν θεατής, σαν καταναλωτής. Παραμένει έτσι πάντοτε ξένος από την ίδια καλλιτεχνική πράξη, αλλοτριωμένος.
Εδώ επανέρχεται η κριτική της κοινωνίας του θεάματος,2 που συνδέεται με την θεωρία της αλλοτρίωσης. Το πρόβλημα μας είναι, πως μέσα από την τέχνη και την κουλτούρα θα γλιτώσουμε από την αλλοτρίωση της κοινωνίας, και όχι να την αναπαράγουμε με άλλες μορφές. Και αυτό γιατί η αλλοτρίωση έχει προσλάβει έναν ολικό χαρακτήρα. Εκτείνεται ακόμη και στο χώρο των θεσμών και αναπαράγεται από το τελευταίο κοινοτικό κατάστη­μα μέχρι το Υπουργείο πολιτισμού.
Άρα για ποια κουλτούρα, ποια τέχνη, ποια αυτονομία και χειραφέτηση μιλούμε; Γιατί κουλτούρα και τέχνη εξ’ ορισμού σημαίνουν αυτονομία και αυτοπροσδιορισμός των ατόμων, όραμα, θεώρηση του κόσμου, καλλιέργεια του ανθρώπου. Το ενθαρρυντικό στοιχείο είναι στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός ότι τα κοινωνικά υπο­κείμενα έχουν πάρει ως ένα βαθμό την υπόθεση της κουλτούρας στα χέρια τους, και φτιάχνουν με ένα οργανικό τρόπο σιγά - σιγά μια νέα κουλτούρα. Αυτό στην Α­μερική εμφανίζεται με μια νέα μορφή, μιλάμε για την ι­σπανόφωνη κουλτούρα* την αφροαμέρικα, την κουλτού­ρα της Ν.Α. Ασίας. Μόνο οι Έλληνες δεν έχουν παρουσιάσει δείγματα νέας ελληνικής κουλτούρας*.
Πρέπει να δούμε το πρόβλημα της πολιτιστικής πολιτι­κής και από την άποψη της συστηματικής θεωρίας. Η πο­λιτιστική πολιτική είναι μία συνθέτη κατάσταση, μία πο­λύπλοκη οντότητα. Εξ ορισμού τοποθετείται στο σταυροπόδι της κοινωνίας, της οικονομίας, της θεωρίας της κουλτούρας, της φιλοσοφίας, της ιστορίας της τέχνης κ.τ.λ., και πρέπει να ανασυγκροτηθεί διαλεκτικά και κοινωνικά σε ένα νέο κλάδο, μελετώντας κάθε ένα θέμα συ­στηματικά, δημιουργώντας νέα συστήματα και ανασυν­θέτοντας τα συστήματα αυτά και τις αντιθέσεις που έχουν στο εσωτερικό τους με τάση το ξεπέρασμα και την σύλληψη μιας νέας, και πιο συγκεκριμένα ενιαίας κατά το δυ­νατό αντίληψης μέσα από αυτή τη διαλεκτική διαδικασί­α. Αυτή η προσπάθεια και συνακόλουθα μεθοδολογία εί­ναι πολύ δύσκολη, ειδικά δε σήμερα που τα κάθε λογής συστήματα βρίσκονται σε κρίση. Αλλά στο μεθοδολογικό επίπεδο μετά τη μεταμοντέρνα αποδόμηση επανέρχεται η έννοια της ολότητας, η ολιστική μέθοδος, η τάση προς τη συνθετότητα και τη πολυπλοκότητα.
Από την άλλη, υπάρχουν σήμερα πιο μοντέρνες μέθοδοι πολιτισμικής θεωρίας και ανάλυσης από τις προηγούμενες, οι οποίες αποβλέπουν στη σύλληψη της ολότητας ενός φαινομένου, αλλά και όλων των εκδηλώσεων του. Αυτές τοποθε­τούνται κυρίως στη συνέχεια της Σχολής της Φρανκφούρτης, αλλά δεν είναι δυστυχώς συγκροτημένες απόλυτα.
Υπάρχει όμως ένα σημαντικό πρόβλημα, που το είχε επισημάνει ο Αντόρνο: η κουλτούρα δίνει την εντύπωση του χάους. Η φιλοσοφία, όμως της κουλτούρας, προσπα­θώντας να εξηγήσει από τι συντίθεται η κουλτούρα (ακολουθώντας τη φαινομενολογική μέθοδο και κάνοντας τη φαινομενολογία της σύγχρονης κουλτούρας) καταλή­γει στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ομοιορφοποίηση των πολιτισμικών διαδικασιών και με μια ρομποποίηση του ανθρώπου.
Αλλά συγχρόνως αυτό το οποίο ο Αντόρνο φαινομε­νικά διαπίστωσε, ότι δηλαδή η κουλτούρα είναι ένα χάος, ως ένα βαθμό είναι, κατά τρόπο παράδοξο σωστό. Αυτό διαπιστώνεται αν τοποθετήσουμε το πρόβλημα σ’ ένα άλ­λο επίπεδο. Θα πρέπει να ζήσουμε την τέχνη και την κουλτούρα, περνώντας από τη μια χώρα στη άλλη, ή αν δούμε τις διαφορές από την μια άκρη της ίδιας χώρας στην άλλη, ή πάμε σε πολλά και διάφορα θέατρα, όχι όμως σε αυτά που παίζουν οι «φίρμες», αλλά σε αυτά που ανεβαίνουν έργα που αποκαλούμε θέατρο του συγγραφέα, του δημιουργού,        ή σε σινεμά του δημιουργού, ή αν λάβουμε υπόψη τη μουσική του δημιουργού, όπως ο Κέητζ*. Μέσα από αυτή τη διαδικασία περιπλάνησης στο ποιοτικό, δια του ποιοτικού κ.τ.λ. που είναι μία βαθύ­τατα βιωματική διαδικασία, φτάνουμε στην αντίληψη πε­ρί μιας χαοτικής συγκρότησης της κουλτούρας. Προσοχή όμως: Πρόκειται για την τέχνη και την κουλτούρα που βρίσκονται έξω από τη βιομηχανία της κουλτούρας. Και αυτό γιατί ότι έχει σχέση με τη βιομηχανία της κουλτού­ρας δεν έχει σχέση με χαοτική δομή, με οποιαδήποτε βίωση της χειραφέτησης ή ακόμη και της αυταπάτης, όπως επισημαίνει πάλι ο Αντόρνο.
Από την άλλη, διαπιστώνεται ότι κάτι το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή της βιομηχανίας της κουλτούρας, ξε­φεύγει από αυτή - ο Αντόρνο το έχει επισημάνει - απο­κτώντας τη μορφή της λαϊκής τέχνης και της κουλτούρας. Υπήρχαν και υπάρχουν στην Ευρώπη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τέτοιες μορφές με το θέατρο του δημιουργού, με καλλιτέχνες οι οποίοι ξεφεύγουν από το σύ­στημα, δημιουργώντας μια χαοτική κατάσταση. Όλοι αυ­τοί οι καλλιτέχνες και δημιουργοί συγκρότησαν το μο­ντέρνο ρεύμα, με τις αντιθέσεις και τις αντινομίες του στο εσωτερικό του, και το οποίο, παρόλα αυτά ήταν η μεγά­λη καινοτομία, η μεγάλη εισφορά του 20ου αιώνα.
Τα μορφολογικά κριτήρια του μοντερνισμού έχουν κατά κάποιο τρόπο εκπνεύσει. Σήμερα δεν υπάρχουν ρεύματα και τάσεις, αλλά δεν υπάρχει και μοντερνισμός με την έννοια που προσδιορίσαμε  πριν: χαοτικός. Βέβαια ποτέ τα μορφολογικά χαρακτηριστικά δεν είναι απαραίτητο να είναι σαφή και προσδιορισμένα, όπως ή­ταν παλιότερα. Αυτό ήταν απόρροια μιας κατάστασης, της κατάληξης μιας πορείας από την Αναγέννηση μέχρι το Μοντερνισμό. Τώρα που η κρίση των αξιών, της ιδεο­λογίας, της κοινωνίας έχει αποκτήσει μεγάλο βάθος, ο καλλιτέχνης δυσκολεύεται να συμμετέχει σε τάσεις και ρεύματα, οπότε εμφανίζεται μια πολυπλοκότητα αισθητοποιημένων αμεσοτήτων, κοινωνικών, ψυχολογικών, ι­δεολογικών κ.τ.λ. που συνθέτουν το χάος της μη ουσια­στικά - μοντέρνας - σύγχρονης τέχνης.
Οι αισθητικές νόρμες και οι αντίστοιχοι οι ρυθμοί δεν περνούν στη συνείδηση του κόσμου μόνο μέσω της τηλε­όρασης, αλλά μέσω πολλών άλλων παραγόντων. Τα πράγματα δυσκολεύουν πιο πολύ με το Internet, από τα ηλεκτρονικά δίκτυα.  Σύμφωνα με       μία πρόσφατη τεχνολογιστική θέση η κουλτούρα και η λαϊκή τέχνη μόνο άμα μπουν στο internet θα είναι μοντέρνα κατάσταση, ενώ αν διατηρηθούν στις μορφές που έχουν, θα γίνουν ξεπερασμένες και αντιδραστικές. Αν είναι δυνατόν; Είναι ποτέ δυνατό να θεωρηθεί ως πραγματική επικοινωνία (μέσω internet) οι λαϊκοί χοροί για παράδειγμα της Ξάνθης, έτσι ώστε να φτάνουν άμεσα στον Γκορ*, που έχει και μανία με την πληροφορική;
Βέβαια μετά από 50 ή 100 χρόνια θα πάντα ίσως έχουν γίνει δίκτυα. Θα πρόκειται  για την απόλυτη τεχνολογική βαρ­βαρότητα, την πιο βάρβαρη μορφή της σκέψης και ε­φαρμογή της τεχνολογίας, και μ’ αυτή την έννοια δεν θα έχει νόημα να μιλάμε για κοινωνία των πολιτών, για αυτόνομη τέχνη και κουλτούρα, ή τη δομή της μοντέρνας τέχνης και κουλτούρας. Μέχρι τότε όμως πρέπει να σκεπτόμαστε και να δρούμε αυτόνομα.



Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ – ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΓΚΡΑΜΣΙ-ΟΥΪΛΙΑΜΣ.

Ι

Μέχρι τώρα έχουμε επεξεργαστεί αρκετά θέματα της πολιτιστικής πολιτικής, προσδιορίσαμε μερικές επιστημονικές αρχές, επεξεργαστήκαμε κάποιες θεωρητικές βάσεις. Γενικότερα δηλαδή προσπαθήσαμε να θεματοποιήσουμε3 την πολιτιστική πολιτική και ν’ αναπτύξουμε μία προβληματική για αυτή και γύρω από αυτή. Μια τέτοια θεματοποίηση όμως δύσκολα συστηματοποιείται, ούτε εξάλλου είναι βέβαιο αν είναι αναγκαία μία απόπειρα αυτού του είδους και σε ποιο βαθμό, λαμβάνοντας υπόψη το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης. Δεν θα πρέπει να ξεχνιέται ότι η κριτική θεωρία, είναι βασικά αντισυστηματική, πριμοδοτεί το απόσπασμα στην συνέχεια του Χέντφλιν, Ριμπώ κ.ά., όσο υπάρχει ακόμα ζωντανή κάποια θετικότητα, ως ένδειξη ακριβώς της βαθύτατα ανθρωπιστικής αντίληψής της, παρά τη φαινομενική αντιθετικότητα – ή ακόμη και αντινομία – μεταξύ αποσπάσματος και θετικότητας. Ακόμη περισσότερο δε η κριτική θεωρία έχει διαρθρωθεί γύρω από την επεξεργασία της αισθητικής του μη τελειώματος4, μία μοντέρνα αισθητική εξορισμού, και σύμφωνη με την ιδιομορφία της μοντέρνας τέχνης. Ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρητικοποιήσουμε και στον χώρο της πολιτιστικής πολιτικής μία αντίληψη περί κουλτούρας επίσης του μη τελειώματος, και ακόμη καλύτερα να εργαστούμε συστηματικά προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μίας αντίστοιχης κουλτούρας. Το μη τελείωμα πρέπει να είναι δομικό στοιχείο της τέχνης, της κουλτούρας και της πολιτιστικής πολιτικής στο βαθμό που τις προφυλάσσει από την ενσωμάτωση, την αλλοτρίωση και την ορθολογικοποίηση. Έτσι οδηγούμαστε σε μία πολιτιστική πολιτική επικεντρωμένη και στην έννοια του συστήματος – μη συστήματος5, δεδομένου ότι αυτή θα πρέπει να είναι όπως και η μοντέρνα τέχνη και η αισθητική συστηματική και συγχρόνως μη συστηματική, θεωρώντας ότι ο αγώνας της πρωτοπορίας ενάντια στη σύνθεση οδήγησε και στη συνειδητοποίηση του τέλους του συστήματος στην τέχνη, στη σκέψη και την αισθητική. Η αποσπασματοποίηση, δηλαδή, το μη τελείωμα και το σύστημα – αντισύστημα είναι (ή πρέπει να είναι) οι βασικές συνιστώσες της πολιτιστικής πολιτικής, ειδικότερα σήμερα που οι συστηματικές ή τουλάχιστον οι συστημάζουσες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης είναι πολύ πιο ισχυρές από κάθε άλλη περίοδο.
Ακόμη πιο συγκεκριμένα η κουλτούρα και, ως εκ τούτου, η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να συλληφθεί ως ένα ανοιχτό σύστημα προς το άλλο, το κριτικό το διαφορετικό. Δηλαδή θα πρέπει ν’ αποφευτούν με κάθε τρόπο οι ταυτιστικές αντιλήψεις και λογικές. Ο ίδιος εξάλλου ο Αντόρνο έχει συλλάβει και επεξεργαστεί ολόκληρη την Αρνητική διαλεκτική6 ως μία φιλοσοφία που κριτικάρει την ταυτότητα, προσπαθώντας συγχρόνως να την ξεπεράσει, ενώ στην Αισθητική θεωρία7 του έχει συλλάβει την μοντέρνα τέχνη ως μία διαρκή προσπάθεια σύλληψης και επεξεργασίας του άλλου, του διαφορετικού, δηλαδή διαφορετικών πάντοτε και νέων μορφών, άρα και περιεχομένων. Με βάση αυτή τη θεωρητικοποίηση η τέχνη και η κουλτούρα θα πρέπει να συλληφθούν ως κριτικές διαμεσολαβήσεις, οι οποίες τείνουν διαρκώς να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, την αναπαραγωγή του συστήματος κτλ. Έτσι οδηγούμαστε στην κουλτούρα των διαμεσολαβήσεων, ή στην κουλτούρα ως διαμεσολαβήσεις αντισυστηματικού-ανοιχτού χαρακτήρα. Άρα και η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να έχει τον ίδιο θεμελιώδη χαρακτήρα, υποβοηθώντας το διαρκές ξεπέρασμα και την αναζήτηση της πραγματοποίησης μη-ταυτοτήτων ή τουλάχιστον εναλλακτικών και αντι-αλλοτριωτικών μορφών τέχνης και κουλτούρας. Καταλήγουμε λοιπόν σε ένα ανοιχτό μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής, και συνάμα σε μια μεθοδολογική θεμελίωση της πολιτιστικής πολιτικής ως συστηματικά μη συστηματική, και η οποία έτσι θ’ αποτελέσει ένα ανοιχτό σύστημα. Η πολιτιστική πολιτική δηλαδή θα είναι ένα σύστημα-αντισύστημα, ενώ και η αντίληψη για την κουλτούρα ή περί κουλτούρας θα είναι και αυτή μη συστηματική, δεδομένων των συστημικών πλέον αντιθέσεων που έχουν αναδειχθεί σε κυρίαρχες στο εσωτερικό της κουλτούρας, έκφραση και συγκεκριμενοποίηση των συστημικών αντιθέσεων της κοινωνίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες επιβάλλεται κατ’ αρχήν η υποβοήθηση με κάθε τρόπο της γνήσιας και αυθεντικής δημιουργίας. Αυτές με τη σειρά τους μπορεί να δημιουργήσουν μικροδομές της τέχνης και της κουλτούρας, ακόμη και μικροδομές οργάνωσής τους. Στη συνέχεια μπορούμε να φθάσουμε σε μία μικροδομική8 αισθητική και πολιτισμική προσέγγιση της τέχνης και της κουλτούρας, η οποία είναι πάντοτε μία μοντέρνα εκδοχή σύλληψης, σκέψη και πράξη με σύγχρονους όρους, δεδομένου του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, των μεγάλων συστημάτων, των μεγάλων πλην όμως κατά κανόνα φορμιλιστικών ή ιστορικιστικών ιδεολογικών θεωρήσεων. Με τον τρόπο αυτό η μορφική, αισθητική και συνάμα πολιτιστική μικροδομή είναι το κέντρο του νέου ανοιχτού συστήματος της τέχνης και της κουλτούρας που συγκροτείται από τη βάση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Έτσι μπορούμε να ξαναγυρίσουμε εκ νέου με έναν επίσης σύγχρονο τρόπο στο Διαφωτισμό για μία κριτική επαναδιατύπωση ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού και πολιτισμικού σχεδίου.
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, διατυπώνουμε εδώ με αποσπασματικό, παρατακτικό και ελλειπτικό τρόπο διάφορες σκέψεις για την πολιτιστική πολιτική, ακόμα και μερικές προτάσεις, προτάσεις τις οποίες εντάσσουμε σ’ ένα γενικότερο σχέδιο πολιτιστικής ανάπτυξης και πολιτισμικής αναβάθμισης, το οποίο ταιριάζει στις ανάγκες της σύγχρονης σύνθετης και αντιθετικής ανάπτυξης. Είμαστε όμως μακριά από ένα κείμενο, λιγότερο ή περισσότερο δομημένο, λόγω των εγγενών δυσκολιών του θέματος, και κυρίως λόγω της ουσιώδους διαφοράς που υπάρχει μεταξύ θεωρητικοποίησης και πολιτιστικής πρακτικής. Εξάλλου ίσως δεν είναι απόλυτα αναγκαίο κάτι τέτοιο, καθόσον η μοντέρνα εποχή εισήγαγε την αποσπασματοποίηση μ’ έναν αναπόδραστο τρόπο σε όλες τις μορφές σκέψης και δράσης. Όπως εξάλλου λέει και ο Αρτώ9, στη σύγχρονη εποχή δεν έχει νόημα όχι μόνο το έργο αλλά ούτε καν η έννοια του, άρα και του κειμένου. Πόσο μάλλον του ολοκληρωμένου έργου, και κατ’ επέκταση του ολοκληρωτικά συγκροτημένου και δομημένου κειμένου. Με άλλα λόγια στη σημερινή εποχή, εποχή βαθιάς κρίσης και δομικής αβεβαιότητας προέχει η σύλληψη και η δημιουργία ενός κειμένου-κινητού της σκέψης. Έτσι η ηθελημένη αποσπασματική δομή των σκέψεων και των προτάσεων αυτών έχει στόχο τη μη-αναπαραγωγή του μοντέλου της κυριάρχησης, της αλλοτρίωσης και της χειραγώγησης του σύγχρονου ανθρώπου. Μέχρι τώρα βέβαια η ανάπτυξη μάλλον είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, με βάση τη συγκλονιστική κριτική της προόδου που αποπειράθηκε ο μεγάλος Β. Μπένζαμιν10, βλέποντας και βιώνοντας το γενικευμένο πολιτισμικό ξέπεσμα της εποχής του. Και τα πράγματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που έχουμε μπει είναι κατά πολύ χειρότερα. Η θετικότητα, η καταφατικότητα, ο ψευτο-ορθολογισμός, ο εργαλειακός λόγος, η αλλοτρίωση και η πραγμοποίηση είναι η σύγχρονη κυρίαρχη κατάσταση της παγκοσμιοποιημένης βιομηχανίας της κουλτούρας, και όχι μόνον. Έτσι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η πολιτισμική, ανθρωπιστική και διαφωτιστική παγκοσμιοποιημένη υποκειμενικότητα είναι ιστορικά ένα δύσκολο επίτευγμα να πραγματοποιηθεί, ενώ η αλλοτριωτική παγκοσμιοποίηση, η σύγχρονη «ολοκληρωμένη πραγμοποίηση», για να θυμηθούμε μία περίφημη φράση του Αντόρνο, είναι ήδη γεγονός … Οπότε το μόνο μέσο που μας απομένει είναι το απόσπασμα, και μάλιστα αυτό θεωρούμενο αντιμέτωπο με το σύστημα, σύστημα που πλέον ονομάζεται παγκοσμιοποίηση.

