Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΎΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ - ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ
ΘΕΩΡΙΑ
Όπως
είναι γνωστό η Σχολή της Φρανκφούρτης1 αποτελεί και μάλιστα με διαφορά την πιο
σημαντική Φιλοσοφική Σχολή του ΧΧου αι. Οι διανοητές Χορκχαϊμερ,
Αντόρνο, Μαρκούζε, Μπένζαμιν, Χάμπερμας, Φρόμ, Πόλλοκ κα., καθώς και το έργο
τους είναι ότι καλύτερο ανέδειξε ο πολυτάραχος ΧΧος αι. , στη
συνέχεια των Γκράμσι, Λούκατς, Μπλόχ και Κορς. Υπάρχουν ακόμη και πολύ σημαντικοί θεωρητικοί,
όπως ο Γκολντμάν, ο Γκόρζ, ο Βανεγκέμ, ο Λεφέβρ κ.α. που επηρεάστηκαν
καθοριστικά από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, ήταν
πολύ κοντά της. Ο χαρακτήρας της όλης προσπάθειάς τους ήταν μοναδικός,
οι πολιτικοί και ιδεολογικοί σκοποί αυτής της Σχολής, η εμβέλεια των θεωρητικοποιήσεών της, όπως και ο
ριζοσπαστισμός της όλης πρακτικής της, ως μια πρακτική βασικά θεωρητική, ήταν
επίσης, χωρίς προηγούμενο. Μετά τις ιστορικές, φιλοσοφικές σχολές της
αρχαιότητας, μόνο η Σχολή της Φρανκφούρτης έχει μια ιδεολογικοπολιτική και
θεωρητική συγκρότηση και συμπεριφορά ενιαία, απέναντι στην ολική κυριάρχηση,
την καθολική αλλοτρίωση, την ολοκληρωμένη πραγμοποίηση. Απέναντι στο σύστημα
γενικότερα όλες του τις εκφάνσεις.
Ο
Αντόρνο, που διαδέχεται τον πρώτο διευθυντή του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών,
όπως αποκαλούνταν επίσημα η Σχολή της Φρανκφούρτης (με αρχική έδρα την
Φρανκφούρτη) θεωρείται ομόφωνα ότι ήταν ο καλύτερος γνώστης του έργου του Μάρξ
και ο καλύτερος μαρξιστής της γενιάς του. Ο Αντόρνο προοδευτικά δίνει άλλη
διάσταση στις μέχρι τότε έρευνες του Ινστιτούτου, τις αναβαθμίζει και, για
να χρησιμοποιήσουμε ένα νεολογισμό, τις
φιλοσοφικοποιεί. Η φιλοσοφία γενικά και η αισθητική στις κριτικές πάντοτε
εκδοχές τους γίνονται εφεξής το επίκεντρο των ερευνών της Σχολής της
Φρανκφούρτης. Για το λόγο αυτό η Σχολή αυτή αποκαλείται και Κριτική Σχολή. Η
Σχολή δηλαδή που εισήγαγε την κριτική θεωρία ως κοινωνική – ιδεολογική, αλλά
συνάμα και ως φιλοσοφική κριτική, όπως την
είχε συλλάβει και αποπειραθεί με το ίδιο ριζοσπαστικό τρόπο και ο νεαρός Μάρξ:
1842-1848. Μια άλλη επωνυμία του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης, στην οποία
μάλιστα επέμενε ο καθηγητής μας Ο. Revault d’ Allonnes ήταν
Κριτική θεωρία της κοινωνίας, και όχι σχέτη κριτική θεωρία. Ο όρος κριτική
θεωρία δεν παραπέμπει στον καντιανό
κριτικισμό, ούτε έχει και νόημα χωρίς άμεση, συγκεκριμένη συστημική αναφορά
στην κοινωνία.
