Α.
ΔΗΜΟΥ- ΤΖΑΒΑΡΑ
Το μάθημα της «φιλοσοφικής Οντολογίας
της Τέχνης» στο ΠΜΣ μιας Σχολής Καλών Τεχνών – Σκέψεις για τη σχέση τέχνης,
εκπαίδευσης και κοινωνίας
Μετά το 1990 κυρίως επικρατεί στην περιοχή της Τέχνης
η εξής κατάσταση: οι καλλιτεχνικές εξελίξεις κλονίζουν την αισθητική αντίληψη
της Τέχνης και καθιστούν την αναγνώριση
του έργου τέχνης αμφίβολη. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεν χρειάζεται ένα
αντικείμενο να έχει αισθητικές ιδιότητες για να είναι τέχνη.
Έκτοτε υπάρχει μια σύγχυση στην αντίληψη, τι είναι ένα
έργο τέχνης, πότε ένα αντικείμενο, μια κατασκευή γενικότερα ή μια performance μπορούν να χαρακτηρισθούν ως γνήσιες καλλιτεχνικές
δημιουργίες. Εφόσον επικρατεί αυτή η σύγχυση, πιστεύω, ότι είναι απαραίτητο να
υπάρχει ένας «μπούσουλας» για τους
φοιτητές μιας Σχολής Καλών Τεχνών – και πολύ περισσότερο για τους
μεταπτυχιακούς φοιτητές της- ούτως ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν με
μεγαλύτερη ευχέρεια (ή άνεση) ένα έργο τέχνης.
Προτείνεται, λοιπόν, να συμπεριλαμβάνεται σε ένα
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ως μάθημα «κορμού» το μάθημα «H φιλοσοφική Οντολογία της Τέχνης».
Θέλω να επισημάνω ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του « να
είναι» κάτι τέχνη και να γνωρίζει κάποιος αν κάτι είναι τέχνη ή όχι. Η «
φιλοσοφική Οντολογία της Τέχνης» περιλαμβάνει, ουσιαστικά, οτιδήποτε θεωρείται
ότι αξίζει να εκτίθεται σε ένα μεγάλο« εγκυκλοπαιδικό» μουσείο, και βέβαια να
δίνει λαβή ( στην περιοχή της Τέχνης πάντα) για την αντίστοιχη μελέτη και
ενασχόληση μαζί του.
Προτού εμφανισθεί η αισθητική σε μια συγκεκριμένη
κουλτούρα δεν είναι απαραίτητο να ξεχωρίζει αυτή η κουλτούρα ορισμένα
αντικείμενα ως εξειδικευμένα αισθητικά αντικείμενα- ως αντικείμενα δηλαδή που
συνδέονται αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό το ενδιαφέρον. Θα πρέπει όμως να
υπάρχει τουλάχιστον κάτι σαν αισθητικό ενδιαφέρον, που στρέφεται προς μερικά
αντικείμενα και όχι προς άλλα. Και χωρίς αμφιβολία η φιλοσοφία της τέχνης
προυποθέτει, ότι ο άνθρωπος έκανε από πολύ νωρίς μια προσπάθεια να ξεδιαλύνει
και να διευκρινίσει τη φύση αυτού του ενδιαφέροντος, ρωτώντας τι είναι αυτό που
κάνει μερικά αντικείμενα να είναι πολύτιμα μ’ αυτόν τον ιδιόμορφο τρόπο και
άλλα να μην είναι πολύτιμα.
Έτσι λοιπόν σε ότι αφορά τους απόφοιτους του ΠΜΣ μιας
Σχολής Καλών Τεχνών, πιστεύω ότι δεν
αρκούν μόνον οι πρακτικές, επιστημονικές και επιστημολογικές γνώσεις, αλλά
πρέπει να καλλιεργείται και το λεγόμενο αισθητικό κριτήριο.