ΙΙ

Η οποιαδήποτε σύλληψη της πολιτιστικής πολιτικής σήμερα θα πρέπει να στηρίζεται στη σωστή διάγνωση της σύγχρονης πραγματικότητας των αναπτυγμένων και ακριβέστερα των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Έχει ιδιαίτερη δε αξία η γνώση του πώς φθάσαμε στην παγκοσμιοποίηση, μέσα από ποιες διαδικασίες κτλ., και κυρίως τι σημαίνει αυτή. Εδώ δεν θα επεκταθούμε11 σε λεπτομερείς αναζητήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά αντίθετα θ’ ασχοληθούμε μόνο με μερικές πτυχές του όλου θέματος, τις οποίες αποφεύγουν να διερευνήσουν κριτικά οι σύγχρονες ενσωματωμένες κοινωνικές επιστήμες. Υπάρχουν βέβαια μερικά κείμενα στη διεθνή βιβλιογραφία που φωτίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό το θέμα, με προεξάρχοντα πολλά άρθρα της μηνιαίας εφημερίδας, Le Monde diplomatique. Με βάση λοιπόν και αυτά τα κείμενα, χωρίς παρόλα αυτά να θεωρούμε ότι έχει δημιουργηθεί ακόμη μία κριτική θεωρία της παγκοσμιοποιήσης, θα προχωρήσουμε στη διατύπωση εδώ μερικών υποθέσεων, θέσεων, προτάσεων κτλ., θεωρώντας ότι το πολιτισμικό ή το σύγχρονο πολιτισμικό είναι (ή πρέπει να είναι) κεντρικό θέμα. Στη συνέχεια των εργασιών του Γκράμσι12, του Ουίλιαμς13 και της Σχολής της Φρανκφούρτης14, το πολιτισμικό είναι ολικό, είναι δηλαδή το κεντρικό, το ανθρωπολογικό θέμα σήμερα, αλλά βέβαια με νέους όρους. Το ξεπέρασμα, από την άλλη, των αδιέξοδων, των λαθών και της μερικότητας του εξελικτισμού και της γενικότερης θετικοκρατίας και καταφασιολογίας συνεπάγεται τη θεματοποίηση του πολιτισμικού και μάλιστα με μετακριτικό15 τρόπο.