Από
την άλλη, η αλλαγή πως επεχείρησε ο Αντόρνο της κριτικής κοινωνιολογίας σε μια
κριτική κοινωνική φιλοσοφία προσπαθεί ν’απαντήσει θεωρητικά και μεθοδολογικά
στους βαθειούς μετασχηματισμός της κοινωνίας προς την υποβάθμιση, την
ενσωμάτωση, την παρακμή. Η κοινωνιολογία δεν μπορούσε να χειραφετηθεί, από τους
μύθους της και ν’ αυτονομηθεί με κριτικό τρόπο από αυτό που αποκαλούμε σύμφωνα
με την λουκατσική ορολογία, ψευδή συνείδηση,
και τη μεθοδολογική και ιδεολογική αναπαραγωγή της. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες,
κατά τον Αντόρνο και τα άλλα μέλη του Ινστιτούτου, η ιστορική φιλοσοφία ήταν το
μόνο καταφύγιο για να διερευνήσουν τις αιτίες που μετέτρεψαν τον Λόγο σε
εργαλειακό, αλλά και να βρουν μια διέξοδο στις σύγχρονες ανθρώπινες απαιτήσεις
για δημιουργία ενός άλλου Λόγου σε ριζοσπαστική αντίθεση με την κατεστημένη
τάξη, την πραγμοποίηση που όλο και γενικεύονταν, την καταφατική κουλτούρα κ.α.,
και συγχρόνως σε αντίθεση στον ολοκληρωτισμό τόσο στην Ανατολή (σταλινισμός)
όσο και στη Δύση (Ναζισμός). Η φιλοσοφία έτσι παρέμεινε το μόνο καταφύγιο για
αυτή την αναγκαία και επιβαλλόμενη συστηματική κριτική ανασυγκρότηση του Λόγου.
Η κοινωνιολογία είχε δυστυχώς καταθέσει τα όπλα, ενσωματούμενη προοδευτικά στην
καταφατική-αναλυτική – θετικιστική – απολογητική κουλτούρα του συστήματος.
Αυτή
η αλλαγή, που ουσιαστικά συνιστά μια αλλαγή επιστημολογικού παραδείγματος,
συμπίπτει με ένα σημαντικό αριθμό ιστορικών πλέον εργασιών σχετικά με το
σύγχρονο αυταρχικό κράτος, την εξίσου αυταρχική οικογένεια, τη βιομηχανία της
κουλτούρας κ.α. Η βασική θέση στην οποία κατέληξαν ήταν η διαπίστωση ότι η
κοινωνία κατευθύνεται όλο και περισσότερο προς μια αυταρχική οργάνωση και δομή,
και το κράτος στην ιστορικά πιο αναπτυγμένη του μορφή μέχρι σήμερα, ήταν
συνδεμένο με τον ιμπεριαλιστικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού, ο οποίος είχε
πάψει προ πολλού να είναι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός. Το κράτος έτσι έγινε μια
οργάνωση πανίσχυρη σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας και ιδίως της κοινωνίας των
πολιτών. Μέσα από την ίδια αυτή επιβολή το κράτος μετατρέπεται σε υπερκαθοριστικό,
και η ηγεμονία του πλέον συνίσταται στην επιτάχυνση της γραφειοκρατικοποίησης,
της διοικητικοποίησης και της καπιταλιστικής ορθολογικοποίησης. Η ηγεμονία του
πλέον δεν είναι ιδεολογική αλλά δομική-θεσμική. Από αυτή την εμμενή πορεία, αν
μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι, της κοινωνίας αναδύεται ο ναζισμός ως
εγγενής αυταρχισμός ή ο εγγενής αυταρχισμός, ο οποίος αποκτά και την απάνθρωπη
μορφή του ναζισμού, πλην όμως παραμένει υπό οποιεσδήποτε καταστάσεις η νέα
δομική τάση του συστήματος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες στο ανερχόμενο ναζισμό και
φασισμό στον μεσοπόλεμο δεν υπήρξε σθεναρή αντίσταση – ούτε καν αντίθεση – από
τα αλλοτριωμένα και καταπιεσμένα άτομα από την ειρηνευμένη οικογένεια, την
κυριαρχημένη και αλλοτριωμένη. Τα άτομα ήταν μέλη απρόσωπων μαζών, αντί να αντισταθούν μαζικά στον ανερχόμενο
φασισμό. Αυτή η θεωρητικοποίηση του ατόμου – οικογένεια, εμπνευσμένη από την
ψυχανάλυση και ειδικότερα από τη θεωρία του Β. Ράϊχ, από αυτή την εποχή τείνει
να αντικαταστήσει στις θεωρητικοποιήσεις των
φρανκφουρτιανών φιλόσοφων την λουκατσική προβληματική του συλλογικού συνειδητού
– συνειδητοποιημένου και έτσι ιστορικού υποκειμένου, και στην προκειμένη
περίπτωση του συνειδητού προλεταριάτου. Αυτή η ίδια θεωρία μετατρέπεται στη
συνέχεια στην περίφημη διαλεκτική ατομο-πραγμοποίηση – κοινωνία, οι εξαρτώμενες
τάξεις όντας ήδη ενσωματωμένες στην κυριάρχηση και την κατεστημένη τάξη. Ή
ακόμη και στη μη διαλεκτική, στην ανυπαρξία της όποιας διαλεκτικής, μέχρι που
ξέσπασε ο Μάης του ‘68.