Πάνω απ’ όλα όμως όταν εδώ γίνεται λόγος για αισθητικό κριτήριο, για το ‘αισθητικό αίσθημα’, εννοείται με τούτο το να
υπάρχει ένα υπόβαθρο μόρφωσης και εξοπλισμού βάσει του οποίου ένας απόφοιτος
του ΠΜΣ της Σχολής θα μπορεί να διακρίνει ένα έργο τέχνης από ένα μη έργο
τέχνης. Μιλάμε λοιπόν για ένα υπόβαθρο μόρφωσης που θα βοηθούσε οπωσδήποτε τον
φοιτητή- μάλιστα πρόκειται για μια αναβάθμιση στις σπουδές του που θα του
εξασφαλίζει συγχρόνως εμπιστοσύνη σε ό, τι αφορά τον χαρακτήρα των γνώσεών του,
ότι δηλαδή πρόκειται για γνώσεις που απέρρευσαν από δοκιμασμένες αρχές και θεωρίες.
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ένα
μεταπτυχιακό πρόγραμμα έχει ως κύριο χαρακτήρα του την «Επιμέλεια Εκθέσεων»,
ειδικά τότε, είναι απαραίτητη μια πιο ολοκληρωμένη εκπαίδευση των φοιτητών,
ούτως ώστε να προβαίνουν στις σωστές επιλογές, εάν τους ανατεθεί να επανδρὠσουν εξαρχής με έργα τέχνης ένα μουσείο ή ένα
επιλεγμένο τόπο έκθεσης.
Σε σχέση με τα προηγούμενα θέλω να
αναφέρω και τα εξής: το σύστημα τέχνη- μουσεία- γκαλερί- κριτικοί – συλλέκτες
όπως λειτουργεί σε όλες τις χώρες μερικές φορές εμφανίζεται προβληματικό γιατί
συχνότατα είναι προσανατολισμένο στην βεντετοποίηση των πιο αξιόλογων
καλλιτεχνών ή σε άλλους όχι οπωσδήποτε επιστημονικούς παράγοντες και σκοπούς (
π.χ. χρήμα, εξουσία). Με άλλα λόγια, είναι ένα πραγμοποιητικό σύστημα, το οποίο
από την φύση του εκτρέπει την τέχνη από την κοινωνική λειτουργία και
οργανικότητά της Όμως η σύλληψη και η δημιουργία ενός μουσείου ή μιας έκθεσης
έργων τέχνης, στο βαθμό που θα βασισθεί σε μερικά κριτήρια ποιότητας, στην
ανάδειξη της γνήσιας και αυτόνομης τέχνης, στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη
περιχαράκωσή του απέναντι στην εμπορευματοποίηση, μπορεί να δημιουργήσει μια
σημαντική καινοτομία στο προαναφερόμενο σύστημα. Είναι αναγκαίο να πρυτανεύουν
πάντα η ύπαρξη αισθητικού κριτηρίου, η ύπαρξη μεθοδολογίας σωστών επιλογών των
έργων, των καλλιτεχνών, και των ρευμάτων, και κυρίως η ύπαρξη μιας φιλοσοφίας
της όλης σύλληψης. Ένα μουσείο θα πρέπει να γίνει πρώτιστα αντιληπτό ως ένας
ερευνητικός οργανισμός στην ποιοτική προβολή και πρόσληψη της Τέχνης, και όχι
στην επετειακή ή την εικονολογική ή την δημοσιοσχεσίτικη κ.λπ. προβολή της.
Επίσης θα ήθελα να αναφέρω ότι στις
αρχές του 1980 και μετά άρχισε να δημιουργείται ένας σημαντικότατος αριθμός
μουσείων. Ενώ η δημιουργία και η δημιουργικότητα της τέχνης υποχωρούσε, ο
αριθμός των νέων μουσείων που δημιουργήθηκαν είναι πρωτόγνωρος για όλη την
ιστορία. Συχνότατα όμως η ίδρυση και η λειτουργία του μουσείου αναφέρεται
περισσότερο στην διάχυση του πολιτισμικού προιόντος παρά στην δημιουργία έργου
τέχνης πρωτότυπου, πρωτοποριακού. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι πώς θα
συμφιλιωθούν μουσείο και πρωτοπορία, πώς θα συνδεθεί η παιδεία που πρέπει
απαραίτητα να δημιουργεί το μουσείο και η δημιουργικότητα.