ΙΙΙ

Η πολιτιστική πολιτική είναι μία σύγχρονη φιλοσοφία της πράξης16, εντοπιζόμενη κύρια στο χώρο της κουλτούρας ή πρώτιστα μία πολιτισμική πράξη, η οποία προϋποθέτει τη βίωση της κουλτούρας ως χειραφέτηση, καθώς και την εσωτερίκευση αυτής της βίωσης. Συγχρόνως, η πολιτιστική πολιτική πρέπει να συλληφθεί ως ειδική μορφή της φιλοσοφίας της πράξης, ή ως μορφή της φιλοσοφίας της πράξης στο παρόν, ή ακόμη και ως μορφή πράξης tout court. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι ανάγκη να λάβει υπόψη της τη συνθετότητα (complexité) των διαφόρων θεμάτων. Άρα πρέπει να είναι το ίδιο σύνθετη. Υπό το πρίσμα δε των γενικότερων αλλαγών που συντελούνται σήμερα πολιτισμικών προτύπων και μοντέλων, προέχει η ανάδειξη του προτάγματος της αυτονομίας (αυτονόμησης) και της χειραφέτησης – απελευθέρωσης ως κεντρικό, καθοριστικό, σε συνδυασμό με το πρόταγμα της ορθολογικότητας. Το πολιτιστικό και ακόμη καλύτερα το πολιτισμικό είναι συγχρόνως και ορθολογικό. Σύμφωνα με τον Χάμπερμας17, μόνο στο εσωτερικό μιας πολύ γενικής πολιτισμικής-επικοινωνησιακής δομής είναι δυνατή η πραγματοποίηση της απαραίτητης ανασυγκρότησης του λόγου. Χωρίς δε την αναφορά στον Λόγο, και γενικότερα στην ορθολογικότητα18, κάθε άλλη απόπειρα θα ξεπέφτει εύκολα σ’ ανορθολογισμό. Η κριτική του λόγου γίνεται για να καταλήξουμε σε μία νέα, ευρύτερη και συνεκτική σύλληψη του Λόγου, και όχι να τον εγκαταλείψουμε στους μεταμοντέρνους αντιδραστικούς. Άρα και η πολιτιστική πολιτική πρέπει να προσδιορίζεται από την απαίτηση στην ορθολογικότητα (prétention à la rationalité). Και σύμφωνα με τον Χάμπερμας19, η κουλτούρα πρέπει να συνδεθεί αναπόσπαστα με την ανάδειξη του πλαισίου δράσης της φωτεισμένης δια-υποκειμενικότητας, με επίκεντρο την επικοινωνία. Με άλλα λόγια, η πολιτιστική πολιτική συλλαμβάνεται από τον Χάμπερμας, ως μία επικοινωνιακή πολιτική, η οποία εκτός των άλλων στοχεύει και στην ανάδειξη του δημόσιου χώρου20, ως χώρου δι-υποκειμενικής επικοινωνίας ποιότητας.


IV


Η πολιτιστική πολιτική (ή καλύτερα η πολιτική κουλτούρας) σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν προβληματισμού, απόληξη της επιβαλλόμενης θεματοποίησής της. Σήμερα ειδικά σε συνθήκες προχωρημένης παγκοσμιοποίησης η θεματοποίηση αυτή πρέπει να στηρίζεται στις:
α) πολιτισμική ανυπακοή,
β) πολιτισμική εξαίρεση
και να πριμοδοτεί την πολιτισμική πολυμορφία ως αντίδοτο στη μονοδιάστατη κουλτούρα που παράγει η globalisation. Γενικότερα δε η παγκοσμιοποιητική νόρμα δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο παρά μόνο μέσα από την υποβοήθηση με κάθε μέσο της πολιτισμικής πολυμορφίας.
Μέσα στις γενικότερα αρνητικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης σήμερα προέχει η πριμοδότηση της ανάδειξης της κουλτούρας του άλλου. Δηλαδή θα πρέπει να γενικευτούν οι μορφές εναλλακτικής κουλτούρας καθώς και η πολιτισμική ανυπακοή (dissidenies culturelle), ως απάντηση στη γενικευμένη κρίση της κουλτούρας την οποία βιώνουμε εναγωνίως. Η ετερότητα αντιτίθεται στο ίδιο, στην ταυτότητα, στην παγίωση, στις κατεστημένες λογικές, και αποτελεί τη βάση του ξεπεράσματος της αλλοτριωτικής ομοιομορφίας που έχει επιβάλλει το σύστημα με την σιδερένια οικονομική – και όχι μόνο – λογική του. Η ετερότητα, ακόμη καλύτερα, σε συδνυασμό με τη διαφορά ως προϊόν ετεροπροσδιορισμού, αναζήτησης της αυτονόμησης και της χειραφέτησης, ή τουλάχιστον ως προσπάθεια διαφύλαξης της αυτονομίας της σκεπτόμενης και δρώσας αντικειμενικότητας, χωρίς να οδηγούν στο μεταμοντέρνο διαφορισμό (: τη θεωρητικοποίηση της διαφοράς ως διαφοράς ή για τη διαφορά) μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση σύλληψης εναλλακτικών λύσεων, θεωρήσεων και πρακτικών τόσο στο χώρο της τέχνης όσο και σ’ αυτό της κουλτούρας (άρα και της πολιτιστικής πολιτικής) και γενικότερα της σκέψης. Στην εποχή της πολυπλοκότητας που είναι η σημερινή, η ετερότητα και η διαφορά έχουν την κύρια επιστημολογική σημασία, είναι φορείς ανατροπών του συστήματος, δημιουργούν τις προϋποθέσεις νέων και κριτικών συλλήψεων.
Το ιδανικό της πολιτιστικής πολιτικής τουλάχιστον από το Διαφωτισμό και εδώ (αν και ο όρος είναι νεώτερος) ήταν και παραμένει η εκπαιδευτική-πολιτισμική αναβάθμιση, η ανάπτυξη του ανθρώπου, η πνευματική καλλιέργεια του, η ανάδειξη –τέλος- της αυτονομίας του. Το πνεματιστικό-ανθρωπιστικό πρώτιστα μοντέλο του Novalis21 προσβλέπει στη βαθιά καλλιέργεια του ανθρώπου, χωρίς να υπολογίζει αντιξοότητες και δυσκολίες. Μετά το ρομαντισμό και στη συνέχεια του ο νέος ή επονομαζόμενος και ανθρωπιστής Μαρξ συλλαμβάνει την πράξη ως κατά βάση και πρωταρχικά αντιαλλωτρική22. Έτσι ο άνθρωπος-εργαζόμενος σε αντίξοες συνθήκες θα φθάσει στη γνώση του είναι του και της αποστολής του· στην αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και της κρυμμένης πνευματικότητας. Στη συνέχεια ο Γκράμσι23 εκλαμβάνει το ρόλο του επαναστατικού κόμματος ως πρωταρχικά παιδαγωγικό, πνευματιστικό, με την έννοια της συστηματικής καλλιέργειας του πνεύματος: της τέχνης και της κουλτούρας της πρωτοπορίας. Ο Μαρκούζε24 τέλος, επανακάμπτοντας στον νεαρό Μαρξ, ξανατονίζει στις δεκαετίες 50 και 60 τη σημασία της αντι-αλλοτριωτικής πράξης, ως κύρια στρεφόμενη ενάντια στη χειραγώγηση. Συγχρόνως οι νεώτερες πρωτοπορίες, στη συνέχεια των ιστορικών, δίνουν έμφαση στο ολικό σχέδιο πνευματικής και πολιτισμικής ανασυγκρότησης της σύγχρονης καταπιεστικής κοινωνίας, ανιχνεύοντας ταυτόχρονα μορφές ξεπεράσματος του συστήματος25. Η κοινωνία των πολιτών, η αυτονόμηση της οποίας ήταν πρωταρχική, σύμφωνα με τον Γκράμσι, για την όποια πνευματική και ιδεολογική χειραφέτηση, όμως, υπό την επερχόμενη κυριάρχηση της παγκοσμιοποίησης, αποσυντίθεται και διαλύεται, υποτασσόμενη στον κορποριτισμό, επαληθεύοντας δυστυχώς το φόβο του Γκράμσι.
Η ανάγκη βέβαια αποδόμησης και ξεπεράσματος του συστήματος παραμένει. Και η ανάδειξη ακριβώς αυτής της συνειδητοποίησης είναι από τα βασικά καθήκοντα της πρωτοπορίας από την εμφάνισή της μέχρι τα τέλη του ΧΧου αιώνα. Το ίδιο καθήκον παραμένει και σήμερα, αν και η πραγματοποίηση του πρέπει να γίνει σε ριζικά νέες και δυσχερέστερες συνθήκες, δεδομένης της προϊούσας αποδόμησης κάθε μορφής κοινωνικής συλλογικότητας και συνείδησης που έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποίηση. Ως εκ τούτου, η πολιτιστική πολιτική σήμερα δεν μπορεί παρά να στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την εμφάνιση ενός νέου διαφωτισμού, ως αντίπαλο δέος στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση. Και η κοινωνία των πολιτών πρέπει, υπ’ αυτή την προοπτική, ν’ ανασυγκροτηθεί, ώστε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορικά επιβαλλόμενη ανασυγκρότηση.

