Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

By Douglas Kellner: HERBERT MARCUSE (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Από τον Douglas Kellner

ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΜΑΡΚΟΥΖΕ (HERBERT MARCUSE)
Μετάφραση: Χρ. Μήτρακα
Διόρθωση: Ε. Κώνστα

O Χέρμπερτ Μαρκούζε απέκτησε παγκόσμια φήμη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ως φιλόσοφος, θεωρητικός της κοινωνιολογίας, καθώς και πολιτικός ακτιβιστής, ενώ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θεωρείται «ο πατέρας της Νέας Αριστεράς». Καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων, ο Μαρκούζε απέκτησε κακή φήμη, όταν άρχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή ως υπερασπιστής της «Νέας Αριστεράς» στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Με τη θεωρία του για τη «μονοδιάστατη» κοινωνία ασκούσε έντονη κριτική στις σύγχρονες καπιταλιστικές και κρατικο-κομμουνιστικές κοινωνίες και με την έννοια της «μεγάλης άρνησης» κέρδισε τη φήμη του θεωρητικού της επαναστατικής αλλαγής και της «απελευθέρωσης από την κοινωνία της αφθονίας». Έγινε, έτσι, ένας από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και 1970, ενώ η συμβολή του στη φιλοσοφία παραμένει αξιομνημόνευτη. Στο σημείο αυτό θα προσπαθήσω να συγκεκριμενοποιήσω τις συνεισφορές του Marcuse στη σύγχρονη φιλοσοφία και τη θέση του στην αφήγηση της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.

Χάιντεγκερ, Μαρξισμός και Φιλοσοφία 
Ο Μαρκούζε, γεννήθηκε το 1898 στο Βερολίνο και αφότου πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων, πήγε στο Φράιμπουργκ για να συνεχίσει τις σπουδές του. Μετά την απονομή του διδακτορικού του τίτλου στη λογοτεχνία το 1922 και τη σύντομη καριέρα του ως βιβλιοπώλη στο Βερολίνο, επέστρεψε στο Φράιμπουργκ το 1928 για να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Martin Χάιντεγκερ, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς στοχαστές στη Γερμανία. Το πρώτο δημοσιευμένο άρθρο του Μαρκούζε το 1928 αποτελεί μια σύνθεση των φιλοσοφικών προοπτικών της φαινομενολογίας, του υπαρξισμού και του μαρξισμού, μια σύνθεση η οποία δεκαετίες αργότερα θα εμφανιστεί και πάλι στους  διάφορους «υπαρξιακούς» και «φαινομενολογικούς» μαρξιστές, όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) και  ο Μαρί Μερλώ–Ποντύ (Maurice Merleau-Ponty), καθώς και σε Αμερικανούς φοιτητές και διανοούμενους της Νέας Αριστεράς.
Ο Μαρκούζε υποστήριξε ότι ένα μεγάλο μέρος της μαρξιστικής σκέψης είχε εκφυλιστεί σε μία άκαμπτη ορθοδοξία και επομένως, χρειαζόταν τις συμπαγείς εμπειρίες ζωής και τις «φαινομενολογικές» εμπειρίες για να αναζωογονηθεί η θεωρία. Την ίδια στιγμή, ο Μαρκούζε πίστευε ότι ο μαρξισμός παραμελούσε το πρόβλημα του ατόμου, και σε όλη του τη ζωή τον απασχόλησε η ατομική ελευθερία και ευημερία, πέρα από τον κοινωνικό μετασχηματισμό, και τις δυνατότητες της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.
Ο Μαρκούζε συνέχισε να πιστεύει καθ 'όλη τη ζωή του, ότι ο Χάιντεγκερ ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλος και στοχαστής που είχε συναντήσει ποτέ. Στα αρχεία του Μαρκούζε περιλαμβάνεται το σύνολο των σημειώσεων των μαθημάτων του από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι που εγκατέλειψε το Frieburg το 1933. Τα έγγραφα αυτά τεκμηριώνουν το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ καθώς και την αφοσίωσή του στις διαλέξεις του. Ωστόσο, ο Μαρκούζε ήταν εξαιρετικά απογοητευμένος με τις πολιτικές πεποιθήσεις του Χάιντεγκερ σχετικά με τον εθνικοσοσιαλισμό. Ολοκληρώνοντας την «Habilitations Dissertation» στην Οντολογία του Χέγκελ και στη θεωρία της ιστορικότητας, αποφάσισε να αφήσει το Φράιμπουργκ το 1933 για να γίνει μέλος του Institut fur Sozialforschung (Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών), το οποίο είχε την έδρα του στη Φρανκφούρτη, αλλά σύντομα θα άνοιγε παραρτήματα στη Γενεύη και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, στα οποία αργότερα θα γινόταν μέλος ο Μαρκούζε.