Μια
άλλη, ιστορικής μάλιστα σημασίας, νέα θεωρητική επεξεργασία αυτής της εποχής
των διανοητών της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν η διαπίστωση-θέση ότι το Κράτος
θα συνέχιζε την πορεία του προς τον ολοκληρωτισμό υπό διαφορετικές μορφές,
ακόμη και αν ο ναζισμός αποτύγχανε, ακόμη και μετά την πτώση του, διότι αυτή η
ολοκληρωτική διαδικασία στηρίζεται στέρεα πάνω σε άλλες βαθύτερες, δομικές διαδικασίες
της κοινωνίας του προχωρημένου καπιταλισμού. Ακόμη λαμβάνοντας υπόψη ότι ο
ναζισμός ήταν η αιτία ολικά καταστροφικών καταστάσεων και επιπτώσεων για την
ανθρωπότητα ολόκληρη, είναι αναγκαίο να τον προσλάβουμε ως μια επίπτωση, ως ένα
τραγικό αποτέλεσμα αυτών των βαθειών διαδικασιών της κοινωνίας και όχι απλώς ως
αποτέλεσμα, όπως είναι συνήθως διαδεδομένο. Η κοινωνία των πολιτών με την αυγή
του ιμπεριαλισμού άρχισε να αφήνει τη θέση της στην διοικητικοποίηση, τη γραφειοκρατικοποίηση, τη
διάλυση του Λόγου, την κυριάρχηση του ανθρώπου και της κοινωνίας και τέλος στην
πραγμοποίηση2,
μια έννοια που συμπεριλαμβάνει όλες αυτές τις νέες και δομικά απάνθρωπες
καταστάσεις, στη συνέχεια της
θεωρητικοποίησης του νεαρού Λούκατς, και επεκτείνοντάς την σύμφωνα με τη Σχολή
της Φρανκφούρτης. Από την άλλη, σύμφωνα με την ιστορική κριτική των Χορκχάμερ
και Αντόρνο3
του Λόγου, της διαλεκτικής καλύτερα του Λόγου, ο Λόγος έχει οδηγηθεί σε ένα
δομικό μεθοδικό αδιέξοδο. Έχει μετατραπεί σε μια διαλεκτική κυριάρχησης της
φύσης, του Λόγου, του ανθρώπου, του πολιτισμού.