V


Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το σύγχρονο πολιτισμικό πρόβλημα, θα πρέπει να γνωρίζουμε σε βάθος το κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο έχει το οποίο πάρει ακραίες μορφές και με την παγκοσμιοποίηση οξύνεται. Από το 1980 και εδώ, όταν άρχισαν να εισάγονται και να εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες του ύστερου καπιταλισμού εκσυγχρονιστικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εμφανίστηκαν πλήθος κοινωνικών προβλημάτων, με εντονότερο αυτό της απόρριψης, σε τέτοιο δε βαθμό που μπορούμε να πούμε ακόμη ότι ο καπιταλισμός δημιούργησε μία ολόκληρη κουλτούρα της απόρριψης.
Πιο συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά των οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών του ύστερου καπιταλισμού έγιναν πλέον η απορρύθμιση, η αποθέσμιση, η ευελιξία, ο «αναγκαίος» εκσυγχρονισμός των δομών και των θεσμών του (mutation) και η αποσπασματοποίηση (parcelisation). Η αποσπασματοποίηση εκδηλώνεται στο οικονομικό, το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα των προηγούμενων διαδικασιών. Συγχρόνως πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η παγκοσμιοποίηση σήμερα είναι αποτέλεσμα των τεράστιων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων που απελευθέρωσε σε παγκόσμιο επίπεδο η απορρύθμιση. Η διάλυση του κοινωνικού ιστού και η διαρκής ανασυγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος του απορρυθμισμένου (δηλαδή απελευθερωμένου από κάθε έλεγχο) κεφαλαίου είναι πλέον μία μόνιμη κατάσταση στην εποχή του απορρυθμισμένου παγκόσμιου τοπίου. Οι παγκόσμιοι παίχτες μέσω της συνεχούς απορρύθμισης επαναδιαπραγματεύονται συνεχώς τις θέσεις και την ισχύ τους. Το δεύτερο σημαντικό παράγωγο φαινόμενο είναι η διαρκής κοινωνική απόρριψη και η μεταφορά παραγωγικών δυνάμεων σε υπανάπτυκτες ή σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα κοινωνικά δικαιώματα και το επίπεδο των μισθών είναι πολύ χαμηλά. Έτσι η σύλληψη των προϊόντων και των μηχανών παραμένει προνόμιο των παγκόσμιων μητροπολιτικών παιχτών, ενώ η εκτέλεση εξωθείται στο υποταγμένο υπανάπτυκτο προλεταριάτο και υποπρολεταριάτο.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες που οι παγκοσμιοποιητικές νόρμες παράγονται, διαδίδονται και επιβάλλονται χωρίς κανένα φραγμό· που η παγκοσμιοποίηση πριμοδοτεί την εκπαίδευση και τη διαρκή ανάπτυξη δεξιοτήτων· που η κουλτούρα έχει χάσει τις βασικές και τις γενικές: διαφωτιστικές και ανθρωπιστικές αναφορές της, η παιδεία και η κουλτούρα έχουν μετατραπεί σε ακριβό προνόμιο ελάχιστων. Έτσι, η κουλτούρα τείνει να μετατραπεί σε μία υπόθεση φωτισμένων επαϊόντων, ενώ η ενιαία κουλτούρα πλέον ανήκει στο παρελθόν, ενώ το κυρίαρχο εμπειρίστικο και ατομικοκρατικό μοντέλο αντιβαίνει στην κουλτούρα. Αν δεν θέλουμε η κουλτούρα να καταλήξει να γίνει ενασχόληση μόνο μερικών μυημένων, όπως στην εποχή του Νοβάλις, είναι απόλυτη ανάγκη ο εξανθρωπισμός της παγκοσμιοποίησης, η σύλληψη και η δημιουργία ενός νέου διαφωτιστικού-ουμανιστικού μοντέλου σκέψης και δράσης. Διαφορετικά το πολυδιασπασμένο (éclaté) πολιτισμικό μοντέλο, το κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, θ’ αναπαράγει την πολιτισμική και συνάμα την κοινωνική ανισότητα σε όλα τα επίπεδα σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα.