Η μελέτη του πάνω στην Οντολογία του Χέγκελ και στην Θεωρία της ιστορικότητας (1932) συνέβαλε στη γενικότερη επανακάλυψη του Χέγκελ, η οποία λάμβανε χώρα στην Ευρώπη, τονίζοντας τη σημασία της χεγκελιανής οντολογίας στη ζωή και στην ιστορία, καθώς και την ιδεαλιστική θεωρία του πνεύματος και της διαλεκτικής του. Επιπλέον, ο Μαρκούζε δημοσίευσε το 1933 την πρώτη σημαντική επανεξέταση του έργου, που μόλις είχε δημοσιεύσει ο Μαρξ «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844». Η επανεξέταση είχε σκοπό να αναθεωρήσει τις ερμηνείες του μαρξισμού μέσα από τις αρχές του ίδιου του Μαρξ και από τη σκοπιά των έργων του. Αποδείχθηκε, έτσι, πως ο Μαρκούζε ήταν είναι ένας οξύνους μαθητής της  φιλοσοφίας στη Γερμανία και αναδείχτηκε ως ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους θεωρητικούς της γενιάς του.

Κριτική Θεωρία της Κοινωνίας
Ως μέλος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, ο Μαρκούζε σύντομα ασχολήθηκε επισταμένα με τα διεπιστημονικά έργα του, που επικεντρώνονταν στην εκπόνηση ενός μοντέλου κριτικής της κοινωνικής θεωρίας, την ανάπτυξη μιας θεωρίας της νέας μορφής του κράτους και του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τη διατύπωση των σχέσεων μεταξύ φιλοσοφίας, κοινωνικής θεωρίας και πολιτισμικής κριτικής, και την παροχή μιας συστηματικής ανάλυσης και κριτικής του γερμανικού φασισμού. Ο Μαρκούζε ταυτίστηκε βαθιά με την «Κριτική Θεωρία» του Ινστιτούτου και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν κοντά στον Χορχάιμερ, τον Αντόρνο, και σε άλλους που ανήκαν στον κύκλο του Ινστιτούτου.
Το 1934, ο Μαρκούζε – ως ριζοσπάστης γερμανοεβραίος – ξέφυγε από τον ναζισμό μεταναστεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του. Το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του πρόσφερε αναγνώριση και έναν ακαδημαϊκό δεσμό με το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, όπου ο Μαρκούζε εργάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές του 1940. Στο πρώτο μεγάλο του έργο στην αγγλική γλώσσα, Λόγος και Επανάσταση (1941), ανιχνεύεται η γένεση των ιδεών του Χέγκελ, του Μαρξ, και της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας. Απέδειξε τις ομοιότητες μεταξύ του Χέγκελ και του Μαρξ, και εισήγαγε πολλούς αγγλόφωνους αναγνώστες στην χεγελιανή-μαρξιστική παράδοση της διαλεκτικής σκέψης και της κοινωνικής ανάλυσης. Το κείμενό του συνεχίζει να είναι μία από τις καλύτερες εισαγωγές στον Χέγκελ και τον Μαρξ και μία από τις καλύτερες αναλύσεις των κατηγοριών και των μεθόδων της διαλεκτικής σκέψης.
Το 1941 ο Μαρκούζε εντάχθηκε στο OSS (Γραφείο των Μυστικών Υπηρεσιών) και στη συνέχεια εργάστηκε στο State Department και έγινε ο επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου της Ευρώπης μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αφού υπηρέτησε την κυβέρνηση των ΗΠΑ από το 1941 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, για την οποία ο Μαρκούζε ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι είχε ως κίνητρο την επιθυμία να αγωνιστεί ενάντια στο φασισμό, επέστρεψε στο πνευματικό έργο και δημοσίευσε το Έρως και Πολιτισμός το 1955, με το οποίο επιχείρησε μια τολμηρή σύνθεση των Μαρξ και ο Φρόιντ, και σκιαγράφησε τα περιγράμματα μιας μη-κατασταλτικής κοινωνίας. Ενώ ο Φρόιντ στο έργο του Πολιτισμός και Ασυνέχειες επιχειρηματολογούσε ότι ο πολιτισμός αναπόφευκτα εμπλέκεται στην καταστολή και τη δυστυχία, ο Μαρκούζε υποστήριζε ότι άλλα στοιχεία στη θεωρία του Φρόιντ παρουσίαζαν το ασυνείδητο να περιέχει ένδειξη μιας ενστικτώδους κίνησης προς την ευτυχία και την ελευθερία. Αυτή η ένδειξη είναι εμφανής, πρότεινε ο Μαρκούζε, στις ονειροπολήσεις, στα έργα τέχνης, στη φιλοσοφία, και σε άλλα πολιτιστικά προϊόντα. Με βάση αυτή την ανάγνωση του Φρόιντ και τη μελέτη μιας απελευθερωτικής παράδοσης της φιλοσοφίας και του πολιτισμού, ο Μαρκούζε σκιαγράφησε το περίγραμμα ενός μη κατασταλτικού πολιτισμού που θα περιελάμβανε τη λιμπιντική και μη-αλλοτριωμένη εργασία, το παιχνίδι, την ελεύθερη και ανοιχτή σεξουαλικότητα και την παραγωγή μιας κοινωνίας και μιας κουλτούρας, η οποία θα προωθούσε την ελευθερία και την ευτυχία. Το όραμά του για την απελευθέρωση αντιπροσώπευε πολλές από τις αξίες της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 και βοήθησε τον Μαρκούζε να αποτελέσει μια σημαντική πνευματική και πολιτική επιρροή κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας.