Από
την άλλη, η κριτική της κουλτούρας, και ακόμη περισσότερο της βιομηχανίας της
κουλτούρας στην πολύ πιο αναπτυγμένη μεταπολεμικά Αμερική, οδηγεί τον Μαρκούζε
και τον Αντόρνο στην ριζοσπαστική κριτική της προόδου, στη συνέχεια των Σορέλ,
Ζίμελ, Μπένζαμιν, καλύπτοντας έτσι μια σοβαρή καθυστέρηση της μαρξιστικής
θεωρίας, καθόσον αυτός είχε παραμείνει πιστός σε μια μηχανικιστική και απλοϊκή
θεώρηση του 19ου αι., σύμφωνα
με την οποία η πρόοδος των παραγωγικών
δυνάμεων, που εγκράφεται στη φύση
του καπιταλισμού και των καπιταλιστικών διαδικασιών γενικότερα, συμπίπτει με τη
γενικότερη πρόοδο της ανθρωπότητας, ή ακόμη αποτελεί και την αιτία της. Σε κάθε περίπτωση μετά την καταστροφή των δύο
παγκοσμίων πολέμων, τη νέα καταστροφή
των ανθρώπων «ειρηνικά» αυτή τη φορά ανέλαβε η αναδυομένη τότε βιομηχανία της
κουλτούρας και της αποχαύνωσης, καθώς και η διασκέδαση κοσνέρβα. Ο ιστορικός
Λόγος, ο ιστορικός Πολιτισμός, η τέχνη
των πρωτοποριών, η μοντέρνα δηλαδή τέχνη, ηγεμονική στο επίπεδο της αισθητικής
και της ιδεολογίας μέχρι τότε, από το 1960 και εδώ πλέον θα ισοπεδώνονταν από
τη βιομηχανία της κουλτούρας και των Μ.Μ.Ε. Η διαπίστωση των Χορκχάϊμερ και Αντόρνο μέσα από αυτές τις κριτικές είναι
ότι δυστυχώς, αντί να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός και να εκφυλιστεί το κράτος,
όπως είχε προβλέψει η ακόμη προαναγγείλει ο Μάρξ, επέρχονταν ο εκφυλισμός του
Λόγου, βλέπε η ισοπέδωση του από τον ανερχόμενο σύγχρονο ολοκληρωτισμό ή η
ενσωμάτωση και ο μετασχηματισμός του σε υπολογιστικό λόγο ή κουλτούρα. Η
προσπάθεια κριτικής του Λόγου, κατά τους Χορκχαϊμερ και Αντόρνο, είναι
απέλπιδα, παρά τα δάνεια που παίρνουν από τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Μάρξ.
Είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να δημιουργηθεί, να συγκροτηθεί μια νέα ορθολογικότητα4 (όπως ήθελε στη
συνέχεια και ο Χάμπερμας) βασικά αρνητική και κριτική. Για το λόγο αυτό
καταφεύγουν στην αρχαία φιλοσοφία, τέχνη και σκέψη, φθάνοντας μέχρι τον Όμηρο.
Η διαπίστωση παρόλα αυτά παραμένει ίδια: Ο Λόγος απώλεσε από την περίφημη
«πρόοδο» τις εισαγωγικές, τις θεμελειακές προθέσεις του. Με άλλα λόγια ο Λόγος
έπαψε να είναι ο Λόγος: Αυτοκαταργήθηκε. Ως εκ τούτου επιβάλλεται η πλήρης ανασυγκρότησή
του πάνω σε νέες ανθρώπινες ανθρωπιστικές βάσεις, ακόμη και η δημιουργία ενός
άλλου, νέου Λόγου, δομικά αυτόνομου, αυτοπροσδιοριζόμενου, αυτάρχους, αυτομεταρυθμιζόμενου και αυτομετασχηματιζόμενου,
σύμφωνα με τις Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ5, του Μάρξ. Ο
Λόγος μονολεκτικά έχει ανάγκη πλέον μια
πλήρη αναδόμηση, θέτοντας στον επίκεντρό του τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες
ανάγκες.
