Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
Όταν, το 1984, αμέσως μετά την υποστήριξη της διατριβής μου, άρχισα τη μελέτη του έργου του Τζιακομέτι, δεν πίστευα ότι θα κατόρθωνα ποτέ να έγραφα μια σελίδα κειμένου. Μιλούσα στα καφενεία του Παρισιού με φίλους για τον Τζιακομέττι, τους ανέλυα το έργο του μετά από μια μακρόχρονη, επίπονη και συστηματική έρευνα, αλλά ήταν αδύνατο να γράψω μια σειρά. Όταν όμως αποφάσισα τελικά να ασχοληθώ πιο συστηματικά με τον Τζιακομέττι και, πιεζόμενος από κάποιους εξωτερικούς παράγοντες, να γράψω ένα μικρό κείμενο, ανέκυψαν αμέσως διάφορα θέματα: Πρώτο θέμα ήταν ο τίτλος. Δεύτερο, και σημαντικότερο, η ποιότητα του υπό διαμόρφωση κειμένου, και κυρίως το γεγονός ότι δεν έπρεπε να ξεφύγει από μια αυστηρή αισθητική προσέγγιση, όσο βέβαια κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, και χωρίς να μας διαφεύγει ότι πάντοτε σ’ αυτού του είδους τις εργασίες υπεισέρχεται ένας πολύ ισχυρός υποκειμενικός παράγοντας.
Μετά από σκέψη αρκετών ημερών τελικά κατέληξα στον τίτλο και συγχρόνως βρήκα και ένα απόσπασμα από το κείμενο του Ζενέ1 για τον Τζιακομέττι. Όμως το χέρι δεν πήγαινε παρακάτω. Αφού λοιπόν καλοσκέφτηκα το θέμα, θεώρησα ότι ο τίτλος και το απόσπασμα μου έφταναν προς το παρόν και ότι συνιστούσαν ήδη ένα μεγάλο βήμα. Μετά, αφού ηρέμησα κάπως, σκέφτηκα ότι θα κατόρθωνα να έγραφα λίγες σελίδες, ώστε να μην πάει όλη μου η έρευνα χαμένη. Τελικά πέρασε ακριβώς ένας χρόνος, όταν πλέον αποφάσισα οριστικά να γράψω το κείμενο.
Σε κάποια στιγμή αυτής της μικρής περιπέτειας συνάντησα τον Cl. Miniere, ένα φίλο ποιητή, και του ανέφερα όλη αυτή την ιστορία. Η αυθόρμητη απάντησή του ήταν: «Μα αυτό είναι ποίηση!». Στο γραφείο του είχε ένα από τα πολλά πορτρέτα του Ζενέ, που είχε κάνει ο Τζιακομέττι. «Γνωρίζω καλά το έργο του», μου λέει ο ποιητής αμέσως μετά. «Η αντίδρασή σου», συνεχίζει, «είναι φυσική, αν σκεφτεί κανείς την αξία και το μέγεθος του Τζιακομέττι». ‘’Ακριβώς’’, του απαντώ), φαίνεται ότι η αξία του Τζιακομέττι μου κρατάει το χέρι δεμένο. Πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το παράδειγμα του Σκλάβου2 και η μελέτη μου γι' αυτόν νόμιζα ότι με είχαν οπλίσει με αρκετό κουράγιο και αρκετή δύναμη, ώστε να μπορώ να υπερβαίνω τέτοιας μορφής δυσκολίες. Όμως η από κοντά επαφή μου με το έργο του Τζιακομέττι έδειξε το αντίθετο. Το μεγαλείο και ο μοναδικός χαρακτήρας της δημιουργίας του μου μπλοκάριζαν καίρια το μηχανισμό της γραφτής θεωρητικής προσέγγισης, ο οποίος, ως γνωστόν, είναι αισθητά, για να μην πω εντελώς, διαφορετικός από αυτόν της προφορικής ανάπτυξης. Τελικά, μετά από αρκετό καιρό ακόμη, έγραψα με τη μία περίπου δέκα σελίδες στα γαλλικά. Επρόκειτο για ένα άλμα. Το επόμενο καλοκαίρι, μόνος στο Παρίσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα ενδεχομένως να προχωρήσω λίγο το κείμενο. Πράγματι, ξαναρχίζω και το κείμενο γίνεται πολύ γρήγορα διπλάσιο. Ένα μικρό θαύμα! Εν τω μεταξύ, οι συζητήσεις με φίλους στα καφενεία του Παρισιού για τον Τζακομέττι συνεχίζονταν αμείωτες.