Ο Μαρκούζε υποστήριξε ότι η σημερινή οργάνωση της κοινωνίας παράγει "πλεονάζουσα καταπίεση», επιβάλλοντας κοινωνικά αχρείαστες εργασίες, περιττούς περιορισμούς για τη σεξουαλικότητα, και ένα κοινωνικό σύστημα οργανωμένο γύρω από το κέρδος και την εκμετάλλευση. Υπό το πρίσμα της εξάλειψης της μοναδικότητας και τις προοπτικές για την αύξηση της αφθονίας, ο Μαρκούζε αναζητούσε το τέλος της καταπίεσης και τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας. Με τη ριζοσπαστική κριτική του για την υπάρχουσα κοινωνία και τις αξίες της, και την αναζήτησή του για έναν μη-κατασταλτικό πολιτισμό, προκάλεσε μια διαμάχη με τον πρώην συνάδελφό του Έριχ Φρομ που τον κατηγόρησε για "μηδενισμό" (προς τις υφιστάμενες αξίες και κοινωνίες) και ανεύθυνο ηδονισμό. Ο Μαρκούζε είχε προηγουμένως επιτεθεί στον Φρομ για υπερβολική «συμμόρφωση» και «ιδεαλισμό», και επανέλαβε αυτές τις «κατηγορίες» στις πολεμικές-καυστικές συζητήσεις για την εργασία του μετά τη δημοσίευση του κειμένου Έρως και Πολιτισμός όπου συζητήθηκε καυστικά η χρήση του Φρόιντ από τον Μαρκούζε, η κριτική του για τον υπάρχοντα πολιτισμό, και οι προτάσεις του για μια εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας και της κουλτούρας.
Το 1958, ο Μαρκούζε έλαβε τακτική θέση στο Πανεπιστήμιο Brandeis και έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή και σημαίνοντα μέλη του διδακτικού προσωπικού. Κατά τη διάρκεια της περιόδου του κυβερνητικού του έργου, ο Μαρκούζε είχε εξειδικευτεί στον φασισμό και τον κομμουνισμό, και δημοσίευσε μια κριτική μελέτη της Σοβιετικής Ένωσης το 1958 (Σοβιετικός Μαρξισμός), η οποία έσπασε τα ταμπού στους κύκλους του μιλώντας κριτικά για την ΕΣΣΔ και το σοβιετικό κομμουνισμό. Ενώ προσπαθούσε να αναπτύξει μια πολύπλευρη ανάλυση της ΕΣΣΔ, ο Μαρκούζε εστίασε την κριτική του στη σοβιετική γραφειοκρατία, τον πολιτισμό, τις αξίες, και τις διαφορές μεταξύ της μαρξικής θεωρίας και της σοβιετικής εκδοχής του μαρξισμού. Αποστασιοποιούμενος από εκείνους που ερμήνευσαν τον σοβιετικό κομμουνισμό ως ένα γραφειοκρατικό σύστημα ανίκανο μεταρρυθμίσεων και εκδημοκρατισμού, ο Μαρκούζε επισήμανε στις πιθανές "απελευθερωτικές τάσεις", οι οποίες θα εξομάλυναν τη σταλινική γραφειοκρατία, που όντως τελικά υλοποιήθηκαν το 1980 στο πλαίσιο του προγράμματος για διαφάνεια του Γκορμπατσόφ.
Στη συνέχεια, ο Μαρκούζε δημοσίευσε μια ευρεία κριτική τόσο των προχωρημένων καπιταλιστικών όσο και των κομμουνιστικών κοινωνιών στο Μονοδιάστατος Άνθρωπος (1964). Με  το βιβλίο αυτό σχηματίστηκε η θεωρία της παρακμής του επαναστατικού δυναμικού στις καπιταλιστικές κοινωνίες και την ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικού ελέγχου. Ο Μαρκούζε υποστήριζε ότι «η προηγμένη βιομηχανική κοινωνία»,  δημιουργούσε ψεύτικες ανάγκες, καθώς και ενσωμάτωση των ατόμων στο υπάρχον σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης.  Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο πολιτισμός, οι διαφημίσεις, η βιομηχανική διαχείριση, και οι σύγχρονες μέθοδοι σκέψης, αναπαρήγαγαν το υπάρχον σύστημα και προσπάθησαν να εξαλείψουν την αρνητικότητα, την κριτική, και την αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύμπαν «μονοδιάστατης» σκέψης και συμπεριφοράς στο οποίο η ίδια η δεξιότητα και η ικανότητα για κριτική σκέψη και αντιθετική συμπεριφορά βρισκόταν σε μαρασμό.