Η
κριτική ακόμη και η αρνητική αυτή κριτική των Χορκχάϊμερ και Αντόρνο του Λόγου
επιχειρείται μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από το ριζικό
κόψιμο, τον ολικό αποχωρισμό της θεωρίας από την πράξη. Έτσι η κριτική αυτή δεν
μπορούσε να συνδεθεί σε ένα κάποιο υποκείμενο, κοινωνικό και ιστορικό, φορέα
της διαλεκτικής ολότητας. Έτσι δεν απόμενε παρά η τοποθέτησή της σε ένα
διακοινωνικό επίπεδο, ή ακόμη και μη κοινωνικό, μη μπορώντας να συνδεθεί με
καμία υπάρχουσα τάξη της σύγχρονης παραδομένης στην αλλοτρίωση κοινωνίας, ούτε
καν σε κάποια κοινωνική ομάδα, όπως το υπογράμμιζε ο Λ. Γκολντμάν6. Μέσα σε αυτές τις
συνθήκες ο Αντόρνο είχε μετατραπεί σε έναν καθαρό αρνητιστή, ενώ ο Μαρκούζε
ήταν πιο ευαίσθητος στη νεοεμφανιζόνενη στη δεκαετία του ‘60 φοιτητική
αμφισβήτηση, στα τριτικομικά κινήματα
και στους παρισινούς μποεμ. Έτσι η Κριτική θεωρία δεν μπορούσε παρά να εγκαταλείψει
την προβληματική του υποκειμένου γενικά και του κοινωνικού υποκειμένου
ειδικότερα. Αλλά μια κριτική χωρίς υποκείμενο (δηλαδή μη όντας συνδεδεμένη ρητά
ή υπόρρητα με κάποιο υποκείμενο), όπως ήταν η Διαλεκτική του Λόγου7, δεν μπορεί να διατηρηθεί επί πολύ, χωρίς να πέσει πρακτικά
σε ένα είδους ιδεαλισμό ή σε μία λιγότερο ή περισσότερο θεολογίζουσα μεταφυσική.
Εξάλλου,
μέσα σε μια κατάσταση, που η κοινωνία ξεγλυστράει όλο και περισσότερο προς τη
μη αυθεντικότητα και τη συνεχή τεχνοκρατικοποίηση, ακυρώνοντας έτσι την όποια
αρνητική ή ριζοσπαστική στάση, που η ορθολογικοποίηση περιβάλλει πλατιά τμήματα
της κοινωνίας που ξέφευγαν πριν από αυτόν τον έλεγχο, η ειρήνευση μετατρέπεται
σε μια μπαναλιτέ ή σε μια νόρμα, όπως ήταν η κατάσταση μετά τον Βο
παγκόσμιο πόλεμο, όταν η κοινωνία της οργάνωσης αναδύεται και επιβάλλεται ως
μια πραγματικότητα που ισοπεδώνει τον όποιο ουμανισμό και απωθεί ή μεταθέτει
την κοινωνική αμφισβήτηση, η οποία πλέον δεν εμφανίζεται πουθενά, και συγχρόνως
ενσωματώνει το παραδοσιακό κίνημα στο παιγνίδι της καπιταλιστικής ρύθμισης, η
Κριτική θεωρία θεωρητικοποιεί ένα άλλο υποκείμενο: τις καλλιτεχνικές
πρωτοπορίες και τη ριζοσπαστική μοντέρνα τέχνη.
Ο
Αντόρνο αφού δημοσιεύει συνέχεια δοκίμια αισθητικών προσεγγίσεων του έργου
μεγάλων καλλιτεχνών: Σένμπεργκ, Μπέργκ8, Βάγνερ9, Μπέκετ10 κ.α., σημαντικών ερευνητικών μορφικών -
μορφολογικών θεμάτων: Παράταξη, το δοκίμιο ως θέμα κ.α., επικεντρώνεται στη
συγγραφή της Αισθητικής θεωρίας11 του ως μια μεγάλη
σύνθεση των προηγούμενων ερευνών του, η οποία δυστυχώς μετά από επτά χρόνια εντατικής εργασίας παρέμεινε ατέλειωτη,
λόγω του ξαφνικού θανάτου του (1969). Το βιβλίο αυτό ξεπερνά όλες τις
προηγούμενες αισθητικές μελέτες του Αντόρνο, και θέτει πολλά νέα επιστημολογικά
και μεθοδολογικά προβλήματα, κυρίως όσον αφορά την πολύπλοκη και σύνθετη διαλεκτική
του όλου με το μέρος, του ρητού με το υπόρρητο κ.ά. Πρόκειται για μια παράταξη
παραγράφων – αποσπασμάτων χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, μη ακόμη και συνειδητά μη
συστηματικού και αφοριστικού – ελλειπτικού χαρακτήρα, με επίκεντρο πάντοτε τη
μοντέρνα τέχνη και τη συστημική προσπάθεια εμμενούς κατανόησή της.