Επιπρόσθετα θέλω να τονίσω εδώ πως σε
ό,τι αφορά ειδικότερα την Αισθητική, τούτη έχει ένα συγκεντρωτικό χαρακτήρα,
επειδή όχι μόνον αναλύει τα καλλιτεχνήματα, αλλά και περιλαμβάνει αισθητικές
θεωρίες, εμβαθύνει στις αισθητικές εμπειρίες.
Η Αισθητική είναι συνήθως ένα άλλο όνομα
για την αποκαλούμενη ‘φιλοσοφία της τέχνης’∙ τούτη στοχάζεται όχι μόνο αυτό που
υπάρχει, αλλά και αυτό που θα μπορούσε να υπάρχει. Δηλαδή αποτελεί μια
στοχαστική ματιά με π ρ ο ο π τ ι κ ή, μια ματιά που μπορεί να δ ι α β λ έ π ε ι. Για την Ψυχολογία της
Τέχνης, την Κοινωνιολογία της Τέχνης,
την Πολιτική Ανάλυση της Τέχνης και για την Ιστορία της Τέχνης μπορεί να
ειπωθεί ότι η Αισθητική αποτελεί την φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή μ ή τ ρ α όλων αυτών
των επιστημών.
Οι ιστορικοί της τέχνης, έχοντας προσεγγίσει τα
τελευταία χρόνια την τέχνη πρωτίστως από κοινωνική και πολιτική σκοπιά, αρχίζουν
σήμερα να επανεκτιμούν όλο και περισσότερο τον ρόλο της αισθητικής.
Μια επανεκτίμηση του ρόλου της αισθητικής και η
επίδραση που μια αναβάθμιση της αισθητικής θα είχε στην ιστορία της τέχνης θα
μπορούσε να είναι σημαντική.
Η αισθητική διάσταση στην ανάλυση των έργων τέχνης
έχει γίνει περιθωριακή, με αποτέλεσμα να παραβλέπεται, ή ακόμα και να
αγνοείται, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της αισθητικής στην τέχνη, αλλά και
γενικότερα ο ρόλος της τέχνης στην ανθρώπινη εμπειρία. Ποιες είναι οι αναγκαίες
και επαρκείς προυποθέσεις για να θεωρηθεί κάτι έργο τέχνης;
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η τέχνη της εποχής μας –
όπως άλλωστε, και η τέχνη όλων των εποχών γενικότερα- έχει κύρια επιδίωξή της
να αποτελέσει αισθητική εμπειρία. Από την άλλη, υπάρχει αναμφίβολα ένα
αισθητικό στοιχείο σε μεγάλο μέρος της παραδοσιακής τέχνης, όπως και σε κάποια
έργα τέχνης της εποχής μας. Ωστόσο θα ήταν μια ριζική τομή στην καλλιτεχνική
πρακτική αν η αισθητική εμπειρία μετατρεπόταν σταδιακά σε «ουσία» και σκοπό της
τέχνης∙ κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με επανάσταση.
Η ιστορία της τέχνης, με το να στρέφει την προσοχή της
στην αισθητική, προσεγγίζει ουσιαστικά το πώς η τέχνη, με όρους πολιτικούς,
κοινωνικούς, οικονομικούς ή άλλους, επιτυγχάνει τους στόχους της. Εν ολίγοις, η
επαναξιολόγηση της αισθητικής μπορεί να μας μάθει πράγματα που αξίζει κάποιος
να ξέρει, τόσο για την τέχνη( ανεξάρτητα από την όποια προσέγγισή μας) όσο και
για τον κόσμο.