Ο καπιταλισμός δεν είχε ενσωματώσει μονάχα την εργατική τάξη, την πηγή της πιθανής επαναστατικής αντιπολίτευσης, αλλά είχε αναπτύξει νέες τεχνικές σταθεροποίησης μέσω κρατικών πολιτικών και ανέπτυξε, στη συνέχεια, νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου. Έτσι ο Μαρκούζε αμφισβήτησε δύο από τα βασικά αξιώματα του ορθόδοξου μαρξισμού: Το επαναστατικό προλεταριάτο και το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής κρίσης. Σε αντίθεση με τις πιο εξωφρενικές απαιτήσεις του ορθόδοξου μαρξισμού, ο Μαρκούζε υπερασπίστηκε τις μη ολοκληρωμένες δυνάμεις των μειονοτήτων, των ξένων, και τη ριζοσπαστική διανόηση και προσπάθησε να καλλιεργήσει μια αντιθετική σκέψη και συμπεριφορά μέσω της προώθησης της ριζοσπαστικής σκέψης και της αντιπολίτευσης.
Το βιβλίο Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος επικρίθηκε αυστηρά από ορθόδοξους μαρξιστές και θεωρητικούς διαφόρων πολιτικών και θεωρητικών παρατάξεων. Παρά την απαισιοδοξία του επηρέασε πολλούς στη Νέα Αριστερά, καθώς αποτυπώνει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια τους τόσο με τις καπιταλιστικές κοινωνίες όσο και με τις Σοβιετικές κομμουνιστικές κοινωνίες. Επιπλέον, ο ίδιος ο Μαρκούζε συνέχισε να υπερασπίζεται τα αιτήματα για την επαναστατική αλλαγή και υπερασπίστηκε τις νέες, αναδυόμενες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, κερδίζοντας με τον τρόπο αυτό το μίσος των κατεστημένων δυνάμεων και τον σεβασμό  των νέων ριζοσπαστών.

Η Νέα Αριστερά και Ριζοσπαστική Πολιτική
Τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο ακολούθησε μια σειρά από βιβλία και άρθρα τα οποία αρθρώνονται στην πολιτική της Νέας Αριστεράς και στις κριτικές των καπιταλιστικών κοινωνιών: Κατασταλτική Ανοχή (1965), Δοκίμιο για την απελευθέρωση (1969), και Αντεπανάσταση και εξέγερση (1972). Με το κείμενο Καταπιεστική Ανοχή επιτέθηκε στον φιλελευθερισμό και σε εκείνους που αρνήθηκαν να πάρουν θέση κατά τη διάρκεια των διαμαχών της δεκαετίας του 1960. Ο Μαρκούζε κέρδισε τη φήμη του αδιάλλακτου ριζοσπάστη και ιδεολόγου της Αριστεράς. Στο Δοκίμιο για την απελευθέρωση εξυμνούνται όλα τα απελευθερωτικά κινήματα από τους Βιετκόνγκ μέχρι τους χίπις, και ζωντανεύουν πολλές ριζοσπαστικότητες, οι οποίες είχαν αποξενωθεί από τις ακαδημαϊκές ιδεολογίες και από εκείνους που ήταν αντίθετοι στα κινήματα του 1960. Στο Αντεπανάσταση και εξέγερση, αντίθετα, αναπτύσσεται ο νέος ρεαλισμός, ο  οποίος αναδυόταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, όταν γινόταν σαφές ότι ακόμη και οι πιο εξωφρενικές ελπίδες της δεκαετίας του 1960 διαψεύστηκαν από μια στροφή προς τα δεξιά και μια «αντεπανάσταση» ενάντια στην δεκαετία του 1960.