Φτάνουμε στο 1988, που επιστρέφω στην Ελλάδα. Σκέπτομαι να δημοσιεύσω το κείμενο σε περιοδικό και με την ευκαιρία να το βελτιώσω. Το μεταφράζω ο ίδιος από τα γαλλικά, μου το διορθώνουν δύο φίλοι και το δημοσιεύω στο περιοδικό Παρένθεση3. Οι αντιδράσεις ήταν θετικές, έως πολύ θετικές. Μετά από κάποιο καιρό το ξανάδιορθώνω ο ίδιος και το συμπληρώνω. Στη συνέχεια μου παρουσιάστηκε η δυνατότητα να το αναδημοσιεύσω σε μικρό βιβλίο. Το ξανά διορθώνω με τη βοήθεια μιας φίλης επιμελήτριας, χωρίς, παρ' όλα αυτά, το κείμενο αυτό να ξεπεράσει εντελώς τους γαλλισμούς, προς μεγάλη ικανοποίηση των κάθε μορφής και κατηγορίας σχολαστικών. Τέλος, δούλεψα το κείμενο ακόμη με άλλη μέθοδο στον κομπιούτερ με τη βοήθεια μιας άλλης φίλης κειμενογράφου. Αναφάνηκε η ανάγκη νέων βελτιώσεων και στυλιστικών αλλαγών, όπως και έγιναν. Και ως επωδός νομίζω ότι 80 σελίδες κείμενο και μάλιστα μικρού μεγέθους (μαζί με τις σημειώσεις) για τον Τζιακομέττι σε μια δεκαετία περιπέτειας γραφών και
ξαναγραφών, διορθώσεων, συμπληρώσεων και βελτιώσεων είναι υπεραρκετές. Όχι βέβαια ότι
δεν 0α ήταν δυνατόν να γραφτούν πολύ περισσότερες, και ίσως τόμοι ολόκληροι. Για την αισθητική όμως, και σύμφωνα με τη μινιμαλιστική λογική που ο ίδιος ο Τζιακομέττι εισήγαγε πρώτος αυτός, δεν υπάρχει χώρος για πολλή φιλολογία. Βέβαια ο ρυθμός αυτός γραφής είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν με τον οποίο έκανε ο Τζιακομέττι τα έργα του, κυρίως μετά το 1945, όταν ο ρυθμός της κατασκευής, καθώς και αυτός - δυστυχώς- της καταστροφής εναλλασσόνταν με απίστευτη ταχύτητα, μέχρι που σταμάτησαν το αυτοκαταστροφικό χέρι του διάφοροι φίλοι του, ώστε να ενθαρρυνθεί μόνο η παροξυσμική του δημιουργία έργων.