Λίγο
πριν ο Αντόρνο είχε ολοκληρώσει την εξίσου μνημιακή Αρνητική διαλεκτική12, η οποία αποτελεί το φιλοσοφικό στήριγμα, τη βάση της αρνητικής
αισθητικής προσέγγισής του, αλλά και της αρνητικής αισθητικής θεωρίας του, που
αναπτύσσει στην Αισθητική Θεωρία13. Η αρνητική
διαλεκτική θέτει ένα τέλος σε κάθε θετική προσέγγιση ή θεωρητικοποίηση, στη
συνέχεια ειδικά του ώριμου και γέρου Χεγκελ, αλλά και του ώριμου και γέρου
Λούκατς. Η βασική θέση του Αντόρνο είναι ότι πλέον καμία θετικότητα δεν είναι
δυνατή, ούτε είναι δυνατό να ελπίζει κανείς σε κάτι τέτοιο, μέσα στη σύγχρονη
κοινωνία της ολοκληρωμένης πραγμοποίησης.
Συγχρόνως
ο Αντόρνο επιχειρεί μια πολύ αυστηρή πολεμική14 ενάντια στον Χάϊντεγκερ, με ολικό και
μετωπικό τρόπο, καθόσον ο νεοσυντηριτικός χαϊντεγκεριανισμός είχε αρχίσει να
γίνεται μόδα, υπό τον μανδύα ενός
ψευτοριζοσπαστισμού. Εξάλλου λίγο αργότερα αποκαλύφτηκε ότι ο Χάϊντεγκερ ήταν
ναζιστής ιδεολόγος και μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ο μόνος που γλύτωσε από
την αντορνική πολεμική ήταν ο Σάρτρ, καθόσον ο υπαρξισμός του ήταν
ριζοσπαστικός και ως τέτοιος δεν είχε επηρεαστεί από τον αντιδραστικό υπαρξισμό
του Χάϊντεγκερ. Ο χαϊντεγκεριανός
υπαρξισμός είχε εγκαταλείψει το είναι, και ιδίως το σύγχρονο αλλοτριωμένο
και πραγμοποιημένο κοινωνικό είναι προς όφελος ενός αφηρημένου, μεταφυσικού,
ανιστορικού όντος. Δηλαδή η παθητική υποταγή του ανθρώπου στη σύγχρονη
ξεπεσμένη κοινωνική συνθήκη είχε μετονομαστεί σε όν. Την ίδια πολεμική
αποπειράται ο Αντόρνο και εναντίον του ώριμου και γέρου Λούκατς που είχε γίνει ένας
Χαϊντεγκεριανός νεοσυντηρητικός.
Από
την άλλη, κατά τον Αντόρνο, βασική διαπίστωση –θέση αποτελεί το διαλεκτικό
ξεπέρασμα με κάθε αντίτιμο του καντιανού διαδισμού, που παρά τις ιστορικές
προσπάθειες του Χέγκελ και του Μάρξ, είχε
επανέλθει στο προσκήνιο με μια αναθεωρημένη μορφή από τον Χάϊντεγκερ,
τον Λουκατς, τους οπαδούς τους και τους νεοκαντιανούς που είχαν γίνει της
μόδας. Μετά την προσπάθεια συνειδητού διαλεκτικού ξεπεράσματος του καντιανισμού
από τον Χέγκελ και τον Μάρξ μεθοδολογικά
και ιδεολογικά δεν ετίθετο πλέον θέμα
επιστροφής σε αυτόν από τη φιλοσοφία. Επρόκειτο για μια καθαρά αντιδραστική
στάση, αντίληψη, θεώρηση, η οποία έδινε συγχωροχάρτι στο σύγχρονο καπιταλιστικό
είναι. Το σύστημα ήθελε ανατροπή, τόσο το κοινωνικό όσο και το φιλοσοφικό
–ιδεολογικό. Κάθε άλλη στάση, κατά τον Αντόνρο, ήταν μια οπιστοδρόμηση (régresion) γενικά, και
ειδικότερα φιλοσοφική, θεωρητική, ιδεολογική.