Το 1965, όταν το Μπραντέις αρνήθηκε να ανανεώσει τη σύμβαση της διδασκαλίας του, ο Μαρκούζε έλαβε μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο La Jolla, όπου παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1970. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μαρκούζε δημοσίευσε πολλά άρθρα και έδωσε διαλέξεις και συμβούλευσε πολλές ομάδες φοιτητών σε όλο τον κόσμο. Ταξίδεψε σε μεγάλο βαθμό και το έργο του ήταν συχνά αντικείμενο συζήτησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να γίνει ένας από τους λίγους αμερικανικούς διανοούμενους που απέκτησαν τόση προσοχή και αναγνώριση. Χωρίς ποτέ να προδώσει το επαναστατικό του όραμα και τις δεσμεύσεις του, ο Μαρκούζε συνέχισε μέχρι το θάνατό του να υπερασπίζεται την μαρξιστική θεωρία και τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Ήταν ένας χαρισματικός δάσκαλος με αποτέλεσμα οι μαθητές του να αρχίζουν να αποκτούν μεγάλη επιρροή στις ακαδημαϊκές συζητήσεις και να προωθούν τις ιδέες του, καθιστώντας τον μια σημαντική δύναμη στην πνευματική ζωή των ΗΠΑ.
Ο Μαρκούζε αφιέρωσε επίσης μεγάλο μέρος της δουλειάς του στην αισθητική, και στο τελευταίο του βιβλίο Η Αισθητική Διάσταση (1979) συνοψίζει την υπεράσπισή του για την χειραφέτηση των αισθητικών μορφών, της αποκαλούμενης «υψηλή κουλτούρα». Ο ίδιος πίστευε ότι τα καλύτερα έργα της αστικής παράδοσης της τέχνης ήταν ενάντια στην αστική κοινωνία και είχαν οράματα μιας καλύτερης κοινωνίας. Έτσι, προσπάθησε να υπερασπιστεί τη σημασία της μεγάλης τέχνης για την προβολή της χειραφέτησης και υποστήριξε ότι η πολιτιστική επανάσταση ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της επαναστατικής πολιτικής.
Το φιλοσοφικό του έργο και η κοινωνική θεωρία του δημιούργησε έντονες αντιπαραθέσεις και πολέμιους, με αποτέλεσμα, οι περισσότερες μελέτες του έργου του να είναι άκρως μεροληπτικές και συχνά σεκταριστικές. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της διαμάχης ενέπλεκε την κριτική των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών και την υποστήριξη της ριζικής κοινωνικής αλλαγής, εκ των υστέρων, ο Μαρκούζε άφησε πίσω του μια σύνθετη και πολύπλευρη εργασία ανάλογη των κληροδοτημάτων των Ερνστ Μπλοχ, Γκέοργκ Λούκατς, Αντόρνο και Βάλτερ Μπένγιαμιν.



Η κληρονομιά του Μαρκούζε
Από το θάνατό του το 1979, η επιρροή που ασκούσε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε σταθερά μειωνόταν. Ο βαθμός στον οποίο έχει αγνοηθεί το έργο του σε προοδευτικούς κύκλους είναι αξιοσημείωτος, καθώς ο Μαρκούζε ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ριζοσπάστες θεωρητικούς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, και το έργο του συνέχισε να είναι στην κορυφή του ενδιαφέροντος και της διαμάχης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Στη μείωση της δημοτικότητας του συνέβαλαν η εξασθένηση των επαναστατικών κινημάτων με τα οποία είχε ασχοληθεί και η έλλειψη νέων κειμένων και εκδόσεων. Γιατί, ενώ είχε υπάρξει ένας μεγάλος αριθμός νέων μεταφράσεων των έργων του Μπέντζαμιν, του Αντόρνο και του Χάμπερμας κατά την τελευταία δεκαετία, λίγες μόνο εκδόσεις του αμετάφραστου ή ασυγκέντρωτου υλικού του Μαρκούζε έχουν εμφανιστεί, αν και υπήρξε μια σταθερή ροή βιβλίων για τον ίδιο. Επιπλέον, ενώ υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα κείμενα του Φουκώ, του Ντεριντά, του Baudrillard, του Lyotard, και άλλων Γάλλων «μεταμοντέρνων» ή «μεταδομιστικών» θεωρητικών, ο Μαρκούζε δεν ταίριαζε στις «μοδάτες» συζητήσεις σχετικά με τη μοντέρνα και μεταμοντέρνα σκέψη. Σε αντίθεση με τον Αντόρνο, ο Μαρκούζε, δεν είχε προβλέψει τις μεταμοντέρνες επιθέσεις στο λόγο και η διαλεκτική του δεν ήταν «αρνητική». Περισσότερο γράφει για το έργο της ανοικοδόμησης του λόγου και θέτει ουτοπικές εναλλακτικές λύσεις για την υπάρχουσα κοινωνία - μια διαλεκτική φαντασία που δεν είναι πλέον αποδεκτή σε μια εποχή η οποία απορρίπτει την ολοκληρωτική σκέψη και τα μεγάλα οράματα της απελευθέρωσης και της κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Η παραμέληση του Μαρκούζε μπορεί να αντισταθμιστεί μέσω της δημοσίευσης πλήθους υλικών, μεγάλο μέρος των οποίων είναι αδημοσίευτα και άγνωστα, τα οποία βρίσκονται στα αρχεία του Χέρμπερτ Μαρκούζε στην Stadtsbibliothek (Βιβλιοθήκη της πόλης) στη Φρανκφούρτη. Τα καλοκαίρια του 1989 και του 1991, και το φθινόπωρο του 1990, ασχολήθηκα με αυτό το αρχειακό υλικό και έμεινα έκπληκτος με τον αριθμό των πολύτιμων ανέκδοτων κειμένων. Το αρχείο του Μαρκούζε είναι ένας τεράστιος θησαυρός και το Routledge σχεδιάζει να δημοσιεύσει πολλούς τόμους αυτού του υλικού. Μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα χειρόγραφα σχετικά με τον πόλεμο, την τεχνολογία, και τον ολοκληρωτισμό από τη δεκαετία του 1940 και μερικά ανέκδοτα χειρόγραφα βιβλίων, άρθρα, και διαλέξεις από τη δεκαετία του 1960 και του 1970 μπορεί να οδηγήσουν σε έναν Αναγεννησιακό Μαρκούζε, ή τουλάχιστον να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του κόσμου για το έργο του.