Εν κατακλείδι θέλω να τονίσω, ότι το να αντιμετωπίζει
κάποιος την Αισθητική σαν έναν επιστημονικό τομέα που θα μπορούσε να λείπει από τον βασικό
κορμό του μεταπτυχιακού προγράμματος μιας Σχολής Καλών Τεχνών, μόνον και μόνον
επειδή κάποιοι προσκολλώνται στις κανονιστικές ρυθμίσεις ενός παλιού και ξεπερασμένου
από την πραγματικότητα περιεχομένου ενός ΦΕΚ, αυτό δείχνει στείρα αντιμετώπιση
και «στενοκεφαλιά» που βεβαίως δεν αποτελούν προσόντα, όταν συνιστούν την στάση
και τον τρόπο σκέψης πανεπιστημιακών δασκάλων.
Εδώ θα καταθέσω και τις ακόλουθες απόψεις:
Άλλο πράγμα η τέχνη και άλλο η πολιτισμική
πρακτική.
Με αυτά τα
δεδομένα, η σύγχρονη και κριτική πολιτισμική θεωρία αναδεικνύεται σε
διεπιστημονικό αντικείμενο με αναφορές στην κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία της
τέχνης και του πολιτισμού, στα προβλήματα μεθοδολογίας των ανθρωπιστικών
επιστημών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η σύγχρονη σκέψη πρέπει να έχει μια
σφαιρική πολιτισμική θεώρηση.
Ο Γκολντμάν έγραψε, ότι η φιλοσοφία της τέχνης, όπως είπε
και ο Λούκατς σε ένα βιβλίο που εμφανίστηκε το 1910, συνιστά «μορφές»,
δηλαδή εκφράσεις ορισμένων κοσμοθεωρήσεων, ορισμένων τρόπων αίσθησης του
ανθρώπου και του σύμπαντος, που η αξία τους δεν έγκειται μόνον στο στοιχείο της
αλήθειας, το οποίο συνεισφέρουν, αλλά επίσης στην συνέπεια, με την οποία
εκφράζουν αυτή τη θέση.
Η αλλοτρίωση η τεχνολογική, η οποία με την αφάνταστη
εξωθητική δύναμη της νεοδημιουργημένης πληροφορικής τείνει να τεχνολογήσει κάθε
είδους τέχνη, σκέψη και κουλτούρα, σε αυτόν τον κίνδυνο μόνον η κριτική σκέψη
μπορεί να χρησιμεύσει ως σωσίβιο.
Πρέπει να αλλάξει η αρρωστημένη τάση για
ορθολογικότητα, αλλά αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα του πολιτισμού. Ο
πολιτισμός δηλαδή έχει γίνει η σύγχρονη ολότητα στο
εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται όλες οι αντιθέσεις. Χρειάζεται λοιπόν ένα
νέο κριτικό σχέδιο. Να υπάρχει κριτική των θεσμών (μουσείων).
Η ιδεολογική κριτική στοχεύοντας στην ολότητα, ή
τουλάχιστον σε μια ολιστική αντίληψη, μεθοδεύει τις παρεμβάσεις της σε πολλά
επίπεδα άλλοτε συγχρόνως και άλλοτε παράλληλα ( συγχρονία και διαχρονία):
πολιτικό , αισθητικό , κριτική της τέχνης και της κοινωνίας. «Η ιδεολογική όμως ανάλυση του
καλλιτεχνικού έργου, αν και πρέπει να τοποθετείται πάντοτε σε σχέση με τις
σύγχρονες συζητήσεις, αυτονομείται και αναδεικνύει τις βαθύτερες τάσεις και
δομές της σκέψης, της τέχνης,της ιδεολογίας, της κουλτούρας και της κοινωνίας.
Με το τρόπο αυτό αναδεικνύεται μια
βαθύτερη διαλεκτική σύνδεση της κίνησης της τέχνης με το π ο λ ι τ ι σμικό
γίγνεσθαι, της αισθητικής με τη σύγχρονη πολιτισμική θεωρία.