VI


 Σε όλες τις μεγάλες στιγμές πολιτισμικής δημιουργίας της ανθρωπότητας, εμφανίζεται μία μοναδική αύρα26, μία εξαιρετική ορμή27, ένα φοβερό κύμα προς τα εμπρός, το οποίο παρασύρει κατεστημένες ιδέες, αντιλήψεις και πρακτικές. Αυτό συνέβη στην Αναγέννηση, όπως συνέβη στην αρχαία Ελλάδα στην εποχή της ακμής της,  το ίδιο συνέβη και στα νεώτερα χρόνια με το Διαφωτισμό και στη συνέχεια με τη Μοντέρνα τέχνη. Η αύρα και η ορμή δημιουργούν τις προϋποθέσεις εμφάνισης αρχικά, και στη συνέχεια της ηγεμονίας του νέου, του καινούργιου, του ριζοσπαστικού, του καινοτόμου. Και πάντοτε όταν εμφανίζεται η δημιουργική ορμή της κοινωνίας, αυτή συμβαδίζει με τις γενικότερες ανησυχίες της, με τη συνολική κινητοποίησή της. Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι ίδιοι οι δημιουργοί κινητοποιούνται με κείμενα, μανιφέστα, ενώσεις, ομάδες κτλ., ενώ η πολιτισμική συζήτηση γίνεται συζήτηση, ολόκληρης της κοινωνίας, και τουλάχιστον του φωτισμένου τμήματός της. Έτσι η πολιτιστική πολιτική αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, παύει να είναι θέμα μόνο λίγων και μυημένων και γίνεται γενικό θέμα της κοινωνίας. Ας έχουμε κατά νου πάντοτε τις παθιασμένες συζητήσεις που έγιναν στη μετεπαναστατική Ρωσία, όταν το κίνημα του ΛΕΦ28 ήταν στην ακμή του. Όταν όμως οι πολιτισμικές συζητήσεις υποχωρούν, οπότε παύουν να είναι θέμα της κοινωνίας, τότε εμφανίζεται η τεχνοκρατικοποίηση της πολιτιστικής ζωής, η στεγανοποίηση των πολιτισμικών και καλλιτεχνικών πρακτικών, η κυριαρχία του γραφειοκράτη και του πολιτικάντη.
Η ορμή εμφανίζεται ακόμη και σε περιόδους κρίσης, οπότε εμφανίζεται και μία σύστοιχη τάση προς τη μεταφυσικοποίηση, την απολυτοποίηση και την ιδεαλιστικοποίηση. Σ’ αυτή την περίπτωση το μοναχικό καλλιτεχνικό υποκείμενο, υποκαθιστώντας ακόμη την κοινωνία, περιπλανώμενο στους μαιάνδρους της μεταφυσικής δίνει έναν άνισο και ως ένα βαθμό χαμένο από πριν αγώνα, χωρίς όμως υποχωρήσεις και συνθηκολογήσεις. Ας έχουμε εδώ κατά νου τον Χαίντερλιν, τον Νοβάλις, τον Κάφκα, τον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους μεγάλους καλλιτέχνες οι οποίοι, ενώ έφθασαν σε μορφές πρωτόγνωρες ριζοσπαστισμού και άρνησης, η κοινωνία ήταν απούσα ή ακόμη αδιάφορη ή και αντίθετη στο δράμα τους. Το δράμα όμως αυτό ήταν και το δράμα της κοινωνίας. Δηλαδή ήταν κοινωνικό, πολιτισμικό ακόμη και ιστορικό. Δράμα το οποίο ανάγει την προέλευσή του στην ορμή (élan) δημιουργίας (ή στη δημιουργική ορμή) που τους διακατείχε, στο άσβεστο πάθος τους για πολιτισμική αναβάθμιση και ανόρθωση, το οποίο ήταν σε αναντιστοιχία με τις βαθύτερες εμπνεύσεις της κοινωνίας, οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ κατώτερες των περιστάσεων. Σήμερα, όταν η ορμή αυτής της μορφής έχει υποχωρήσει, ή ακόμη και διαλυθεί από την παγκοσμιοποίηση, το πρόβλημα είναι πώς θα εμφυσηθεί πάλι μιας κάποιας μορφής ορμή σε όλο το χώρο της κουλτούρας, της τέχνης και της δημιουργίας, και πρώτιστα στο χώρο της πολιτιστικής πολιτικής, με την έννοια ότι και αυτή με τη σειρά της θα βοηθήσει στην εμφάνιση και προώθηση της πρωτοπόρας δημιουργίας και της δημιουργίας ποιότητας. Αντ’ αυτού προωθείται ένα νεοφιλελεύθερο και απορρυθμισμένο μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής. Η απορρύθμιση όμως της πολιτιστικής πολιτικής, αντί να τραβήξει την κουλτούρα από τον κρατισμό, θα την υποβαθμίσει σ’ ένα εξάρτημα της αγοράς και της καπιταλιστικής ζούγκλας γενικότερα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, και υπό την προϋπόθεση της κινητοποίησης των ίδιων των δημιουργών-υποκειμένων και αντικειμένων της πολιτιστικής πολιτικής, θα πρέπει οπωσδήποτε να συλληφθεί ένα κατά το δυνατό ολοκληρωμένο και γενικό πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής και δραστηριότητας, και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα πρέπει ακόμη ο πολιτισμός να γίνει απόλυτη προτεραιότητα της Ευρώπης, και όχι αυτή να περιορίζεται σε προϋπολογισμούς ψιχίων για τον πολιτισμό. Η τελευταία γενιά όμως των νεοφιλελεύθερων αντ’ αυτού προωθούν ένα σχέδιο (: έχουν δηλαδή σχέδιο, ενώ οι προηγούμενοι δεν είχαν τίποτα), το οποίο όμως δεν είναι ένα σχέδιο κουλτούρας, αν και είναι εμποτισμένο βαθιά στη νεοφιλελεύθερη κουλτούρα, αλλά ένα σχέδιο δημιουργίας της αγοράς της κουλτούρας. Οπότε και η κουλτούρα παύει να είναι κουλτούρα και μετατρέπεται σε σούπερ μάρκετ: Η κουλτούρα υπό τη δικτατορία των Μ.Β.Α.
Αντί να καταβληθεί προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου σχεδίου κουλτούρας και πολιτιστικής πολιτικής, με όραμα και θέληση δημιουργίας ενός μοντέρνου πολιτισμικού κύματος, όλες οι προσπάθειες των κάθε λογής κρατόντων – και πρώτιστα των ευρωτεχνοκρατών – κατατείνουν στη μετατροπή της κουλτούρας σε καπιταλιστική αρένα. Υπάρχουν όμως ακόμη ζωντανές και αδιαμεσολάβητες δυνάμεις, οι οποίες στηριζόμενες σε όλες τις νεώτερες δημιουργικές29 παραδόσεις της κουλτούρας: Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Μοντερνισμός, να δώσουν ώθηση στα πράγματα προς μία άλλη κατεύθυνση, να προτάξουν την πολιτισμική απείθεια στην παγκοσμιοποίηση και στις επιταγές του νέο-φιλελευθερισμού;

VII

Η μοντέρνα πολιτιστική πολιτική είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα μεθόδου: Ανάλυση των κοινωνικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών, πολιτισμικών κτλ. δεδομένων της σύγχρονης κοινωνίας, και η επεξεργασία στη συνέχεια της αρμόζουσας πολιτικής. Από την άλλη θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παραδείγματα μερικών μεγάλων μοντέρνων καλλιτεχνών, τα οποία, αν δεν διαμόρφωσαν εντελώς, καθόρισαν αποφασιστικά τα μοντέλα της πολιτιστικής πολιτικής. Ας σκεφτούμε τους Μάλεβιτς (και το ΛΕΦ γενικότερα), τον Ντυσάν, τον Μπόϋς κ.ά. Γενική δε θέση είναι σήμερα: η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε μία έννοια (concept). Ειδικότερα δε στα τελευταία χρόνια κυρίαρχη ήταν η τάση της μοντέρνας τέχνης προς το μινιμαλισμό και τη νοηματική τέχνη. Από ένα δε σημείο και μετά ζούμε τη μονοκρατορία του concept30 (έννοια), τάση που στη μοντέρνα τέχνη ξεκίνησε από τον Πικάσο (Οι δεσποινίδες της Αβινιόν) και έφθασε στο απόγειο της με τη Νοηματική τέχνη (Art conceptuel). Η έννοια συνυπάρχει με ένα ανοιχτό σύστημα παρέμβασης (ακόμα και μη παρέμβασης σε θέματα κυρίως αισθητικής) που έχουν εισηγηθεί οι Πάϊκ, Βαϊόλα, Κουνέλλης κ.ά. Έτσι το πρόταγμα της πρωτοπορίας για την αυτονομία και την κριτική λειτουργία της τέχνης και της κουλτούρας, καθώς και η ανάδειξη της αυτο-αναφορικότητας της τέχνης, στην σημασία της οποίας είχε επικεντρώσει όλη του τη θεωρητικοποίηση ο Γκρίνμπεργκ31, συμβαδίζει με την τάση αυτονόμησης της έννοιας, ή και ανάδειξή της σ’ αυτόνομη, ακόμη και αυτοθεσμιζόμενη32 οντότητα. Η έννοια είναι πλέον ο τόπος αλλά και το μέσο πραγματοποίησης της όποιας καινοτομίας, της όποιας πρωτοπόρας δράσης. Ως εκ τούτου, και η πολιτιστική πολιτική θα πρέπει να συνδυαστεί με την κυρίαρχη αυτή κατάσταση της τέχνης και να προσπαθήσει να βοηθήσει και ν’ αναδείξει προγράμματα και πρακτικές ανοιχτές, εννοιολογικές, κριτικές. Διαφορετικά θα λειτουργήσει λογοκριτικά, καταπιεστικά, κατασταλτικά. Ο στόχος όμως του νεο-νεοφιλελευθερισμού είναι η ρύθμιση στο χώρο της τέχνης και της κουλτούρας να γίνεται μόνο μέσω της αγοράς και του χρήματος, και έτσι να εξουδετερώσουν τις όποιες δημιουργικές δυνατότητες έχουν εναπομείνει στη σύγχρονη αποδυναμωμένη πρωτοπορία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειές της για παραπέρα αυτονόμηση της έννοιας. Το σύστημα δηλαδή χρήμα σήμερα, τείνει να καταστείλει όλες τις δημιουργικές προσπάθειες της τέχνης, ενώ μέχρι πρόσφατα τις ανεχόταν, αν δεν τις υποβοηθούσε έστω και υποτυπωδώς, για επενδυτικούς κυρίως σκοπούς. Οι επιπτώσεις της αντεπανάστασης των νεοφιλελεύθερων μεθοδιστών και εδώ είναι ασύλληπτες. Η κοινωνία όμως θα συνεχίσει να δέχεται παθητικά τα κελεύσματά τους;