Μια τέτοια επιστροφή στην Μαρκούζε είναι εύλογη, καταρχάς, γιατί αντιμετωπίζει τα ζητήματα που εξακολουθούν να σχετίζονται με τη σύγχρονη θεωρία και πολιτική, και τα αδημοσίευτα χειρόγραφα περιέχουν πολύ υλικό σχετικό με σύγχρονους προβληματισμούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια αναγέννηση του ενδιαφέροντος στη σκέψη του Μαρκούζε (για παραδείγματα της σύγχρονης σημασίας του Μαρκούζε, δείτε τις μελέτες του Μποκίνα και του Λουκά, 1994). Δεύτερον, ο Μαρκούζε παρέχει ολοκληρωμένες φιλοσοφικές αντιλήψεις για την κυριαρχία και την απελευθέρωση, μια ισχυρή μέθοδο και το πλαίσιο για την ανάλυση της σύγχρονης κοινωνίας, και ένα όραμα απελευθέρωσης που είναι πλουσιότερο από τον κλασικό μαρξισμό, άλλες εκδόσεις της Κριτικής Θεωρίας, και τρέχουσες εκδόσεις της μεταμοντέρνας θεωρίας.
Πράγματι, ο Μαρκούζε παρουσίασε πλούσιες φιλοσοφικές αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη σχέση του με τη φύση και την κοινωνία, καθώς και την ανεξάρτητη κοινωνική θεωρία και τη ριζοσπαστική πολιτική. Εκ των υστέρων, το όραμα της απελευθέρωσης - την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου σε μια μη κατασταλτική κοινωνία - διακρίνει το έργο του, μαζί με μια αιχμηρή κριτική των υφιστάμενων μορφών κυριαρχίας και καταπίεσης, και ο ίδιος αναδύεται σε αυτή την αφήγηση για φιλοσοφικές δυνάμεις της κυριαρχίας και της έρευνας για την απελευθέρωση. Κατά κύριο λόγο, στο έργο του έλειπε η παρατεταμένη εμπειρική ανάλυση σε ορισμένες εκδόσεις της μαρξιστικής θεωρίας και η αναλυτική εννοιολογική ανάλυση που βρέθηκε σε κάποιες εκδοχές της πολιτικής θεωρίας. Ωστόσο, ο ίδιος συνεχώς υποδείκνυε πως η επιστήμη, η τεχνολογία, και η ίδια η θεωρία, είχαν μια πολιτική διάσταση, και παρήγαγαν το κύριο κορμό της ιδεολογικής και πολιτικής ανάλυσης πολλών από τις κυρίαρχες μορφές της κοινωνίας, του πολιτισμού, και της σκέψης κατά τη διάρκεια της ταραχώδους εποχής στην οποία έζησε, ενώ ο ίδιος συνεχώς αγωνιζόταν για έναν καλύτερο κόσμο.
Έτσι, πιστεύω ότι ο Μαρκούζε ξεπερνά τα όρια πολλών σύγχρονων θεωριών της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας και ότι τα γραπτά του παρέχουν ένα σημείο εκκίνησης για τις θεωρητικές και πολιτικές ανησυχίες της σημερινής εποχής. Ειδικότερα, οι σύνδεσμοι που δημιουργεί της φιλοσοφίας με την κοινωνική θεωρία, την πολιτιστική κριτική και τη ριζοσπαστική πολιτική αποτελούν διαρκή κληρονομιά. Ενώ ο υπάρχων ακαδημαϊκός καταμερισμός της εργασίας απομονώνει τη φιλοσοφία από άλλους κλάδους - και άλλες ειδικότητες από τη φιλοσοφία-, ο Μαρκούζε και οι κριτικοί θεωρητικοί διδάσκουν φιλοσοφία με μια σημαντική λειτουργία στο πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας και της πολιτισμικής κριτικής και αναπτύσσουν φιλοσοφικές προοπτικές σε αλληλεπίδραση με συγκεκριμένες αναλύσεις της κοινωνίας, της πολιτικής και του πολιτισμού στη σημερινή εποχή. Με άλλα λόγια, αυτή η διαλεκτική προσέγγιση οπότε παρουσιάζει τις συνεχόμενες και σημαντικές πτυχές της φιλοσοφίας στις θεωρητικές συζητήσεις της εποχής μας.