Λόγω της ηθελημένης από μένα μορφής του λιγότερο ή περισσότερο αυστηρά συγκροτημένου δοκιμίου αισθητικής, στη συνέχεια μου ήταν αδύνατο να προσθέσω έστω και μια σελίδα. Και όταν λέμε αισθητική, θέλουμε να κυριολεκτήσουμε. Άλλο η αισθητική και άλλο η κριτική και η ιστορία της τέχνης. Μπορεί οι δύο άλλες να είναι προϋπόθεση της πρώτης, αλλά το κείμενο μας, Τζιακομέτι: υπαρξιακή αγωνία ή οι κρίσιμες αντιθέσεις του μοντερνισμού θέλουμε συγχρόνως να είναι και ένα μανιφέστο αντορνικής αισθητικής. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον Αντόρνο, η αισθητική δεν διαλύεται μέσα σης άλλες δύο, ούτε αναπαράγει απλοϊκά τις θεωρήσεις τους, ούτε ακόμη λιγότερο είναι μία ατέλειωτη καταγραφή ή αφήγηση γεγονότων, καταστάσεων κ.α. Αντίθετα η αισθητική, και στην προκειμένη περίπτωση η αντίστοιχη αισθητική θεώρηση-θεωριτικοποίηση του έργου του Τζιακομέττι, είναι μία δύσκολη περίπτωση συμπύκνωσης νοημάτων, καταστάσεων των μορφών των έργων τέχνης. Και κυρίως η κριτική – αν όχι αρνητική – θεώρηση του περιεχομένου αλήθειάς του. Και ως τέτοια, η αισθητική είναι αυτόνομη και ως τέτοια αυτοδίκαια επιζητεί την αυτόαναφορικότητά της. Από την άλλη, για εμάς σήμερα, υπό τις κρατούσες συνθήκες του λόγου, του πνεύματος και τις γενικότερες πολιτισμικές συνθήκες, αισθητική, όπως και γενικότερα φιλοσοφία, σημαίνει συγκροτώ γραπτό, δηλαδή κείμενο: γραπτό λόγο και όχι προφορικό, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείεται εντελώς. Και πιο συγκεκριμένα, το να γράφω ένα αισθητικό δοκίμιο για τον Τζιακομέττι δεν είναι καταπίεση, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει ο Εντσενμπέργκερ. Ομιλώ δε για τον Τζιακομέττι και το έργο του συνεπάγεται, προφανώς, ότι ξαναβρίσκω τις πράγματι αρχικές απελευθερωτικές λειτουργίες που είχε η φιλοσοφία, συμφωνώντας σ’ αυτό το θέμα με τον Εντσεμπέργκερ. Σε τελική ανάλυση, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε εδώ, αν δεν διαμορφώσεις κείμενο (δοκίμιο, κυρίως, αλλά και μελέτη ή πραγματεία κ.λ.π.) αισθητικής, δεν μπορείς σήμερα να ισχυριστείς ότι κάνεις αισθητική συστηματικά. Και ακόμη καλύτερα: όσο πιο πολλά κείμενα αισθητικής διαμορφώνεις, τόσο πλησιάζεις τις απαιτήσεις της αισθητικής για την ανάδειξη του περιεχομένου της αλήθειας του έργου τέχνης, που συνήθως είναι κρυμμένο ή ακόμη και σκεπασμένο από πολλές και αλλεπάλληλες στρώσεις αλλοτρίωσης και πραγμοποίησης. Σε κάθε περίπτωση μόνο μέσω των γραφών και των ξαναγραφών, των γραφών σε παράταξη, είναι δυνατό να διαπεραστούν οι πολλές και οι αλλεπάλληλες στρώσεις της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης για να μπορέσουμε έτσι να φθάσουμε στο «περιεχόμενο αλήθειας» του έργου τέχνης, όπως έλεγε ο Μπένζαμιν και στην προκειμένη περίπτωση στο μοναδικό κριτικό και ανατρεπτικό περιεχόμενο του μεγάλου τζιακομεττικού έργου.