Το
ξεπέρασμα, αντίθετα, του Κάντ, του
Χέγκελ, ακόμη και του Μάρξ πραγματοποιώντας τους σημαίνει ότι μόνον μια απλή
πρόοδο, αλλά την πραγματοποίηση μιας νέας τεράστειας επανάστασης.
Επειδή
όμως αυτή η ιστορική επανάσταση φαίνεται προς το παρόν τουλάχιστον αδύνατη,
λαμβάνοντας υπόψη τη σύγχρονη θηριώδη και πολύμορφη κυριάρχηση της βαρβαρότητας
και λαμβάνοντας ακόμη υπόψη ότι στη διάρκεια του ΧΧου αι. όλες οι
επαναστατικές απόπειρες είχαν καταλήξει σε μορφές πολύ πιο βάρβαρες από τις
βαρβαρότητες που ανατράπηκαν, και μάλιστα οι νέες βαρβαρότητες είχαν γεννηθεί
από το εσωτερικό των επαναστάσεων (βλ. για παράδειγμα το σταλινισμό κ.α.), η
μόνη έγκυρη πλέον στάση για τον Αντόρνο ήταν η άρνηση, η αρνητικότητα ως
κατάσταση, ως γενική στάση όχι του μοντερνισμού γενικά, αλλά της μοντέρνας
βαρβαρότητας σε όλες τις μορφές της. Το κριτικό πνεύμα του μοντερνισμού, του
μοντέρνου αισθητικού κινήματος ειδικότερα, παρέμενε πάντοτε μια αναφορά από τον
Αντόρνο, προσπαθώντας μάλιστα να το γενικεύσει ή τουλάχιστον να το επεκτείνει
στη σύγχρονη κοινωνική και ιδεολογική πρακτική. Έτσι για τον Αντόρνο, στο βαθμό
που η κοινωνία παρέμενε ειρηνευμένη, αυτό που έπρεπε να διασωθεί ήταν
τουλάχιστον το κριτικό, το αρνητικό, ακόμη και ουτοπικό πνεύμα της μοντερνιτέ, καθώς
και η αρνητικότητα ή ακόμη και η εμμενής και η ολική άρνηση της κατεστημένης
τάξης και της σύγχρονης ολικά αλλοτριωμένης
ανθρώπινης συνθήκης. Αυτός ο βαθύς πεσσιμισμός του Αντόρνο εξηγεί την
άρνησή του να υποστηρίξει το κίνημα του Μάη του ’68, σε αντίθεση με τη
στράτευση του Σαρτρ και του Μαρκούζε, οι οποίοι με βάση τον ριζοσπαστικό και
αγωνιστικό νιχιλισμό τους, ξεσηκώθηκαν από τα γεγονότα, θεωρώντας ότι είχε φθάσει
η ώρα της μεγάλης άρνησης, της μεγάλης ανατροπής, όπως έλεγε ο Μαρκούζε. Ότι
δηλαδή η απελευθέρωση από την αλλοτρίωση και την κυριάρχηση ήταν εφικτή και
πραγματοποιήσιμη, σύμφωνα με την μαρξική ορολογία. Ότι θα μπορούσε ακόμη να
τεθεί ένα τέλος στις νέες μορφές της βαρβαρότητας, που αντιπροσώπευαν η
τεχνοκρατικοποίηση και η γραφειοκρατικοποίηση όλης της κοινωνίας. Στη συνέχεια
βέβαια, όταν επέστρεψε ο Αντόρνο στη Γερμανία, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να
επηρεάσει κάπως τα πράγματα, στο βαθμό που το φοιτητικό κίνημα παρέμενε ακμαίο,
απογοητεύτηκε, όμως και ο Μαρκούζε που
παρέμεινε στην Αμερική, και υπό την υποχώρηση του κινήματος, έγραψε το κύκνειο
άσμα του, Αντεπανάσταση και εξέγερση15, ως μια πετριά στο
σύστημα, που δεν φαινόταν δυνατό ν’αλλάξει από την κοινωνικοπολιτική δράση.