Επιπλέον, ο Μαρκούζε αναδύεται ως ένας αιχμηρός, ακόμη και προφητικός, κοινωνικός αναλυτής. Ήταν ένας από τους πρώτους στην αριστερά που ανέπτυξε μεν μια αιχμηρή κριτική του Σοβιετικού Μαρξισμού, προέβλεψε δε τις απελευθερωτικές τάσεις στη Σοβιετική Ένωση (βλ Marcuse, 1958). Μετά τη βίαιη καταστολή των εξεγέρσεων στην Πολωνία και την Ουγγαρία το 1956, πολλοί εικάζουν ότι ο Χρουστσόφ θα πρέπει να επανέφερε το πρόγραμμα της Αποσταλινοποίησης και της περαιτέρω πάταξης. Ο Μαρκούζε, ωστόσο, διαφοροποιήθηκε, γράφοντας το 1958: «Τα γεγονότα της Ανατολικής Ευρώπης ήταν πιθανό να επιβραδύνουν και ίσως ακόμη και να αντιστρέψουν την Αποσταλινοποίηση σε ορισμένους τομείς. Ιδιαίτερα σε διεθνή στρατηγική, μια σημαντική «σκλήρυνση» ήταν εμφανής. Ωστόσο, εάν η ανάλυσή μας είναι σωστή, η βασική τάση θα συνεχιστεί και θα επαναβεβαιωθεί μέσα από ανατροπές. Όσον αφορά στις εσωτερικές σοβιετικές εξελίξεις, αυτό σημαίνει την επί του παρόντος συνέχιση της «συλλογικής ηγεσίας», τη μείωση της δύναμης της μυστικής αστυνομίας, την αποκέντρωση, τις νομικές μεταρρυθμίσεις, τη χαλάρωση της λογοκρισίας, την ελευθερία στην πολιτιστική ζωή» (Μαρκούζε, 1958, σελ. 174).
Εν μέρει ως απάντηση στην κατάρρευση του κομμουνισμού και εν μέρει ως αποτέλεσμα των νέων τεχνολογικών και οικονομικών συνθηκών, το καπιταλιστικό σύστημα υφίσταται αποδιοργάνωση και αναδιοργάνωση. Η πίστη του Μαρκούζε στο μαρξισμό τον οδηγούσε πάντα στο να αναλύει τις νέες συνθήκες των καπιταλιστικών κοινωνιών που προέκυπταν από το Μαρξ. Έτσι, σήμερα η Κοινωνική θεωρία μπορεί να βασιστεί σε αυτή την Μαρκουζιανή παράδοση ανάπτυξης κριτικών θεωριών της σύγχρονης κοινωνίας, στηριζόμενη στις αναλύσεις των μετασχηματισμών του καπιταλισμού και να εισάγει ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Για τον Μαρκούζε, η Κοινωνική Θεωρία είναι ολοκληρωτικά ιστορική και πρέπει να λάβει υπόψη  τα σημαντικότερα φαινόμενα της σημερινής εποχής και τις αλλαγές από τους προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς. Ταυτόχρονα, οι μεταμοντέρνες θεωρίες των Baudrillard και Lyotard κάνουν λόγο για μια ιστορική ρήξη και αποτυγχάνουν να αναλύσουν τα βασικά συστατικά των επικείμενων αλλαγών. Ο Baudrillard μιλούσε ακόμη και για «τέλος της πολιτικής οικονομίας». Ο Μαρκούζε, αντίθετα, προσπαθούσε πάντα να αναλύει την αλλαγή των παραμέτρων του καπιταλισμού και να συσχετίζει τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές με τις αλλαγές στην οικονομία.