Βαθύτερος δε λόγος αυτής της σύνδεσης είναι, σύμφωνα
με τον Ουίλιαμς, το γεγονός ότι και η μεγάλης κλίμακας καπιταλιστική οικονομική
δραστηριότητα και η πολιτισμική παραγωγή είναι πια αξεχώριστες»[1].
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι άλλο πράγμα είναι
η τέχνη και η Αισθητική και άλλο πράγμα είναι ο πολιτισμός , τα πολιτισμικά
δεδομένα· ο πολιτισμός είναι μια ολότητα που περικλείει και τα πολιτικά,
κοινωνικά , οικονομικά και την τέχνη. Η τέχνη είναι ένας τομέας του πολιτισμού,
τον οποίο διαπραγματεύεται μόνον η φιλοσοφία και η ιστορία της τέχνης. Το να
λεει κάποιος ότι δεν χρειαζόμαστε την φιλοσοφία της τέχνης , γιατί αυτές οι
σπουδές υπερκαλύπτονται από άλλα μαθήματα που έχουν σχέση με τον πολιτισμό,
αυτό είναι λάθος, γιατί ο πολιτισμός είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Σε μια σχολή
Καλών τεχνών δεν μπορεί να απουσιάζει από το πρόγραμμά της ένα μάθημα που
ασχολείται στενότερα με την τέχνη και αντίθετα να υπάρχουν μαθήματα γενικά
πολιτιστικά ή πολιτισμικά.
Φανταστείτε ότι
κάποιος οργανώνει μια έκθεση για να προπαγανδίσει πράγματα ή ιδέες από τα οποία
θα έχει ο ίδιος οφέλη και ας πούμε ότι το κάνει αυτό με πρόφαση την τέχνη. Σε
αυτήν την περίπτωση πρέπει οι επιμελητές εκθέσεων να έχουν καλό υπόστρωμα
σπουδών για να ξεχωρίσουν τι προωθεί σε μια τέτοια περίπτωση την τέχνη και τι
όχι.
Η Αισθητική αφορά τις «μορφές» και όχι τα δρώμενα, τα
γεγονότα. Ο Πολιτισμός έχει να κάνει περισσότερο με γεγονότα, με εκδηλώσεις. Η
Αισθητική έχει να κάνει με τις μορφικές επιρροές μας. Σε ένα ΠΜΣ πρέπει να
υπάρχει η καθοδηγητική λογική αισθητικών ρευμάτων ή αισθητικών πρακτικών, που
θα διέπει το σκεπτικό βάσει του οποίου γίνεται η συνάρθρωση των επιστημονικών
πεδίων.
« Από την άλλη,
η ύπαρξη ενός ισχυρού ρεύματος θα επηρέαζε καθοριστικά την όλη σύλληψη του
μουσείου, η δημιουργία του οποίου θα ήταν φυσική, κατά κάποιο τρόπο, προέκταση
του ρεύματος· ένα βήμα παραπέρα στο όλο πολιτιστικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.»[2] Ένα
μουσείο πρέπει να είναι φορέας της πολιτιστικής αναβάθμισης και ανάπτυξης της
χώρας. Η Αισθητική έχει να κάνει με τη μόρφωσή μας σχετικά με τις μορφές. Ο
Πολιτισμός από την άλλη είναι περισσότερο κάτι σαν μια ολότητα, τα περιλαμβάνει
κατά κάποιο τρόπο όλα: καταγράφει συνήθειες, έθιμα, ήθη, πρακτικές
συμπεριφορών, έργα τέχνης, τρόπους ομιλίας, τρόπους λειτουργίας που δεν
αποκλείεται να συνιστούν και καθημερινές
πράξεις. Όλα αυτά όμως δεν είναι απαραίτητα Αισθητική. Ο Πολιτισμός τα
περιλαμβάνει όλα αυτά. Τα καταγράφει, τα παρουσιάζει όταν πρέπει. Η Φιλοσοφία
της τέχνης τα ερμηνεύει.