Αυτό το κείμενο όμως κινδύνευσε να μην τελειώσει ποτέ, γιατί στη διάρκεια των μαθημάτων μας στο Πανεπιστήμιο και παλαιότερα ( 1992-94) σε μια Σχολή γραφικών τεχνών, όταν αρχίζαμε να μιλάμε για τον Τζιακομέτι, πάντα κινδυνεύαμε να αναλώσουμε όλο το εξάμηνο μόνο και μόνο γι’ αυτόν, γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, είναι άλλο πράγμα το γράψιμο για τον Τζιακομέττι και άλλο προφορικά να αναλύεις το έργο, τις επιδράσεις, την εισφορά του κ.λπ. Και όπως ο Τζιακομέττι ήταν χειμαρρώδης στις διάφορες συνεντεύξεις του, έτσι κι εμείς, όταν μιλούμε γι’ αυτόν, όχι μόνο δεν σταματούμε εύκολα, αλλά και, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης των διαφόρων κειμένων μας, πολλά θέματα τα προσεγγίζουμε, εκτός των άλλων αναφορών και προκείμενων, είτε από την τζιακομεττική οπτική είτε για να φτάσουμε σε ένα τέτοιο σημείο ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε τον Τζιακομέττι. Με λίγα λόγια, η βίωση με εμμενή τρόπο της υπαρξιακής αγωνίας του Τζιακομέττι και του έργου του δεν είναι ούτε εύκολη ούτε μικρή υπόθεση: Σου αφήνει μερικά ανεξίτηλα σημάδια, σου προσδιορίζει την οπτική, την αντίληψη, τη θέαση ή ακόμη και τη θεώρηση: μετατρέπεται πλέον σε στάση ζωής. Ακόμη κι όταν καθίσεις στο τραπέζι του καφενείου το τασάκι, το φλιτζάνι του καφέ και τα τσιγάρα, δεν μπορεί παρά να προβληματίζεσαι την πιθανή διάταξη που θα έπαιρναν από τον Τζιακομέττι και, για την ακρίβεια, τις διατάξεις, γιατί τους άλλαζε συνέχεια θέση, όταν τα χαράματα μετά την εξαντλητική δουλειά ολόκληρης της νύχτας πήγαινε στο καφενείο της γειτονιάς να πιει τον καφέ του. Τα σχέδιά του, οι διαρκείς πειραματισμοί με την ύλη (και τα υλικά) μπαίνουν βαθιά, μέσα στη σκέψη και σου γίνονται πλέον ψυχο-πνευματικές ή ψυχο-διανοητικές εικόνες. Πηγαίνοντας και ο ίδιος στο καφενείο για να πάρεις μια ανάσα μετά από ώρες πάλης με το χαρτί και το μολύβι, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς: Άσε την αξιοθρήνητη ακαδημαϊκή και συντηρητική αισθητική της Ελλάδας − και όχι μόνο — στην τύχη της. Ο Τζιακομέττι ξεφεύγει από τα ψευδοσχήματα και τη διανοητική μικρο-εμβέλειά της. Εξάλλου καμία από τις «αυθεντίες» της δεν καταδέχτηκε –ευτυχώς — ν' ασχοληθεί μαζί του. Είναι οπωσδήποτε καλύτερα να αδιαφορήσει4 κάθε λογής σχολαστικός και ιντριγκαδόρος «καθηγητής». Στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη αδιαφορία, σύμφυτη εξάλλου με αυτή του Τζιακομέττι, συνιστά και μιας συγκεκριμένης μορφής αντίσταση σ’ αυτούς και συγχρόνως είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία, ειδικά στις σημερινές υποβαθμισμένες συνθήκες, πνευματικές και ιδεολογικές, της Ελλάδας, θεωρητικού λόγου και πρώτιστα αισθητικού. Τη νύχτα, αφού πάρεις έτσι μια βαθιά ανάσα, στοχαζόμενος και αναστοχαζόμενος την άθλια κατάσταση των αισθητικών ερευνών στην Ελλάδα σήμερα, την έλλειψη των πρωτοποριών και της γενικότερης υποχώρησης του κριτικού πνεύματος, συνέχισε πάλι τη τζιακομετικολογική σου έρευνα. Ποιος ξέρει, σε άλλα δέκα χρόνια οι λίγες αυτές σελίδες του κειμένου σου ίσως να διπλασιαστούν, ενώ αν ασχοληθείς με τους αισθητικούς βυζαντινιστές (και τους ακολούθους τους θεωρητικούς και υποκαλλιτέχνες του τίποτα) μπορεί και να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις για τον Τζιακομέττι (και γενικότερα για τη μοντέρνα τέχνη, την πρωτοπορία και την αισθητική), λόγω της πιθανής επίδρασής σου από το ψυχοπνευματικό AIDS που τους ταλαιπωρεί χρόνια τώρα και τους έχει οδηγήσει στην πιο βαριά πνευματική πάθηση — σχεδόν ανίατη — που υπάρχει: στην πνευματική στειρότητα.