Επιπλέον, ο Μαρκούζε έδινε πάντα ιδιαίτερη προσοχή στο σημαντικό ρόλο της τεχνολογίας στην οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών και με την εμφάνιση των νέων τεχνολογιών στην εποχή μας, η έμφαση του Μαρκούζε στη σχέση μεταξύ της τεχνολογίας, της οικονομίας, του πολιτισμού και της καθημερινής ζωής είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ο Μαρκούζε δίνει επίσης ιδιαίτερη προσοχή σε νέες μορφές πολιτισμού και στους τρόπους με τους οποίος ο πολιτισμός παρέχει μέσα χειραγώγησης και απελευθέρωσης. Η διάδοση των νέων τεχνολογιών, των μέσων ενημέρωσης και των πολιτιστικών εντύπων, τα τελευταία χρόνια απαιτεί επίσης μια Μαρκουζιανή προοπτική για να συλλάβει κανείς τόσο τις δυνατότητές τους για την προοδευτική κοινωνική αλλαγή όσο και τις δυνατότητες των πιο εκσυγχρονισμένων μορφών κοινωνικής κυριαρχίας. Ενώ οι μεταμοντέρνες θεωρίες περιγράφουν επίσης τις νέες τεχνολογίες, ο Marcuse πάντα συσχέτιζε την οικονομία με τον πολιτισμό και την τεχνολογία, βλέποντας χειραφετικές και εξουσιαστικές δυνατότητες, ενώ οι θεωρητικοί, όπως ο Baudrillard έχουν μονοδιάστατη σκέψη και συχνά πέφτουν θύματα του τεχνολογικού ντετερμινισμού και των κοινωνικών απόψεων και του πολιτισμού, ενώ αποτυγχάνουν να δουν θετικές και χειραφετισιακές δυνατότητες.
Τέλος, ενώ διάφορες εκδοχές της μεταμοντέρνας θεωρίας, όπως του Baudrillard, έχουν χαρακτηριστεί ριζοσπαστικές πολιτικές, ο Μαρκούζε πάντα προσπαθούσε να συνδέει την κριτική θεωρία του με τα πιο ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα της εποχής και να πολιτικοποιήσει έτσι τη φιλοσοφία του και την κοινωνική θεωρία. Έτσι, υποστηρίζω πως η σκέψη του Μαρκούζε συνεχίζει να παρέχει σημαντικούς πόρους και ερέθισμα για τη ριζοσπαστική θεωρία και πολιτική στη σημερινή εποχή. Ο ίδιος ήταν μεν ανοιχτός σε νέες θεωρίες και πολιτικά ρεύματα, αλλά παρέμενε πάντα πιστός σε αυτές τις θεωρίες που πίστευε ότι έδιναν την έμπνευση και την ουσία για την διεκπεραίωση των καθηκόντων στη σύγχρονη εποχή. Κατά συνέπεια, καθώς αντιμετωπίζουμε τα θεωρητικά και πολιτικά προβλήματα του σήμερα, πιστεύω ότι τα έργα του Χέρμπερτ Μαρκούζε παρέχουν σημαντικούς πόρους για την τρέχουσα κατάστασή μας και ότι η Μαρκουζιανή αναγέννηση θα μπορούσε να βοηθήσει εμπνέοντας νέες θεωρίες και πολιτικές για τη σύγχρονη εποχή, παρουσιάζοντας την ευρωπαϊκή φιλοσοφία με νέα ερεθίσματα και νέα καθήκοντα.


Συγγράμματα
Marcuse, Herbert: Negations (Boston: Beacon Press, 1968).
Marcuse, Herbert: Reason and Revolution (New York: Oxford University Press, 1941; reprinted Boston: Beacon Press, 1960).
Marcuse, Herbert: Eros and Civilization (Boston: Beacon Press, 1955).
Marcuse, Herbert: Soviet Marxism (New York: Columbia University Press 1958; second edition 1988).
Marcuse, Herbert: One Dimensional Man (Boston: Beacon Press, 1964; second edition, 1991).
Marcuse, Herbert: An Essay on Liberation (Boston: Beacon Press, 1969).
Marcuse, Herbert: Counterrevolution and Revolt (Boston: Beacon Press, 1972).
Marcuse, Herbert: Studies in Critical Philosophy (Boston: Beacon Press, 1973).
Marcuse, Herbert: The Aesthetic Dimension (Boston: Beacon Press, 1978).

Αναφορές και Περαιτέρω Ανάγνωση

Alford, C. Fred: Science and the Revenge of Nature: Marcuse and Habermas (Gainesville: University of Florida Press, 1985).
John Bokina and Timothy J. Lukes, editors, Marcuse: New Perspectives (Lawrence, Kansas: University of Kansas Press, 1994).
Institut fΔr Sozialforschung: Kritik und Utopie im Werk von Herbert Marcuse (Frankfurt: Suhrkamp, 1992).
Kellner, Douglas: Herbert Marcuse and the Crisis of Marxism (London and Berkeley: Macmillan and University of California Press, 1984).
Lukes, Timothy J.: The Flight Into Inwardness: An Exposition and Critique of Herbert Marcuse's Theory of Liberative Aesthetics (Cranbury, N.J., London, and Toronto: Associated University Presses, 1986).
Robert Pippin, et al, editors, Marcuse. Critical Theory and the Promise of Utopia (South Hadley, Mass.: Bergin and Garvey, 1988).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.

Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com

Σας ευχαριστούμε

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.