Μια
ύστατη προσπάθεια εμβάθυνσης και διεύρυνσης της φρανκφουρτιανής κριτικής προβληματικής
έγινε από τον Χάμπερμας, μαθητή του Αντόρνο, που αποσαφήνισε ακόμη καλύτερα
στις δεκαετίες 70-90 τη φύση του νεοσυντηρητισμού και του κράτους, στο ιστορικό
βιβλίο του Raison
et
legitimité16.
To
πρόταγμα
της αυτονομίας17
όμως που προσπάθησε να θεμελιώσει ως απόρροια αυτής της θεωρητικοποίησής του,
στη συνέχεια ατόνησε. Ο καπιταλισμός μπήκε σε μια άγρια μορφή ανάπτυξης με την
παγκοσμιοποίηση και με την κρίση της, και στη συνέχεια, αντί να αμφισβητηθεί
ριζικά, μαζικά, ετοιμάζει πιο άγριες και αποτρόπαιες λύσεις, με το νεοφασισμό
που οργώνει σχεδόν παντού…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Βλ. Β. Φιοραβάντες, «Η ιδεολογική
κριτική και η εισφορά της κριτικής θεωρίας», Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, σσ. 21 – 81, «Η κριτική
θεωρία: Η σύγχρονη κοινωνική και αισθητική θεωρία», Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, Τ.Ι. σσ. 21 – 36 και τη ρουμπρίκα Σχολή της Φρανκφούρτης, στο blog μας, Νέα κριτική θεωρία και πράξη (nktkp.blogspot.gr).
2.
Για τη θεωρία της πραγμοποίησης, εκτός
από το ιστορικό έργο του Λούκατς, Ιστορία
και ταξική συνείδηση, (Οδυσσέας) και όλα τα βιβλία του Γκολντμάν, στα οποία
αναλύει λεπτομερώς όλες τις πτυχές αυτού του δύσκολου όσο και τραγικού θέματος,
καθώς και το αντίστοιχο λήμα του στην Universalis,
βλ. και Β. Βιοραβάντες, Κοινωνική Θεωρία
και αισθητική (Αρμός), κεφ. 4. , «Παρατηρήσεις για τις θεωρίες της
αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης. Προς την ολική αρνητικότητα», σσ. 82 – 144.
Εξάλλου και εμείς, όπως οι Γκολντμάν και Αντόρνο – Μαρκούζε, σε όλα τα έργα μας
αναδείξαμε - και προσπαθήσαμε πάντοτε να αναδείξουμε - την κομβική σημασία της
έννοιας της πραγμοποίησης για κάθε απελευθερωτική ερμηνεία του συστήματος.
Διαφορετικά ...
3.
Βλ. Μ. Horkheimer – Th. Adorno, Dialectique de la raison, Gallimard, μ.σ. TEL.
4.
Βλ. J. Habermas, Théorie
communicationelle, Fayard, T.II.
5. Εκδ.
Διογένης
6.
Βλ. L. Goldmann, Lukács
et Heidegger, Médiations.
7. Ib. σημ. 3.
8. Βλ. Th. Adorno, Berg,
Gallimard.
9. Βλ. Th. Adorno, Wagner,
Galfimard
10. Βλ. Th. Adorno, Notes
sur la litterature, Flammarion.
11. Εκδ.
Klinskcieck
12. Εκδ.
Payot.
13. Ib. σημ.11.
14. Βλ. Th. Adorno, Jargon
de l’ authenticité, Payot.
15. Εκδ. Παπαζήσης.
16. Εκδ. Payot.
17.
Βλ. J. Habermas, Αυτονομία και αλληλεγγύη, Ύψιλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑ, ΑΡΘΡΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ BLOG ΜΑΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ E-MAIL ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Hλεκτρονική διεύθυνση για σχόλια (e-mail) : fioravantes.vas@gmail.com
Σας ευχαριστούμε
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.