Να σκέπτεσαι πάντα ότι μπροστά σου έχεις ένα πακτωλό δημιουργίας σχεδίων και γλυπτών του Τζιακομέτι, τα οποία ξεφεύγουν από κάθε προκατασκευασμένο σχήμα και ότι θέλεις χρόνια και χρόνια για να κατορθώσεις το μικρό εκείνο βήμα προς τη γνώση σε βάθος όλου του τζιακομετικού εγχειρήματος.
Και κάτι ακόμη: Μην μπεις ποτέ σε πανεπιστημιακή κλίμακα, όπως οι διαμεσολαβημένοι βυζαντινιστές, και οι οποίοι είναι κατά κανόνα «κήνσορες» του πολιτισμού, παρατρεχάμενοι κάθε εξουσίας, η θεσμική κυριαρχία των οποίων είναι σύμπτωμα, απόρια, ακριβώς, της κρίσης και των αδιεξόδων του μοντερνισμού στις τελευταίες δεκαετίες.
Να σκέπτεσαι ότι είναι πάντοτε καλύτερα να ασχοληθείς επί χρόνια με το ψάρεμα, όπως ο μεγάλος Μίμης Κοντός, αηδιασμένος από τον ανηλεή πόλεμο που του έκαναν οι διάφορες πανεπιστημιακές κλίκες των υποκαλλιτεχνών, των ψευδοθεωρητικών και των κάθε λογής διαμεσολαβημένων και εξαρτημένων, παρά με δαύτους. Και βέβαια να σκέπτεσαι πάντα ότι ο Τζιακομέττι πάλεψε ενάντια σε κατεστημένες αντιλήψεις, σε κριτικούς τέχνης, σε γκαλερί, σε κυκλώματα και σε γκουρού του μεγέθους, ακόμη και του Μπρετόν και στο τέλος έφτασε στην καθολικότητα και την παγκοσμιότητα. Εσύ γνωρίζεις ότι δεν θα φτάσεις ποτέ σ' αυτούς, αλλά είναι σίγουρα καλύτερα να περάσεις ώρες, ημέρες, μήνες, χρόνια με τον Τζιακομέττι και τη μελέτη του έργου του, παρά να διαθέσεις ένα δευτερόλεπτο από τη ζωή της πτωχής σου ύπαρξης για να ασχοληθείς με άθλιους λαθρεπιβάτες της τέχνης, της κουλτούρας και της αισθητικής. Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάς ότι, «η σκέψη συνιστά την ευτυχία ακόμη κι εκεί που προσδιορίζει τον πόνο καταγγέλοντάς τον. Μόνον έτσι η ευτυχία μπαίνει στην καρδιά του καθολικού πόνου. Αυτός που δεν αφήνει να χαθεί στον ίδιο η ευτυχία μπαίνει στην καρδιά του καθολικού πόνου. Αυτός που δεν αφήνει να χαθεί στον ίδιο η ευτυχία δεν αφήνεται στην συνθηκολόγηση»(Αντόρνο). Όπως ακριβώς και ο Τζιακομέττι, ο Σκλάβος, ο Σαραφιανός, ο Κοντός, ο Τούγιας και πολλοί άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της πρωτοπορίας5. Όσον αφορά δε μερικές καλλιτεχνικές ψευδοαυθεντίες που τζιακομεττίζουν προκλητικά, αντιγράφοντας τον Τζιακομέττι και άλλους μεγάλους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, παραποιώντας ή ακόμη και παραμορφώνοντας ή ακόμη και διαστρεβλώνοντάς τους, καλύτερα να μη μιλήσουμε. Είναι αξιοθρήνητες καταστάσεις, συμπτώματα αισθητικής και καλλιτεχνικής υπανάπτυξης. Επιβιώνουν δε ως αποτέλεσμα μικροπαραγοντισμού και συστηματικών δημοσίων σχέσεων. Πρόκειται για κλασική περίπτωση αναπαραγωγής του συστήματος, ή μιας ορισμένης μορφής διευρυμένης αναπαραγωγής του, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ακόμη και η κριτική αυτή της παθολογίας, κατά πως λέει ο Αντόρνο, κινδυνεύει να μπλέξει στα γρανάζια της αδιαφάγου πραγμοποίησης.