VIII


Από το 1980 και εδώ ζούμε μία διαρκή αποσάρθρωση των κοινωνικών ιστών σε όλες τις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού. Η άκριτη και η χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και πολλές φορές άκρως φιλελεύθερων πολιτικών έχει οδηγήσει σε μορφές ακραίας έλλειψης κοινωνικής συνείδησης, διάλυσης όλων των μορφών κοινωνικής οντότητας, σε ατομικοκεντρικά μοντέλα κοινωνικής υπόστασης, σκέψης και συμπεριφοράς. Είναι δε δύσκολο έως και αδύνατο, αν όχι παράδοξο, να μιλούμε για μοντέλα ατομικοκεντρικής δράσης. Και αυτό γιατί η δράση ή είναι κοινωνική, ή δεν είναι δράση, πράξη. Το άτομο μέσα στις νέες συνθήκες και προοδευτικά επέβαλε η απορρύθμιση και η παγκοσμιοποίηση συνθλίβεται, περιθωριοποιείται, αλλοτριώνεται, εξουθενώνεται, υποτάσσεται. Ως εκ τούτου η πολιτιστική πολιτική, με την έννοια ότι αυτή θα εκφράζει και θα συγκεκριμενοποιεί ένα συνεκτικό συλλογικό σχέδιο για την κοινωνία και τη κουλτούρα, σε συνδυασμό με ένα αντίστοιχο εναλλακτικό κοινωνικό σχέδιο γίνεται μία δύσκολη έως και αδύνατη υπόθεση. Παραμένει όμως η ανάγκη ενός πολιτιστικού σχεδίου, το οποίο θα προσπαθεί τουλάχιστον να ενοποιεί τη πολυδιάσπαστη κοινωνία, που θα βάλει ένα φρένο στην ατομικοποίηση, που θα λειτουργεί αφυπνιστικά.


-          Η οργάνωση της κουλτούρας σε σύστημα – Βιομηχανία της κουλτούρας.
-          Αυτονομία από την καταφατική κουλτούρα και τη βιομηχανία της κουλτούρας.
-          Μαζική κουλτούρα – βιομηχανία της κουλτούρας.
-          Δημιουργία διαδικασιών κοινωνικοποίησης του ατόμου (του ανθρώπου) μέσω της κουλτούρας (: αντίστοιχη πολιτιστική πολιτική). – Όχι στη δημιουργία απλών παθητικών δεχτών – καταναλωτών τέχνης. Ενάντια στο κυρίαρχο μοντέλο της παθητικοποίησης του ανθρώπου, που επιβάλλει η κυρίαρχη μαζική, καταναλωτική και αλλοτριωτική κουλτούρα. Ποια πολιτική κουλτούρας;
-          Η παραδοξότητα του μοντερνισμού – οι ενσωματωσιακές διαδικασίες της βιομηχανίας της κουλτούρας αποσύνθεσαν τις κριτικές δυνάμεις του μοντερνισμού, και έτσι ανέδειξαν τις πραγμοποιητικές συνιστώσες της (ψευδο)τέχνης και της κουλτούρας. Ακριβέστερα μετέτρεψαν την τέχνη και την κουλτούρα σ’ εξάρτημα της αγοράς και της βιομηχανίας της κουλτούρας, μ’ αποτέλεσμα την απώλεια της αυτονομίας τους κτλ. Τις μετέτρεψαν δηλαδή σε parties presentes της πραγμοποίησης και της ορθολογικοποίησης του συστήματος.
-          Η κυριαρχία του συστήματος της πολιτιστικής βιομηχανίας και επικοινωνίας, το οποίο αποικιοποιεί το βιωμένο κόσμο, εξαφανίζει το ατομικό και αποσυνθέτει το συλλογικό υποκείμενο (πρόσθεσε στοιχεία από σημ. για βιομ. της κ.).
-          Dérégulation
-          Déréglementation
-          Flexibilité
-          Mutation
-          Parcellisation
-          Διάλυση του κοινωνικού ιστού
-          Purification ethnique: Εθνική καθαρότητα
-          Η τάση προς την parcellisation στο:
-          οικονομικό
-          κοινωνικό και
-          πολιτιστικό επίπεδο
-          Απόρριψη                κουλτούρα – εποικοδόμημα (Γκράμσι)
-          Περιθωριοποίηση       κουλτούρα: Παιδεία, πνευματική
-          Η παρακμή της έννοιας της καθολικότητας – εμφάνιση αντιλήψεων και κουλτούρων ταυτιστικών (Raison Presente, τ. 107), μερικών, αποσπασματικών ακόμη και μικροκουλτούρων με πρόθεση υποκατάστασης της κουλτούρας απ’ αυτές.
-          Οι τάσεις προς την ολοκλήρωση (intégration) ή προς την αποσύνθεση στο εσωτερικό της κουλτούρας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Ισχύει και το αντίθετο. Βλ. D. Cuche, La notion de culture dans les sciences humainnes, La Decouverte.
-          Ολοκληρωμένη, ολική – (στική) σύλληψη του κοινωνικού, του ιστορικού και του πολιτισμικού γίγνεσθαι.
-          Η ανάγκη αναδιοργάνωσης των υποσυστημάτων-ορθολογικοτήτων ανασύνθεση του Λόγου. Εσωτερική και εξωτερική λογική (logique interne et logique externe).
-          Πολιτιστική πολιτική: Αντιτεχνοκρατική σύλληψη και θεμελίωση της πολιτιστικής πολιτικής, ή τουλάχιστον μη τεχνοκρατική ή (και) μη διαχειριστική.
-          Πολιτιστικές αντιστάσεις στην τεχνοκρατική ολοκλήρωση.
-          Σε τι συνίσταται η αντιτεχνοκρατική αντίληψη της κουλτούρας συγκεκριμένα.
-          Οι συνιστώσες, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές κ.ά. της σύγχρονης πολιτιστικής πολιτικής.
-          Θετική σύλληψη, κριτική διαφόρων πολιτιστικών διαστάσεων – πολιτισμική θεώρηση.
-          Από την κριτική της κοινωνίας, της ιδεολογίας, της τέχνης και της κουλτούρας στην πολιτιστική πολιτική ως θετική – ολική σύλληψη.
-          Ενάντια στις ατομικιστικές αντιλήψεις για την κουλτούρα.
-          Η κουλτούρα ως διαφωνία, αντιπολίτευση, εξέγερση (rebellion, dissidence).

Η πολιτιστική πολιτική ως σύνθεση της δραστηριότητας των διαφόρων υποσυστημάτων της κοινωνίας, των οποίων πρέπει να προσδιοριστεί η σκοπιμότητα και η ορθολογικότητα και να διαφοροποιηθεί αισθητά το δεσμικό βάρος των διαφόρων δραστηριοτήτων, προτάσσοντας έτσι κυρίως τους νέους στόχους. Προς νέες συνθέσεις, με πρωταρχικό το στοιχείο της νέας πολιτιστικής δημιουργίας, της καινοτομίας, της αυθεντικότητας, της μοναδικότητας, της γνησιότητας, της δημιουργικότητας κτλ. (Δες και R. Williams).
Μια συστηματική θεωρητικοποίηση του προβλήματος «Πολιτιστική πολιτική», είναι μια αρκετά δύσκολη υπόθεση. Γιατί πρέπει να λάβει υπόψη της αυτή η θεωρητικοποίηση ποιες είναι οι νοηματικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται μια πολιτιστική πολιτική ή ποιες πρέπει να είναι αυτές οι βάσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη συζήτηση μεταξύ μοντερνισμού και μετα-μοντερνισμού, της κρίσης του μοντερνισμού, των σχέσεων της παράδοσης με την νεότερη τέχνη κλπ., καταλήγουμε σε ένα σχετικά δύσκολο θέμα.