Η τάξη πρέπει να είναι για τους φοιτητές εργαστήριο
ιδεών και όχι ένας μηχανισμός
αποθήκευσης ξερών γνώσεων σύμφωνα με νεκρά πρότυπα.
Μια πολιτική αλλαγή πρέπει να συνοδεύεται πάντα από
μια αντίστοιχη πολιτισμική.
Η διαΦΟΡΆ Της αισθητικής ως φιλοσοφικής
προσέγγισης από την αισθητική
όταν σχετίζεται άμεσα με την σύγχρονη τέχνη είναι ότι η δεύτερη δικαιώνεται, ή
όχι, από τους καλλιτέχνες που υποστηρίζει. Αν οι καλλιτέχνες που υποστηρίζει
μια σύγχρονη αισθητική δικαιώνουν με το έργο τους την θεωρία τότε και η
αισθητική θα δικαιωθεί. Διαφορετικά είναι διαδικασία εξωγενής προς την τέχνη.
Και η Τέχνη είναι ένας Άλλος στον οποίο οφείλεται η απόσταση που θα του
επιτρέψει να αναπτυχθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα επανέλθουμε σε μια αυτόνομη
διάσταση της καλλιτεχνικής πρακτικής. Ούτε όμως είναι σωστό να σχηματίζουμε
εικαστικά έργα- εικονογραφήσεις φιλοσοφικών ή πιο ειδικά αισθητικών θεωριών.
Το πιο σημαντικό στοιχείο της τέχνης του μοντερνισμού,
είναι η σχέση της τέχνης με την κοινωνία.
« Η αντίληψη περί τοπικού στον αισθητικό χώρο
συνδυάστηκε στη δεκαετία του ΄80 από την εμφάνιση και ανάπτυξη μιας
τοπικιστικής ή περιφερειακής (regionale-
ρεζιοναλιστικής) αντίληψης και στον πολιτικό αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Οι
αισθητικές αντιλήψεις, ως γνωστόν, δεν είναι ποτέ ξεκομμένες από το γενικότερο
πολιτικό- κοινωνικό- ιδεολογικό κλίμα.»[3] Στη
δεκαετία του ΄80, που υπήρχε αποσύνθεση των θεωρητικών κατακτήσεων και ανάπτυξη
των ιδιαιτεροτήτων, των τοπικισμών, των εθνικισμών, αυτή η αντίληψη της
θεωρητικοποίησης του τοπικού στην τέχνη, συνδέθηκε και με μια αντίληψη περί
τοπικού και στην πολιτική. «Αποτέλεσμα αυτής της θεωρητικοποίησης είναι ως ένα
βαθμό αυτά που βλέπουμε σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης: εθνικιστικές εξεγέρσεις,
ρατσιστική βία, νεοναζί κτλ., στο όνομα του μερικού, του ειδικού, της διαφοράς
και της περιβόητης ταυτότητας.»[4]
Η πολιτιστική πολιτική κατά κανόνα αντιμετωπίζεται
εμπειρικά ή και εμπειριστικά. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι θεωρητικές προκείμενες
του προβλήματος.
Παλιότερα προωθήθηκε το μοντέλο συστηματικής βοήθειας
και διαφήμισης των ιδιωτικών πολιτιστικών φορέων, εμπορευματοποίησης μέχρι
παροξυσμού της τέχνης (π.χ. η Εθνική πινακοθήκη μετατράπηκε σε εμπορευματικό
ίδρυμα μ’ επίφαση την τέχνη). …. Οι βιομήχανοι και οι έμποροι απορρυπαντικών,
σαπουνόπερων τηλεοπτικής και άλλης υποκουλτούρας καθώς και άλλων ‘ευγενών
προιόντων’ δεν είναι δυνατόν να υπαγορεύουν την πολιτιστική πολιτική που πρέπει
να ακολουθηθεί. Επίσης υπάρχει η απολιτιστική τεχνοκρατία σε επίπεδο
κυβερνήσεων και θεσμών. Η γενική παραδοχή από την οποία πρέπει να ξεκινά αυτή η
πολιτική είναι ότι η τέχνη και η κουλτούρα ορίζονται ως μια κατά βάση
αντιαλλοτριωτική πρακτική, μια πρακτική ανάδειξης και συνειδητοποίησης του
κοινωνικού προβλήματος. Χρειάζεται η ενεργητική συμμετοχή των πολιτών…
Πρέπει να γίνει ένας επαναπροσδιορισμός της
πολιτιστικής πολιτικής[5].
Ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κρίσης, επιβάλλεται η
διαμόρφωση μιας θεληματικής πολιτιστικής πολιτικής, χωρίς βέβαια και να
θεωρητικοποιείται ο άκρατος κρατισμός.
Με την πρόσφατη κρίση η κουλτούρα προοδευτικά
αποκόπηκε από τον κόσμο, ενώ θα πρέπει να επιζητούσε πάντοτε τη σύνδεση της
πολιτιστικής πολιτικής με την κοινωνία[6]. Το
πιο βασικό όμως ρεύμα, είναι η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Αισθητική της
Σχολής αυτής, η οποία ξεκινά από την θέση που δεν έχουν άλλες σχολές, ότι
δηλαδή από την
τέχνη πάμε προς την κουλτούρα, και όχι από την κοινωνία.
Βέβαια , υπονοείται οτι η σχέση με την κοινωνία είναι άρρητη. Γι’ αυτό
προσεγγίζουμε την κοινωνία μέσα από την μελέτη της τέχνης.
ΤΕΧΝΗ σημαίνει δημιουργία μορφών.
Η μοντέρνα τέχνη έχει κάνει συνειδητά την
προσπάθεια για δημιουργία ενός περιεχομένου. Αυτή έχει ένα κοινωνιολογικό και συγχρόνως ένα
φιλοσοφικό περιεχόμενο. Μοντέρνα τέχνη, μοντέρνες καλλιτεχνικές μορφές
σημαίνουν συγχρόνως ένα κοινωνιολογικό και ένα φιλοσοφικό- θεωρητικό περιεχόμενο. Είναι ένα καλλιτεχνικό και
αισθητικό φαινόμενο που η φύση του συνίσταται στην διαρκή ανανέωση των
ρευμάτων, στην αλληλοδιαδοχή και στην εξέλιξή τους[7]. Όμως
έχουμε να κάνουμε με την εξέλιξη και τη διαφοροποίηση διαφόρων κοινωνικών
περιεχομένων και των αντίστοιχων περιεχομένων αλήθειας. Κάθε νέος καλλιτέχνης
καθώς και κάθε νέο ρεύμα που αναδεικνύονται προσδίδουν στο έργο τέχνης άλλες
διαστάσεις: ένα νέο κριτικό περιεχόμενο.
Στην ιστορία της τέχνης παίζουν κεντρικό ρόλο οι
έννοιες της ολότητας και της θεώρησης του κόσμου. Διαφορετικά η ιστορία, και
πιο συγκεκριμένα η ιστορία της τέχνης (η οποία δεν θα πρέπει να ξεχνιέται ότι,
αφετηριακά τουλάχιστον είναι μια ιστορία των μορφών) ξεπέφτει
σε μια απλή και ασύνδετη άρα και χωρίς νόημα
απαρίθμηση τάσεων, ρευμάτων, γεγονότων (δηλ. ξεπέφτει
σε μια ανούσια ιστοριογραφία), γεγονοτολογία.
Το διαλεκτικό ή σύνθετο μοντέλο της ιστορίας της
τέχνης στηρίζεται στη κριτική θεωρητικοποίηση της αλλοτρίωσης και της
πραγμοποίησης μέσα από την ενσωμάτωση κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών εννοιών-
συνιστωσών- εκφράσεων του ιστορικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι[8].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.