Εγώ, από την πλευρά μου, απλώς θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους όσοι πίστεψαν στην αξία της επιστημονικής εργασίας μου και με βοήθησαν και με στήριξαν ανάλογα με την περίπτωση. Λείπει όμως ο μέγας (μέγας ριζοσπάστης και μοντέρνος ζωγράφος, ο πρώτος μετά τον Σπυρόπουλο και το ίδιο μεγάλος άνθρωπος) Κοντός. Ας τον θυμόμαστε για πάντα. Δυστυχώς επιβιώνουν κατά κανόνα οι μικροί, οι ασήμαντοι, οι αντιγραφείς, οι ακολουθιστές, οι καρεκλοκένταυροι….
Συνέχισα, παρά τις αντιξοότητες που δημιουργεί το σύστημα, τις έρευνας μου, ειδικά όσον αφορά τον Τζιακομέττι, είδα δύο μεγάλες εκθέσεις των έργων του στο εξωτερικό, συνέχισα τις αναφορές σε αυτόν και στο μέγιστο, στο ανυπέρβλητο παράδειγμά του, και σε κάθε περίπτωση συνεχίζω τζιακομεττικά να διορθώνω τα χαρτιά, να αναδομώ κείμενα, να συγκροτώ και να δημοσιεύω βιβλία, ατομικά και συλλογικά. Η πάλη με το χαρτί και το μολύβι για εμένα είναι αέναη, μοντέρνα, μοντερνιστική: τζιακομεττική.
Μετά, τέλος, από νέα συστηματική διόρθωση με τη συστηματική συνεργασία γλωσσολόγου και επιμελήτριας, μπορούμε να πούμε ότι είναι ικανοποιητική η νέα έκδοση της εργασίας μου για τον Τζιακομέττι, στο Κριτική θεωρία της μοντέρνας τέχνης, Επίκεντρο, μέρος IIΙ. Και Σε κάθε περίπτωση συνεχίζουμε μοντέρνα, μοντερνιστικά, τζιακομεττικά την προετοιμασία νέων εκδόσεων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για ευκολία του αναγνώστη το επαναλαμβάνουμε: «Η μοναξιά... δεν σημαίνει μίζερη συνθήκη, αλλά μάλλον μυστική βασιλεία, βαθιά μη επικοινωνία, γνώση λιγότερο ή περισσότερο αμυδρή μιας απρόβλητης μοναδικότητας» .
2. Βλ. Β. Φιοραβάντες, Κριτική θεωρία της μοντέρνας τέχνης, Επίκεντρο. Μέρος II.
3. Παρένθεση, τ. 66.
4. Στη προκειμένη περίπτωση η αδιαφορία αυτή σύμφυτη εξάλλουμε αυτήν του Τζιακομέττι, συνιστά και μια συγκεκριμένης μορφής αντίσταση στους κάθε λογής μανταρίνους, και ειδικότερα σε αυτούς της τέχνης και της κουλτούρας. Συγχρόνως είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ειδικά στις σημερινές συνθήκες - πνευματικές και ιδεολογικές της Ελλάδας. Θεωρητικού λόγου και πρώτιστα αισθητικού, Βλ. για την τζακομεττική αδιαφορία, Β. Φιοραβάντες, Ιb. Σημ. 2, Μέρος III.
5. Όσον αφορά δε μερικές καλλιτεχνικές ψευδοαυθεντίες που τζιακομεττίζουν προκλητικά, αντιγράφοντας τον Τζιακομέττι και άλλους μεγάλους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, παραποιώντας ή ακόμη και παραμορφώνοντας ή ακόμη και διαστρεβλώνοντάς τους, καλύτερα να μη μιλήσουμε. Είναι αξιοθρήνητες καταστάσεις, συμπτώματα αισθητικής και καλλιτεχνικής υπανάπτυξης. Επιβιώνουν δε ως αποτέλεσμα μικροπαραγοντισμού και συστηματικών δημοσίων σχέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.