-          Société civile και κουλτούρα. Η χειραφέτηση και η απελευθέρωση της κουλτούρας μέσω της αυτονόμησης και του αυτοπροσδιορισμού της Société civile.
-          Προς μορφές χειραφέτησης της κουλτούρας σε στενό συνδυασμό με την παράλληλη και συγχρόνως αλληλοτεμνόμενη τάση προς την χειραφέτηση της κοινωνίας των πολιτών.

Οργανική κουλτούρα – Χειραφέτηση


 
Κοιν. των πολιτών – Χειραφέτηση

Ολική χειραφέτηση



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.       Βλ. M. Horkheimer – Th. Adorno, La dialectique de la raison, Gallimard, κεφ. “Le production industrielle de biens culturels”.
2.       Βλ. G. Debord, Κριτική της κοινωνίας του θεάματος, Ελ. τόπος και R. Vaneigem, Nons qui disirons sans fin, Le Ch. Midi ed.
3.       Βλ. Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. ΙΙ, «Η ανάγκη ενός νέου αισθητικού και πολιτισμικού σχεδίου», «Πολιτιστική πολιτική …» σσ. 313-380, «Προς ένα μετακριτικό σχέδιο κουλτούρας», σ.σ. 285-310, «Ε.Ε.: Ποια πολιτική για την κουλτούρα;», 429-58, «Πολιτισμικές δυναμικές», σσ. 381-426, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. Ι, κεφ. «Παγκοσμιοποίηση και σύγχρονη πολιτισμική θεωρία (θεωρία του πολιτισμού)», «Η πολιτική του πολιτισμού», σσ. 536-40.
4.       Βλ. C. Ruby, “Remarques sur le gont de autress”, Raison Presente, τ. 107, σ. 168.
5.       Βλ. Th. Adorno, Théorie esthétique, Klincksieck. Β. Φιοραβάντες, Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, μέρος δεύτερο, σσ. 177-233.
6.       Payot.
7.       Klinsksiek.
8.       Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Η μικροδομική επανάσταση» και «Το ολικό μικροδομικό μοντέλο», στο Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα τ. ΙΙ, σσ. 43-49 και 61-98.
9.       Βλ. το αφιέρωμα του Magazine littéraire (No 434, S. 2004) για τον Αρτώ.
10.   Βλ. W. Benjamin, Essais I και ΙΙ, Dénoël-Gonthier, μ.σ. Médiations.
11.   Βλ. ib. σημ. 1. 
12.   Βλ. Α. Γκράμσι, Η οργάνωση της κουλτούρας, Οι διανοούμενοι, Στοχαστής.
13.   Βλ. Ρ. Ουίλιαμς, Ιστορία και Κουλτούρα, Γνώση.
14.   Βλ. Th. Adorno, Théorie esthetique, Klincksieck.
15.   Βλ. Th. Adorno ib. και Dialectique négative, Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού Ι και ΙΙ, εκδ. Ψηφίδα.
16.   Βλ. J. Habermas, Théorie et praxis τ. Ι και ΙΙ, Payot.
17.   Βλ. J. Habermas, Théorie de l’ agir communnicationel τ. Ι και ΙΙ, Fayard.
18.   Βλ. J. Habermas, Le discours philosophique de la modernité, Gallimard.
19.   ib. σημ. 10.
20.   Βλ. J. Habermas, L’ espape public, Payot.
21.   Βλ. Novalis, Fragments, J. Corti.
22.   Βλ. κυρίως Κ. Μαρξ, Χειρόγραφα του 1844, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Η γερμανική ιδεολογία τ. Ι και ΙΙ, Gutemberg.
23.   Βλ. Α. Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, Στοχαστής, Η οργάνωση της κουλτούρας, Στοχαστής.
24.   Βλ. Χ. Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Παπαζήσης, Αντεπανάσταση και εξέγερση, Παπαζήσης, Théorie esthétique, Seuil.
25.   Βλ. Th. Adorno, Théorie esthétique, Klincksieck.
26.   Βλ. W. Benjamin, “L’ oeuvre d’ art et sa reproduction technique”, Oeuvres, τ. 1. Denoël-Gonthier, μ.σ. Médiations.
27.   Βλ. τη θεωρητικοποίηση του M. Horkheimer της έννοιας της ορμής, την οποία δανείζεται από τον Μπερξόν, στο Παραδοσιακή και κριτική φιλοσοφία, Έρασμος.
28.   Βλ. Στ. Δρομάζου, Σοσιαλισμός και Άνθρωπος, τ. Ι και ΙΙ, Θεμέλιο.
29.   βλ. Γ. Κουνέλλης, Λιμναία Οδύσσεια, Άγρα.
30.   Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Μορφές, έννοια, παγκοσμιοποίηση», υπό δημοσίευση.
31.   Βλ. Cl. Greenberg, Art et Culture, Macula.
32.   Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Δομή και νόρμα στο μοντερνισμό», Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, σσ. 370-372.



Βιβλιογραφία

-          A. Malraux, La politique, la culture, Gallimard, μ.σ. Folio essais.
-          J. Dubufet, Asphyclante culture, Minuit.
-          L. Goldmann, Structures mentales et creation culturelle, μ.σ. Médiations.
-          P. Francastel, Art et société, Denoël-Gonthier, μ.σ. Médiations.
-          A. Lefebvre, Critique de la vie quotidicaine, v. III, L’ arche.
-          R. Williams, Κουλτούρα και ιστορία, Γνώση, The politics of the modernism, Verso.
-          Α. Γκράμσι, Οργάνωση της κουλτούρας, Οι διανοούμενοι, Στοχαστής.
-          Ch. Taylor, Multiculturalisme, Aubier.
-          Γκ. Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, Διεθνής βιβλιοθήκη.


* Εδώ μπαίνει το ερώτημα της ενσωμάτωσης, δομικής και λειτουργι­κής σε μια νέα κοινωνία, η οποία ενσωμάτωση σ’ ένα σημαντικό βαθμό δεν έχει γίνει. Όσοι Έλληνες εντάσσονται στην Αμερική γί­νονται Ελληνο-Αμερικανάκια, ΑΧΕΠΑΝΣ, που σκέπτονται πότε θα γυρίσουν στην Ελλάδα, στην πλατεία του χωρίου για να συζητούν ό­λοι ανεβασμένοι στο καμπαναριό και να κουτσομπολεύουν. Ο πόνος της ξενιτιάς μένει και δεν ξεπερνιέται με τίποτα. Ο χρόνος σταμάτη­σε για όλους αυτούς να κυλάει την ημέρα που αποχαιρέτησαν το χω­ριό τους. Μόνον οι καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, όπως φάνηκε από την έκθεση του Ίδρ. Κωστόπουλου, ξεχώρισαν και προσπάθη­σαν ν’ αναζητήσουν απελευθερωτικά στοιχεία, τα στοιχεία απελευ­θέρωσης, φυγής προς τα εμπρός μέσα από τις μορφές και τις διαδι­κασίες δημιουργίας της μοντέρνας τέχνης της Αφρικής.
* Ο Αντόρνο, όσον αφορά τον Κέητζ, αναθεώρησε την άποψη του για τη βιομηχανία της κουλτούρας, όπως και για την τζαζ της Ν. Ορ­λεάνης, λέγοντας ότι δεν αναφερόταν σ’ αυτούς, αλλά σ’ αυτούς που φτιάχνουν ρυθμούς που μπορούν να επαναληφθούν, να αναπαρα­χθούν βιομηχανικά. Ούτε όμως η τζαζ της Ν. Ορλεάνης ούτε η μου­σική του Κέητζ βιομηχανοποιούνται. Και ειδικότερα ο Κέητζ έφτια­ξε μία χαοτική μουσική δομή, τόσο σύνθετη και πολύπλοκη, που εί­ναι αδύνατο να αναπαραχθεί ούτε καν το ελάχιστο κομμάτι της.
* Ο Γκορ ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Κλίντον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.

Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com

Σας ευχαριστούμε

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.